0
Your Καλαθι
Ιστορία αγάπης και σκότους
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Στο κέντρο αυτού του μυθιστορήματος βρίσκεται η ιστορία ενός φαντασιόπληκτου παιδιού που κάποτε θα γίνει συγγραφέας, του τραγικού γάμου των γονιών του καθώς και η ιστορία της παράξενης, για τα μάτια ενός παιδιού, γέννησης ενός κράτους. Γύρω από τον κεντρικό αυτό πυρήνα βρίσκονται οι μεγάλες μεταναστεύσεις, οι μεγάλες ιδέες, για μεγάλα αδιέξοδα του 20ού αιώνα, αλλά και τα προσωπικά τραύματα που αφήνει μερικές φορές η Ιστορία στις ψυχές των ανθρώπων. Μυθιστόρημα που άλλοτε γίνεται επικό σαν μουσική συμφωνία και άλλοτε χαμηλόφωνο και τρυφερό σαν παιδική εξομολόγηση, η Ιστορία αγάπης και σκότους θεωρείται το αριστούργημα του μεγάλου Ισραηλινού φιλειρηνιστή συγγραφέα και ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα της εποχής μας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
«Αν σας μένουν δύο μέρες μόνο να ζήσετε, ένα πράγμα πρέπει να κάνετε για να πεθάνετε χωρίς ενοχές: να διαβάσετε αυτό το βιβλίο»
La Republica
ΚΡΙΤΙΚΗ
Διάβαζα την «Ιστορία αγάπης και σκότους» στο μετρό, όταν έπεσα πάνω στη φράση: «Κοίταζα τους ανθρώπους στο καφέ και προσπαθούσα να μαντέψω, σύμφωνα με την ενδυμασία τους και τις κινήσεις τους, σύμφωνα με την εφημερίδα που διάβαζαν και σύμφωνα με το τι παράγγελναν, ποιος ήταν ο καθένας τους και από πού κρατούσε η σκούφια του, και με τι ασχολιόταν συνήθως και τι έκανε πριν έρθει στο καφέ και πού θα πήγαινε μετά. Ετσι, με μερικά εξωτερικά και αβέβαια σημάδια, επινοούσα για τους θαμώνες του καφέ περιπεπλεγμένες και ανατριχιαστικές ιστορίες. Μέχρι σήμερα κλέβω μ' αυτό τον τρόπο. Κυρίως αγνώστους. Και κυρίως σε δημόσιους χώρους γεμάτους ανθρώπους». Ανασήκωσα κι εγώ τα μάτια, περιεργάστηκα τους συνεπιβάτες μου: πρόσωπα μουντά, κοινές ζωές. Κανείς δεν μου φαινόταν ικανός να γίνει μυθιστορηματικός ήρωας. Κανένας δεν κατάφερνε να κεντρίσει με ένα βλέμμα, μια κίνηση, τη φαντασία μου. Ομως η αναπηρία ήταν όλη δική μου, όχι δική τους. Γιατί αυτό που κάνει τον έναν παρατηρητή συγγραφέα, και τον άλλον όχι, είναι η ικανότητα να «κοιτάει και να επινοεί». Να χτίζει πάνω στο ελάχιστο. Και να πορεύεται με ό,τι έχει, με ό,τι γνωρίζει. Οπως ο Οζ, όταν χάρη στον Σέργουντ Αντερσον και στο «ταπεινό βιβλίο» του «Αφηγήσεις από το Οχάιο» κατάλαβε, όπως μας εκμυστηρεύεται στην «Ιστορία» του, ότι «ο γραπτός κόσμος τριγυρνάει πάντα γύρω από το χέρι που γράφει, όπου αυτό γράφει: όπου είσαι εσύ - αυτό είναι το κέντρο του κόσμου».
Το κέντρο του κόσμου τού Οζ είναι η μεταπολεμική Ιερουσαλήμ. «Είχα καταλάβει από πού ερχόμουν: από ένα ξεφτισμένο κουβάρι θλίψης και προσποίησης, πόθου και παραλογισμού, επαρχιώτικης σπουδαιοφάνειας και αισθηματικής αγωγής, και απαρχαιωμένων ιδανικών, και πνιγμένων φόβων, και υποταγής και απελπισίας. Μια απελπισία από εκείνο το ξινόγλυκο είδος, το σπιτικό, όπου μικροψεύτες προσποιούνταν τους επικίνδυνους τρομοκράτες και τους ηρωικούς απελευθερωτές, κακόμοιροι βιβλιοδέτες διατύπωναν τύπους παγκόσμιας λύτρωσης (...), ταμίες στο μπακάλικο και στο σινεμά έγραφαν κάθε νύχτα ποιήματα και μπροσούρες». Το σύμπαν του είναι πολύ απομακρυσμένο από το στερεότυπο των νέων ηρώων του Ισραήλ, των στοχαστικών, παράτολμων, πειθαρχημένων ανδρών και γυναικών του Κόφερ Αγεσούβ, που πολεμούν για την ανεξαρτησία και κάνουν την έρημο να ανθίσει στις πιο απόμακρες γωνιές της. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το ταπεινό σπιτάκι όπου γεννήθηκε, στα 1939, «τριάντα τετραγωνικά μέτρα όλο κι όλο», δύο δωμάτια κατάφορτα από βιβλία και μια «καπνισμένη κουζίνα» -και τον εκπατρισμένο, ανασφαλή, απολογητικό, φοβισμένο εβραϊκό πληθυσμό της Ιερουσαλήμ, χαρακτηριστικά δείγματα του οποίου είναι η καταθλιπτική μητέρα και ο αποτυχημένος, αδέξιος πατέρας του, η Φάνια και ο Αριε Κλόζνερ. Υπάρχουν βέβαια και οι σιωνιστές διανοούμενοι, ο «φωτισμένος φιλελεύθερος-εθνικιστής» θείος, ο καθηγητής Γιόζεφ Κλόζνερ, που αρέσκεται να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως «λίγοι εναντίον πολλών», «η σάρκα μας και το αίμα μας», «τα παιδιά μας πρέπει να είναι από σίδερο»· υπάρχουν οι οπαδοί της αυτοσυγκράτησης, της υπευθυνότητας, της μετριοπαθούς ζωής, της εγχώριας παραγωγής, της εργατικής τάξης, της κομματικής πειθαρχίας· υπάρχουν οι μεγάλοι άνδρες, όπως ο Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν, ο Μεναχέμ Μπέγκιν, ο νομπελίστας ποιητής Σάι Αγκνόν- αν και όλοι αυτοί σκιαγραφούνται χωρίς δέος, με συμπαθητική ειρωνεία που απομυθοποιεί χωρίς να καταποντίζει. Ομως είναι στους ρυπαρούς δρόμους της συνοικίας Κερέμ Αβραάμ που περιφέρεται ο μικρός ήρωας, στις ανήλιαγες αυλές της, στα ασφυκτικά της διαμερίσματα· εκεί συναντά τα πρόσωπα που θα «τον βοηθήσουν να φτάσει ώς εδώ»: τη δασκάλα που θα ερωτευτεί στα οχτώ του χρόνια, θείες και παππούδες, έναν γέρο Αραβα «με τσέπες κάτω από τα μάτια», που με τα καθησυχαστικά του λόγια θα αποδυναμώσει μιαν εκφοβιστική παιδική εμπειρία, τεχνίτες και μουσικούς, γείτονες και φίλους. Εκεί μαθαίνει να διαβάζει μόνος του, πριν καλά καλά κλείσει τα πέντε του χρόνια· εκεί αρχίζει να συνειδητοποιεί τη δύναμη της Σεχραζάντ, εξαγοράζοντας με τα παραμύθια του μια προσωρινή ανακωχή με τους διώκτες του, τους εξαθλιωμένους, πεινασμένους συμμαθητές του στο θρησκευτικό σχολείο αρρένων· εκεί υφαίνει μαζί με τη μητέρα του ολονύκτια παραμύθια- στο υφάδι εκείνη, στο στημόνι αυτός. Εκεί, κι ενώ τα σύννεφα πυκνώνουν πάνω από την επισφαλή οικογενειακή του γαλήνη, βλέπει με τα παιδικά του μάτια το πρελούδιο στη γέννηση ενός κράτους: τους φλύαρους ιδεαλισμούς, τα ανεδαφικά οράματα, τις μωρές προφητείες, τα παράξενα υβρίδια ποιητών-εργατών-επαναστατών, τους πιονέρους αναγνώστες του Μαρξ, του Φρόιντ και του Ζαμποτίνσκι, τους ευσεβείς υπερορθόδοξους της συνοικίας Μέα Σεαρίμ, τους κομμουνιστές, τους άνδρες στα χακί, τους λιτοδίαιτους των κιμπούτ5, τους περιθωριακούς, τους μηδενιστές, τους Υεμενίτες, τους φραγκολεβαντίνους, τους Κούρδους, τους Θεσσαλονικείς, αλλά και τους Αραβες, βαθύπλουτους και φτωχούς· τα σκονισμένα κυπαρίσσια, τα χλομά γεράνια, τη λυμφατική ροδιά της αυλής του· τις δαντελένιες κουρτίνες, το βραστό γλυκό ψάρι, τα απολυμαντικά της μικροβιοφοβικής γιαγιάς του· τα κινήματα νέων, την αντιστασιακή οργάνωση Αγκανά, τους Αγγλους αποικιοκράτες· τα κατσίκια και τους σκορπιούς, τις μάγισσες και τα στοιχειωμένα δάση, τον Σέξπιρ και τον Σοπέν, τον Νέμο και την Πανδώρα· τα στομωμένα ξυράφια, τις φτηνές κονσέρβες, τα βρωμερά τσιγάρα, τα συρματοπλέγματα, τις εκρήξεις· τα σιντριβάνια ενός πρωτόφαντου κήπου και τα τζαμιά που γίνονται χρυσά καθώς πέφτει ο ήλιος.
Οικογενειακή τραγωδία και πολιτικά πάθη, προσωπικά τραύματα και μεγάλες ιδέες, επίμονη αυτοεξέταση και στερεοσκοπική ανάλυση φόβων, προσδοκιών και σφαλμάτων ενός ολόκληρου λαού, θραύσματα της μνήμης και στοχασμός για τη διαδικασία της γραφής: αυτά και άλλα τόσα είναι το σπουδαίο βιβλίο τού Αμος Οζ. Είναι η ελεγεία σε μια οικογένεια, έναν τόπο, μια εποχή. Είναι το χρονικό της γέννησης ενός κράτους. Είναι η αναψηλάφηση των αιτίων του παλαιστινιακού ζητήματος. Είναι ένα μυθιστόρημα μαθητείας, αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία. Είναι η εξιστόρηση στρεβλών ζωών και αφυδατωμένων ελπίδων. Είναι σπουδή στην ενοχή, σπουδή στη μελαγχολία. Πυρήνας της αφήγησης είναι η αυτοκτονία της μητέρας του στα τριάντα οχτώ της χρόνια, πριν ο ίδιος μπει καλά καλά στην εφηβεία: ένα πυρακτωμένο κέντρο, στο οποίο ο συγγραφέας πλησιάζει και οπισθοχωρεί, πλησιάζει και οπισθοχωρεί, λες και θέλει να αναβάλλει όσο γίνεται περισσότερο τη στιγμή που θα το αγγίξει, να καθυστερήσει όσο μπορεί την ανάκληση της οριστικής απώλειας. Η πολιορκία αυτή του βασικού θεματικού μοτίβου, οι διστακτικές έφοδοι που επιχειρεί προς το ανείπωτο με τη μορφή υπαινιγμών ή ολιγόλογων αναφορών, οι παρελκυστικές (και τόσο γοητευτικές) αναδρομές τού δίνουν την ευκαιρία να θρηνήσει, μαζί με το θάνατο της μητέρας, και τη διάψευση του ονείρου για μια δίκαιη και ειρηνική κοινωνία, με το οποίο γαλουχήθηκαν οι γονείς και οι παππούδες του, μαζί με όλους τους Εβραίους της Ευρώπης.
Οχι πως έχουμε να κάνουμε με ένα μελαγχολικό, θρηνητικό μυθιστόρημα. Το μεγάλο χάρισμα του Οζ είναι ο συνδυασμός σατιρικής οξύτητας και σαρκασμού με την κατανόηση και τη συμπόνοια. Ο μικρός αφηγητής ξέρει να γελάει, ξέρει να χαίρεται· ο ζόφος, ακόμα και στις μέρες του πολέμου, είναι τόσο ποτισμένος με ανθρωπιά, τόσο συλλογικός και τόσο μοιρασμένος, που μολονότι δεν ελαφραίνει, βαθαίνει σε περιεχόμενο. Κι ύστερα υπάρχει η ομορφιά του κόσμου, ο βαθύς ουρανός της παιδικής ηλικίας, ένα πουλί που τιτιβίζει επίμονα τις πέντε πρώτες νότες από το Fur Elise: πάνω σ' αυτό το leit motiv θα αναπτυχθεί η πολυφωνική παρτιτούρα της μνήμης. Γιατί η επιταγή που κατακυριεύει από πολύ νωρίς τον Οζ είναι να θυμάται· να θυμάται και να γράφει, βρίσκοντας τη γλώσσα που χρειάζεται, τις λέξεις που βαραίνουν. Δεν είναι πάρεργο αλλά υποχρέωση, το κάλεσμα μιας φωνής «που δεν έχει πίσω της ούτε γέλιο ούτε απερισκεψία», μα σε προστάζει να μην ξεχάσεις ποτέ «ούτε λεπτομέρεια από τις λεπτομέρειες», σου επιτάσσει κάποια απόλυτη αρχή ανελέητης πιστότητας. Εξάλλου, δύο είναι τα ρήματα που επανέρχονται σταθερά στην εβραϊκή παράδοση, από την Εξοδο και το Δευτερονόμιο ώς τους θρησκευτικούς ύμνους: «Θυμήσου και φύλαττε».
Ο Παλαιστίνιος συγγραφέας Σαμίρ ελ Γιουσέφ έγραφε πριν από μερικά χρόνια πως αν η λογοτεχνία του τόπου του εμφανίζει κάποια ιδιαίτερη προσήλωση σε ένα είδος, αυτό είναι το απομνημόνευμα. Ισως γιατί για τα δεινά αυτού του τόπου δεν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει παρά μονάχα επικαλούμενος όσα ο ίδιος είδε, όσα έζησε, όσα κατάλαβε. Καμία συναίνεση δεν θα μπορούσε να υπάρξει στην εξιστόρηση της σύγκρουσης Εβραίων και Παλαιστινίων, γιατί αντικειμενική αλήθεια δεν υφίσταται, γιατί το δίκαιο και άδικο, το σωστό και το λάθος είναι ανεύρετο. Ο πόνος επιτίθεται και στις δύο πλευρές, η τραγωδία είναι κοινή. «Στη ζωή των μεμονωμένων ανθρώπων και στη ζωή των λαών οι χειρότερες συγκρούσεις είναι συχνά εκείνες που ξεσπούν ανάμεσα σε δύο κατατρεγμένους», γράφει ο Οζ. Η δυστυχία δεν ενώνει, χωρίζει ακόμη πιο βίαια· η οδύνη δεν συμψηφίζεται. Κι έτσι, μονάχα οι υποκειμενικές αλήθειες των πρωταγωνιστών μπορούν να προβάλλουν ως η αληθινή ιστορία του μακροχρόνιου πολέμου Ισραηλινών και Αράβων.
Ποια είναι η ευθύνη των Εβραίων της Ευρώπης γι' αυτό το χάος; Οι μόνες αποσκευές που είχαν φέρει μαζί τους, οι αναμνήσεις των δασών και των παλιών πόλεων, η πολύγλωσση ψυχή, η λογιοσύνη, ο κοσμοπολιτισμός, μαράθηκαν στη μεσανατολική κάψα, όπως και τα φυτά στην αυλή της οικογένειας Κλόζνερ. Στοιχειωμένοι από τη γενοκτονία, δεν πρόσεξαν τους γείτονές τους, δεν είδαν ότι γι' αυτούς ήταν ξένοι «που πέσανε ουρανοκατέβατοι από τον έξω κόσμο και εισέβαλαν διά της βίας στα εδάφη τους, σιγά σιγά κυριάρχησαν πάνω σε κομμάτια αυτών των εδαφών και, ενώ τους υπόσχονταν ότι ήρθαν στην ουσία εδώ για να τους ράνουν με όλα τα καλά, με πονηριά οικειοποιήθηκαν το ένα κομμάτι μετά το άλλο τη γη τους». Δεν θέλησαν να καταλάβουν ότι ήταν φυσικό που οι Παλαιστίνιοι πήραν τα όπλα εναντίον τους, ότι ήταν αδύνατο «να προσφέρουν στους Εβραίους τα κλειδιά της βασιλείας επειδή οι πρόγονοί τους ζούσαν κάποτε στα ίδια εδάφη». «Οχυρωμένοι στο δίκιο τους και στα αισθήματα ηθικής ανωτερότητας δεν σκέφτονταν ιδιαίτερα τους εκατοντάδες χιλιάδες ξεριζωμένους Παλαιστίνιους πρόσφυγες». Είχαν πολλά να αντιμετωπίσουν, δεν τους χρειαζόταν αυτό το επιπλέον φορτίο.
Κι όμως, ήταν δικό τους παιδί ο συγγραφέας που θεμελίωσε το κίνημα Ειρήνη Τώρα, που αμφισβήτησε τις σιωνιστικές βεβαιότητες. Ο πόλεμος ανάμεσα στις γενιές πάντα δίνει τη θέση του, στη μέση ηλικία, στην περιέργεια και τη συμπόνια για τους νεκρούς. Το βιβλίο τού Οζ είναι μια ολότελα προσωπική μαρτυρία που διαπερνάται από την αρχή ώς το τέλος από τη μελαγχολία ενός παιδιού που πενήντα χρόνια αργότερα ακόμα ζητάει τη νεκρή του μητέρα. Κι αυτό που κάνει το βιβλίο του τόσο σπαρακτικό είναι ότι η αυτοκαταστροφή της μητέρας δεν είναι παρελθόν για το συγγραφέα: είναι ακόμη παρούσα, στην απελπισμένη του φαντασίωση ότι κάτι, κάποιος θα καταφέρει να ξυπνήσει αυτή την «εσωστρεφή ομορφιά» από τον αιώνιο ύπνο της. Ομως το πουλάκι στην αυλή θα επαναλαμβάνει πάλι και πάλι τις πέντε πρώτες νότες από την «μπαγκατέλα» του Μπετόβεν, χωρίς ποτέ να προχωρεί, χωρίς να καταφέρνει να ξυπνήσει την ωραία κοιμωμένη, σημαδεμένη, στη ζωή και το θάνατο, από το οριστικό σβήσιμο εκείνης της μελωδίας που θα μπορούσε να 'ναι, αλλά δεν ήταν, η ζωή της.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/02/2005