Το χαμόγελο του Τούρινγκ
Περιγραφή
Μια καλοκαιρινή περιπέτεια σ' ένα ελληνικό νησί. Η επιτυχημένη Αμερικανίδα επιχειρηματίας γυρίζει, έγκυος, στην πατρίδα της, ο ώριμος αρχαιολόγος την αναζητεί απαρηγόρητος στο Δίκτυο, ενώ ένα μυστηριώδες πρόγραμμα που το λένε Τούρινγκ -από το όνομα του ιδρυτή της πληροφορικής με την τραγική ζωή και τον τραγικό θάνατο- του κρατάει συντροφιά, μιλώντας του για τα μαθηματικά, για τη φιλοσοφία, τα κομπιούτερ, τη ζωή. Πάνω σ' αυτόν τον σκελετό υφάινεται ο ιστός μιας αφήγησης που μας πηγαίνει από την Ελλάδα στο Χονγκ Κονγκ και την Καλιφόρνια, κι από την αρχαιολογία στη νέα οικονομία και τη μουσική ροκ. Και φυσικά στο Δίκτυο, το σκηνικό που είναι μαζί και πρωταγωνιστής, τη μαγική και πανταχού παρούσα δύναμη που μετασχηματίζει τη ζωή μας, τον έρωτα, την πολιτική, ακόμα και τον θάνατο, με τρόπους λεπτούς, πολύπλοκους, ριζικούς και, τελικά, λυτρωτικούς.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Χρίστος Παπαδημητρίου είναι καθηγητής Πληροφορικής στο Berkeley (στην έδρα C. Lester Hogan) και κορυφαίος επιστήμων των υπολογιστών παγκοσμίως. Υπήρξε δάσκαλος του Bill Gates, όταν ήταν καθηγητής στο Harvard. Εχει ορίσει ή εμπνεύσει ολόκληρα πεδία της πληροφορικής και τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Εχει διδάξει στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών (Harvard, Stanford, ΜΙΤ, Berkeley) και έχει τύχει πολλών τιμητικών διακρίσεων παγκοσμίως.
Δεν είναι ευρύτατα γνωστό, τουλάχιστον στη χώρα μας, ότι ο βρετανός μαθηματικός και φιλόσοφος Alan Mathison Turing (1912-1954) θεωρείται ο ιδρυτής της επιστήμης των υπολογιστών. Ο Turing εφηύρε μια απλή, αφηρημένη συσκευή (τη μηχανή Turing), η οποία και σήμερα παραμένει το θεωρητικό μοντέλο οιουδήποτε υπολογιστή και εκφράζει τα όρια των δυνατοτήτων των μηχανών αυτών ανεξάρτητα από το πόσο ταχείς ή ισχυροί είναι. Ο Turing, ανάμεσα σε πολλά άλλα, απέδειξε ότι η αυτοματοποίηση των μαθηματικών αποδείξεων δεν είναι δυνατή (λύνοντας ένα κορυφαίο πρόβλημα μόλις σε ηλικία 25 ετών!).
Αργότερα ο ίδιος ήταν βασικός συντελεστής της αποκρυπτογράφησης του κώδικα Enigma του γερμανικού ναυτικού στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Turing έθεσε και τα θεμέλια της τεχνητής νοημοσύνης με τη λεγόμενη «Δοκιμασία κατά Turing» και υπήρξε πρωτοπόρος σχεδιαστής προγραμμάτων που παίζουν σκάκι. Το 1952 δικάστηκε από αγγλικό δικαστήριο για ομοφυλοφιλία και υποχρεώθηκε σε λήψη φαρμάκων. Δύο έτη αργότερα αυτοκτόνησε.
Το βιβλίο του Χρίστου Παπαδημητρίου (που συγκρίνεται, κατά τη γνώμη μου, με το φαινόμενο Δοξιάδη στο Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Goldbach) είναι πρώτα απ' όλα ένας αριστουργηματικός ύμνος στις μαθηματικές θεμελιώσεις της επιστήμης των υπολογιστών, στα όρια των δυνατοτήτων τους, και στη μαγεία των συνεπειών της θεωρίας στο Software, στους αλγόριθμους και στη σύγχρονη κρυπτογραφία. Ταυτόχρονα ο συγγραφέας φανερώνει με τον απλούστερο δυνατό τρόπο τη συνέχιση της ύπαρξης και καθοδήγησης του πνεύματος του Turing στο Διαδίκτυο.
Μέσα από μια καθαρά ερωτική (και πολύ ρομαντική) ιστορία που εμπλέκει τη μετά ΠαΣοΚ Ελλάδα, τις σημερινές ΗΠΑ και τους ανά τον κόσμο χάκερ και χάρη σε μια έξυπνη προέκταση από τον συγγραφέα των φαντασμάτων του Διαδικτύου αναδεικνύεται με κατανοητό για τον καθένα τρόπο όχι μόνο η ουσία των θεμελιώσεων της επιστήμης των υπολογιστών αλλά και η σύνδεσή της με τα μαθηματικά ανά τους αιώνες. Στο βιβλίο, που είναι απόλαυση και βομβαρδισμός από ιστορικούς υπαινιγμούς (και από κάποιες παραποιήσεις τους), συνδυάζονται σαν σε ένα περίεργο υφαντό η Γεωμετρία, ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, ο Μέγας Αλέξανδρος και η Μακεδονία, οι πιο θαυμαστές προβλέψεις για την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης στο Διαδίκτυο και ο διαρκής πόλεμος των ανθρώπων που σπάνε την ασφάλεια του Internet και των μυστικών ή φανερών υπηρεσιών που το προστατεύουν. Και όλα αυτά μέσα από ένα φοβερά απλό, βασικό σενάριο: τον έρωτα μιας πλούσιας αμερικανίδας επιστήμονος του Internet, στις καλοκαιρινές διακοπές της, με τον κλασικό πενηντάρη, παντρεμένο και μελαγχολικά φιλοσοφημένο Ελληνα που είναι «μέσα σε όλα».
Η ευφυής επιλογή του συγγραφέα να ενσωματώσει στο βιβλίο μερικές από τις πιο καυστικές κριτικές που υπέστη (από αυτοοριζόμενους εκπροσώπους των θεμάτων που θίγονται στο κείμενο, π.χ. έναν άγγλο κυβερνητικό, έναν Σκοπιανό, έναν Τούρκο, έναν Έλληνα, «πατριώτες» όλοι, κτλ.) δίνει στον αναγνώστη και μια νότα ευθυμίας και την απόλαυση της αντιπαράθεσης.
Το βιβλίο είναι γεμάτο από αναφορές στον Παγκόσμιο Ιστό (Web) καθώς και από εξαίρετες (αν και κάπως κλασικές για τους νέους μας) αναφορές σε σύγχρονη μουσική. Ακόμη, για όσους το ψάχνουν, στο βιβλίο υπάρχουν νύξεις για την «τελευταία λέξη» των επιστημονικών ανακαλύψεων στους υπολογιστές, κάτι που ίσως ξέφυγε από τον συγγραφέα ή που ενσυνείδητα μας αφήνει να καταλάβουμε.
Η ελαφρά δόση μελλοντολογίας και επιστημονικής φαντασίας δεν στερεί από το βιβλίο τη μέγιστη συνεισφορά του, που είναι η ανοιχτή συζήτηση (με απλά λόγια) των βασικών ζητημάτων της θεωρίας υπολογισμού. Αυτά τα θέματα, παρεξηγημένα στη χώρα μας, αποτελούν και ουσιώδη φιλοσοφικά ζητήματα και, επιτέλους, τίθενται (έστω και έτσι) τολμηρά επί τάπητος.
Αν και η πλοκή, από πλευράς δράσης και αγωνίας, απέχει πολύ από τα αντίστοιχα έργα των μεγάλων για την εποχή του Διαδικτύου και της τεχνητής νοημοσύνης (π.χ., το Cryptonomicon του Ν. Stephenson για το Enigma ή τα έργα του τρομερού W. Gibson, π.χ. τον Νευρομάντη), εν τούτοις το βιβλίο το συνιστώ σε όλους και όλες σας, και προβλέπω μεγάλη αναστάτωση και συζήτηση. Το βιβλίο έρχεται σε κατάλληλη εποχή, όπου όλοι μας ζούμε την απαρχή της «κοινωνίας της πληροφορίας». Αλλωστε η κοινωνία της πληροφορίας έχει γίνει και κύριος άξονας κυβερνητικής πολιτικής. Καιρός λοιπόν να προβληματιστούμε για τις βάσεις της, το μέλλον και την ουσία της. Το Χαμόγελο μας ανοίγει έναν τέτοιο δρόμο.
Παύλος Σπυράκης, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 18-02-2001
Ένα κεφάλαιο από το βιβλίο
«ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ»
«Καλά, το δικό του όνομα θα το θυμάμαι», σκέφτεται η Έθελ καθώς το αεροπλάνο της αφήνει πίσω του τη βόρεια ακτή της Σκοτίας. «Αλέξανδρος». Όμορφο. Κλασικό, αλλά όχι πομπώδες ή εξεζητημένο. («Χρησιμοποιούν ακόμα ονόματα όπως "Ζευς" και "Ιάμβλιχος" σ' αυτή τη θεότρελη χώρα;» αναρωτιέται. Μάλλον). «Αλέξανδρος». Σαν το πρώτο αγόρι που θέλησε να κατακτήσει τον κόσμο. Το «Αλεξάντερ» ακούγεται πολύ διαφορετικό. Αντιστέκεται στο «'Αλεξ» όλο επιτήδευση. Φέρνει στο νου τσάρους, καθηγητές γυμνασίου, αηδιαστικά κοκτέιλ - ακόμα κι έναν πρώην επιτελάρχη του Λευκού Οίκου, φαντάσου.
Η Έθελ ξέρει τί σημαίνει «Αλέξανδρος» στα αρχαία ελληνικά. «Ο άνδρας που θα με προφυλάξει από όλους τους άνδρες», σκέφτεται. Για πάντα. Με λίγη τύχη. Και με κάποια βοήθεια από την αριστερή της ωοθήκη και τους ξένους καλεσμένους της. Θα το μάθει σύντομα. «Κοίταξε τον ωκεανό. Χαλάρωσε. Μην πιεις λικέρ. Πάρε έναν ύπνο».
Η Έθελ δε θυμάται πάντα τα ονόματα των εραστών της. Το «Μπέντζαμιν Γιαμάντα», α αυτό, φυσικά, το θυμάται. Γιατί τα ονόματα έχουν πέραση στο σχολείο κι εκείνος ήταν που της κράτησε το χέρι όταν πέθανε ο μπαμπάς και που αργότερα έγινε το πρώτο της αγόρι, ο πρώτος εραστής της, η πρώτη απάρνηση και η πρώτη ενοχή της. Ξεχνά το αυτό το όνομα, διάβολε. Μην το ξαναψάξεις. Πάει αυτός. (Τα τελευταία έξι χρόνια ζει στο Σινσιννάτι, κρυφός αριθμός τηλεφώνου, αρχάριος στο Δίκτυο, χρησιμοποιεί και τα δικά της εργαλεία καμμιά φορά.) «Μη νιώθεις ένοχη, μάλλον θα 'ναι πιο ευτυχισμένος από σένα», σκέφτεται. Ξεχνά τον, θα σε πληγώσει όπως οι άλλοι αν του δώσεις άλλη ευκαιρία. Ο επόμενος!
Ο επόμενος είναι ο «Αντριου Λάιτμαν». Αλλά κι εδώ έχει λόγους να θυμάται το όνομα. Ήταν ο πρώτος της προϊστάμενος στην Εξετζήσις, παλιά, όταν η εταιρεία λεγόταν ακόμα «Γουέμπους Ινκ». Σύντομα έγινε εραστής της, μέντορας της. Ύστερα, εχθρός ορκισμένος, προσωπική της νέμεση. Αργότερα, μετά από υπομονετικές μανούβρες πολλών μηνών, ομοιόβαθμος συνάδελφος, στενός συνεργάτης, φιλαράκι. Έπειτα εραστής της ακόμα μια φορά (το «μια» εδώ είναι αριθμητικά σωστό - ίσως και κάπως υπερβολικό). Και τελικά, το καλοκαίρι του '99, ο 'Αντυ έγινε το θύμα της. Ταπεινωμένος, νικημένος, καρατομημένος, πετάχτηκε έξω από την εταιρεία. Κανείς δεν ξανάκουσε ποτέ γι' αυτόν. Αποδιοπομπαίος τράγος. Οι αράχνες του είδους μαύρη χήρα είναι λίγο πιο ντόμπρες, αλλά μάλλον δε διασκεδάζουν τόσο με τις αναμνήσεις τους. Αυτή πρέπει να είναι η Γροιλανδία, ή όχι;
Για παράδειγμα, πώς τον λέγανε τον Βίκιγκ της, το αγόρι της στο τρίτο έτος στη Σάντα Κρουζ; Θυμάται τα παπούτσια του, τον αγαπημένο του ποιητή, τις τρίχες πάνω απ' το πουλί του (γκρίζα Νιου Μπάλανς, Γκιγιόμ Απολλινέρ, ξανθές). Αλλά πώς τον λέγανε; Μόνο με κάποια διασταύρωση μπορεί να εντοπίσει το μικρό του όνομα κάπου ανάμεσα σε «Κέβιν» και «Κένεθ». Αλλ' αυτό μάλλον αποδεικνύει παρά που διαψεύδει το πράγμα, έτσι δεν είναι; Και τί γίνεται μ' εκείνον τον ψηλό τον μαύρο που γνώρισε στο πάρτι της Έλεν και του Ραλφ; Ή τον γυαλάκια από το Μπέρκλεϋ με το κρυφό βίαιο βίτσιο; Ιδέα δεν έχει.
Η Έθελ θυμάται βέβαια τα ονόματα όλων εκείνων που πόθησε και δε χάρηκε ποτέ. Φλερτ του σχολείου, δώδεκα πάνω κάτω. Ο καθηγητής των μαθηματικών στο πρώτο έτος (Δρ. Κρίστοφερ Λ. Μπέιτς), ο ντροπαλός πανέξυπνος συνεργάτης της στο μάθημα του προγραμματισμού (Τόμμυ Νγκ), οι άλλοι, ο ένας πιο πικρός από τον άλλον. Τα ονόματα τους σφίγγουν σαδιστικά, επίμονα, τα νευρόνιά της ανακαλώντας πρόσωπα, κορμιά, ρούχα, καταστάσεις, χαμένες ευκαιρίες. Κι ούτε βέβαια μπορεί να ξεχάσει αυτούς που έχει επιθυμήσει χωρίς ποτέ να μάθει τα ονόματα τους. Όπως τον τύπο που έτρωγε μόνος του σ' εκείνο το εστιατόριο στο Πάλο 'Αλτο το βράδυ που ήταν εκεί μόνη της. Κάτι φλογερές ματιές που της έριχνε! Κοντός και θεόλιγνος, καθόλου μάγουλα, τεράστια μάτια, ακριβό κοστούμι. Δεν τον κοίταξε ούτε στιγμή, αλλά ο τρόπος που δεν τον κοίταζε ήταν εξίσου φλογερός, έτσι το ένιωθε. Παράγγειλε ακριβώς ό,τι κι αυτή, από ορεκτικό μέχρι επιδόρπιο. Το εστιατόριο φλεγόταν ολόκληρο, οι πελάτες ανάσαιναν βαριά, οι σερβιτόροι σκούπιζαν τον ιδρώτα από τα φρύδια τους παρακολουθώντας τους. Ένιωθε υγρή, ξετρελαμένη. Εκείνος πλήρωσε κι έφυγε, καρφώνοντας την πάντα με το βλέμμα. «Ε, ρε φίλε, δε μου 'δωσες την ευκαιρία να ξεχάσω και το δικό σου τ' όνομα».
Η δουλειά της Έθελ είναι να βγάζει νόημα από το χάος του Δικτύου. Και έχει το σχετικά σπάνιο χάρισμα -όχι ότι αυτό βοηθάει πάντα- να εφαρμόζει την επιδεξιότητα της στον εαυτό της. Για παράδειγμα, ξέρει ότι η ερωτική ζωή της είναι δυσδιάστατη, έχει από καιρό εντοπίσει τους μόνους δύο άξονες που μετράνε πραγματικά: εγκατάλειψη και αλλαγή. Πόνος και εξέλιξη. Πατέρας και μητέρα. Είναι σχεδόν βαρετό όταν το 'χεις βρει.
;Oταν πέθανε ο μπαμπάς, η Έθελ είχε σχεδόν προεξοφλήσει τα λόγια της μαμάς: «Όλα θα είναι όπως πριν, αγάπη μου, θα το δεις». Γιατί η μητέρα της Έθελ, η Ντόροθυ Γιανγκ, «η Σιδηρά Κυρία», που κάποτε την περιέγραψαν ως «το μόνο πραγματικά συντηρητικό μέλος του Κογκρέσου», ένιωθε μόνιμη απέχθεια για κάθε αλλαγή. (Καθόλου περίεργο ότι έχει αποκτήσει τεράστια δημοτικότητα σ' έναν κόσμο τραυματισμένο από συνεχείς, αστραπιαίες, ανατρεπτικές, αλλοτριωτικές αλλαγές.) Η Έθελ έκλαψε βουβά μέσα στην αγκαλιά της μητέρας της, αλλά ένιωσε προσβεβλημένη και τρομοκρατημένη από αυτή την υπόσχεση της συνέχειας. Γιατί αυτή η υπόσχεση μείωνε την ευπρέπεια της απώλειας της, απειλούσε τη μόνη παρηγοριά που εκείνη περιείχε.
Το τραύμα της εγκατάλειψης είχε σφραγίσει τη ζωή της Έθελ. Επώδυνα και βαθιά. «Όλοι οι άνδρες που μετρούσαν για μένα με εγκατέλειψαν», σκέφτεται. Δεν το βιώνει ως τραγωδία, ως λόγο για να λυπάται τον εαυτό της, απλώς το διαπιστώνει ως κυκλική δομή. Διότι, όπως η Έθελ ξέρει καλά από τη δουλειά της -από το Δίκτυο-, μια πρόταση δεν είναι μόνο μια δήλωση γεγονότος, αλλά είναι και ένας ορισμός των όρων της. «Οι καλοί πεθαίνουν νέοι». «Οι ισχυροί οργανισμοί επιβιώνουν». «Οι σημαντικοί εραστές μας εγκαταλείπουν, πρώτος από όλους ο πατέρας». Πώς μπορείς να το αμφισβητήσεις αυτό;
Υπάρχει μια ανεπαίσθητη ηδονή στο να σε παρατάνε. Και όχι επειδή οι άνδρες είναι πιο τρυφεροί παρά ποτέ σ' αυτές τις περιστάσεις - αυτό είναι μάλλον το χειρότερο μέρος. Η Έθελ σφράγιζε συνήθως τον πόνο της εγκατάλειψης με μια περίοδο πένθους, ένα τελετουργικό κάθαρσης, προετοιμασίας για την αλλαγή. Γιατί η αλλαγή δεν είναι για την Έθελ μόνο μια παράπλευρη κίνηση, είναι ανύψωση και πρόοδος. Προς τον απροσδιόριστο τελικό στόχο αυτού του παιχνιδιού.
Και ακριβώς μετά από ένα τέτοιο πένθος, σχεδόν δυο χρόνια πριν, η Έθελ γνώρισε τη Σόλα. Πρωτοσυναντήθηκαν στην Αποικία, το μέρος που το φαντασιώνονται όλοι όσοι αγαπούν τις φαντασιώσεις. Αχ Σόλα, Σόλα, πού να είσαι τώρα; Κοντά της είχε νιώσει γεμάτη όσο με κανέναν άλλο. Έτσι είχε νιώσει στα τρελά ξεφαντώματα μαζί της. Αλλά όλον τον υπόλοιπο καιρό, τις ατέλειωτες εκείνες ώρες, η Έθελ είχε ζήσει στην πιο αβάσταχτη μοναξιά. Μια νέου είδους μοναξιά. Όχι τη μοναξιά ανάμεσα σε δυο δεσμούς ούτε τη μοναξιά μέσα σε ένα δεσμό, αλλά την έντονη, εξουθενωτική μοναξιά ανάμεσα σε ραντεβού. Ανάμεσα σε παιχνίδια. Το πράγμα χειροτέρευε ολοένα. Ώσπου δεν μπορούσε πια να το αντέξει.
Και τότε συνάντησε -ή μήπως έπλασε;- τη Σόλα της πραγματικής ζωής. Απίστευτη ομοιότητα. Φοιτήτρια στο Στάνφορντ, ισπανική λογοτεχνία. «Όχι ισπανική λογοτεχνία, αμόρ, λογοτεχνία της Ισπανίας. Χάνεις τον Μπόρχες και τον Γκαρθία και τον Ονέττι και κάνα δυο ποιητές, υποθέτω, αλλά κερδίζεις κάτι απείρως πιο ενδιαφέρον και πιο απτό, μια τριετή υποτροφία από τη βασίλισσα». Δηλώνει μοντέλο μερικής απασχόλησης. Και κολγκέρλ μερικής απασχόλησης, εκμυστηρεύτηκε κάποτε. Και βέβαια ψεύτρα πλήρους απασχόλησης, η Έθελ το ξέρει καλά. Αλλά η Έθελ ποτέ δεν την έχει ελέγξει στο Δίκτυο. Η Σόλα είχε πάντα τον πλήρη έλεγχο. Αν και στα είκοσι έξι της, ήταν σχεδόν δέκα χρόνια πιο νέα από την Έθελ.
Νιώθει ένα μικρό σκίρτημα στην καρδιά καθώς φέρνει στο νου της την εικόνα της Σόλα, τις συγχωνευμένες δυο εικόνες της Σόλα. Τα μικροσκοπικά στήθη, το ένα λίγο μικρότερο από το άλλο, τη γλυκιά μέση, το τριτοκοσμικό κωλάκι, τα ατελείωτα πόδια. Το πρόσωπο της είναι πιο δύσκολο να το θυμηθείς, τόσο λεπτό και εντυπωσιακό και πολύπλοκο με τα εβένινα μαλλιά, τα γαλαζοπράσινα μάτια και το αινιγματικό χαμόγελο. Η Έθελ θυμάται τα μέρη: το Σαββατοκΰριακο στο μικρό ξενοδοχείο στο Πόιντ Ρέγιες. Το ταξίδι στο Μεξικό. Στο Σαν Φρανσίσκο για ψώνια (πρώτα στη Γιούνιον Σκουαίαρ, κατόπιν στο Χέητ-Ασμπερυ). Για φαντάσου, να χαχανίζεις στις τουαλέτες με ένα γοητευτικό εραστή! Αληθινός έρωτας. Η Σόλα μετακομίζει στο σπίτι της Έθελ. Σε λίγο φεύγει. Ξανάρχεται. Αληθινή ταπείνωση, αληθινός πόνος. Αληθινός έρωτας. Η Σόλα πάει στην πατρίδα της για τις διακοπές της άνοιξης («Τ' αγόρια στη Μαδρίτη είναι τόσο βαρετά, αμόρ, τα κορίτσια τόσο σφιγμένα, να 'σαι σίγουρη πως θα σου είμαι πιστή»). Μετά, το τηλεφώνημα: «Έχω γυρίσει πριν από μια βδομάδα, αμόρ, και σκεφτόμουν. Πρέπει να σκεφτώ λίγο ακόμα. Πολύ μπερδεμένη. Και φοβερή δουλειά στο σχολείο, αμόρ, φοβερή».
Σ' αυτή την περίοδο του πένθους, η Έθελ σκέφτηκε το θάνατο. Κι όταν συμβαίνει αυτό, ξέρεις ότι η αλλαγή πρέπει να είναι ριζική. Έτσι, συνέλαβε το σχέδιο της.
Δεν ήταν πραγματικό σχέδιο. Δεν είχε δευτερεύοντες στόχους ούτε αλγόριθμο. Μια φαντασίωση, θα περνούσε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου σε ένα ελληνικό νησί. Ακριβής προγραμματισμός. Να κάψει καμμιά μετοχή. Να συναντήσει έναν Έλληνα θεό - ή τουλάχιστον έναν αρκετά έξυπνο, πολύ υγιή, σχετικά καλοφτιαγμένο άνδρα, «θα γεννήσω την κόρη του», έτσι το σκέφτηκε.
Το σχέδιο της πήγε καλά -όσο καλά μπορούν να παν τα σχέδια σ' αυτόν τον τομέα. Τουλάχιστον, μέχρι στιγμής -θα το μάθει σύντομα. («Αλλά, κατά μία άλλη έννοια, το σχέδιο στράβωσε φριχτά», σκέφτεται η Έθελ, καθώς θυμάται τον Αλέξανδρο, τα διλήμματα της γι' αυτόν, τις ενοχές της.) «Έκαμα το σωστό», βεβαιώνει τον εαυτό της. Γιατί όταν νιώθεις μπερδεμένος, ακολουθείς πιστά το σχέδιο.
Είχε πληροφορηθεί διαβάζοντας τον Οδηγό ελληνικών νησιών για το άτακτο κορίτσι (www.astro.cam.ac.uk/saraht/guide, φριχτή αξιοπιστία κατά την Εξετζήσις) ότι οι Έλληνες (α) δεν είναι πια θεοί, και (β) δεν τους βρίσκεις πουθενά στα ελληνικά νησιά. Εκτός από κάτι γέρους ψαράδες, γκέι νεαρούς, και τα καμάκια, τους επαγγελματίες γκομενάκηδες που είναι τόσο αφελείς και άξεστοι σε όλα τους, ιδιαίτερα ως προς την αρρώστια. Κατά τα φαινόμενα, έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε Γερμανούς στην Κρήτη, Γάλλους και Ολλανδούς στην Πάρο, Σκανδιναβούς στη Ρόδο, Αυστριακούς και Ισραηλινούς στην Ίο, Αμερικάνους στη Σαντορίνη, Εγγλέζους και Ιταλούς στην Κέρκυρα. (Καθόλου άνδρες στη Λέσβο, καθόλου στρέιτ άνδρες στη Μύκονο.) Διάλεξε την Κέρκυρα.
Καλή εκλογή. Ανετη πτήση, πανέμορφο νησί, συμπαθέστατο μισοερειπωμένο ξενοδοχειάκι στην παλιά πόλη (κρατήσεις από το Δίκτυο). Εύκολη ζωή, δεν έχεις να σκεφτείς τίποτα, προσαρμόζεσαι από την πρώτη μέρα. Γύρω στις 12 το μεσημέρι το λεωφορείο για την παραλία, κολύμπι, ηλιοθεραπεία, καθυστερημένο μεσημεριανό. Αργά το απόγευμα το λεωφορείο για την πόλη, ώρα για σιέστα. Βγαίνεις στις δέκα. (Δέκα! Στις δέκα στο Πάλο Αλτο, οι σερβιτόροι χασμουριούνται ενώ κλειδώνουν.) Ένα ποτό, δείπνο, βόλτα στην πόλη, χορός, καφές, κι άλλη βόλτα, κι άλλος χορός.
Βρίσκεις χασίς σε κάποια μπαρ, λένε πως έχει και κόκα κάπου, μα, ποιος ο λόγος, η ζωή εδώ είναι ένα αδιάκοπο χάι. Πίνεις μόνο στα πιο ακριβά μπαρ, τα άλλα μπορεί να σου στοιχίσουν μιας βδομάδας πονοκέφαλο. Πέφτεις στο κρεβάτι πρωινές ώρες των τριών μπιτ, ύπνος ή ό,τι άλλο ως το μεσημέρι. Μετά παραλία, και πάει λέγοντας. Φτάνει να συγκρίνεις κάθε τόσο την ημερομηνία με το εισιτήριο επιστροφής.
Τη νύχτα η πόλη αναδίνει μια περίεργη λάμψη, άσπρα βαμβακερά ρούχα πάνω σε ηλιοκαμένη σάρκα. Μάτια αναζητούν αδιάκοπα άλλα μάτια, όλο θαυμασμό, προσμονή, φλερτ, πρόταση, πείραγμα, πρόκληση. Στην αρχή νομίζεις ότι θα πεθάνεις από ντροπή, μετά πίνεις κάτι και το δοκιμάζεις και 'συ, ύστερα δεν μπορείς να σταματήσεις. Τα μάτια σου αναζητούν άλλα μάτια όλη την ώρα. Ερωτευμένα ζευγάρια (σχεδόν αποκλειστικά αγόρι-κορίτσι σ' αυτό το νησί) περπατάνε αγκαλιά ή χέρι-χέρι, ενώ τα μάτια τους αναζητούν άλλα μάτια παντού. Ακατάπαυστα. Την άλλη μέρα νιώθεις ότι τους ξέρεις όλους, εκατοντάδες, χιλιάδες, έναν-έναν. Οι νεοφερμένοι ξεχωρίζουν.
Ο Αλέξανδρος δεν ήταν νεοφερμένος. Η Έθελτον είχε προσέξει την προηγούμενη νύχτα, μέτριο ανάστημα, λεπτός, γύρω στα πενήντα πέντε, μακριά άσπρα μαλλιά, άσπρα γένια. Πολύ μελαψό δέρμα, στην αρχή της είχε φανεί σαν Ινδός γκουρού. Μικρά έξυπνα μάτια. Καστανά. Γκραν μαιτρ του παιχνιδιού μάτια-που-αναζητάνε-μάτια -αλλά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα δικά της τα μάτια, θυμάται η Έθελ, την είχε κάνει να χαμηλώσει το βλέμμα, να χάσει το βήμα, την ανάσα της. Βαθιές κόκκινες ουλές στο λίγο που φαινόταν από τα μαγουλά του, η αριστερή πολύ πιο μεγάλη από την άλλη, που μάλλον φτάνουν μέχρι το σαγόνι, κάτω από τα γένια -σουβενίρ από τη Χούντα, όπως ανακάλυψε αργότερα. Κάθεται τώρα στο διπλανό τραπέζι του υπαίθριου καφενείου μ' ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, πού και πού κρατιούνται από το χέρι, μιλάνε πολύ γρήγορα στα ελληνικά. Όμορφο κορίτσι, σε κάνα δυο χρόνια θα είναι πραγματική καλλονή. Ο Χάμπερτ Χάμπερτ και το νυμφίδιό του, σκέφτεται η Έθελ.
Αλλά για στάσου... αυτός ο ερωτισμός μεταξύ τους, δεν είναι αυστηρά πατρικός; Το είδος εκείνο του ερωτισμού που της έλειψε τόσο στη δική της εφηβεία, που τον κρυφοκοίταζε με ζήλια στα σπίτια των φιλενάδων της; Ξαφνικά τα μάτια τους συναντιούνται. Τώρα δεν μπορεί πια να κάνει πίσω. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Έθελ, από δω η Αλόη, η κόρη μου». Ο ίδιος πατρικός ερωτισμός κυλάει από τα μάτια του Αλέξανδρου στα μάτια της Έθελ, κι από 'κει στη σπονδυλική της στήλη, στη λεκάνη της. Μαζί με περιέργεια, ένα είδος έλξης σχεδόν αγορίστικης κι ένα ίχνος συστολής. Μάτια σοβαρά και συνάμα παιχνιδιάρικα, μάτια που θες να κοιτάς βαθιά μέσα τους, μάτια που θέλεις να εμπιστευτείς. Η Έθελ λιώνει.
Πίνουν κι άλλο καφέ. Ο κόσμος εδώ πίνει καφέ μετά τα μεσάνυχτα και δεν υπάρχει ούτε σταγόνα ντεκαφεϊνέ σ' όλο το νησί. Η Έθελ μελετάει τον Αλέξανδρο. Μοναδικό πλάσμα, σκέφτεται. Πραγματικός Έλληνας θεός, μόνο που ανήκει στην ποικιλία Δίας -ως εκείνη τη στιγμή η φαντασίωση της έγερνε προς τη μεριά του Απόλλωνα. Και τα αγγλικά του είναι παράξενα. Πίσω από την αμετανόητη ελληνική προφορά, διακρίνεις έναν περίεργο συνδυασμό λυρισμού, τραχύτητας και επιστημονικής ακρίβειας. Της λέει ότι έμαθε αγγλικά ακούγοντας μουσική ροκ και διαβάζοντας μαρξιστιχά κείμενα σε αγγλικές μεταφράσεις. Κουλουριάζεσαι στο κρεβάτι με τον Γκράμσι και τον Λοΰκατς κι υστέρα χαλαρώνεις με τους Σεξ Πίστολς. Διτροπικά, να τι είναι τα αγγλικά του, σκέφτεται η Έθελ. «Επιστρέφουμε στην Αθήνα αύριο με την πρωινή πτήση», την ξαφνιάζει ο Αλέξανδρος. Η Αλόη την παρατηρεί προσεχτικά, μελετάει την αντίδραση της. Για κάποιο λόγο, η Έθελ δε νιώθει στενοχωρημένη από την αναποδιά. Ο Αλέξανδρος την αποχαιρετάει μ' ένα φιλί, κάτι σαν χάδι πεταλούδας στα χείλη. Η Αλόη τη φιλάει με τον ίδιο τρόπο. «Γλυκό κορίτσι», σκέφτεται η Έθελ. Αντίο, Αλέξανδρε.
Πέφτει στο κρεβάτι χαρούμενη, αλλά αντιστέκεται στον ύπνο. Ξανασκέφτεται τη μέρα της αναζητώντας τις ρίζες της παράξενης ευφορίας που την κατέχει. Είναι μήπως επειδή αυτή η συνάντηση, τόσο ερωτική αλλά και τόσο αγνή, δεν πάει τελικά πουθενά; Μήπως το συντηρητικό μέρος του εαυτού της νιώθει ανακούφιση που, παρά τη γεμάτη υποσχέσεις αρχή, δεν έκανε καμιά ουσιαστική πρόοδο στο σχέδιο της το τόσο επιπόλαιο και παράλογο; Ή μήπως είχε μόλις ξαναβρεί τον Ράστυ -έτσι έλεγε τον πατέρα της- μετά από είκοσι πέντε χρόνια; Πήγε τρεισήμισι. Βυθίζεται στον ύπνο ευτυχισμένη, σκεφτόμενη τον Αλέξανδρο.
Το επόμενο πρωί, καθώς ξυπνάει, συνειδητοποιεί ξαφνικά την πηγή της χτεσινοβραδινής ευφορίας της. Φτάνει τρέχοντας στο καφενείο όπου συναντήθηκαν την προηγούμενη νύχτα. Ο Αλέξανδρος περιμένει εκεί, στο ίδιο τραπέζι, πλατύ χαμόγελο, καστανά μάτια που καίνε. «Δεν έφυγες!» του φωνάζει. Αλλά το ήξερε.
Αγκαλιάζονται, φιλιούνται. «Η Αλόη γύρισε μόνη της στη μητέρα της», της εξηγεί, «δεν την πείραξε καθόλου, σε διαβεβαιώ». Ακολουθούν τη ρουτίνα του νησιού. Κολυμπούν, κουβεντιάζουν.
Εκείνος είναι αρχαιολόγος που ειδικεύεται στην τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων. Οι μεταπτυχιακές σπουδές του στη Γαλλία διακόπηκαν με τη Χούντα. Συγκεκριμένα, με μια διαταγή από το «Κίνημα», όπως το λέει, να γυρίσει στην Ελλάδα και να εργαστεί παράνομα. Φυλακή, βασανιστήρια, «το πιο ενδιαφέρον φέισλιφτ σ' όλη την Ελλάδα», λέει γελώντας. Η Έθελ θέλει να φιλήσει την ουλή του, θέλει να κάνει έρωτα στην ουλή του.
Είναι τρεις το απόγευμα όταν παίρνουν το λεωφορείο για την πόλη. Χωρίς να τη ρωτήσει, χωρίς να το συζητήσει, σαν να ακολουθεί υπνωτισμένος τα βήματα μιας αρχαίας ιεροτελεστίας, παίρνει τη βαλίτσα του από το ξενοδοχείο του και τη φέρνει στο δωμάτιο της. Η Έθελ είχε μια στιγμή σιωπηλού θυμού που γρήγορα έγινε χαρά, ικανοποίηση, ευγνωμοσύνη. Φιλιούνται. Η Έθελ προσπαθεί να του μιλήσει για την αρρώστια, αλλά εκείνος δε φαίνεται να καταλαβαίνει. Ξαναπροσπαθεί: «Δε θα με κάνεις ν' αρρωστήσω και να πεθάνω, έτσι δεν είναι;» Την κοιτάζει στα μάτια, της χαϊδεύει το μάγουλο. «Όχι, αδερφούλα, ποτέ δε θα σου 'κανα κακό». Τα μάτια του είναι έτοιμα να δακρύσουν. Τον φιλάει, συνειδητοποιεί ότι τον εμπιστεύεται όσο δεν έχει εμπιστευτεί κανέναν άλλον. Αυτό τη γοητεύει, αλλά και την πειράζει.
Είναι αργός, γλυκός. Είναι έτοιμη να τελειώσει όταν αυτός τραυλίζει κάτι τελείως απρόσμενο, κάτι σαν «Λυπάμαι που δε σε ρώτησα πριν, αλλά κάνεις τίποτα για το πρόβλημα του υπερπληθυμού;» Ζαλισμένη, με το νου της αλλού, μεταφράζει μέσα της, γελάει. «Μην ανησυχείς, θα σου στείλω μια φωτογραφία». Εκείνος χαμογελάει με ανακούφιση. «Μα το λέω σοβαρά», σκέφτεται η Έθελ. Για μια στιγμή νιώθει ένοχη για όσα δεν του έχει πει, μετά φιλιούνται και το ξεχνάει. Όμορφο.
Καπνίζουν. «Δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που σου έκανα έρωτα», της λέει αργά. «Η πρώτη φορά ήταν χτες το βράδυ, στη φαντασία μου». Η Έθελ μεταφράζει. Μπορεί να εννοεί αυτό; Αυτό εννοεί! Συγκινημε'νη, του φιλάει το δεξί χέρι.
Για τ' όνομα του μιλήσανε το ίδιο βράδυ. Το πρόθεμα «αλεξ-» σημαίνει αντίσταση, προστασία, ακύρωση δυσμενών συνεπειών. Σαν το «αντί» στις λέξεις «αντικλεπτικό», «αντιηλιακό», «αντικουρσάρικο». Πώς λέμε «αλεξίσφαιρο;» «Αλέξανδρος» είναι ένας μεγάλος πολεμιστής, κάποιος που μπορεί να αποκρούσει την επίθεση οποιουδήποτε άνδρα. «Ο άνδρας που θα με προφυλάξει από όλους τους άνδρες, για πάντα», ξαναμεταφράζει η Έθελ μέσα της. Κυρίως για να τον πειράξει και για να του κάνει φιγούρα, το τσεκάρει και στο Δίκτυο. Φοράει στο κεφάλι το κομπιούτερ της (προσέσορας των εννέα γκιγκαχέρτς*, σύνδεση Σήμλες με το Δίκτυο), υπαγορεύει μερικές λέξεις. Πανεύκολο, το βρίσκει με μια ερώτηση μονάχα (δυνατή στο «αλέξανδρος», δυνατότερη στο «ετυμολογία», αρνητική στο «ιστορία»). Με τη δική της μηχανή συνάφειας, www.xsearch.exegesis.net. Βρίσκει μόνο δύο σχετικά κείμενα, www.alexandros.com και www.classicsystems.com, και τα δύο με σχεδόν τέλειο σκορ αξιοπιστίας της Εξετζήσις, και τα δύο λίγο-πολύ να συμφωνούν μ' αυτή την καταπληκτική ετυμολογία.
Ο Αλέξανδρος την παρακολουθεί με θαυμασμό και ενδιαφέρον. Τη ρωτάει για τη δουλειά της, για το Δίκτυο. Κάνει κι αυτός σερφ στο Δίκτυο, της λέει - τα μαγουλά του έχουν κοκκινίσει πέρα από τις ουλές του. Για την ερευνά του, για περίεργες αριστερές επαφές, για τα λόγια τραγουδιών ροκ. («Είναι πολύ δύσκολο να τα καταλάβεις αν τα αγγλικά δεν είναι η μητρική σου γλώσσα». Η Έθελ τον αφήνει να πιστεύει ότι αλλιώς είναι εύκολο.)
Κι αυτή ακριβώς ήταν η στιγμή, καθώς ήταν ξαπλωμένη δίπλα του στο δωμάτιο τους στην Κέρκυρα, φορώντας μόνο ένα μικροσκοπικό κομπιούτερ στο κεφάλι, που η Έθελ μίλησε στον Αλέξανδρο για τον Τούρινγκ.
«Πού στο καλό τον θυμήθηκα τον Τούρινγκ;»
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις