Ο ήχος του ακάλυπτου ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
67%
Περιγραφή
Στο κέντρο μιας μικρής, καθημερινής Αθήνας, ένας τυφλός απάγεται από τη ρωσοπακιστανική μαφία, η Τάδε και η Μαριλένα πέφτουν θύματα οικονομικής σκευωρίας, η Δήμητρα υποδύεται τελειομανώς το ρόλο που έχει επιλέξει για τη ζωή της, ο συγγραφέας μπλέκεται στα νήματα φόνων και facebook, ο διαμεσολαβητής κανονίζει τα πτώματα και τα ποσοστά στα νοσοκομεία, και η ημίτρελη κάνει τα πράγματα άνω κάτω. Έξι κεντρικοί χαρακτήρες, σε ισάριθμες ιστορίες, μπλέκονται μεταξύ τους, κάνουν προσωπικά περάσματα στις ιστορίες των υπολοίπων και δένουν σφιχτά τα κομμάτια του παζλ σε μια νεο-νουάρ πολυκατοικία που αφηγείται γκρίζες ιστορίες.
Οι 6 ιστορίες:
- Ραντεβού στα τυφλά
- Κοινόχρηστες ιστορίες
- Η μοναξιά του ακάλυπτου
- Με λένε Δήμητρα
- Σε σαράντα ημέρες
- Όλα σε τάξη.
Κριτική:
Επί εννέα χρόνια έγραφε στα αγγλικά. Η αποστασιοποίηση από τη μητρική γλώσσα την απελευθέρωνε- σπούδαζε άλλωστε στη Βοστώνη. Άρχισε να γράφει στα ελληνικά μόλις προς το τέλος του 2006. Και σήμερα, η 30χρονηΚάλλια Παπαδάκη, η σπουδαγμένη οικονομολόγος, έχει έτοιμο το πρώτο της βιβλίο με νουβέλες που σε γραπώνουν και σε ταρακουνούν με το λογοτεχνικό τους ύφος. Ένα ύφος που αναπτύσσεται σε πολύ δυνατές εικόνες και ερμηνεύει θά ΄λεγε κανείς, τη νεο-νουάρ πλοκή καθεμιάς από τις έξι κοινόχρηστες ιστορίες της. Μιλάμε για τον Ήχο του ακάλυπτου (Πόλις) που τυλίγει τον αμέριμνο αναγνώστη και, πριν το καταλάβει, τον πετάει στο πηγάδι της σύγχρονης πραγματικότητας. Όχι όμως για να δει τη μαυρίλα αλλά για να νιώσει στο πετσί του τις γκρίζες περιοχές της- και εκεί ακριβώς εντοπίζεται το ενδιαφέρον αυτού του βιβλίου. Η συγγραφέας έχει διαλέξει έξι κεντρικούς χαρακτήρες ως ξεναγούς σε μια σειρά από καταστάσεις εφιαλτικά ρεαλιστικές. Ο τυφλός με το μαύρο χιούμορ, η κουτσομπόλα με την κοινωνική ανοσία, ο ανήσυχος συγγραφέας, η λαϊκή «γάτα» με τη χαμαιλεοντική προσωπικότητα, ο διαμεσολαβητής- κοράκι και η ψυχοπροβληματική, είναι οι ιχνηλάτες του αναγνώστη στον... θαυμαστό καινούργιο ελληνικό κόσμο. Ποιος είναι αυτός; Είναι ο κόσμος της λαμογιάς και του φιλοτομαρισμού, της αποκτήνωσης και του θράσους, που λειτουργεί ερήμην των θεσμών και της Πολιτείας, χωρίς τύψεις ούτε προσχήματα. Μ΄ αυτόν τον κόσμο έρχεται, όχι πια σε σύγκρουση όπως θα συνέβαινε παλιότερα, αλλά σε διαλεκτική σχέση, η γενιά της συγγραφέως• η γενιά του Αλέξη Τσίπρα.
Αυτή είναι η γκρίζα διάσταση των πραγμάτων που συλλαμβάνει η Κάλλια Παπαδάκη, και την περιγράφει με διεισδυτικότητα, δίχως ιδεολογικές αναφορές- χαρακτηριστικό κι αυτό της γενιάς της- κατανοώντας τους ήρωές της χωρίς όμως να γίνεται συνήγορός τους. Ο καθένας τους λοιπόν, θα επιβιώσει καλύτερα ή χειρότερα ανάλογα με τη νοοτροπία του, αλλά η επίγευση που θα μείνει στον αναγνώστη είναι ότι εδώ τα πράγματα δεν θα τελειώσουν καθόλου happy.
Έχουν ένα απρόοπτο γύρισμα αυτές οι ιστορίες,που βάζει τον αναγνώστη στην πρίζα και καλλιεργεί ένα κλίμα αόρατης απειλής και δυσφορίας. Ο τυφλός πέφτει θύμα απαγωγής στο κέντρο της Αθήνας και μπλέκεται με την ρωσοπακιστανική μαφία που διακινεί ύποπτα κινέζικα κρέατα. Η κουτσομπόλα και η φιλενάδα της, κουτοπόνηρες εκπρόσωποι του κοινού των πρωινάδικων που τη βγάζουν μια χαρά χωρίς επαφή με την πραγματικότητα, παγιδεύoνται στην κομπίνα ενός παραχαράκτη που έχει προηγούμενα με μια γειτόνισσά τους. Ο νεαρός συγγραφέας που τον έχουν προδώσει κολλητοί και γκόμενες, αφήνεται στα κύματα της φαντασίας και της περιέργειάς του που θα τον οδηγήσουν να λύσει ανεξιχνίαστους φόνους αλλά και να γίνει κι ο ίδιος φονιάς. Η πανέξυπνη παραλίγο ηθοποιός που σιγοντάρει τον φίλο της στις διαρρήξεις και στα πάρε- δώσε του με τον υπόκοσμο, αλλάζει ταυτότητα όταν στραβώνει το κόλπο του, για να ζήσει άχρωμα σαν λογίστρια. Ο πρώην αστυνομικός και σήμερα «διαμεσολαβητής», που περιμένει στα νοσοκομεία ποιος θα πεθάνει για να τον «δώσει» σε έναν δικηγόρο ο οποίος θα εκβιάσει το νοσοκομείο να εγκρίνει αποζημιώσεις για (ανύπαρκτο) ιατρικό λάθος, σιχαίνεται αυτή τη δουλειά αλλά δεν μπορεί να πείσει ούτε τη μάνα του. Κι όταν ένα απρόοπτο θα του ξυπνήσει την ανθρωπιά του, εκείνος θα τη θάψει γιατί έχει αποδεχτεί τον ρόλο του οργάνου σε έναν κυνικό μηχανισμό, επαγγελματικό και οικογενειακό. Όσο για την 67χρονη με τις ανώδυνες μανίες και τις κρίσεις πανικού, που έζησε δέκα χρόνια στο ψυχιατρείο σαν ζώο επειδή η κοινωνία δεν ανέχεται την ασυμβατότητα, θα πέσει μαζί με τον γιο της πλέον, θύμα της εκμετάλλευσης των πρώην βασανιστών της. Αλλά εδώ θα επέμβει επιτέλους η θεία δίκη. Όλοι αυτοί οι ήρωες, φωτισμένοι από διαφορετική κάθε φορά γωνία, κάνουν περάσματα ο ένας στην ιστορία του άλλου καθώς μοιράζονται εντέλει τον ίδιο ακάλυπτο. Ή για να το πούμε πιο σκληρά, είναι και το ίδιο ακάλυπτοι όλοι τους, στα συναισθήματά τους...
Μικέλα Χαρτουλάρη, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Φεβρουαρίου 2009
Λουλούδια και τριβόλια στον ακάλυπτο
Ένας άνθρωπος απάγεται ένα βράδυ στο κέντρο της Αθήνας, χωρίς να μπορεί να καταλάβει ούτε γιατί ούτε από ποιους, και φυλακίζεται σ΄ ένα άδειο δωμάτιο κάποιου κτηρίου. Με ασυνήθιστη λεπτομερειακότητα και ακρίβεια περιγράφει τις αντιδράσεις του σώματός του, τις εντυπώσεις των αισθήσεών του από τη στιγμή που άρχισε η περιπέτειά του, τις προσπάθειές του να συμπεράνει από διάφορες ενδείξεις σε τι μέρος κρατείται και τι είναι οι απαγωγείς του κ.λπ. ΄Ωσπου πληροφορούμαστε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι τυφλός και η απαγωγή του οφείλεται σε παρεξήγηση: μια μαφιόζικη συμμορία νόμισε πως έγινε αυτόπτης μάρτυρας κάποιας παράνομης συναλλαγής της.
΄Ετσι αρχίζει η πρώτη από τις έξι ιστορίες που αποτελούν το Ο ήχος του ακάλυπτου . Εντυπωσιακή εκκίνηση στην παρθενική λογοτεχνική κούρσα της γεννημένης το 1978 Κάλλιας Παπαδάκη. Εντυπωσιακή όχι για το ξάφνιασμα που μας επιφυλάσσει η νεαρή συγγραφέας με την αποκάλυψη της ιδιαιτερότητας του ήρωά της μα για την όμορφη αξιοποίηση του ευρήματος: περιέγραψε ένα συμβάν και έναν χώρο δίχως τη συνδρομή της βασικότερης αίσθησης και το έκανε δίχως να γίνει αισθητή η απουσία της. Τεχνικά, είναι σαν να κατάφερε να γράψει ένα κείμενο για τη ζωή χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε μια φορά το γράμμα ζ. Λογοτεχνικά, πέτυχε κάτι σημαντικότερο από αυτό, γιατί έδωσε ένα πειστικό δείγμα της μορφής που παίρνει ο κόσμος, όταν όλες οι άλλες ανθρώπινες αισθήσεις έχουν ακονιστεί πέρα από το συνηθισμένο για να αναπληρώσουν την απώλεια μιας. Και θα μπορούσε αυτό να μην αναφέρεται μόνο στις φυσικές αισθήσεις.
Η Κάλλια Παπαδάκη φέρνει τους καθημερινούς χαρακτήρες των ιστοριών της αντιμέτωπους με έκτακτες, απρόβλεπτες καταστάσεις και επιχειρεί να αναδείξει, μέσα από την ανταπόκρισή τους σ΄ αυτές, λανθάνουσες ή και συνειδητά κρυμμένες πλευρές του εαυτού τους. Παράλληλα, θέλει να υποβάλει ένα κοινωνικό σχόλιο, αντιπαραθέτοντας στο προφίλ της μικροαστικής καθημερινότητας αυτές τις αφανείς διαστάσεις της ζωής των συνηθισμένων ανθρώπων, τις οποίες ωθεί στην επιφάνεια η ανατροπή της κανονικότητας.
Και οι έξι ιστορίες της Παπαδάκη περιστρέφονται γύρω από πρόσω- πα που έχουν κάτι κοινό: κατοικούν στην ίδια πολυκατοικία της Αθήνας. Το εύρημα δεν είναι πρωτότυπο. Συνήθως χρησιμοποιείται για την ευσύνοπτη, αφηγηματικά συνεκτική περιγραφή ενός κοινωνικού συνόλου και τη συμβολική υπόδειξη της αλληλεξάρτησης των οσοδήποτε διαφορετικών ατομικών πεπρωμένων (μου έρχονται στον νου, έτσι πρόχειρα, μυθιστορήματα όπως το Μόνος στο Βερολίνο του Χανς Φαλάντα ή το πιο πρόσφατο Μέγαρο Γιακουμπιάν του Αλάα Αλ Ασουάνι). Η ιδιαιτερότητα του τρόπου που χρησιμοποιεί η Παπαδάκη αυτό το τέχνασμα είναι ότι εδώ οι ιστορίες των ενοίκων της πολυκατοικίας δεν διασταυρώνονται παρά τυχαία, φευγαλέα και κυρίως επιφανειακά. Καθένας τους μένει ώς το τέλος βυθισμένος στη μοναξιά του και το υπαρξιακό κενό του. Αυτό που τους συνδέει είναι, παραδόξως, η αμοιβαίως αναγνωρισμένη αποξένωσή τους και η συνακόλουθη μεταχείριση του γείτονα ως αντικειμένου- για κουτσομπολιό, για απάτη, για την εκτόνωση της καταπιεσμένης επιθετικότητας, για την προβολή της μιας ή της άλλης φαντασίωσης. Εδώ βρίσκεται το έμμεσο κοινωνικό σχόλιο της συγγραφέως. Το άλλο πρόσωπο των ενοίκων, που φανερώνεται με τη διατάραξη της ομαλότητας, δεν είναι το ευπρόσδεκτο παραπλήρωμα του καθημερινού και μουντού, αλλά η προέκτασή του στο πεδίο της παθογένειας, που απλώνεται από την παράνοια ώς τον φόνο.
Θα αδικούσαμε την Παπαδάκη, αν περιγράφαμε το ύφος της απλώς ως «νεανικό». Τα πράγματι νεανικά χαρακτηριστικά του- οι σύντομες, νευρώδεις φράσεις, η γοργή ροή του λόγου, η αμεσότητα των περιγραφών, που βασίζεται στην ελαχιστοποίηση των επιθέτων υπέρ των ουσιαστικών- έχουν μια βαθύτερη λειτουργικότητα, καθώς αντανακλούν τους ιλιγγιώδεις και σκληρούς ρυθμούς της σύγχρονης ζωής, σε αντιθετική και βασανιστική συνύπαρξη με την ακίνητη, ανούσια ζωή των χαρακτήρων του βιβλίου. Με τον τρόπο αυτό, το κάθε σκέλος της αντίθεσης έρχεται να τονίσει και να επαυξήσει την άφατη δυσφορία που προκαλεί το άλλο στα πρόσωπα των ιστοριών. ΄Εχουμε να κάνουμε, δηλαδή, με μια πολύ πετυχημένη λογοτεχνική μεταγραφή μιας καίριας αντινομίας της ανθρώπινης ύπαρξης στις σύγχρονες κοινωνίες.
Από την άλλη, ο τρόπος που η Παπαδάκη στήνει και χειρίζεται τις ιστορίες της έχει στις περισσότερες περιπτώσεις κάτι το εργαστηριακό. Είναι σαν να κάνει η συγγραφέας ένα πείραμα (πώς θα συμπεριφερθεί ένας άνθρωπος με α ιδιότητες σε β συνθήκες) για να ελέγξει μια υπόθεση εργασίας, η οποία προβλέπει ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Η υπόθεση εργασίας επαληθεύεται πάντοτε, αλλά με εκβιαστικές διαδικασίες, και το αποτέλεσμα θα το περιγράφαμε εμείς ως εντυπωσιοθηρικό μάλλον παρά εντυπωσιακό: ανακόλουθα παρανοϊκές ιδέες του τυφλού στο τέλος της πρώτης ιστορίας, αψυχολόγητες ακρότητες στο τέλος της τρίτης, μια βολικά εξεζητημένη κομπίνα στην τέταρτη, μια εξίσου βολική σύμπτωση με χαρακτήρα θείας δίκης στην έκτη. Η Παπαδάκη δεν μοιάζει να πολυαγαπάει τους χαρακτήρες της και τους καθοδηγεί αρκετά ψυχρά, χωρίς να λεπτολογεί την προσωπικότητά τους. Αποκορύφωμα αυτής της τακτικής είναι η δεύτερη ιστορία, όπου η συγγραφέας διακωμωδεί με ευκολία που αποπνέει κάποια έπαρση τις δύο κουτσομπόλες της πολυκατοικίας, αφού τις έχει αναγάγει σε βολικές (για άλλη μια φορά) καρικατούρες. Εξαίρεση αποτελεί η πέμπτη ιστορία, που είναι η πιο πειστική και συγκινητική του βιβλίου, ακριβώς επειδή δεν στριμώχνεται σε σχήματα που υπηρετούν τη μυθοπλαστική θεαματικότητα. Το κεντρικό πρόσωπο εδώ είναι ένας άνθρωπος που κάνει μια μακάβρια και βρόμικη δουλειά: περιμένει στους διαδρόμους των νοσοκομείων να πεθάνει κάποιος ασθενής, για να πλησιάσει τους συγγενείς του και να τους πείσει να αποταθούν στο δικηγορικό γραφείο για το οποίο εργάζεται ως διαμεσολαβητής, με σκοπό να εκβιάσουν αποζημίωση από τους γιατρούς. Αυτός ο υπεργολάβος του θανάτου, που έθαψε μόλις τον μικρό αδελφό του, που κατσαδιάζεται ολοένα από το αφεντικό του για ολιγωρία, που νοιάζεται για την ορφανή ανιψιά του πολύ περισσότερο από όσο η μητέρα της ή η γιαγιά της, είναι αναπάντεχα η μόνη συμπαθητική μορφή, η μόνη εστία ανθρωπιάς- εύλογα μουδιασμένης και βουβής- σ΄ έναν κόσμο όπου κυριαρχούν ο κυνισμός, η βία, η εκμετάλλευση και οι ψυχρές οικογενειακές σχέσεις.
Η Κάλλια Παπαδάκη προσπαθεί να φανταστεί πίσω από την πρόσοψη της καθημερινότητας μια πιο ενδιαφέρουσα πραγματικότητα. Σε αρκετές περιπτώσεις παρασύρεται από τον μυθοπλαστικό οίστρο της προς ζημία της πειστικότητας των ιστοριών της- εξάλλου αυτό που είναι πιο ενδιαφέρον δεν είναι πάντοτε και πιο ψυχοκινητικό. Αλλά τα χαρίσματα του ύφους της και η αίσθησή της για την υποβλητική δύναμη των λεπτομερειών της περιγραφής είναι τέτοια που οι νουβέλες αυτού του πρώτου βιβλίου της, με όλες τις αδυναμίες τους και παρά τις τρομακτικές αποχρώσεις τους, αναδίνουν ένα δροσερά αψύ, διεγερτικό άρωμα ζωής.
Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΤΑ ΝΕΑ - Σάββατο 28 Μαρτίου 2009
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις