0
Your Καλαθι
Καπνός αναθρώσκων
Έκπτωση
25%
25%
Περιγραφή
υνάντηση σε κάποιο ξεχασμένο ποίημα
Ο ποιητής
Όταν ακούει για έρευνες,
χαμογελά.
Όταν τα σκυλιά αλυχτούν,
μένει ατάραχος.
Σιγουρεύει την πέννα και το χαρτί,
προτού χαθεί για τα καλά.
Ας πάνε τώρα να ψάξουν όσο θέλουν.
Εκεί που αυτός έχει χαθεί
ποτέ δε θα μπορέσουν να τον βρούνε.
Τα κατατόπια τα ’μαθε καλά,
ολόκληρη ζωή όντας δραπέτης.
Ενδέκατη ποιητική συλλογή του Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου μ’ έναν έντονα λυρικό τόνο καταθέτει απλά και λιτά τις απόψεις, τη συγκίνηση, την πορεία ζωής αναθυμούμενος όσα προηγήθηκαν: Απόμαχος από καιρό,/ αναπολεί σκανταλιές και θορύβους/ κι είναι σκέτος βραχνάς/ η ησυχία του βωβού σπιτιού της. («Δασκάλα», σ. 11). Στοχάζεται σ’ αυτά που εκτυλίσσονται πλάι του βρίσκοντας πάντα μια κουβέντα κι έναν στίχο να μιλήσει για τα ανθρώπινα. Τα δύσκολα που μας βαραίνουν: Δεν ήταν εύκολο/ να γίνει πιστευτό,/ ότι το φως από μόνο του δεν αρκεί./ Πρέπει κανείς να μπορεί/ να ψηλαφίζει στα σκοτάδια. («Δεν αρκεί», σ. 8). Και για το μάταιο ―σκληρή κι επώδυνη παραδοχή― αλλά ενδεχόμενη για αυτούς που βλέπουν τα πράγματα στις διαστάσεις του χώρου και του πεπερασμένου χρόνου μας: Κι αν λάμπανε τ’ αστέρια από ψηλά,/ μόνο τη λάμψη του χρυσού είχε στο νου του,/ χωρίς να σκέφτεται τη μέρα που περνά,/ την ομορφιά κάθε στιγμής που σβήνει./ Αυτός στ’ αλήθεια ήταν ένα τίποτα. («Ένα τίποτα», σ. 12).
Βαθειά ανθρώπινη ποίηση που σχεδόν αναβλύζει πηγαία με δωρικότητα στην έκφραση αλλά έντονο συναισθηματισμό για αυτό που καταθέτει. Βλ. τα ποιήματα «Εικόνα», σ. 16 (Έπειτα από χρόνια πολλά,/ ξεφυλλίζοντας χαρτιά κιτρινισμένα,/ τη συνάντησε πάλι/ σε κάποιο ξεχασμένο ποίημά του... και «Διάψευση» σ. 18: Φοβόταν μήπως δεν έρθει./ Στόλισε κομψά το σπίτι./ Κρέμασε τις χαρούμενες κουρτίνες./ Έβαλε κεντητό τραπεζομάντηλο,/ με τ’ ασημένια κηροπήγια της μάνας./ Η μουσική απαλή,/ έξοχα διαλεγμένη για την περίσταση./ Όμως φοβόταν μήπως δεν έρθει./ Όταν επιτέλους ήρθε, / τον είδε να χάνεται/ στην άκρη του καναπέ.
Ο ποιητής
Όταν ακούει για έρευνες,
χαμογελά.
Όταν τα σκυλιά αλυχτούν,
μένει ατάραχος.
Σιγουρεύει την πέννα και το χαρτί,
προτού χαθεί για τα καλά.
Ας πάνε τώρα να ψάξουν όσο θέλουν.
Εκεί που αυτός έχει χαθεί
ποτέ δε θα μπορέσουν να τον βρούνε.
Τα κατατόπια τα ’μαθε καλά,
ολόκληρη ζωή όντας δραπέτης.
Ενδέκατη ποιητική συλλογή του Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου μ’ έναν έντονα λυρικό τόνο καταθέτει απλά και λιτά τις απόψεις, τη συγκίνηση, την πορεία ζωής αναθυμούμενος όσα προηγήθηκαν: Απόμαχος από καιρό,/ αναπολεί σκανταλιές και θορύβους/ κι είναι σκέτος βραχνάς/ η ησυχία του βωβού σπιτιού της. («Δασκάλα», σ. 11). Στοχάζεται σ’ αυτά που εκτυλίσσονται πλάι του βρίσκοντας πάντα μια κουβέντα κι έναν στίχο να μιλήσει για τα ανθρώπινα. Τα δύσκολα που μας βαραίνουν: Δεν ήταν εύκολο/ να γίνει πιστευτό,/ ότι το φως από μόνο του δεν αρκεί./ Πρέπει κανείς να μπορεί/ να ψηλαφίζει στα σκοτάδια. («Δεν αρκεί», σ. 8). Και για το μάταιο ―σκληρή κι επώδυνη παραδοχή― αλλά ενδεχόμενη για αυτούς που βλέπουν τα πράγματα στις διαστάσεις του χώρου και του πεπερασμένου χρόνου μας: Κι αν λάμπανε τ’ αστέρια από ψηλά,/ μόνο τη λάμψη του χρυσού είχε στο νου του,/ χωρίς να σκέφτεται τη μέρα που περνά,/ την ομορφιά κάθε στιγμής που σβήνει./ Αυτός στ’ αλήθεια ήταν ένα τίποτα. («Ένα τίποτα», σ. 12).
Βαθειά ανθρώπινη ποίηση που σχεδόν αναβλύζει πηγαία με δωρικότητα στην έκφραση αλλά έντονο συναισθηματισμό για αυτό που καταθέτει. Βλ. τα ποιήματα «Εικόνα», σ. 16 (Έπειτα από χρόνια πολλά,/ ξεφυλλίζοντας χαρτιά κιτρινισμένα,/ τη συνάντησε πάλι/ σε κάποιο ξεχασμένο ποίημά του... και «Διάψευση» σ. 18: Φοβόταν μήπως δεν έρθει./ Στόλισε κομψά το σπίτι./ Κρέμασε τις χαρούμενες κουρτίνες./ Έβαλε κεντητό τραπεζομάντηλο,/ με τ’ ασημένια κηροπήγια της μάνας./ Η μουσική απαλή,/ έξοχα διαλεγμένη για την περίσταση./ Όμως φοβόταν μήπως δεν έρθει./ Όταν επιτέλους ήρθε, / τον είδε να χάνεται/ στην άκρη του καναπέ.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις