0
Your Καλαθι
Η δημοκρατία της συγκίνησης
Ίμια - Οτσαλάν: αντιεκσυγχρονιστικές και εκσυγχρονιστικές τάσεις στο πολιτικό σύστημα
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Ίμια - Οτσαλάν: δύο πρόσφατα «εθνικά» γεγονότα που δημιούργησαν πρωτόγνωρες αντιθέσεις και διαιρέσεις στο πολιτικό σύστημα. Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου υποστηρίζει ότι η θερμότητα των μαζικών πολιτικών και κοινωνικών αντιδράσεων που προκλήθηκαν, με αφορμή τους συγκεκριμένους κυβερνητικούς χειρισμούς, αποκάλυψε τη συγκινησιακή φόρτιση μιας εθνικιστικής και αντιεκσυγχρονιστικής διαμαρτυρίας. Η «Δημοκρατία της Συγκίνησης» περιγράφει την υποχώρηση της πολιτικής και την κατάληψη του κενού από τα συναισθήματα, από τον αντιπολιτικό νεοαστεριμό μιας ελληνικής εθνικο-δημοκρατίας των ψυχών.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο σε κάποια στιγμή αισθάνθηκα σα να κρατούσα στα χέρια μου μία από εκείνες τις ρώσικες μπάμπουσκες (γιαγιάδες), που ενώ βγάζεις τη μία, από μέσα υπάρχει μια άλλη και μια άλλη, συνεχίζοντας έτσι μέχρι το τέλος. Κάτι ανάλογο μπορεί να προκαλέσει η προσεκτική ανάγνωση αυτού του βιβλίου, η οποία αποκαλύπτει ότι κάθε τμήμα του αποτελεί μια δυνατότητα ενός αυτοτελούς έργου και ότι μέσα από κάθε κεφάλαιο (του δεύτερου μέρους) προβάλλουν δυνατότητες καινούργιων βιβλίων.
Αυτήν την εργασία την προκάλεσαν δύο αφορμές. Αυτές ήσαν οι ποικίλες αντιδράσεις που συνόδευσαν τα γεγονότα στα Ιμια τον Ιανουάριο του 1996 και τρία χρόνια αργότερα, η σύλληψη του Οτσαλάν. Οι αντιδράσεις για τον τρόπο που αντιμετώπισε η κυβέρνηση Σημίτη αυτά τα δύο κρίσιμα προβλήματα δεν προήλθαν τόσο από τα κόμματα, αλλά κυρίως από το χώρο των καλλιτεχνών, συγγραφέων, σκηνοθετών, δημοσιογράφων, των ανθρώπων της τέχνης ευρύτερα.
Στο πρώτο μέρος αυτής της εργασίας γίνεται η παρουσίαση των πολιτικών απόψεων, που εκφράστηκαν κατά του τρόπου που αντιμετώπισε η κυβέρνηση Σημίτη τα συγκεκριμένα γεγονότα. Απόψεις που υπερέβησαν κατά πολύ τα όρια της κριτικής και έφτασαν μέχρι του σημείου της κατηγορίας για προδοσία, εθνική ήττα, εθνική ντροπή, ταπείνωση, ραγιαδισμό. Επικεφαλής σ' αυτή την προσπάθεια, παρά τις «φιλότιμες» προσπάθειες που κατέβαλαν πολιτικοί, όπως ο Μ. Εβερτ, που μίλησε για «εγκατάλειψη εθνικού εδάφους» και πράξεις «προδοσίας», τέθηκαν οι καλλιτέχνες. Όλα αυτά όμως καθόλου δεν ήσαν τυχαία, γιατί παρ' όλο που στηρίχτηκαν στην ανάδειξη του θυμικού ως κυρίαρχου παραγωγού πολιτικής, αυτό που διαπερνούσε αυτές τις αντιδράσεις ήταν η συγκινησιακή σύγκρουση ενός διαρκώς συντηρητικοποιούμενου χώρου της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών, (που εκφράζεται μέσα από τον εθνικισμό) με το διαμορφούμενο αντιεθνικιστικό συνασπισμό εξουσίας. Η σύγκρουση αυτή (εθνικισμού-αντιεθνικισμού) αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης αντιπαλότητας μεταξύ εκσυγχρονισμού και αντι-εκσυγχρονισμού, η οποία συγκροτεί και την κύρια πολιτική και ιδεολογική τομή που διατρέχει την ελληνική κοινωνία, αλλά και αυτό καθ' αυτό το πολιτικό σύστημα της χώρας.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου επιδιώκεται η θεωρητική τεκμηρίωση αυτής ακριβώς της τομής. Από αυτό το σημείο αναδεικνύονται κυρίως τρεις τέτοιας θεωρητικής και πρακτικής βαρύτητας συμβολές, οι οποίες εγκαλούν την ανάγκη νέων εργασιών που θα τις διαπραγματευτούν ευρύτερα.
Η πρώτη θεωρητική συμβολή αφορά τη θέση του συγγραφέα, ότι αυτές οι αντιδράσεις αποκαλύπτουν μια σύγκλιση της Αριστεράς με τη Δεξιά. Δεν εστιάζεται όμως σ' αυτό το σημείο η καινοτομία, αλλά στους λόγους τεκμηρίωσης αυτής της θέσης. Πιο συγκεκριμένα, σε τέσσερα σημεία.
Πρώτον: Η σύγκλιση αυτή δεν είναι απότοκο της κυρίαρχης ιδεολογίας περί ρεαλιστικής αντιμετώπισης των πραγμάτων, αλλά στηρίζεται ακριβώς σε μια συγκεκριμένου τύπου αντίσταση κατά της κυρίαρχης ιδεολογίας του ρεαλιστικού πραγματισμού.
Δεύτερον: Η σύγκλιση οφείλεται όχι σε μια συνάντηση αυτών των δύο χώρων σε έναν «ιδεατό κεντρώο χώρο», αλλά στη «συντηρητική αναδίπλωση» της Αριστεράς και τη μετατόπισή της όχι προς το φιλελευθερισμό , αλλά προς τον εθνικιστικό αντι-εκσυγχρονισμό, ο οποίος αποτελεί τη συγκολλητική ουσία αυτής της σύγκλισης -θα προσθέταμε και την εχθρότητα προς το νεωτερισμό.
Τρίτον: Πολιορκητικός κριός αυτής της σύγκλισης είναι η συγκίνηση, το συναίσθημα, το πάθος που αντιμάχονται τον ορθό λόγο και την «ορθοκρισία».
Τέταρτον: Αυτή η σύγκλιση περιθωριοποιεί τις παλαιότερες και τις νέες κοινωνικές αντιθέσεις καθώς και τη σύγκρουση προόδου-συντήρησης, προβάλλοντας την υπεροχή ενός εθνικιστικού ρομαντισμού.
Σε τελική ανάλυση αυτή η σύγκλιση γεννά ένα νέο αντιστασιακό ριζοσπαστισμό, του οποίου κυρίαρχη δεσπόζουσα είναι ο επικαθορισμός της πολιτικής από την ηθική ή μάλλον από την ηθικολογία (πολιτική =το καλό+το ελληνικό).
Η δεύτερη θεωρητική συμβολή αφορά την ανάλυση της εμφάνισης μιας νέας δημοσιότητας, όπου το ρόλο των παλαιότερων παραδοσιακών και οργανικών διανοουμένων καλούνται να αναλάβουν οι καλλιτέχνες, οι οποίοι, στο πλαίσιο μιας μιντιοκρατούμενης πραγματικότητας, «έρχονται να υποκαταστήσουν τους διανοούμενους στο καθήκον της «καθοδήγησης της συνείδησης». Και αυτή η θέση δεν θα ήταν καινοτομική εάν δεν συνοδευόταν από την ανάδειξη δύο σημείων που υπερκαθορίζουν την ειδοποιό διαφορά της στράτευσης των σημερινών καλλιτεχνών από αυτή των καλλιτεχνών της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Το πρώτο σημείο αφορά το γεγονός ότι η στράτευση της μεταπολιτευτικής περιόδου στηριζόταν στην αντίθεση πρόοδος-συντήρηση, ενώ η σημερινή στράτευση αμφισβητεί την «ιδιοσυστασία» αυτής της αντίθεσης, την αμφισβητεί μάλιστα, στηριζόμενη σε μια ιδεολογία της παρακμής, η οποία επικαλείται ένα αγνό και αμόλυντο παρελθόν των Ελλήνων. Είναι ακριβώς αυτό το παρελθόν που παραπέμπει στα ιδεώδη της κλειστής κοινωνίας (των Ελλήνων οι κοινότητες), σε μια παραδοσιοκρατική πρόσληψη των πραγμάτων, ενδεδυμένη με τα ρούχα του κοινοτικού εθνικισμού. Αυτοί ακριβώς οι καλλιτέχνες δεν υποψιάζονται καν το δεύτερο σημείο της προαναφερθείσας ειδοποιού διαφοράς, την ασυμβατότητα δηλαδή του δεδηλωμένου τους κοινοτικού εθνικισμού «με τη μιντιοκρατούμενη-οπτικοακουστική εκφορά της συγκίνησής» τους. Η διαρκής εκ μέρους τους επίκληση της τιμής και της ντροπής παραπέμπει σ' ένα προνεωτερικό και προπολιτικό στάδιο ανάπτυξης, όπου το έθνος δεν αποτελεί συμπύκνωση κοινωνικών αντιθέσεων και δημοκρατικών διαδικασιών, αλλά εμφανίζεται ως αποτέλεσμα μιας αιώνιας πολιτισμικής υπεροχής και φυσικής ιστορίας των Ελλήνων (κάτι παλιό και ζοφερό θυμίζει αυτό που παραπέμπει στη διάκριση κουλτούρας και πολιτισμού και δεν αποτελεί φυσικά ελληνική ιδιομορφία).
Η τρίτη θεωρητική συμβολή αφορά τη θεμελιώδη κριτική που ασκεί ο συγγραφέας στις αδυναμίες του εκσυγχρονιστικού λόγου, όπως αυτός εκφράστηκε σε κυβερνητικό, κυρίως, επίπεδο. Ενός λόγου που παγιδευμένος στις καταβολές της κληρονομιάς του εθνικο-λαϊκισμού εμμένει σ' έναν ορθολογικά εργαλειακό λόγο, που εξαντλείται στην «τεχνοκρατική διαχείριση» των προκλήσεων του παρόντος. Ενός λόγου που, εάν και επικαλείται τη δυναμική της κοινωνίας των πολιτών, δεν ασκεί μια διαπλαστική προς αυτήν πολιτική (εξάλλου οι αντιδράσεις για τα Ιμια, τον Οτσαλάν αλλά και για το Μακεδονικό ή για τις ταυτότητες ήσαν αντιδράσεις της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών). Δεν ασκεί δε μια διαπλαστική πολιτική γιατί διέπεται, αφ' ενός, από μια κρατικίστικη και τεχνοκρατική πολιτική αντίληψη και αφ' ετέρου, δεν κατανοεί ότι πολιτική χωρίς συναίσθημα και πάθη δεν υπάρχει. (Μήπως εδώ πρέπει κάποιος να αναζητήσει τις φανερές αδυναμίες που αφορούν την αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητας;)
Θα προσθέταμε δε ότι συναίσθημα και πάθη δεν υπάρχουν εκεί όπου απουσιάζουν ιδεολογικές και επιστημονικές τεκμηριώσεις, εκεί όπου κυριαρχεί η άποψη ότι σωστό είναι αυτό που είναι αποτελεσματικό, άρα η ιδεολογία και η θεωρία είναι περιττές πολυτέλειες. Αυτό το βιβλίο αναδεικνύει αυτήν ακριβώς την ανάγκη της δημιουργίας μιας θεωρίας του εκσυγχρονισμού με «ελληνικά χρώματα», έστω και αν δεν το αναφέρει ρητά. Ενός εκσυγχρονισμού που η διαχειριστική λογική τον παρουσιάζει ως μια πολιτική προσομοίωσης (πράξη μίμησης της Δύσης -αν και ο Σημίτης βρίσκεται πολύ μακριά από αυτήν την άποψη, δεν θα λέγαμε το ίδιο και για πολλούς κυβερνητικούς μηχανισμούς), ενώ στην ουσία αποτελεί μια ιστορικο-συγκρουσιακή διαδικασία για την ολική επικράτηση του νεωτερισμού. Γι' αυτό και θα διαφωνήσουμε σ' ένα σημείο με το συγγραφέα, όταν υποστηρίζει ότι η σύγκρουση του διπόλου εκσυγχρονισμός- αντι-εκσυγχρονισμός εμφανίζεται στο πολιτικό μας σύστημα ως τάση .Φαίνεται να εμφανίζεται ως τάση γιατί ο πραγματισμός που την περιβάλλει καλύπτει με την ομίχλη του την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου θεωρητικού παραδείγματος. Η συγκεκριμένη εργασία προσφέρει τα μέγιστα προς αυτή την κατεύθυνση.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ,
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/04/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις