0
Your Καλαθι
Παλλάδας ο Αλεξανδρεύς και το τέλος μιας εποχής
Περιγραφή
Η προσπάθεια πολλών ερευνητών να παρουσιάσουν τον Παλλαδά ως μεταμεληθέντα παγανιστή που ασπάστηκε το χριστιανισμό, δεν απέφερε κέρδος ούτε στην επιγραμματική ποίηση ούτε στη χριστιανική πίστη, εμείωσε όμως το ανάστημα του Ποιητή, διότι δεν αποκάλυψε τα εύστροφα γλωσσικά του σχεδιάσματα, στα οποία συνήθως κατέφευγε για να υπηρετήσει τις ανάγκες της σάτιράς του. Μέσα από το ίδιο μεταφραστικό εξαγόμενο προκύπτουν διαφορετικές αναγνώσεις. Και από μεν τη χριστιανική σκοπιά οι αναγνώσεις αυτές παράγουν μέτρια αποτελέσματα (γι' αυτό και ο Παλλάδας χαρακτηρίστηκε μέτριος ποιητής), από δε την παγανιστική αναδεικνύουν έναν σημαντικό σατιρικό, ο όποιος, επειδή ακριβώς κινδυνεύει, διατυπώνει τη φράση του με κώδικες προκειμένου να δηλώσει το στίγμα της ελληνικής του παιδείας σε μια εποχή όπου τα πράγματα ανεστράφησαν.
Επιδίωξη του παρόντος πονήματος είναι να καταγράψει το κλίμα του Δ΄ αιώνα, αλλά και να προσδιορίσει ακριβέστερα την ποιητική διάσταση του τελευταίου "Έλληνα" επιγραμματοποιού, με την επίκληση αισθητικών και όχι ιδεολογικών προϋποθέσεων.
Ο Παλλαδάς ο Άλεξανδρεύς -άγνωστος στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό και του οποίου «... το ποιητικό κύρος έφτασε στο απόγειό του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» ((J. Irmscher)- εζησε στο β΄ μισό του Δ΄ αιώνα και το έργο του βρίσκεται διασκορπισμένο στα οχτώ από τα δεκαέξι βιβλία της Παλατινής Ανθολογίας. Την εποχή αύτη ο χριστιανισμός εδραιώνεται και ανακηρύσσεται επίσημη θρησκεία του κράτους, ενώ τα αλλεπάλληλα διατάγματα του Θεοδοσίου νομιμοποιούν τους νέους διωγμούς που αναλαμβάνουν τώρα οι χθεσινοί διωκόμενοι. Οι πατριάρχες Αλεξανδρείας πρωτοστατούν. Τα αγάλματα των αρχαίων θεών καταστρέφονται, οι περιώνυμοι ναοί γίνονται «αχρημάτιστοι» και οι ιερείς... η σιγάν ή τεθνάναι δει, ενώ η προσωνυμία «έλλην» θεωρείται απρέπεια. Το 391 ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος με τους φανατικούς οπαδούς του και τα πλήθη των μελανειμονούντων μοναχών θα ισοπεδώσουν το Μέγα Σεράπειο -τη μόνη Βιβλιοθήκη που απέμενε στην πρωτεύουσα του ύστερου Ελληνισμού-, και οι σπουδαίοι «νεκροί» του πνεύματος των Ελλήνων, που είχαν εκεί εναποτεθεί αε φροντίδα και τάξη, θα καταδικαστούν στη σιωπή και την ερήμωση. Ο Παλλαδάς, συγκλονισμένος από τα τραγικά γεγονότα, θα διατυπώσει επιγραμματικά την πικρία του:
"Είμαστε αλήθεια ζωντανοί, ω Έλληνες,
καθώς μας πήρε τώρα η συμφορά
κι έγινε η ζωή μας εφιάλτης;
Ή μήπως ζούμε εμείς κι έχει η ζωή πεθάνει;"
Για όσους εξακολουθούν να αναζητούν μέσα από τα ερείπια της Ιστορίας το πνεύμα των Ελλήνων που χάθηκε, οι στίχοι αυτοί θα αναδύονται από τα βάθη του χρόνου ανέπαφοι, καθώς συνοψίζουν επίκαιρες απορίες.
Τ.Π.
Επιδίωξη του παρόντος πονήματος είναι να καταγράψει το κλίμα του Δ΄ αιώνα, αλλά και να προσδιορίσει ακριβέστερα την ποιητική διάσταση του τελευταίου "Έλληνα" επιγραμματοποιού, με την επίκληση αισθητικών και όχι ιδεολογικών προϋποθέσεων.
Ο Παλλαδάς ο Άλεξανδρεύς -άγνωστος στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό και του οποίου «... το ποιητικό κύρος έφτασε στο απόγειό του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» ((J. Irmscher)- εζησε στο β΄ μισό του Δ΄ αιώνα και το έργο του βρίσκεται διασκορπισμένο στα οχτώ από τα δεκαέξι βιβλία της Παλατινής Ανθολογίας. Την εποχή αύτη ο χριστιανισμός εδραιώνεται και ανακηρύσσεται επίσημη θρησκεία του κράτους, ενώ τα αλλεπάλληλα διατάγματα του Θεοδοσίου νομιμοποιούν τους νέους διωγμούς που αναλαμβάνουν τώρα οι χθεσινοί διωκόμενοι. Οι πατριάρχες Αλεξανδρείας πρωτοστατούν. Τα αγάλματα των αρχαίων θεών καταστρέφονται, οι περιώνυμοι ναοί γίνονται «αχρημάτιστοι» και οι ιερείς... η σιγάν ή τεθνάναι δει, ενώ η προσωνυμία «έλλην» θεωρείται απρέπεια. Το 391 ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος με τους φανατικούς οπαδούς του και τα πλήθη των μελανειμονούντων μοναχών θα ισοπεδώσουν το Μέγα Σεράπειο -τη μόνη Βιβλιοθήκη που απέμενε στην πρωτεύουσα του ύστερου Ελληνισμού-, και οι σπουδαίοι «νεκροί» του πνεύματος των Ελλήνων, που είχαν εκεί εναποτεθεί αε φροντίδα και τάξη, θα καταδικαστούν στη σιωπή και την ερήμωση. Ο Παλλαδάς, συγκλονισμένος από τα τραγικά γεγονότα, θα διατυπώσει επιγραμματικά την πικρία του:
"Είμαστε αλήθεια ζωντανοί, ω Έλληνες,
καθώς μας πήρε τώρα η συμφορά
κι έγινε η ζωή μας εφιάλτης;
Ή μήπως ζούμε εμείς κι έχει η ζωή πεθάνει;"
Για όσους εξακολουθούν να αναζητούν μέσα από τα ερείπια της Ιστορίας το πνεύμα των Ελλήνων που χάθηκε, οι στίχοι αυτοί θα αναδύονται από τα βάθη του χρόνου ανέπαφοι, καθώς συνοψίζουν επίκαιρες απορίες.
Τ.Π.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις