0
Your Καλαθι
Ερωτική τέχνη και ένα δοκίμιο για λατίνους εραστές
Περιγραφή
Κριτική
Ένα ηδυπαθές πόνημα του μεγάλου Λατίνου για το πριν και το μετά της ερωτικής πράξης, που κωδικοποιεί με απαράμιλλη φαντασία, χάρη αλλά και λεπτή ειρωνεία τις διαχρονικές συμπεριφορές και τεχνικές των εραστών.
Σε αντίθεση με την ορολογία σε άλλους τομείς του πολιτισμού, όπου κυριαρχεί η ελληνική, η γλώσσα της σεξουαλικότητας, του «σεξουαλικού πολιτισμού», όπως αποκαλείται, ήταν στη Δύση η λατινική. Μέχρι και το πρώτο μισό περίπου του 20ού αιώνα, όταν η ψυχανάλυση δημιούργησε ένα «επιστημονικό» ιδίωμα που επέτρεπε να γίνεται λόγος με έναν κοινωνικά αποδεκτό τρόπο γι' αυτό το κυριολεκτικά ζωτικής σημασίας φαινόμενο, όποιος ήθελε να περιγράψει ερωτικές θεωρίες και πρακτικές, από τις πιο απλές και «φυσικές» ως τις πιο ντελικάτες και εξεζητημένες, χωρίς να προσβάλλει τη δημόσια αιδώ, προσέφευγε στην decent obscurity (Γίββων) των λατινικών. Αλλωστε και η ψυχανάλυση βρίθει από λατινισμούς, με πρώτη και κύρια τη libido, τη libido furiosa όπως λέει ο Οβίδιος για τις γυναίκες...
Η αιτία για την κυριαρχία των λατινικών βρίσκεται στο γεγονός ότι ο «σεξουαλικός πολιτισμός» ήταν πιο ανεπτυγμένος στους Ρωμαίους, και ένας από αυτούς που συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξή του ήταν ο Οβίδιος με την Ερωτική Τέχνη του.
Η «Ερωτική Τέχνη» είναι ένα διδακτικό ποίημα. Για μας σήμερα, για τους οποίους συμβουλευτικά εγχειρίδια και οδηγίες χρήσεως από τη μια και ποίηση από την άλλη είναι εντελώς ασύμβατα, το αρχαίο αυτό είδος του λόγου είναι το πιο ανοίκειο. Για την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα όμως χρηστική και αισθητική αξία δεν αποτελούσαν αντίθεση. «Τέχνη» σημαίνει τόσο την τεχνική όσο και την «καλή τέχνη» και τη γνώση («επιστήμη») που απαιτείται για την επεξεργασία ενός ακατέργαστου «υλικού» στην πιο ευρεία σημασία. Η ars amatoria είναι λοιπόν η τεχνική και η τέχνη που επεξεργάζεται και διαμορφώνει εκείνη την πολύτιμη, αλλά στη «φυσική κατάστασή» της ακατέργαστη και κυριολεκτικά «πρώτη ύλη» που είναι η libido, ο έρωτας, η στοιχειακή αυτή ορμή που αποτελεί τουλάχιστον ώς σήμερα τον απαραίτητο όρο για τη διαιώνιση της ζωής. (Για erectio sine qua non έκανε λόγο ο σουρεαλιστής Max Ernst προσφεύγοντας και αυτός στην decent obscurity των λατινικών). Ο Οβίδιος προσπαθεί με την «Ερωτική Τέχνη» να δώσει μορφή και διάρθρωση στην άμορφη πρώτη ύλη της ζωής, έτσι ώστε η έλξη μεταξύ των πόλων «άρρεν-θήλυ» να μην οδηγηθεί σε μιαν ακαριαία έκρηξη και εξάντληση (post coitum omne animal triste, έλεγε ένας άλλος Λατίνος). Γι' αυτό τον ενδιαφέρουν κυρίως το status ante και post coitum, ενώ ασχολείται λιγότερο με την ερωτική πράξη καθεαυτήν, στην οποία δεν χρειάζεται και τόση τέχνη, αφού μιλάει μόνη της η φύση. Ο Οβίδιος περιβάλλει αυτή την πράξη με ένα τελετουργικό που την επιβραδύνει, την επιτείνει και την εκλεπτύνει, της αφαιρεί τη ζωώδη σοβαρότητα και απλότητα και της προσδίδει χάρη, πολυπλοκότητα και βάθος, δηλαδή την εκπολιτίζει και την εξανθρωπίζει.
Από τα προηγούμενα είναι εμφανές πόσο δύσκολη είναι η μετάφραση του κλασικού αυτού έργου στα νέα ελληνικά. Οι σύμφυτες με το λογοτεχνικό είδος δυσκολίες πολλαπλασιάζονται στην περίπτωση του Οβιδίου, ο οποίος είναι ένας όψιμος, δηλαδή λόγιος και ειρωνικός ποιητής, που διαλέγεται με ολόκληρη τη λατινική και αρχαιοελληνική μυθολογική και λογοτεχνική παράδοση και την μεταπλάθει για να περιγράψει τη σύγχρονή του ρωμαϊκή πραγματικότητα. Ο πιο βολικός δρόμος που θα μπορούσε να ακολουθήσει κανείς είναι η πεζή μετάφραση και ο σχολιασμός. Το σύνηθες αποτέλεσμα: το μικρό, κομψό και ευανάγνωστο έργο του Οβιδίου συνθλίβεται από τη σχολαστική επιστημοσύνη και μετατρέπεται σε ένα «μέγα», άκομψο και δυσανάγνωστο βιβλίο.
Ο Θ. Παπαγγελής αποδεικνύει ότι οι δυσχέρειες αυτές δεν είναι ανυπέρβλητες, αρκεί να έχει κανείς τα κατάλληλα εφόδια: γνώση της αρχαίας γραμματείας, των σύγχρονων ερμηνευτικών κατηγοριών και, το κυριότερο, της νεοελληνικής γραμματείας και ποίησης.
Ο συγγραφέας επιχειρεί μια ποιητική μετάφραση, και μάλιστα με ομοιοκαταληξία, και πλουτίζει τη φτωχή νεοελληνική βιβλιογραφία στο πεδίο της λατινικής λογοτεχνίας με ένα μικρό κομψοτέχνημα.
Η μετάφραση πλαισιώνεται από μια Εισαγωγή και ένα «Δοκίμιο περί Λατίνων εραστών» που παρουσιάζουν με συντομία και πυκνότητα τις αναγκαίες παραμέτρους για την πρόσληψη του έργου. Δίκαια στο διεισδυτικό του δοκίμιο ο Παπαγγελής επιμένει, χωρίς να υπερβάλλει, στις έρευνες του Φουκώ και στις gender studies.
Όποιος αγνοεί την κριτική μεθοδολογία που ανέπτυξαν οι δύο αυτές κατευθύνσεις στον τομέα των ιστορικών ερευνών εν γένει, και της σεξουαλικότητας ειδικότερα, κινδυνεύει να παρασυρθεί σε ερμηνευτικές αστοχίες. Μια και από πραγματολογική άποψη οι φιλολογίες της κλασικής αρχαιότητας έχουν εξαντληθεί, η ανανέωσή τους μπορεί να προέλθει μόνο από νέες μεθόδους πρόσβασης στα αρχαία κείμενα.
Κύρια επιδίωξη του συγγραφέα είναι η μετάφρασή του «να διαβάζεται και ερήμην του λατινικού πρωτοτύπου», και αυτό το κατορθώνει στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Η μετάφραση ελευθεριάζει αλλά όχι αυθαίρετα. Η ελευθεριότητά της είναι ορατή εκεί όπου ο συγγραφέας προσπαθεί να δημιουργήσει σύγχρονα «ανάλογα»: ανάλογα ως προς τη γλωσσική έκφραση, τα υφολογικά εφέ, τα διακειμενικά παιχνίδια, τα επίπεδα και τους τόνους του πρωτοτύπου. Η περιοχή όπου η επικαιροποίηση γίνεται πραγματικά κρίσιμη είναι η μυθολογία. Εδώ αυτό που αλλιώς θα ήταν αδρανές βάρος λογιότητας για τον μη πληροφορημένο αναγνώστη ελαφρύνεται προκειμένου να υπηρετήσει τον γενικό τόνο του έργου. Θα ήταν κρίμα ό,τι ο αρχαίος αναγνώστης απολάμβανε χωρίς δυσκολία να γίνει εμπόδιο στην απόλαυση του νεότερου αναγνώστη που μοιραία γνωρίζει λιγότερη μυθολογία από τον αρχαίο ομόλογό του.
Το ύφος του πρωτοτύπου δεν είναι σύνθετο και συχνά κατατείνει προς τον απλό, αν και φροντισμένο, λόγο. Αυτό προσπάθησε να αποδώσει και η μετάφραση. Οταν όμως το πρωτότυπο «απογειώνεται», η μετάφραση προσπαθεί να δημιουργήσει το «ανάλογον», χωρίς τη στυλιζαρισμένη ρητορική τού δήθεν ποιητικού λόγου. Έτσι προτιμά να υπαινίσσεται οικεία στον έλληνα αναγνώστη κομμάτια από τη νεοελληνική ποίηση (Σεφέρης, Ελύτης, Καβάφης, Καρυωτάκης), αλλά και από τα δημοτικά τραγούδια, καθώς και από ρεμπέτικα και λαϊκά που διαμορφώνουν τη σύγχρονη ρητορική του ερωτικού λόγου. Η «Ερωτική Τέχνη» του Παπαγγγελή δεν αποτελεί μόνο ένα «δώρο» για ομότεχνους της κλασικής φιλολογίας αλλά μπορεί να διαβασθεί και από όλους εκείνους που νοιάζονται για το καλό γούστο.
Πέρα όμως από όλα αυτά, και εδώ ίσως έγκειται η ύψιστη προσφορά της, η μετάφραση προκαλεί στον αναγνώστη την αίσθηση της συγγένειας με τον Οβίδιο στο επίπεδο της συνείδησης. Και εμείς σήμερα φαίνεται να έχουμε την ίδια υπερτροφική, παρα-μορφωμένη συνείδηση και να παίζουμε τις κωμωδίες της. Και εμείς φαίνεται να ξέρουμε τα πάντα για κάθε σκίρτημα της ψυχής και του υπογαστρίου μας και να τα ελέγχουμε με την ενστικτώδη σιγουριά, τη ρουτίνα και την ειρωνεία μας, ενώ στην πραγματικότητα πάσχουμε από αυτή την ολοκληρωτική γνώση και τον απόλυτο έλεγχο και, όταν ανακαλύπτουμε ότι τον έχουμε χάσει, είναι συνήθως αργά.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΡΕΓΚΑΚΟΣ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 28-01-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Επιχειρώντας κανείς να δώσει μια επαρκή εξήγηση στο γεγονός ότι τα λατινικά γράμματα κατέχουν δευτερεύουσα θέση στην εκπαίδευση της χώρας μας, δεν θα απείχε από την αλήθεια αν υποστήριζε ότι μεγάλο μέρος ευθύνης γι' αυτό το φαινόμενο το φέρουν δύο τουλάχιστον ανασταλτικοί παράγοντες. Οι ρομαντικές αντιλήψεις περί λαού και έθνους κατά το 19ο αιώνα οδήγησαν στη θεμελίωση δύο επιστημών, της ιστοριογραφίας με κύριο εκπρόσωπο τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο και της λαογραφίας με τον Νικόλαο Πολίτη. Κοινός στόχος και των δύο επιστημών ήταν να καταδείξουν την αρραγή εθνική συνείδηση των Ελλήνων στο επίπεδο της επώνυμης μακροϊστορίας και την αδιάσπαστη πολιτισμική συνέχεια από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας στο επίπεδο της ανώνυμης λαϊκής παράδοσης. Ετσι ήταν απολύτως εύλογο να δοθεί άμεση προτεραιότητα στην ελληνική αρχαιότητα, ενώ δεν έμεινε πρόσφορο έδαφος, για να ευδοκιμήσουν οι λατινικές σπουδές.
Από την άλλη πλευρά, για μεγάλο χρονικό διάστημα επικρατούσε η προκατάληψη ότι η λατινική γραμματεία είναι παράγωγο της αρχαίας ελληνικής και ως δουλική μίμησή της έχει δευτερεύουσα σημασία. Μόλις τον 20ό αιώνα πρωτοποριακές μελέτες ξένων ερευνητών συνέβαλαν στο να αρθεί σταδιακά αυτή η προκατάληψη, ενώ η εφαρμογή των θεωριών της πρόσληψης και της διακειμενικότητας βοήθησαν στην πλήρη εξάλειψή της. Για τους λόγους αυτούς κάθε νεοελληνική συμβολή στην καλύτερη γνωριμία με τους Ρωμαίους συγγραφείς πρέπει να αποτιμηθεί θετικά, και έτσι υποδεχόμαστε ευφρόσυνα το νέο βιβλίο του Θ. Παπαγγελή, που έχει ως θέμα του την Ερωτική Τέχνη του Οβιδίου.
Ο έρωτας είναι ένα πανίσχυρο, πανανθρώπινο αίσθημα που καθορίζει τις τύχες των θνητών. Ενώ, όμως, θεματοποιείται ήδη στο ομηρικό έπος, που αποτελεί την απαρχή της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, δεν οδήγησε, παρά μόνο καθυστερημένα, στη συγγραφή ενός έργου που να πραγματεύεται όχι τόσο τη δύναμη του θεού που εμφανίζεται με τη μορφή του μεγάλου πάθους όσο τις προϋποθέσεις που οδηγούν στη σύναψη των ερωτικών σχέσεων, καθώς και τη διαδικασία με την οποία φτάνει κανείς στην τελική εκπλήρωσή τους. Μια εξήγηση για το γεγονός αυτό έγκειται στο ότι οι σχετικά ελευθέριες και κοινωνικά ενταγμένες και παραδεκτές ερωτικές σχέσεις της κλασικής αρχαιότητας είχαν συρρικνωθεί σε συντηρητικές και σεμνότυφες απόψεις -ας μη λησμονούμε ότι το εν λόγω ποίημα του Οβιδίου θεωρήθηκε ασεμνογράφημα και στοίχισε στον ποιητή του την εξορία στους Τόμους, τη σημερινή Κωνστάντζα της Ρουμανίας.
Ο Θ. Παπαγγελής σε μια εκ πρώτης όψεως παιγνιώδη και εν πολλοίς ευτράπελα γραμμένη Εισαγωγή μάς προσφέρει με τρόπο αναλυτικό το περιεχόμενο της Ερωτικής Τέχνης και καθοδηγεί τις προσδοκίες μας. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτες είναι οι συγκριτικές παρατηρήσεις του με ερωτικές συμβουλές που περιέχονται σε ανατολικά εγχειρίδια όπως του ταοϊσμού και της ινδικής Κάμα Σούτρα. Παρά τις επιλεκτικές προσεγγίσεις του, δείχνει με επάρκεια ότι τα εγχειρίδια αυτά αποτελούν το απόσταγμα ενός πολύπλοκου φιλοσοφικού συστήματος και όχι απόρροια της ερωτογραφικής παράδοσης και της προσωπικής εμπειρίας του ποιητή, όπως συμβαίνει με τον Οβίδιο.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν οι απόψεις του Θ. Παπαγγελή για το μεταφραστικό του εγχείρημα. Ο συγγραφέας στην αφετηρία των πολύχρονων αναζητήσεών του βρέθηκε μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, χωρίς αυτό να συνεπάγεται υποχρεωτικά ότι η επιλογή του ταυτίζεται με το δρόμο της αρετής ή της κακίας. Συγκεκριμένα, έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σε μια φιλολογική μετάφραση που θα ακολουθούσε λιγότερο ή περισσότερο πιστά το λατινικό κείμενο ή μια εκσυγχρονισμένη απόδοση, η οποία θα ανταποκρινόταν σε επίκαιρες προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Στην πρώτη περίπτωση θα ήταν απαραίτητη η παράθεση σε αντικριστή σελίδα του λατινικού πρωτοτύπου, καθώς και ένα σώμα πραγματολογικών σχολίων που θα διευκρίνιζαν πρόσωπα, θεσμούς και πράγματα της ρωμαϊκής αρχαιότητας, προκειμένου να γίνει κατανοητή στο σημερινό αναγνώστη η Ερωτική Τέχνη του Οβιδίου. Τελικά ο συγγραφέας επέλεξε τον δεύτερο και σαφώς δυσκολότερο δρόμο, επειδή στο εγχείρημά του αυτό ήταν απελπιστικά μόνος, χωρίς τη βοήθεια μιας παγιωμένης μεταφραστικής πράξης. Η προσπάθειά του αυτή συνάντησε ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες, καθώς επέβαλε στον εαυτό του την τήρηση του ρυθμικού λόγου και την απόδοση των ελεγειακών διστίχων του πρωτοτύπου με ομοιοκατάληκτα δίστιχα. Οι ομοιοκαταληξίες του είναι κατά κανόνα εξαιρετικά ευφυείς και σπινθηροβόλες και δημιουργούν στον αναγνώστη ένα ευφρόσυνο ανοικειωτικό αποτέλεσμα, καθώς δεν συμμορφώνονται με τις ρίμες που έχει συνηθίσει από την ποιητική μας παράδοση. Επιπλέον, η γλώσσα είναι εξαιρετικά πλούσια και αντλεί από όλα τα κοιτάσματα της γλωσσικής μας ιστορίας. Αλλοτε υιοθετούνται λόγιες λέξεις, άλλοτε χρησιμοποιείται λεξιλόγιο από τη σύγχρονή μας μετασεφερική ποίηση, μερικές φορές ακούγονται απόηχοι από το ρεμπέτικο ή και το δημοτικό τραγούδι. Η πρωτοτυπία της μετάφρασης αυτής είναι προφανής και θα πρέπει επειγόντως να αποτελέσει αντικείμενο ευρείας φιλολογικής συζήτησης, καθώς διαφαίνεται η προσπάθεια του συγγραφέα να επιφέρει μια στροφή στα μεταφραστικά πράγματα και στις κατεστημένες συνήθειές μας.
Τα επιλεγόμενα συνιστούν ένα εξαιρετικά ερεθιστικό δοκίμιο, όπου θίγονται ποικίλα θέματα - επιλέγουμε δύο. Οι απόψεις που διατυπώνονται για το ρομαντικό έρωτα φωτίζουν έμμεσα και αναδρομικά τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, είναι όμως μοιραίο, αν λάβει κανείς υπόψη του το μεγάλο χρονικό άνυσμα που επιχειρεί να καλύψει αυτό το τμήμα του δοκιμίου, να παραμείνει μια διαγραμματικού τύπου παρενθήκη. Το πιο εντυπωσιακό κομμάτι του δοκιμίου αποτελεί η ανίχνευση των καταβολών, των μοτίβων και των ειδολογικών συμβάσεων της οβιδιακής (ερωτικής και λογοτεχνικής) τέχνης στην προοβιδιακή λατινική ελεγεία. Οι λεπταίσθητες αναλύσεις, η επιλογή και μετάφραση των παραθεμάτων και η ανατομική διαφοροποίηση των σταδίων που οδηγούν στην ώριμη και σχεδόν παρακμιακή ποίηση του Οβιδίου είναι πράγματι εξαίρετες. Αυτό που είναι στον Κάτουλλο, τον Τίβουλλο ή τον Προπέρτιο πηγαίο πάθος που μετεωρίζεται ανάμεσα στη λογοτεχνία και την πραγματική ζωή μετατρέπεται στον Οβίδιο σε ερωτική απόσταση, εγκεφαλικότητα, χιούμορ, εξαντλητική ρητορική εκμετάλλευση των μοτίβων και τελικά σε αυτοσυνειδησιακή μεταγλώσσα.
Συνοψίζουμε: πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα αξιόλογο βιβλίο που συγκαλύπτει κάτω από το μανδύα της ευτραπελίας, της οιστρήλατης διατύπωσης και της διακειμενικής εξάρτυσης στέρεη γνώση. Η πλέον ουσιαστική προσφορά του έγκειται ασφαλώς στην τολμηρή μεταφραστική του πρόταση που γεννά τα ακόλουθα ερωτήματα: σε ποιο βαθμό μπορεί να εκτείνεται η επικαιροποίηση ενός αρχαίου κειμένου; Θέλω να πω, μπορεί να εφαρμόσει κανείς την ίδια μέθοδο στο De rerum natura του Λουκρητίου; Από τις μεταφράσεις άλλων Λατίνων ποιητών που παραθέτει ο συγγραφέας στο επιλογικό του δοκίμιο συμπεραίνουμε ότι η απάντηση είναι αρνητική, αλλά αυτό δεν ακυρώνει μια μελλοντική συζήτηση του προβλήματος. Η εκμετάλλευση διαφόρων στρωμάτων και κοιτασμάτων της ελληνικής γλώσσας αναστέλλει ή κεντρίζει την αναγνωστική ανταπόκριση; Με ποια συχνότητα επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ξένες λέξεις, έστω και αν έχουν πολιτογραφηθεί στη γλώσσα μας; Τα ερωτήματα αυτά αποδεικνύουν ότι το βιβλίο του Θ. Παπαγγελή είναι ένας ζωντανός οργανισμός που δεν ευνοεί τον μακάριο εφησυχασμό.
ΔΑΝΙΗΛ ΙΑΚΩΒ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/04/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις