0
Your Καλαθι
Λαϊκές βιβλιοθήκες
Οδηγός για την οργάνωσή τους
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ελάχιστες, δυστυχώς, βιβλιοθήκες στη χώρα μας έχουν οργανωθεί με βάση διεθνή πρότυπα, προσαρμοσμένα στην ελληνική πραγματικότητα. Κατά τη συγγραφέα, το πρόβλημα θα λυθεί οριστικά μόνο όταν ληφθεί μέριμνα με σύγχρονη και συνεχώς εξελισσόμενη νομοθεσία και όταν δημιουργηθεί βιβλιοθηκονομικό κέντρο με συμβουλευτικές και συντονιστικές αρμοδιότητες· ένα κέντρο που θα θέσει τις βάσεις για τη σωστή λειτουργία όλων των βιβλιοθηκών και την προοδευτική σύνδεση τους σε ενιαίο Εθνικό Δίκτυο.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στη Γαλλία του 18ου αιώνα λειτουργούσαν όχι ακριβώς βιβλιοθήκες, παρά ιδιωτικά αναγνωστήρια, όπου μπορούσε να διαβάζει ο καθένας καταβάλλοντας ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό. Κι αν ήθελε, μπορούσε να πληρώσει τη συνδρομή του, για να δανείζεται βιβλία για το σπίτι. Από τότε μέχρι σήμερα, η πρόοδος των βιβλιοθηκών διαπιστώνεται από το γεγονός, λόγου χάρη, ότι οι σημερινοί σουηδοί συγγραφείς αποζημιώνονται με ποσά ανάλογα με τη συχνότητα που δανείζουν τα βιβλία τους οι βιβλιοθήκες της σοδιαλδημοκρατικής χώρας.
Στην Ελλάδα, όπου κυμαινόμαστε μεταξύ 18ου γαλλικού και 20ού σουηδικού αιώνα, λειτουργούν δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες (πλην των ιδιωτικών). Οι πρώτες ιδρύονται σε πόλεις ή κώμες ιστορικής σημασίας (Δημητσάνα), κατά κανόνα ωστόσο στις πρωτεύουσες των νομών, εφόσον και όπου δεν λειτουργεί δημοτική βιβλιοθήκη. Στην Κοζάνη, λόγου χάρη, λειτουργεί η περιώνυμη «Κοβεντάρειος» (ιστορικότερα: Γκοβεδάρειος), πεισμόνως δημοτική, ενώ οι εξίσου σημαντικές της Λευκάδας ή της Χίου είναι δημόσιες. Στην αλλοδαπή, λέγοντας «λαϊκές» εννοούν τις γενικές και προσιτές στο ευρύ κοινό βιβλιοθήκες: «Η λαϊκή βιβλιοθήκη εμπεδώνει στην πράξη την πίστη της δημοκρατίας στην καθολική εκπαίδευση, ως συνεχή και ατέρμονη διαδικασία, έτσι ώστε να κατανοούνται απ' όλους τα επιτεύγματα της ανθρωπότητας στη γνώση και την κουλτούρα», όπως αναφέρεται στο σχετικό μανιφέστο της Ουνέσκο (1972, στο ανά χείρας βιβλίο, σ. 382 και εξής).
Δημόσιες ή δημοτικές, οι βιβλιοθήκες μας λειτουργούν με πολλές αντιξοότητες. Το καίριο πρόβλημα ωστόσο δεν είναι η υλική υποδομή, όσο η έλλειψη του ειδικευμένου προσωπικού: «Δεν προβλέπεται θέση βιβλιοθηκαρίου στον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα· άρα το ίδιο το κράτος αγνοεί ή παραβλέπει την αξία του επαγγέλματος», μελαγχολεί η συγγραφεύς. Και τούτο συμβαίνει μολονότι έχουμε αποφοίτους των ΤΕΙ Βιβλιοθηκονομίας που αγωνιωδώς γυρεύουν εργασία. Η αβασάνιστη λογική του τύπου «προέχουν οι προσλήψεις στα νοσοκομεία» καταντά παραλογισμός, μόλις σκεφθούμε ότι ασθενείς θα υπάρχουν στο διηνεκές, και άρα ο ισχυρισμός περί νοσοκομείων μπορεί να διαιωνίζεται μέχρι πέρατος του ανθρώπινου γένους. Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν ενδιαφέρει τι προέχει, αλλά ότι η ιστορική βιβλιοθήκη των Μηλεών στο Πήλιο είχε κλείσει προ δύο ετών επειδή... συνταξιοδοτήθηκε ο καλός βιβλιοθηκάριος.
Η ίδρυση και εξάρτηση, επίσης, των βιβλιοθηκών από ποικιλώνυμους φορείς συχνά ξένους προς το αντικείμενο (π.χ. από το υπουργείο Εσωτερικών ή από το Εμπορικής Ναυτιλίας) δυσχεραίνει το έργο των βιβλιοθηκών (ό.π., σ. 21). Εδώ πρέπει να προστεθεί και η νομοθετική πλευρά: οι 45 περίπου δημόσιες βιβλιοθήκες της χώρας λειτουργούν με τον αναγκαστικό νόμο του 1949, που είναι ξεπερασμένος, ενώ το εμπεριστατωμένο αίτημα των υπαλλήλων των βιβλιοθηκών, για την ψήφιση ενός σύγχρονου κανονισμού λειτουργίας, παραπέμπεται από κυβέρνηση σε κυβέρνηση κι από δεκαετία σε δεκαετία.
Τούτων δοθέντων, μια συστηματική εργασία (μετά τις προηγηθείσες του Κυρ. Ντελόπουλου: Οργάνωσε τη βιβλιοθήκη σου, Κολλέγιον Αθηνών, 1974, Κατάλογος θεμάτων για λαϊκές και παιδικές βιβλιοθήκες, Κέντρο Παιδικού και εφηβικού βιβλίου 1986 κ.ά.) σαν τη συζητούμενη της κυρίας Σοφίας Παλαμιώτη είναι ευπρόσδεκτη. Στο 1ο κεφάλαιο (σσ. 24-225) διαβάζουμε τη «Βιβλιογραφική επεξεργασία του βιβλιακού και άλλου υλικού», δηλαδή θέματα σχετικά με την ταξινόμηση, καταλογογράφηση (και είδη καταλόγων: συστηματικός, θεματικός, λεξικογραφικός, τοπογραφικός), την ευρετηρίαση και την ταξιθέτηση. Η οργάνωση του μη βιβλιακού υλικού της βιβλιοθήκης, αφενός του έντυπου (εφημερίδες και περιοδικά, χάρτες, φωτογραφίες κλπ.), αλλά κι εκείνου που δεν έχει έντυπη ύπαρξη (οπτικοακουστικό λεγόμενο: δίσκοι, ταινίες, εικόνες κλπ.) αναλύεται διεξοδικά στο 2ο κεφάλαιο, τα «Μέσα» (σσ. 229-273), ενώ στο 3ο έχουμε τις «Εσωτερικές εργασίες και το κτίριο», όπου περιλαμβάνονται σχεδιαγράμματα και οδηγίες για τη σωστή διάταξη των πραγμάτων στον χώρο της βιβλιοθήκης. Στο ίδιο, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα υποκεφάλαια που αφορούν στη δανειστική και τη στατιστική λειτουργία των βιβλιοθηκών: εδώ φαίνεται η μεγάλη εμπειρία και το πρακτικό πνεύμα της συγγραφέως (σσ. 277-327). Στο 4ο και τελευταίο κεφάλαιο, τη «Μηχανογράφηση» (σσ. 331-387), περιλαμβάνονται και τρία σπουδαία παραρτήματα: το πρώτο είναι οι «Αγγλοαμερικανικοί κανόνες καταλογογράφησης», το δεύτερο οι «Προδιαγραφές για τις λαϊκές βιβλιοθήκες» και το τρίτο (που θα μπορούσε και να ξεχωρίσει ως επίμετρο) το «Μανιφέστο» της Ουνέσκο για τις λαϊκές βιβλιοθήκες. Των παραρτημάτων επιτάσσεται (σσ. 391-405) το ευρετήριο (όρων και πραγμάτων), απ' όπου μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει, στις αντίστοιχες σελίδες, στη σύντομη ερμηνεία των «ακρωνύμων», του «κολοφώνα» ή του «verso». Ακόμη και για εκείνους που θέλουν να οργανώσουν τη σπιτική τους βιβλιοθήκη, το βιβλίο «κάλλιστα προσήκει».
Χαρακτηριστική, πάντως, είναι η ευλυγισία της κ. Σ.Π. κατά την πραγμάτευση των ζητημάτων. Σε κάθε σελίδα είναι πρόδηλη η τάση της, όχι να επιδείξει τις γνώσεις, ούτε μόνο να δείξει την επιστημοσύνη και τη μεγάλη της πείρα, παρά κυρίως να υπηρετήσει τον αναγνώστη, να φιλοτεχνήσει δηλαδή μιαν αξιόπιστη και χρηστική εικόνα των λαϊκών βιβλιοθηκών και των μικρών ή μεγάλων προβλημάτων τους: «Προτείνουμε οι μικρές βιβλιοθήκες να χρησιμοποιούν χρωματιστά δανειστικά δελτία, για να ξεχωρίζουν [...], π.χ. λευκά για τα βιβλία και σε απαλούς χρωματισμούς (ροδί, θαλασσί, πράσινο) για τα περιοδικά, το οπτικοακουστικό υλικό και τα δελτία κρατήσεων» (σ. 301). Τα τελευταία εξυπηρετούν, όπως το τηλεφώνημα για ρεζερβάρισμα τραπεζιού (εδώ, βιβλίου) στην ταβέρνα.
Δεν είδα ούτε στην, επιτασσόμενη εκάστου κεφαλαίου, ειδική βιβλιογραφία ούτε στη γενική, την πλακέτα του κοσμήτορα της Βιβλιοθήκης της Βουλής, αλλά κυρίως ποιητή, Μιλτιάδη Μαλακάση, που τιτλοφορείται Τινά περί βιβλιοθηκών και Βιβλιοθηκονομίας (Αθήνα, 1925) και είχε υποβληθεί στον πρόεδρο της Δ' Συντακτικής Συνέλευσης των Ελλήνων. Στο πολλαπλά διδακτικό μάλλον, παρά χρηστικό, τούτο βιβλιάριο διαβάζουμε μεταξύ άλλων και την ακόλουθη χαριτωμένη αποστροφή του τότε γάλλου υπουργού Παιδείας και Καλών Τεχνών Λ. Μπεράρ: «Έχομεν εν Παρισίοις γενικάς βιβλιοθήκας, εν αις αναπτύσσεται η πνευματική ζωή της χώρας. Εν τούτοις, αι θυσίαι μας θα απέβαινον μάταιαι, εάν τα ονομαστότερα βιβλιοπωλεία δεν παρέμενον υπέροχα εκπαιδευτικά κέντρα και λαμπρά διδασκαλεία» (σ. 6).
Ο υπουργός είχε δίκιο: η σχέση της βιβλιοθήκης με το βιβλιοπωλείο αποβαίνει καθοριστική· όσο καλύτερα δουλεύουν τα δεύτερα, τόσο αυξάνουν τους δανεισμούς τους οι πρώτες. Και λέγοντας «δουλεύουν», δεν το περιορίζω στις πωλήσεις αποκλειστικά, παρά το επεκτείνω και στον παιδευτικό ρόλο των βιβλιοπωλών, στην αμφίδρομη παιδευτική σχέση του βιβλιοπώλη με την πελατεία: τους πληροφορεί και τον πληροφορούν, ενθαρρύνει τους αρχάριους θαμώνες, παρηγορεί τους ψάχτες, που δεν βρίσκουν τον δυσεύρετο τίτλο, με κάποιο εφάμιλλο σώσμα· επιπλέον, ο πάγκος του είναι το αθέσμιστο κέντρο που διαμεσολαβεί στις αξιολογήσεις και αποθησαυρίζει τα σχόλια όσα «δεν γράφονται», τη λάγνα παραφιλολογία για τις τύχες των βιβλίων και τα ήθη των συγγραφέων τους: ο πελάτης φύσει του ειδέναι ορέγεται.
Συνεπώς, ο συνδυασμός του ορθολογικού βιβλιοθηκάριου με τον ολοκληρωμένο βιβλιοπώλη είναι ιδεώδης για τη σωστή διακίνηση και χρήση του βιβλίου. Καθότι άλλο είναι, για να θυμηθούμε τον Μαρξ, η «ανταλλακτική» αξία και διαφορετική η «αξία χρήσης» του εμπορεύματος. Στη μεταβιομηχανική κοινωνία, οι δύο αυτές αξίες μπορεί να είναι, όχι απλά αντιστρόφως ανάλογες, παρά και ασύμπτωτες καμιά φορά.
Μίμης Σουλιώτης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-11-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις