0
Your Καλαθι
Σαν να διάβασα ένα βιβλίο
Ο βιβλιοπώλης της Εστίας αφηγείται
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Αν πάω τώρα στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, θα σου πω πού είναι το κάθε βιβλίο, ποιο ράφι είναι εκείνο, πού είναι πράγματα που τα έχω βάλει κι εγώ ακόμα εκεί πέρα που είναι. Το μυαλό μου ακόμα γυρίζει στο βιβλιοπωλείο. Λέω, αυτή την ώρα γίνεται αυτή η δουλειά, εκείνο το πράγμα, μου 'χει μείνει, δηλαδή δεν έχω ακόμα αποτοξινωθεί -και να βάλουμε τη λέξη αυτή εντός εισαγωγικών- από το περιβάλλον του βιβλιοπωλείου. Κι επίσης και τώρα ακόμα παρακολουθώ τις εκδόσεις, διαβάζω το Βήμα κάθε Κυριακή, τις βιβλιογραφίες που βγάζουν οι εφημερίδες, τις κριτικές που γίνονται για τα βιβλία, αυτές που κάνει ο Κούρτοβικ, τι νέο βιβλίο βγαίνει... Δηλαδή μέσα στο μυαλό μου γυρίζει ακόμα η δουλειά. Το περιβάλλον του βιβλίου δε μου 'χει φύγει ακόμα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Νίκος Παντελάκης δεν είναι συγγραφέας: υπήρξε διά βίου υπάλληλος των εκδόσεων και του βιβλιοπωλείου της «Εστίας». Η ζωή του συνοψίζεται σε αυτό ακριβώς που λέει: «Γεννήθηκα το 1913. Το 1923 που πήγα στην Εστία ήμουνα δέκα χρονώ. Από την Εστία έφυγα τον Γενάρη του 2001». Είχαν παρέλθει εβδομήντα οκτώ έτη! Το πώς βρέθηκε στην Εστία είναι απλό: «Οταν έφτασα στην τετάρτη Δημοτικού, έχασα τον πατέρα μου, έμεινα ορφανός... Εν τω μεταξύ η οικογένεια υπέφερε, τέσσερα παιδιά η μάνα μου, σπίτι δικό μας δεν είχαμε, στο νοίκι μέναμε, τι να κάνουμε... Μια μέρα με παίρνει η μητέρα μου και με πάει στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, στον Ιωάννη Κολλάρο. Τον Ιωάννη Κολλάρο τον ήξερε γιατί ήτανε πατριώτες, από τον Πύργο της Τήνου... Του λέει έχω το μικρό εδώ, αν μπορεί να κάνει καμιά δουλειά και μπορείτε να τον πάρετε, γιατί έπαθα ζημιά, είμαι χήρα. Τον συγκίνησε τον μπάρμπα-Γιάννη φαίνεται, και με παίρνει, με προσλαμβάνει. Ε, φέρ' τονε, λέει, τη Δευτέρα να κάνει καμιά δουλειά».
Δουλειά του ήταν να συνοδεύει το μεσημέρι την κόρη του Κολλάρου από το Αρσάκειο (επί της Πανεπιστημίου) στη Διδότου και Δελφών όπου το σπίτι της, να κατεβαίνει στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου επί της οδού Σταδίου 38 για να διπλώνει τυπογραφικά φύλλα, να κουβαλάει δοκίμια στον Παλαμά ή στον Ξενόπουλο, να φροντίζει το περιοδικό της «Νέας Εστίας», να πηγαίνει αντίτυπα βιβλίων σε άλλα βιβλιοπωλεία, να φέρνει από εκεί άλλα βιβλία, να προσέχει την εκτύπωση και διανομή των σχολικών βιβλίων (δεν υπήρχε ακόμα ο Οργανισμός που τα παράγει και διαθέτει σήμερα), να εξυπηρετεί τις συντροφιές των συγγραφέων που συνέρεαν στο βιβλιοπωλείο είτε για τα βιβλία τους είτε για να συναντηθούν και να κουβεντιάσουν, να φροντίζει τον Κατσίμπαλη, τον Μυριβήλη, τον Βενέζη, τον Πέτρο Χάρη και όλες τις επόμενες γενιές συγγραφέων και λογίων, επειδή «όλοι περνούσαν από την Εστία», να τακτοποιεί τα βιβλία στα ράφια και στην αποθήκη, να συμβουλεύει τον πελάτη.
Αυτή η ποικιλία υποχρεώσεων, που άρχιζε στις οκτώ παρά τέταρτο το πρωί («Ο μπάρμπα-Γιάννης ο Κολλάρος ερχότανε το πρωί, άνοιγε το βιβλιοπωλείο, κι έπρεπε εμείς να είμαστε απ' έξω. Τα μαγαζιά ανοίγανε από τις οκτώ. Επρεπε εμείς να είμαστε οκτώ παρά τέταρτο απ' έξω») και τελείωνε όποτε η δουλειά της ημέρας τελείωνε, έλαβε τη μορφή μαθητείας. Και αυτή η μαθητεία δημιούργησε το επάγγελμα του βιβλιοπώλη, δηλαδή του ανθρώπου που αναγνωρίζει τη μοναδικότητα κάθε τίτλου και κάθε συγγραφέα, παρακολουθεί την παραγωγή των βιβλίων ως συνεχή διαδικασία εξέλιξης του έργου κάθε λογοτέχνη, επισημαίνει με προσοχή τους αξιόλογους, αλλά και τους νεότερους, καθοδηγεί τον πελάτη, φροντίζει ως πουλολόγος τα βιβλία, γνωρίζοντας τη θέση τους στο ράφι, το λόγο που βρίσκονται σε συγκεκριμένο σημείο. Με λίγα λόγια, το επάγγελμα του βιβλιοπώλη, όπως το έζησε, το ανέπτυξε και το εξυπηρέτησε ο Νίκος Παντελάκης, ανάγεται σε κοινωνικό ρόλο, όπου το βιβλίο δεν είναι προϊόν, ο αγοραστής του βιβλίου δεν είναι ένας ανερμάτιστος περαστικός, ο συγγραφέας δεν είναι μια εφήμερη παρουσία, ο εκδότης δεν είναι μια επιχείρηση όπως οι άλλες, αλλά σημείο σύγκλισης πολιτικών και κοινωνικών ιδεών, τις οποίες προωθεί για να αφήσουν ίχνος στην κοινωνία. Η μαρτυρία του Νίκου Παντελάκη δίνει αξία σε γνωστούς και ξεχασμένους θεράποντες αυτού του ρόλου, των οποίων τα ονόματα και το έργο δεν παραλείπει να παρουσιάζει με κρίση και σεβασμό στις σελίδες του βιβλίου του.
Ολα αυτά σε διακόσιες περίπου σελίδες, όπου ο προφορικός λόγος του Νίκου Παντελάκη συγκεντρώθηκε και μπήκε σε τάξη από τέσσερις συνομιλητές του, μεταξύ των οποίων και η Εύα Καραϊτίδη, δηλαδή η τέταρτη κατά σειρά γενιά της «Εστίας», κοντά εκατόν είκοσι χρόνια από την ίδρυσή της. Ο Μιλάν Κούντερα (που συμβαίνει να έχει εκδότη του την «Εστία») δεν έπαψε να υποστηρίζει, κάνοντας λόγο για το γαλλικό οίκο Γκαλιμάρ, πως η πρώτη γενιά θεμελιώνει έναν εκδοτικό οίκο, η δεύτερη τον αναπτύσσει, η τρίτη τον ξεκάνει. Οι εκδόσεις της «Εστίας» τον διαψεύδουν. Ισως επειδή ο Ιωάννης Κολλάρος, ο Κωνσταντίνος Σαραντόπουλος, η Μάνια Καραϊτίδη, η Εύα Καραϊτίδη είχαν κοντά τους τον Νίκο Παντελάκη, που έπλασε τους μαθητές του, έπλασε και το επάγγελμα, έτσι που τα πράγματα παρέμειναν σε ανθρώπινη διάσταση, σε αυτή τη διάσταση που επιβεβαιώνει τη συνοχή και την πίστη ότι πολλά υπάρχουν να γίνουν ακόμα. Ο Νίκος Παντελάκης δεν θα μπορούσε να το πει καλύτερα τώρα: «Το μυαλό μου ακόμα γυρίζει στο βιβλιοπωλείο. Λέω, αυτή την ώρα γίνεται αυτή η δουλειά, εκείνο το πράγμα, μού έχει μείνει, δηλαδή δεν έχω ακόμα αποτοξινωθεί -και να βάλουμε τη λέξη αυτή εντός εισαγωγικών- από το περιβάλλον του βιβλιοπωλείου». Ενενήντα χρόνων σήμερα, είναι η απόδειξη ότι η φαιδρά πορτοκαλέα που λέγεται Ελλάδα παράγει πότε πότε πραγματικά πορτοκάλια. Σε αυτό το βιβλίο με τον τόσο εύστοχο τίτλο, ο Νίκος Παντελάκης προσφέρει το χυμό ενός υπέροχου πορτοκαλιού: της σπουδαίας ζωής του. Ο κυρ Νίκος έζησε θέλοντας να ζούμε.
Φ. Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/01/2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Νίκος Παντελάκης δεν είναι συγγραφέας: υπήρξε διά βίου υπάλληλος των εκδόσεων και του βιβλιοπωλείου της «Εστίας». Η ζωή του συνοψίζεται σε αυτό ακριβώς που λέει: «Γεννήθηκα το 1913. Το 1923 που πήγα στην Εστία ήμουνα δέκα χρονώ. Από την Εστία έφυγα τον Γενάρη του 2001». Είχαν παρέλθει εβδομήντα οκτώ έτη! Το πώς βρέθηκε στην Εστία είναι απλό: «Οταν έφτασα στην τετάρτη Δημοτικού, έχασα τον πατέρα μου, έμεινα ορφανός... Εν τω μεταξύ η οικογένεια υπέφερε, τέσσερα παιδιά η μάνα μου, σπίτι δικό μας δεν είχαμε, στο νοίκι μέναμε, τι να κάνουμε... Μια μέρα με παίρνει η μητέρα μου και με πάει στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, στον Ιωάννη Κολλάρο. Τον Ιωάννη Κολλάρο τον ήξερε γιατί ήτανε πατριώτες, από τον Πύργο της Τήνου... Του λέει έχω το μικρό εδώ, αν μπορεί να κάνει καμιά δουλειά και μπορείτε να τον πάρετε, γιατί έπαθα ζημιά, είμαι χήρα. Τον συγκίνησε τον μπάρμπα-Γιάννη φαίνεται, και με παίρνει, με προσλαμβάνει. Ε, φέρ' τονε, λέει, τη Δευτέρα να κάνει καμιά δουλειά».
Δουλειά του ήταν να συνοδεύει το μεσημέρι την κόρη του Κολλάρου από το Αρσάκειο (επί της Πανεπιστημίου) στη Διδότου και Δελφών όπου το σπίτι της, να κατεβαίνει στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου επί της οδού Σταδίου 38 για να διπλώνει τυπογραφικά φύλλα, να κουβαλάει δοκίμια στον Παλαμά ή στον Ξενόπουλο, να φροντίζει το περιοδικό της «Νέας Εστίας», να πηγαίνει αντίτυπα βιβλίων σε άλλα βιβλιοπωλεία, να φέρνει από εκεί άλλα βιβλία, να προσέχει την εκτύπωση και διανομή των σχολικών βιβλίων (δεν υπήρχε ακόμα ο Οργανισμός που τα παράγει και διαθέτει σήμερα), να εξυπηρετεί τις συντροφιές των συγγραφέων που συνέρεαν στο βιβλιοπωλείο είτε για τα βιβλία τους είτε για να συναντηθούν και να κουβεντιάσουν, να φροντίζει τον Κατσίμπαλη, τον Μυριβήλη, τον Βενέζη, τον Πέτρο Χάρη και όλες τις επόμενες γενιές συγγραφέων και λογίων, επειδή «όλοι περνούσαν από την Εστία», να τακτοποιεί τα βιβλία στα ράφια και στην αποθήκη, να συμβουλεύει τον πελάτη.
Αυτή η ποικιλία υποχρεώσεων, που άρχιζε στις οκτώ παρά τέταρτο το πρωί («Ο μπάρμπα-Γιάννης ο Κολλάρος ερχότανε το πρωί, άνοιγε το βιβλιοπωλείο, κι έπρεπε εμείς να είμαστε απ' έξω. Τα μαγαζιά ανοίγανε από τις οκτώ. Επρεπε εμείς να είμαστε οκτώ παρά τέταρτο απ' έξω») και τελείωνε όποτε η δουλειά της ημέρας τελείωνε, έλαβε τη μορφή μαθητείας. Και αυτή η μαθητεία δημιούργησε το επάγγελμα του βιβλιοπώλη, δηλαδή του ανθρώπου που αναγνωρίζει τη μοναδικότητα κάθε τίτλου και κάθε συγγραφέα, παρακολουθεί την παραγωγή των βιβλίων ως συνεχή διαδικασία εξέλιξης του έργου κάθε λογοτέχνη, επισημαίνει με προσοχή τους αξιόλογους, αλλά και τους νεότερους, καθοδηγεί τον πελάτη, φροντίζει ως πουλολόγος τα βιβλία, γνωρίζοντας τη θέση τους στο ράφι, το λόγο που βρίσκονται σε συγκεκριμένο σημείο. Με λίγα λόγια, το επάγγελμα του βιβλιοπώλη, όπως το έζησε, το ανέπτυξε και το εξυπηρέτησε ο Νίκος Παντελάκης, ανάγεται σε κοινωνικό ρόλο, όπου το βιβλίο δεν είναι προϊόν, ο αγοραστής του βιβλίου δεν είναι ένας ανερμάτιστος περαστικός, ο συγγραφέας δεν είναι μια εφήμερη παρουσία, ο εκδότης δεν είναι μια επιχείρηση όπως οι άλλες, αλλά σημείο σύγκλισης πολιτικών και κοινωνικών ιδεών, τις οποίες προωθεί για να αφήσουν ίχνος στην κοινωνία. Η μαρτυρία του Νίκου Παντελάκη δίνει αξία σε γνωστούς και ξεχασμένους θεράποντες αυτού του ρόλου, των οποίων τα ονόματα και το έργο δεν παραλείπει να παρουσιάζει με κρίση και σεβασμό στις σελίδες του βιβλίου του.
Ολα αυτά σε διακόσιες περίπου σελίδες, όπου ο προφορικός λόγος του Νίκου Παντελάκη συγκεντρώθηκε και μπήκε σε τάξη από τέσσερις συνομιλητές του, μεταξύ των οποίων και η Εύα Καραϊτίδη, δηλαδή η τέταρτη κατά σειρά γενιά της «Εστίας», κοντά εκατόν είκοσι χρόνια από την ίδρυσή της. Ο Μιλάν Κούντερα (που συμβαίνει να έχει εκδότη του την «Εστία») δεν έπαψε να υποστηρίζει, κάνοντας λόγο για το γαλλικό οίκο Γκαλιμάρ, πως η πρώτη γενιά θεμελιώνει έναν εκδοτικό οίκο, η δεύτερη τον αναπτύσσει, η τρίτη τον ξεκάνει. Οι εκδόσεις της «Εστίας» τον διαψεύδουν. Ισως επειδή ο Ιωάννης Κολλάρος, ο Κωνσταντίνος Σαραντόπουλος, η Μάνια Καραϊτίδη, η Εύα Καραϊτίδη είχαν κοντά τους τον Νίκο Παντελάκη, που έπλασε τους μαθητές του, έπλασε και το επάγγελμα, έτσι που τα πράγματα παρέμειναν σε ανθρώπινη διάσταση, σε αυτή τη διάσταση που επιβεβαιώνει τη συνοχή και την πίστη ότι πολλά υπάρχουν να γίνουν ακόμα. Ο Νίκος Παντελάκης δεν θα μπορούσε να το πει καλύτερα τώρα: «Το μυαλό μου ακόμα γυρίζει στο βιβλιοπωλείο. Λέω, αυτή την ώρα γίνεται αυτή η δουλειά, εκείνο το πράγμα, μού έχει μείνει, δηλαδή δεν έχω ακόμα αποτοξινωθεί -και να βάλουμε τη λέξη αυτή εντός εισαγωγικών- από το περιβάλλον του βιβλιοπωλείου». Ενενήντα χρόνων σήμερα, είναι η απόδειξη ότι η φαιδρά πορτοκαλέα που λέγεται Ελλάδα παράγει πότε πότε πραγματικά πορτοκάλια. Σε αυτό το βιβλίο με τον τόσο εύστοχο τίτλο, ο Νίκος Παντελάκης προσφέρει το χυμό ενός υπέροχου πορτοκαλιού: της σπουδαίας ζωής του. Ο κυρ Νίκος έζησε θέλοντας να ζούμε.
Φ. Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/01/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις