0
Your Καλαθι
Γεωργική εκπαίδευση και ανάπτυξη
Η Ανώτατη Γεωπονική Σχολή Αθηνών στην ελληνική κοινωνία, 1920-1960
Περιγραφή
Ο συγγραφέας κινείται από το επίπεδο των ατομικών υποκειμένων και της δράσης τους έως και το βάρος των δομών. Οι πληροφορίες, ποιοτικές αλλά και ποσοτικοποιημένες, για τους καθηγητές, τη δράση και τις σπουδές τους, τους φοιτητές και την κοινωνική τους προέλευση καθώς και την επαγγελματική τους ενσωμάτωση μετά το πέρας των σπουδών, τα προγράμματα σπουδών, τα εργαστήρια, αλλά και οι σχέσεις της Σχολής με την εκάστοτε κυβέρνηση συντίθεται σε μία αφήγηση που επιδιώκει να μην παραλείψει τη συνολική οπτική, και εν πολλοίς το κατορθώνει. [...]
Το έργο του Δημήτρη Παναγιωτόπουλου είναι θεμελιωμένο σε ποικίλα και πλούσια αρχειακά τεκμήρια. Όμως, όπως κάθε σύγχρονος ιστορικός, ο συγγραφέας γνωρίζει ότι τα αρχεία δεν μιλάνε μόνα τους. Ο πολύ μεγάλος αριθμός πληροφοριών προέρχεται από τις ιδιαιτέρως εκτεταμένες σειρές αρχείων της Σχολής αλλά και τον τύπο της εποχής, και αυτές έχουν συστηματοποιηθεί σε ομοειδείς βάσεις δεδομένων, και έχουν υποστεί μια εξαιρετικά εμβριθή επεξεργασία. Έτσι, ο νέος αυτός ιστορικός άντλησε και διασταύρωσε πληροφορίες τις οποίες όμως κατέστησε αντικειμενικές. Και πάνω σε αυτές έχτισε τις ερμηνείες του.
Η ανάγνωση του βιβλίου, που είναι το αποτέλεσμα μιας τετραετούς έρευνας, τελικά είναι και ευχάριστη.
Πέτρος Πιζάνιας
Καθ. Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οταν πριν λίγο καιρό οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες για την εξομοίωση των ΤΕΙ με τα ΑΕΙ συνάντησαν ισχυρές αντιδράσεις από την πανεπιστημιακή κοινότητα, ένα από τα επιχειρήματα που ακούστηκαν, έστω και όχι ιδιαίτερα δυνατά, αφορούσε τον ακαδημαϊκό και θεωρητικό χαρακτήρα τον πανεπιστημιακών σπουδών. Απόηχος μιας άλλης εποχής, το επιχείρημα αυτό ερχόταν μέσα από τη μακρά παράδοση παρουσίας και λειτουργίας του πανεπιστημιακού θεσμού, και γενικότερα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η αποσύνδεση της εκπαίδευσης από την επαγγελματική παραγωγή, ο κλασικισμός και η εμμονή στην αρχαιοελληνική κληρονομιά, η έμφαση στον ηθικοπλαστικό χαρακτήρα των σπουδών αποτέλεσαν κοινούς τόπους του 19ου αιώνα. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι τόποι αυτοί άρχισαν να αμφισβητούνται, έστω και δειλά, από πρωτοβουλίες που έθεταν ως στόχο τη συγκρότηση ανώτατης εκπαίδευσης συνδεδεμένης με την παραγωγή. Τη μικρή ποσοτικά και ποιοτικά παρουσία -με τις δειλές πρωτοβουλίες του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού- της επαγγελματικής εκπαίδευσης ερχόταν σε κάποιο βαθμό να θεραπεύσει, χωρίς να αμφισβητεί στην πραγματικότητα το θεωρητικό χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης, η δημιουργία ανάλογων πανεπιστημιακών σχολών στη μεσοπολεμική Ελλάδα του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Σε μία από τις πλέον σημαντικές σχολές που ιδρύθηκαν σε αυτή την κατεύθυνση, την Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών (ΑΓΣΑ) αφιερώνει την πρόσφατη μονογραφία του, επεξεργασμένη έκδοση της διδακτορικής του διατριβής, ο ιστορικός Δημήτρης Παναγιωτόπουλος, υπεύθυνος του Αρχείου της Σχολής. Καρπός συστηματικής μελέτης και πολύχρονου ερευνητικού μόχθου, το βιβλίο του παρακολουθεί την πορεία της ΑΓΣΑ για περίπου σαράντα χρόνια, από την ίδρυσή της, το 1920, έως το τέλος της δεκαετίας του 1960, με την υπαγωγή της από το υπουργείο Γεωργίας στο αντίστοιχο της Παιδείας. Η μονογραφία του νέου σε ηλικία ιστορικού βασίστηκε σε ευρύτατο τεκμηριωτικό υλικό από το αρχείο της Σχολής, το οποίο έχει ταξινομήσει και μελετήσει διεξοδικά. Η έρευνά του συνεπικουρείται επίσης από ιδιωτικά αρχεία καθηγητών της Σχολής καθώς και προφορικές συνεντεύξεις διδασκόντων, τις οποίες ο ίδιος πραγματοποίησε. Πέρα από την αποθησαύριση και την επεξεργασία ενός πλήθους στοιχείων για τη λειτουργία της Γεωπονικής, ο συγγραφέας έχει προχωρήσει στη στατιστική επεξεργασία τους καταλήγοντας σε μια σειρά από ενδιαφέροντες και χρηστικούς πίνακες και γραφήματα που παρατίθενται στο βιβλίο, διευκολύνοντας τον αναγνώστη.
Ξεκίνημα στο Μεσοπόλεμο
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο ο συγγραφέας μελετά τις προσπάθειες στρατηγικής ανάπτυξης της γεωργικής παραγωγής στο Μεσοπόλεμο παράλληλα με τις πρώτες δημόσιες και ιδιωτικές προσπάθειες για την οργάνωση της αγροτικής εκπαίδευσης. Στο δεύτερο και τρίτο μέρος παρακολουθεί την ιστορική πορεία της σχολής: η ίδρυσή της από την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, το 1920, η εγκατάσταση και στελέχωση της, η κατάργηση και η μεταφορά της στη Θεσσαλονίκη από τη δικτατορία του Μεταξά (1937), η ανασύστασή της στην Αθήνα (1943) και η μεταπολεμική της διαδρομή, η σύνδεση με το σχέδιο Μάρσαλ και, τέλος, η υπαγωγή της στο υπουργείο Παιδείας. Η μελέτη είναι σφαιρική και εξετάζει το σύνολο της εκπαιδευτικής λειτουργίας: καθηγητές, φοιτητές, έδρες μαθημάτων, πρόγραμμα σπουδών.
Η μεταπολεμική Ελλάδα τάχυνε το βήμα της, την ώρα που ο Εμφύλιος μαινόταν, προς την εκβιομηχάνιση, αφήνοντας πίσω τα προπολεμικά οράματα για την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας. Οι καταστροφές στην ύπαιθρο, η εντυπωσιακή αύξηση της αστυφιλίας, η έμφαση, πλέον, στην ανάπτυξη βιομηχανικών μονάδων στα αστικά κέντρα οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στη συρρίκνωση του αγροτικού τομέα. Η Σχολή θα συνεχίσει την παρουσία της, με τη συνδρομή της αμερικανικής βοήθειας και ειδικότερα του Σχεδίου Μάρσαλ -το σχέδιο αυτό θα χρηματοδοτήσει και την κατασκευή του κεντρικού κτιρίου της (1948-1952)-, περιοριζόμενη σταδιακά από στρατηγικό στοιχείο άσκησης της αγροτικής παραγωγής σε θεσμό εκπαίδευσης των νέων γεωπόνων. Η ενίσχυση του ερευνητικού και εργαστηριακού χαρακτήρα των μαθημάτων της, με τη σφραγίδα της αμερικανικής βοήθειας, συνδεόταν με την έλευση μιας νέας γενιάς καθηγητών, που διέθετε σαφέστερα επιστημονικά προσόντα και ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά από την προηγούμενη. Η υπαγωγή της σχολής στο υπουργείο Παιδείας αποτελούσε τη φυσική απόληξη των όσων προηγήθηκαν.
Ενα σημαντικό εργαλείο
Η Γεωπονική Σχολή αποτέλεσε μία από τις μείζονες προσπάθειες σύνθεσης της εκπαίδευσης με την παραγωγή στο Μεσοπόλεμο. Η απόφαση της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων του Ελευθέριου Βενιζέλου, μετά τη δημιουργία του υπουργείου Γεωργίας το 1917, για τη δημιουργία της ΑΓΣΑ -την ώρα όπου οι συζητήσεις για το σχεδιασμό και τις κατευθύνσεις της αγροτικής παραγωγής σε μια κατά το μάλλον ήττον αγροτική Ελλάδα ήταν κυρίαρχες-, δημιούργησε ένα σημαντικό εργαλείο για τη χάραξη της αγροτικής πολιτικής, ενώ εξασφάλισε και τις προϋποθέσεις της συγκρότησης του γεωπονικού κλάδου. Ο συγγραφέας μελετά αναλυτικά τις πρωτοβουλίες για τη δημιουργία γεωργικής εκπαίδευσης έως την τελεσφόρα απόφαση για τη δημιουργία της ΑΓΣΑ, αναδεικνύοντας τη στενή σχέση με την πολιτική εξουσία, που οδηγούσε στην περιορισμένη αυτοτέλεια της Γεωπονικής, λόγω της οικονομικής εξάρτησης αλλά και των συνεχών παρεμβάσεων σε θεσμικό και οργανωτικό επίπεδο. Επισκοπώντας τα πρακτικά της σχολής και το πρόγραμμα μαθημάτων, ο ιστορικός διαγράφει με επάρκεια τη φυσιογνωμία των πρώτων γεωπονικών σπουδών, αναδεικνύοντας το θεωρητικό χαρακτήρα τους και την έλλειψη εξειδίκευσης και έρευνας, στοιχεία τα οποία σε μεγάλο βαθμό αντανακλούσαν και τη φυσιογνωμία του διδακτικού προσωπικού της ΑΓΣΑ, ανώτερων υπαλλήλων κατά κύριο λόγο του υπουργείου Γεωργίας. Αξιοποιώντας ένα πλήθος αρχειακών στοιχείων, ο Παναγιωτόπουλος μελετά τη φυσιογνωμία του φοιτητικού πληθυσμού, ενώ αναφέρεται και σκιαγραφεί και τις επαγγελματικές τύχες των αποφοίτων της σχολής, αναλύοντας με πειστικότητα τη «μονοπωλιακή» σύνδεσή τους με το Δημόσιο αλλά και τη συγκρότηση ενός δυναμικού γεωπονικού κλάδου, ο οποίος εδραιώνεται σταδιακά ασκώντας σημαντικό ρόλο στη χάραξη και εφαρμογή της αγροτικής πολιτικής, ιδιαίτερα μετά την είσοδο στο προσκήνιο των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η επιθυμία του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου να περιορίσει τις δυνατότητες παρέμβασης των γεωπόνων αιτιολογεί, εν πολλοίς, τη διακοπή της λειτουργίας της Σχολής και τη μεταφορά της στη Θεσσαλονίκη (1937) έως το 1943, οπότε με πρωτοβουλία καθηγητών της, μεσούσης της Κατοχής, επαναλειτούργησε στην Αθήνα.
Η αξία της μονογραφίας τού Δημήτρη Παναγιωτόπουλου είναι πρόδηλη: μέσα από τη συστηματική μελέτη και αξιοποίηση των πηγών του, δίνει στον αναγνώστη τη συνολική εικόνα του ρόλου που διαδραμάτισε η Γεωπονική Σχολή της Αθήνας για περίπου μισό αιώνα, αναδεικνύοντας τις ρήξεις και τις τομές αλλά και τις συνέχειες ανάμεσα στις δύο περιόδους λειτουργίας της. Στις σελίδες του βιβλίου αναδεικνύεται ο πρωτοποριακός ρόλος της Σχολής, ρόλος ο οποίος θα μπορούσε να είναι περισσότερο ευκρινής, εάν ο συγγραφέας προχωρούσε σε συγκριτικές παρατηρήσεις, τόσο με την αντίστοιχη σχολή της Θεσσαλονίκης όσο και με παρόμοια εγχειρήματα στο χώρο της Δυτικής Ευρώπης, και εάν επέμενε περισσότερο στα πρότυπα στα οποία βασίστηκε η οργάνωση της ΑΓΣΑ.
Το παρόν βιβλίο αποτελεί έναν στέρεο αναβαθμό στην πορεία προς τη συγκρότηση της ιστορίας της νεοελληνικής εκπαίδευσης στον 20ό αιώνα. Εάν οι περισσότερες από τις σημαντικές μελέτες που αφορούν το Μεσοπόλεμο, μια εποχή καίριων αλλαγών και ανακατατάξεων, επικεντρώνονται στο γλωσσικό ζήτημα, συνδεδεμένο, συνήθως, με τον Εκπαιδευτικό Ομιλο, ή στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια βαθμίδα, το βιβλίο του Παναγιωτόπουλου διευρύνει το πεδίο προς την ανώτατη εκπαίδευση και ιδιαίτερα τη σύνδεσή της με την παραγωγή. Η μονογραφία του ενδιαφέρει, όμως, και τον ερευνητή της αγροτικής οικονομίας, το μελετητή ευρύτερα των οικονομικών εξελίξεων στον 20ό αιώνα, καθώς εξετάζει υποδειγματικά το βασικό θεσμό εκπαίδευσης ενός σημαντικού επαγγελματικού κλάδου, των γεωπόνων. Και όχι μόνον. Ταυτόχρονα, καθώς μάλιστα και η γλαφυρότητα της γραφής συντείνει σε αυτό, αφορά ένα ευρύτερο κοινό που θα ενδιαφερόταν για παρόμοια θέματα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 10/06/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις