0
Your Καλαθι
Αγιογραφία ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
69%
69%
Περιγραφή
Καλοκαίρι του 1940, κάπου στην Αρκαδία... Ένα ολόκληρο χωριό, το Θερμό, ξεσηκώνεται και λιντσάρει τον προστάτη «άγιό» του -τον φημισμένο ασκητή Ιωάννη τον Ορφανό, ξακουστό σε ολόκληρη τη χώρα για τη θαυματουργή του δράση.
Μέσα σε μια νύχτα, καθώς ψυχορραγεί, ο Ορφανός προλαβαίνει να εξομολογηθεί σ' ένα δεκαοχτάχρονο αγόρι, τον μοναδικό «ουδέτερο» κάτοικο του Θερμού -τον άνθρωπο που την επομένη, σύσσωμο το χωριό, θα κατηγορήσει για το φόνο του «αγίου».
Εξήντα τόσα χρόνια αργότερα, κι ενώ οι εκκλησιαστικές αρχές συλλέγουν στοιχεία προκειμένου να προχωρήσουν στην αγιοποίηση του Ορφανού, ο «φονιάς» αποφασίζει να σπάσει τη σιωπή του.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η ιστορία την οποία αφηγείται μέσα από μια δεξιοτεχνικά χτισμένη γλώσσα στο καινούργιο του (τέταρτο κατά σειρά) μυθιστόρημα ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι η ιστορία μιας απάτης, που κρατάει έναν σχεδόν αιώνα, εγείροντας συνεχή κύματα λατρείας για έναν παράξενο ασκητή και θαυματοποιό, που υπό το όνομα Ιωάννης Ορφανός κατορθώνει να επηρεάσει στο διάβα της πορείας του πλήθος καλοπροαίρετους (κι όχι κατ' ανάγκην θρησκόληπτους) πιστούς. Αφηγητής της ιστορίας, ένας συμπολεμιστής του Αρη Βελουχιώτη, που συναντά τον Ορφανό λίγο πριν από το τέλος της ζωής του, εν έτει 1940, για να φορτωθεί απρόσμενα το θάνατό του, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται σε άλλες, εντελώς διαφορετικές από τον ίδιο αιτίες. Ο Στάθης Αντωνίου ή Αντώνιος Ευσταθίου (προφανής η περιπαικτική αναφορά από την πρώτη κιόλας στιγμή της αφήγησης) σπεύδει να εξαφανιστεί από τον κόσμο όταν ξεσπούν οι καταγγελίες εις βάρος του, για να κάνει ξανά την εμφάνισή του μόνο ύστερα από πολλά χρόνια, σε ηλικία 80 και πλέον ετών, όταν η Εκκλησία ετοιμάζεται, τον Μάιο του 2003, να αναγνωρίσει επισήμως ως άγιο τον Ορφανό. Εννοώντας να σπάσει οπωσδήποτε το μύθο του Ορφανού, ο Στάθης Αντωνίου εκθέτει με κάθε λεπτομέρεια στο μητροπολίτη της περιφέρειάς του τα έργα και τις ημέρες του βίου του, ξεκινώντας από τις αρχές περίπου του 20ού αιώνα.
Ενα επιστολικό μυθιστόρημα;
Κεντρικός τόπος της δράσης, από τις πρώτες ώς τις τελευταίες γραμμές της μακροσκελούς επιστολής την οποία με σθένος απευθύνει στην εκκλησιαστική ηγεσία ο Στάθης Αντωνίου, είναι ένα πάμφτωχο χωριό της Αρκαδίας, το επινοημένο Θερμό. Τύποις, το μυθιστόρημα του Παναγιωτόπουλου υπακούει στη μορφή και στους κανόνες της επιστολικής αφήγησης. Με την εξαίρεση ενός σύντομου άρθρου τοπικής εφημερίδας, που υπέχει θέση προοιμίου για όσα πρόκειται ν' ακολουθήσουν, προειδοποιώντας αυστηρά την Εκκλησία για τους κινδύνους του ατοπήματος στο οποίο προτίθεται να περιπέσει, όλο το υπόλοιπο κείμενο του βιβλίου δεν είναι παρά τα τολμηρά αποκαλυπτήρια της επιστολής σχετικά με το πώς ο Ορφανός δημιούργησε την παραμυθία του, επωφελούμενος τόσο από τη δόξα της όσο και από τις υλικές παροχές της.
Ο επιστολικός χαρακτήρας της γραφής τηρείται με ευλάβεια σε ολόκληρο το μήκος της πλοκής. Ο Στάθης Αντωνίου δεν ξεχνά ποτέ σε ποιον απευθύνεται και για ποιον σκοπό, με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται για το λόγο του: ρητορικά σχήματα ευγενείας, συχνές αποφορτίσεις ή επιτάσεις, κενά γεμάτα νόημα, αλλά και ξαφνικές, εύλογες ή μη, αποσιωπήσεις. Στο σημείο αυτό ακριβώς, όμως, παρατηρούμε μια πλάγια απορρύθμιση του επιστολικού είδους. Με δεδομένη την απουσία άλλης φωνής, τίποτε δεν έρχεται να αντιπαρατεθεί στα λόγια του Στάθη Αντωνίου, αντικρούοντας ή αναιρώντας τους ισχυρισμούς του. Η επιστολή του είναι μια απολύτως προσωπική μαρτυρία για τον Ορφανό (επιβαρημένη, μάλιστα, από το γεγονός της εμπλοκής του στην υπόθεση του θανάτου του), και ο μόνος τρόπος που έχουμε για να εξακριβώσουμε την αλήθεια της είναι να αποδεχτούμε την ειρωνική της συνθήκη: την προσεκτική, με άλλα λόγια, μέθοδο, αλλά και την ακάματη επιμονή με την οποία ξηλώνει βήμα προς βήμα την πολιτεία του αγίου του Θερμού ο αφηγητής, δείχνοντας, ωστόσο, βαθμιαία πως ο ίδιος μόνον εν μέρει ευθύνεται για τα φαινόμενα συστηματικής και εκτεταμένης εξαπάτησης που συνδέθηκαν με την περίπτωσή του.
Αγιος με το ζόρι
Παιδί φτασμένο από το πουθενά στο μικρό χωριό της Αρκαδίας, ο Ορφανός δεν επιδιώκει αρχικά το παραμικρό. Λίγη τροφή και μια στοιχειώδης στέγη τού είναι υπεραρκετά για να ξεχάσει τα στερημένα παιδικά του χρόνια και τις δυστυχίες της περιπλάνησής του μέχρι να ζητήσει καταφύγιο στο Θερμό. Κι όταν από μια περίεργη, σχεδόν σατανική συγκυρία, οι κάτοικοι πιάνουν να κλώθουν το νήμα της αγιοποίησής του, καμιά έξαρση δεν αγγίζει την καρδιά του, σε κανένα ύψος δεν βιάζονται να πετάξουν τα αισθήματά του. Κι αν δέχεται εν τέλει το ιερό του σχήμα, και το φοράει κατά τις ορέξεις και τις παραγγελίες των άλλων, είναι επειδή θέλει απλώς (και το θέλει ώς το τέρμα της ιδιότυπης καριέρας του) να εξασφαλίσει την ησυχία του. Η πλεονεξία, όμως, των χωριανών, όπως και τα τεράστια οικονομικά οφέλη από την επιχείρηση των θαυμάτων η οποία στήνεται γύρω του, δεν θα επιτρέψουν ποτέ αυτή την ησυχία. Κι όταν ο άγιος δεν θα αντέξει τις όλο και μεγαλύτερες υποχρεώσεις του, το χωριό δεν θα διστάσει να τον θανατώσει, προκειμένου να μπει μπρος η εξίσου κερδοφόρα μηχανή της υστεροφημίας του.
Κι εδώ έχουμε μια δεύτερη απορρύθμιση των λογοτεχνικών ειδών με τα οποία παίζει ο Παναγιωτόπουλος. Αν η περιπέτεια του Ορφανού μοιάζει εκ πρώτης όψεως με αναποδογυρισμένο συναξάρι, όπου αντί για την ανέγγιχτη αγιοσύνη του βιογραφούμενου βλέπουμε τη σπαρταριστή αποκαθήλωσή του, με την ολοκλήρωση της αφήγησης του Στάθη Αντωνίου ο απατεώνας θαυματοποιός αποκτά αίφνης ένα εκ νέου ιερό στοιχείο, αφού μετατρέπεται σε ανυπεράσπιστο θύμα και ανήμπορο σφάγιο των αλλοτινών συντρόφων του. Ενα ακόμη αναποδογύρισμα, λοιπόν, που καταλήγει να δέσει γάντι τόσο με τη διαταραγμένη, μονοφωνική φόρμα του επιστολικού μυθιστορήματος όσο και με τη βαθιά ειρωνική και αποικοδομητική λειτουργία του ως προς την πραγματικότητα του κεντρικού ήρωα.
Το βάρος της γλώσσας
Ειρωνική, όμως, και αποικοδομητική είναι και η λειτουργία της γλώσσας στην «Αγιογραφία». Η μιξοκαθαρεύουσα του Στάθη Αντωνίου οφείλεται, όπως μετ' εμφάσεως φροντίζει να μας πει ο ίδιος κατά την έξοδο της ιστορίας του, στην προσπάθειά του να εκσυγχρονίσει ένα παλαιότερο κείμενό του: την αναφορά που συνέταξε προς την αστυνομία αμέσως μετά το θάνατο του Ορφανού, επιδιώκοντας να αποσείσει τις κατηγορίες των κατοίκων του Θερμού εναντίον του. Το κείμενο, ωστόσο, μένει ανεπίδοτο στα κιτάπια του επί δεκαετίες κι όταν αποφασίζει να το χρησιμοποιήσει για να ενημερώσει σχετικά με τα μακρινά πια εκείνα χρόνια τις εκκλησιαστικές αρχές νιώθει ότι δεν μπορεί να το αφήσει ως έχει. Και η λειψή του διόρθωση (οι παλιοί άνθρωποι είναι δύσκολο να εγκλιματιστούν στις απαιτήσεις της εποχής τους) ενεργεί καταλυτικά στην αφήγηση: η αντίθεση που δημιουργείται αδιάκοπα ανάμεσα στη φυσική, γεμισμένη με ντοπιολαλιές έκφραση του αφηγητή και στην αδυναμία του να απομακρύνει από το λεξιλόγιό του ό,τι στα νιάτα του ταυτίστηκε γλωσσικά με μια σκληρή και εκδικητική εξουσία δίνει στις αλλεπάλληλες δραματικές καταστάσεις της «Αγιογραφίας» μια διάσταση μαύρης κωμωδίας, που μεταμορφώνεται βαθμιαία και σε θεμελιώδη μηχανισμό του έργου με εκρηκτικές συνέπειες.
Κι αν σε αυτό το σεσημασμένο βάρος της γλώσσας προσθέσουμε τη μακρινή βουή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ή του Εμφυλίου, που εισβάλλει σποραδικά αλλά με ευδιάκριτη ένταση στο σκηνικό της μυθοπλασίας, σκιάζοντας πυκνά τις έγνοιες των πρωταγωνιστών (ασχέτως του τελικού βαθμού της επιρροής του), τότε η εικόνα του μυθιστορήματος του Παναγιωτόπουλου συμπληρώνεται κατά τον εναργέστερο τρόπο. Δεν συναντάμε καθημερινά ανάμεσα στους νεότερους δείγματα μιας τόσο προχωρημένης και εφευρετικής ωριμότητας.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/01/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις