0
Your Καλαθι
Περιπέτειαι μιας διδασκαλίσσης στο Μοναστήρι
Σειρά: Επί τα ίχνη...
Έκπτωση
45%
45%
Περιγραφή
Εισαγωγή: Αλέξης Ζήρας
Επιλεγόμενα-φιλολογική επιμέλεια: Γιάννης Παπακώστας
Ο τόμος περιλαμβάνει δύο λανθάνοντα πεζά της Κωνσταντινουπολίτισσας πεζογράφου Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου. Το ένα, «Περιπέτειαι μιας διδασκαλίσσης», τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1891 και έκτοτε παρέμεινε ανέκδοτο. Το δεύτερο, «Στο μοναστήρι» έχει ιστορικό περιεχόμενο και αναφέρεται στο Βυζάντιο, με επίκεντρο τον ανταγωνισμό και το μίσος μεταξύ δυο γυναικείων μορφών, της Ζωής και της Θεοδώρας. Η Παπαδοπούλου είναι η πρώτη γυναίκα πεζογράφος της οποίας το έργο αναγνωρίστηκε και από τους σύγχρονούς της. Κυριότερα γνωρίσματά του, το αστικό περιεχόμενο, η λεπτή παρατήρηση, η ψυχογραφική διείσδυση, η ειρωνική διάθεση.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στην πρώτη ανθολογία διηγημάτων, που κυκλοφόρησε με τον τίτλο Ελληνικά Διηγήματα το 1896, με επιμελητή και εκδότη τον διευθυντή του ιστορικού περιοδικού «Εστία» Γ. Κασδόνη, ανάμεσα στον Α.Ρ. Ραγκαβή, τον Αγγελο Βλάχο, τον Εμμ. Ροΐδη και σε όλους σχεδόν τους σημαντικούς πεζογράφους της γενιάς του 1880 (Γ. Βιζυηνό, Αλέξ. Παπαδιαμάντη, Κ. Παλαμά, Γ. Δροσίνη, Ανδρ. Καρκαβίτσα, Μ. Μητσάκη, Γρηγ. Ξενόπουλο κ.ά.) ανθολογείται μία μόνο γυναίκα: η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου (Κωνσταντινούπολη 1867 - Κωνσταντινούπολη 1906)· γεγονός που, βέβαια, δεν πέρασε απαρατήρητο από την κριτική της εποχής. Μάλιστα ο «συνανθολογούμενός» της Ξενόπουλος, αναφερόμενος στην εν λόγω ανθολογία-συλλογή, σημείωνε ανάμεσα στ' άλλα και τα εξής: «Είναι εκ των ολίγων, εκ των ολιγίστων συγγραφέων η δεσποινίς Παπαδοπούλου. Εκ των τριάκοντα τεσσάρων διηγηματογράφων, οι οποίοι φιγουράρουν μέσα εις τον πρόσφατον τόμον του κ. Κασδόνη [...], αν εξαιρέσω τον μέγαν και άφθαστον Βιζυηνόν, αμφιβάλλω αν υπάρχη άλλος με πρωτοτυπίαν, όσην επιδεικνύει η Παπαδοπούλου [...]. Δεν ομοιάζει με κανενός το ύφος της, εν ύφος παιγνιώδες, κυμαινόμενον, ποικίλον, σπινθηροβολούν, αεικίνητον, ταραχώδες -δεν ομοιάζει με κανενός η σύνθεσίς της- μια σύνθεσις εντελώς ιδιόρρυθμος, αφελής και ημελημένη, αλλά κατά βάθος, ανάλογος και σύμμετρος μέχρις αυστηρότητος κ.λπ., κλπ.», για να καταλήξει στην επισήμανση της οξύτατης παρατηρητικότητάς της, του σαρκαστικού μειδιάματος που συχνά τη διέκρινε στις κοινωνικού περιεχομένου ή στόχου περιγραφές της και, κυρίως, στη διαφορετικότητα της ηθογραφίας της, η οποία «δεν ομοιάζει κανενός».
Πρωτοτυπία ύφους
Οσο υπερβολικοί κι αν κρίνονται σήμερα οι έπαινοι που επιδαψιλεύει ο Ξενόπουλος στην πεζογράφο, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την κριτική του οξυδέρκεια, όταν αναφέρεται στην πρωτοτυπία του ύφους, την παρατηρητικότητα και την ιδιαιτερότητα της ηθογραφίας της, έχοντας υπόψη του, εκτός από το ανθολογημένο στη συλλογή του Κασδόνη μικρό διήγημα της Παπαδοπούλου (Υιός και κόρη), και άλλα τρία πεζογραφήματά της που πρόλαβε να δημοσιεύσει όσο ζούσε (τα διηγήματα Περιπέτειαι μιας διδασκαλίσσης, 1891, Μετά δεκαετίαν, 1891 και τη νουβέλα Ημερολόγιον της δεσποινίδος Λεσβίου, 1894). Με ιδιαίτερα σημαντική την επισήμανσή του σχετικά με την αγνότητα και το αβίαστο της ηθογραφίας της, η οποία υπήρξε φυσική απόρροια της άμεσης παρατήρησης και της βιωματικής γνώσης του κοινωνικού περιβάλλοντος εκ μέρους της πεζογράφου. Η οποία, ζώντας στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου αιώνα, σε έναν τόπο με διαμορφωμένη μιαν, ίσως ιδιότυπα, πάντως υπαρκτή αστική κοινωνία, με αναπτυγμένο οικονομικό επίπεδο και αξιόλογη πνευματική κίνηση, είχε τη δυνατότητα να αντλήσει τις υποθέσεις των ιστοριών της από πηγές που δεν υπήρχαν στον κυρίως ελλαδικό χώρο, γεγονός που υποχρέωνε τους εδώ συγγραφείς να αρύονται τα θέματά τους από τη ζωή της επαρχίας. Γι' αυτό και ο Τέλλος Αγρας, αναφερόμενος στα διηγήματα της Παπαδοπούλου, κάνει λόγο για φαναριώτικο διήγημα, πιο συγκεκριμένα για ηθογραφικό αστικό διήγημα, με χρώμα, χαρακτήρες και λεπτομέρειες που δεν είχε δείξει ώς τότε η αθηναϊκή πεζογραφία.
Ολ' αυτά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πεζογράφος ήταν υποχρεωμένη να εργαστεί σκληρά για την επιβίωσή της -τη δική της και του μικρότερου αδελφού της-, ερχόμενη έτσι σε άμεση επαφή με τη σκληρή καθημερινότητα, διαμόρφωσαν τον ιδιάζοντα ψυχισμό της και τη μαχητικότητα του χαρακτήρα της· συνέβαλλαν στην πρόωρη εκδήλωση του ενδιαφέροντός της για πνευματικά, κοινωνικά, ιστορικά και ευρύτερα νοούμενα πολιτισμικά ζητήματα της εποχής της. Την έκαναν επιφυλακτική μπροστά στις ψυχαρικές γλωσσικές θεωρίες -με συνέπεια να ανταποκριθεί σ' αυτές όσο και όπως της επέτρεπε η διαίσθησή της-, την ώθησαν στο να δείξει ενδιαφέρον για το φεμινιστικό κίνημα (διατήρησε επαφές με την Καλλιρρόη Παρρέν, αφιερώνοντάς της, μάλιστα, τη νουβέλα της Ημερολόγιον της δεσποινίδος Λεσβίου και συνεργαζόμενη με την «Εφημερίδα των Κυριών»), ενώ δεν έμεινε αδιάφορη, αντίθετα προσπάθησε να είναι παρεμβατική, τόσο ως δασκάλα όσο και ως συγγραφέας, στο επίκαιρο, κατά το 19ο αιώνα, ζήτημα της εθνικής συσπείρωσης (ιδίως το Μακεδονικό) που, όπως επισημαίνεται από τον Αλέξη Ζήρα, ήταν διαδεδομένο ανάμεσα στους λογίους της διασποράς.
Σε τόνο «κουβεντιαστό και οικείο»
Τα δύο διηγήματα που περιέχονται στην παρούσα έκδοση είναι ενδεικτικά των εκφραστικών, των κοινωνικών και των ιστορικών ροπών και ανησυχιών της Κωνσταντινουπολίτισσας πεζογράφου. Και τα δύο, όπως επισημαίνεται στην εισαγωγή, «δείχνουν καθαρά στον αναγνώστη ότι για τη συγγραφέα η παρατήρηση και η καταγραφή των ηθών της Κωνσταντινούπολης του 19ου αιώνα, όπως και η ανάπλαση των ηθών της βυζαντινής Βασιλεύουσας, είναι πτυχές του ίδιου σύμπαντος». Η υπόθεση του πρώτου (Περιπέτειαι μιας διδασκαλίσσης), όπως και οι υποθέσεις όλων σχεδόν των διηγημάτων της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, είναι παρμένη από την αστική ζωή της Πόλης. Τα πρόσωπα αποτελούν χαρακτηριστικούς και, κατά κάποιον τρόπο, αντιπροσωπευτικούς τύπους του τόπου και της εποχής, με εκφράσεις και τρόπους συμπεριφοράς ενδεικτικούς της κοινωνικής θέσης και της επαγγελματικής ενασχόλησης του καθενός. Το ηθογραφικό στοιχείο, ωστόσο, διεμβολίζεται δραστικά από τη διάθεση της αφηγήτριας να προσδώσει στην αφήγησή της μιαν έντονη χροιά ρεαλισμού, ώστε να προκύψει ασφαλέστερα η πρόθεσή της να σταθεί απέναντι στις καταστάσεις που θίγει κριτικά, επιρρίποντας ευθύνες ή δικαιώνοντας εκ των υστέρων, εφοδιασμένη με προσωπική πείρα, στάσεις ζωής. Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που δίνει στον λόγο της έναν τόνο «κουβεντιαστό και οικείο», συμμετέχει στα όσα ιστορεί και κινείται ανάμεσα στα πρόσωπα της ιστορίας της -όπως συνήθως κάνει-, «προχωρώντας στη σύντομη ψυχογράφησή τους και μη αρκούμενη στις αντιδράσεις τους, αλλά επιδιώκοντας την επισήμανση των βαθύτερων αιτίων τους».
Στο Μοναστήρι, εξάλλου, ένα από τα «βυζαντινά» της διηγήματα, η πεζογράφος, εκτός από την εκδήλωση του πάγιου ενδιαφέροντός της για την τύχη του αλύτρωτου Ελληνισμού, εκτός από την επιτυχή ανάπλαση των ηθών της Βασιλεύουσας, δράττεται της ευκαιρίας να υπεισέλθει στα ενδότερα του γυναικείου ψυχισμού, παρουσιάζοντας γυναίκες της αυλής να μηχανορραφούν και να επινοούν σατανικά τεχνάσματα, προκειμένου να ποριστούν προσωπικά οφέλη ή να βλάψουν τις αντίζηλές τους. Πρόκειται για ένα διήγημα που, παρά τις προφανείς αφηγηματικές του αδυναμίες και τις κάπως απότομες εναλλαγές των χώρων δράσης, θεωρήθηκε από την κριτική, συγκεκριμένα από τον Νικόλαο Βασιλειάδη, το «πλέον μελετημένον, το πλέον τέλειον και πλέον ωραίον διήγημα της Παπαδοπούλου»· άποψη που βρίσκει σύμφωνο και έναν άλλο μελετητή του έργου της, τον Δημ. Μοστράτο, για τον οποίο όλα τα παρμένα από τη βυζαντινή ιστορία θέματα της συγγραφέως φανερώνουν γνώση της εποχής καθώς και «πιστήν τούτων ψυχολογικήν μελέτην και απεικόνισιν».
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 17/02/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις