0
Your Καλαθι
Αιφνιδίως... και μια επιστροφή
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Υπάρχει η λογοτεχνία ως τέχνη και υπάρχει και το βιβλίο ως καταναλωτικό αγαθό, που συνήθως αποκαλείται και αυτό καταχρηστικά λογοτεχνία, οπότε και προστίθενται επιθετικοί προσδιορισμοί, όπως κακή ή και ασήμαντη λογοτεχνία, αδικώντας τελικά με αυτόν τον τρόπο και τη λογοτεχνία και το καταναλωτικό αγαθό. Η λύση ωστόσο παραμένει απλή και προφανής: η τέχνη και τα καταναλωτικά αγαθά ενδείκνυται να εξετάζονται χωριστά. Το καλύτερο μάλιστα είναι από μιας αρχής, ήδη από τον εκδοτικό οίκο, να γίνεται η διάκριση. Η διαχείριση όμως του χώρου του βιβλίου αδιαφορεί ή και αδυνατεί να εφαρμόσει παρόμοιες ποιοτικές ταξινομήσεις. Γι' αυτό το δυσχερές εγχείρημα απαιτούνται ερευνητές με γνώση αλλά και κύρος που θα τραβήξουν τις διαχωριστικές γραμμές. Ελλείψει όμως επαρκών κριτικών λογοτεχνίας, καλό είναι να έχουμε κατά νου τουλάχιστον τη διάκριση. Από εκεί και πέρα και στις δύο κατηγορίες απαιτείται αξιολόγηση, με τα αρμόζοντα όμως σε κάθε περίπτωση κριτήρια. Αυτά σε ένα συγχρονικό επίπεδο, γιατί σε διαχρονική κλίμακα συμβαίνει ένα λογοτεχνικό προϊόν με τη βοήθεια του ερμηνευτικού λόγου να απορροφάται στα προϊόντα της μαζικής κουλτούρας.
Προφανώς τετριμμένες απόψεις, τοις πάσι γνωστές, εμείς πάντως τις επαναλαμβάνουμε μια και φαίνεται ότι τελευταία έχουν ολωσδιόλου λησμονηθεί, ειδάλλως δεν θα προωθούσαμε προς εξαγωγή, φύρδην μίγδην, καταναλωτικά αγαθά και λογοτεχνικά προϊόντα. Και βεβαίως αν βάλεις στο ίδιο καλάθι πατάτες και ευαίσθητους εδώδιμους καρπούς, δεν θα δεινοπαθήσουν οι πατάτες. Και ερχόμαστε στο βιβλίο του Θ. Πάνου, τόσο ισχνό, μόλις 46 σελίδες, που κανένας δεν θα σκεφτόταν να προωθήσει ούτε καν στην ελληνική αγορά. Αξίζει ωστόσο σχολιασμού ως προϊόν της λογοτεχνίας και ας μην ξεχνάμε ότι η πεζογραφία μας έχει καύχημά της αρκετά ολιγοσέλιδα βιβλία, όπως λ.χ. την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στ. Δούκα, το Μυθιστόρημα ή τον Αδελφό του Γ. Χειμωνά, την Κάθοδο των εννιά του Θ. Βαλτινού κ.ά.
Πρωτοεμφανιζόμενος ο Θ. Πάνου, όχι όμως και άγνωστος, αφού έρχεται από τον χώρο του θεάτρου, τον οποίο και διακονεί πλέον της δεκαετίας. Η γαλήνη που αποπνέει η πλάγια εικόνα της μπροστινής σελίδας του εξωφύλλου, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ελληνοαμερικανού Κ. Μάνου από την άδολη Ελλάδα της δεκαετίας του '60, ο τίτλος και τα λοιπά στοιχεία που παραπέμπονται αντιστρέφοντας τη συνήθη σειρά στο οπισθόφυλλο αλλά και ο ίδιος ο τίτλος προϊδεάζουν: δεκαπέντε περιπτώσεις αιφνιδίων θανάτων και μία επιστροφή, ενός που γλίτωσε κυριολεκτικά από του Χάρου τα δόντια. Πολλαπλές εκδοχές του ακαριαίου, επινοημένες, κάποτε εμπνευσμένες από τα παράξενα που συμβαίνουν ανά τον κόσμο ή και από τοπικές διηγήσεις.
Όπως π.χ. η 16η ιστορία που ακόμη διηγούνται γεροντότεροι Δωδεκανήσιοι για τον καλύμνιο σφουγγαρά Λάταρη. Γυμνό δύτη που παλεύοντας για μια τσιμούχα στο Λιβυκό πέλαγος βρέθηκε στο στομάχι ενός καρχαρία, λόγω όμως του βάρους της σκανδαλόπετρας, αναπόσπαστου παλαιότερα εργαλείου του δύτη στις ελεύθερες καταδύσεις του, κάποτε και από μάρμαρο, το κήτος τον ξέρασε περίπου άθικτο και ο Λάταρης μακροημέρευσε. Ερχεται όμως ο συγγραφέας και μεταμορφώνει τη λαϊκή διήγηση σε αύταρκες αφήγημα. Όλα έγιναν στη μεγάλη αργία των Αγίων Αποστόλων, ημέρα που οι δύτες τιμούσαν και ποτέ δεν δούλευαν. Ευρισκόμενος στο στομάχι του καρχαρία ο δύτης έταξε χρυσή καντήλα στους αγίους και το πιθανότερο τους εξευμένισε· στη διάσωσή του πάντως αναμείχθηκε και ένας νεαρός μαθητευόμενος. Αφήγημα που συνομιλεί και με άλλα κείμενα· ο καρχαρίας είναι λευκός και υπερμεγέθης, η τσιμούχα είναι μια υπέροχη Spongia Zimoca.
Αιφνίδια περάσματα στο επέκεινα, διανθισμένα με νύξεις από την παγκόσμια μυθολογία, άλλοτε κυριολεκτούν και άλλοτε φαίνονται σαν παραμυθικές μεταφορές. Στα περισσότερα επανέρχεται ως μοτίβο η έκλαμψη της ύστατης στιγμής, όταν ένας καλλιτέχνης ή κάποιος κοινός θνητός ανακαλύπτει τη μεγάλη αλήθεια αλλά είναι πλέον πολύ αργά γι' αυτόν. Κάποιος θα μπορούσε να εκλάβει τα πεζά ως ασκήσεις ύφους. Ωστόσο σε έναν ελάχιστο κειμενικό χώρο το πεζό αρτιώνεται με την προσεκτική επιλογή των λέξεων και μια σχεδόν μυστηριακή σχέση που ο συγγραφέας αναπτύσσει με τα ονόματα, ιδίως τα υποκοριστικά. Λ.χ., η κυρία Φεβρωνία Καπουσούζογλου που τηγανίζει μπαρμπουνάκια και ο σύζυγός της Αναστασάκης δεν μπορεί παρά να είναι πρόσωπα από την Πόλη, σαν να ξεπηδούν από σελίδες του Γ. Θεοτοκά.
Ολισθηρό φαίνεται το θέμα του βιβλίου καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να περιπέσει προς το λυπητερό. Η αφήγηση όμως παρακάμπτει τον σκόπελο. Σε χαμηλούς τόνους, χωρίς νότες τραγικού, αρκείται σε μία ή δύο εικόνες πριν από το συμβάν και μόλις μία φευγαλέα σκηνή αμέσως μετά. Κατά κανόνα ο συγγραφέας διευθετεί την κατάληξη ώστε να μένει μετέωρος ένας υπαινιγμός. Λ.χ., στον «Ανθοφάγο φιλοπερίεργο» υφέρπει η υποψία πως ο αμερικανός στρατιωτικός ακόλουθος στο Κιότο πληρώνει με τον θάνατό του και το πατρικό αμάρτημα της Χιροσίμα. Στο βιβλιάριο έχει προστεθεί και ένα τελευταίο πεζό, όπου ο συγγραφέας σπάει τον χαρακτήρα του στιγμιότυπου και ξανοίγεται στην έκταση ενός κανονικού διηγήματος διαφυλάσσοντας τις αφηγηματικές αρετές του. Λειασμένη διήγηση, άνευ ειρωνείας, για τους ταπεινούς και αμαρτωλούς αυτού του κόσμου και την τύχη τους παρά τον Υψιστο μετά το μοιραίο. Τελικά είναι οι αποχρώσεις που εξασφαλίζουν στα πεζά του Θ. Πάνου μια σχεδόν ποιητική πνοή θανάτου.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 22-07-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις