0
Your Καλαθι
Αϋπνία
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Ένα μυθοπλαστικό, δοκιμιακό και ποιητικό συγχρόνως αφήγημα. Εξερευνά τη λεπτή βοή της ακατάπαυστης αϋπνίας που είναι αδιαχώριστη από τη μελαγχολική ευφορία των τόπων, των συνευρέσεων και των γεγονότων, καθώς διαχέεται από έναν λόγο δίχως λόγο.
"Ξεκινάς και πηγαίνεις και πηγαίνεις και χάνεσαι, βγαίνεις έξω, εισχωρείς σε ένα βάθος πέρα από το πέρα, διαισθάνεσαι την άλλη άκρη της αβύσσου. Δρόμο παίρνεις, δρόμο αφήνεις. Βάθος παίρνεις, βάθος αφήνεις. Πάντα εδώ, και εδώ, τώρα.
Θεσσαλονίκη, 2 Απριλίου 2012
Το άγγιγμα με τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Στο πάνω μέρος του γυμνού του μπράτσου. Άγγιγμα της μέρας και της νύχτας. Του σκοταδιού, του αργόρρευστου φέγγους που βγαίνει από μέσα του. Ένα φωτεινό βάθος που νιώθει αμέσως ότι δεν βγάζει πουθενά, που δεν τον τρομάζει, δεν του κρύβει κάτι. Ένα βάθος που δεν έχει κανένα νόημα πέρα από τη βαθύτητά του. Μια παλλόμενη μάζα, μια επιφάνεια που σαλεύει πάνω στο μπράτσο του. Και ανοίγεται προς τα έξω και προς τα μέσα με μια οικειότητα που τον κρατά άγρυπνο για να τη δέχεται, να την απολαμβάνει, που έχει την υφή του παντοτινού, του απεριόριστου, που είναι η ενσωμάτωση αδιάλειπτου και για τον λόγο αυτόν ασυνείδητου, λησμονημένου αυτοστοχασμού. Η αϋπνία του είναι μια απέραντη άπλα προς κάθε κατεύθυνση και διάσταση, μέσα σε οτιδήποτε υλικό και άυλο, δίνει τον τόνο στη μέρα του. Μια μέρα που τη ζει σαν άυπνη νύχτα. Μια καταφατική αϋπνία, στη διάρκεια της οποίας οι σκέψεις του είναι διαυγείς μέσα στο αμυδρό σκοτάδι, ένα απαλό ναι που ακούγεται σαν βόμβος πότε μελωδικός και αρμονικός, πότε τραχύς, άνισος και ενοχλητικός, ο βόμβος της ωραίας ψυχής. Η ελαφρότητα που εκπνέει η βαρύτητα της ζωής τον αγγίζει σαν το μόνο σταθερό πράγμα στον κόσμο, πιο σταθερό και από τον χρόνο ή το φως ή την ύλη ή την ενέργεια. Η ομορφιά αυτής της ελαφρότητας, του άυπνου και υπόκωφου ναι. Και μέσα στην ελαφρότητα αυτή, από το μπράτσο του απλώνεται το αίσθημα της παρουσίας μιας άλλης ύπαρξης σε όλο του το σώμα, τον ανυψώνει με τρόπο δυσδιάκριτο αλλά ευεργετικά αντιληπτό από τον ίδιο, τον αλλάζει, τον μεταμορφώνει, τον μετουσιώνει και τον μεταφέρει από σώμα σε σώμα, από προσωπικότητα σε προσωπικότητα, από μορφή σε μορφή, από συνείδηση σε συνείδηση, από διάσταση σε διάσταση. Είναι χαρούμενος που είναι εδώ και που συγχρόνως γνωρίζει καλά ότι δεν χρειάζεται να είναι εδώ, που σε λίγο δεν θα είναι εδώ, ενώ πάντα θα είναι εδώ και εδώ και εδώ. Η αϋπνία του είναι μια χώρα στην οποία, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, του αρέσει να μην ανήκει, να είναι ξένος, να αισθάνεται την ανιδιοτελή οικειότητα του ξένου και όλης της προσφερόμενης, της κάπως αργόρυθμης ξενίας. Ένας χώρος ξενοδώτης, ένας δώτης άυπνος, δωτήρας αϋπνίας. [...]"
Κριτική:
14/1/18
Η αναψηλάφηση του νοήματος.
Ένα μυθοπλαστικό, δοκιμιακό, και συγχρόνως ποιητικό αφήγημα.
ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ ΚΟΡΝΕΤΗ
Η κανονικότητα του συνήθους –η γεωμετρία του λογικού και η συμμετρία του παραλόγου– η ταχύτητα των πραγμάτων που αντικαθίσταται από την βραδύτητα των πραγμάτων – η παρατήρηση και η αυτοπαρατήρηση. Όταν όλα στο βλέμμα παγώνουν προθέσεις και υποθέσεις εξιχνιάζονται σε μεταμοντέρνες πειραματικές συναρμογές, στίχους, νέες γραφές και φιλοσοφικές εκκολάψεις που ακολουθούν μια ημερολογιακή κατάταξη και στρατηγική, ενός νοσταλγικού στοχαστή που βυθίζεται με άνεση στους τόπους των χρόνων και στους χρόνους των τόπων σαν ένας άριστος γνώστης της τοπιοψυχολογίας, όπως ήταν ο W.G. Sebald τον οποίο και συχνά μνημονεύει και με τον οποίο με άνεση συνομιλεί.
Ζούμε σε μια εποχή όπου οι ρομαντικοί και ονειροπόλοι έχουν αντικατασταθεί από κυνικούς και τεχνοκράτες, όπου κανείς δεν περιπλανιέται άσκοπα, όλα πρέπει να έχουν στόχο, κατεύθυνση και σκοπό, κυρίως να έχουν ταχύτητα, όταν η εικόνα καταπίνει τη σκέψη, πόσο μάλιστα τον στοχασμό και την παρατήρηση.
Σε αυτή τη μελαγχολική εποχή ο συγγραφέας, ένας σύγχρονος πλάνης, περιπλανώμενος και ήρωας-αντιήρωας του εαυτού του επιβραδύνει το βήμα προκαλώντας και επιταχύνοντας την σκέψη του, παρακολουθώντας τον ίδιο τον εαυτό του τον οποίο προσκαλεί και στη συνέχεια παγιδεύει μέχρι πνευματικής πτώσης και εξόντωσης, αλλά και υπαρξιακής υπέρβασης. σε ένα λογοτεχνικό παιχνίδι αναψηλάφησης του νοήματος της ζωής στο σχοινί της ακροβατικής μνήμης, για το οποίο ευθύνεται μεταφορικά και κυριολεκτικά μια βασανιστική υπαρκτή ή ανύπαρκτη αϋπνία.
Μέσα από μια διαδικασία νοσταλγίας, ανάκλησης, περισυλλογής ο ασκόπως, αλλά και σκοπίμως περιπλανώμενος, ο σύγχρονος flaneur, φορέας κατά τον Πόε «της μεγάλης ευφορίας του να είσαι μόνος», καταγράφει σ’ ένα εν μέρει αυτοαναφορικό κατακλυσμιαίο λογογράφημα σαν καρδιογράφημα, ένα ημερολόγιο τόπων και στιγμών, αισθημάτων και σκέψεων, αισθήσεων και παραισθήσεων, προσλήψεων κι επεξηγήσεων, όπου ο τρόμος της ζωής περιστρέφεται κυκλικά με ύπνο ή χωρίς ύπνο, αλλά σίγουρα με κυνική αδιαφορία, με ψυχρή ανηδονία για την έκβαση της ίδιας της ζωής που μοιάζει άχρωμη, άγευστη, ανόρεκτη κι ανοργασμική, μια ζωή χωρίς ζωή, ατάραχη, ψυχρή κι ανέκφραστη, που πορεύεται με αποκλειστική κατεύθυνση το άδοξο τέλος της, ή μια ζωή τόσο εγωπαθή και αυτάρεσκη που μοιάζει να παίζει σαν σταρ του σινεμά στο κέντρο του κόσμου, αλλάζοντας σαν ακριβές τουαλέτες τα σχήματά της.
Ο Βασίλης Παπαγεωργίου μέσα από την εκτόνωση μιας συσσωρευμένης ανησυχίας υπό μορφή ατέρμονων στοχασμών και συλλογισμών σε δευτεροπρόσωπη αφήγηση, κατορθώνει να αλλάζει μεταφορικά τα σχήματα των επαναλαμβανόμενων πληκτικών ημερών σε ρόμβους, τετράγωνα, τρίγωνα και εξάγωνα, «σχήματα» που δίνει ο ίδιος, ανάλογα με τα ερεθίσματα που επιχειρεί ν’ αποκωδικοποιήσει και ν’ αναλύσει, μέσα στο γεωμετρικό πλαίσιο της αϋπνίας πάντα, μιας εγρήγορσης δηλαδή, που επιτάσσει η ακατάπαυστη υπαρξιακή αγωνία.
«Δεν κοιμάμαι. Δεν κοιμάμαι. Έχω την αϋπνία μέσα μου. Δεν πλήττω, δεν πλήττει. Δεν υπάρχει μόνο μια, υπάρχουν άπειρες αϋπνίες, έτσι δεν είναι; Τώρα μου φαίνεται πιο προσιτή από ποτέ άλλοτε αν ποτέ θελήσω, να φύγω για κάπου αλλού, σε ένα άλλο σχήμα» γράφει σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα ο Βασίλης Παπαγεωργίου στο σύνθετο δοκιμιακού τύπου πόνημά του, το οποίο βρίθει από επιτυχημένες διακειμενικές αναφορές που συχνά καταλήγουν σε ιδιότυπες «συνομιλίες» με σπουδαίους λογοτέχνες και στοχαστές. Οι φωνές τους αντηχούν στα κείμενα «αμφιθεατρικά» σαν να στήνουν έναν τραγικό χορό σε αρχαίο ελληνικό θέατρο. Ενδεικτικά μόνο γίνονται αναφορές στους Καμύ, Άσμπερυ, Τράνστρεμερ, Ντεριντά, Μπέκετ, Μπλανσό, Χέγκελ, Νίτσε και πολύ ειδική μνεία στον δικό μας Θανάση Βαλτινό το έργο του οποίου ο συγγραφέας έχει μελετήσει διεξοδικά και συμβουλεύεται.
Η αϋπνία του κόσμου, ως έξοχα λειτουργικό εύρημα στο ξεδίπλωμα των στοχασμών του συγγραφέα, είναι το μεταφυσικό όχημα που τον οδηγεί σε γνωστούς τόπους και άγνωστα υπό εξερεύνηση ψυχικά τοπία. Η αϋπνία είναι το μεταφυσικό πρόσχημα που τον βοηθά να ξορκίσει βουβούς πόνους και επίμονες φοβίες. Η αϋπνία θα μπορούσε κάλλιστα ψυχαναλυτικά να μεταφραστεί και ως ο φόβος του θανάτου.
«Ποια είναι η άβυσσος και ποια είναι η άλλη της μεριά;» αναρωτιέται ο συγγραφέας. «Μήπως η άλλη μεριά της αβύσσου δεν είναι καν άβυσσος; Οπωσδήποτε από την άλλη μεριά της αβύσσου πλησιάζει κάτι συγκεκριμένο, καθορίσιμο και οριστικό. Η απειλή του θανάτου». Αντιστικτικά παραθέτω ένα απόσπασμα του Ιερού Αυγουστίνου για τον θάνατο: «Γιατί να είμαι έξω απ’ τη σκέψη σου επειδή δεν είμαι στο οπτικό σου πεδίο; Όχι δεν είμαι μακριά σου, είμαι μόνο στην απέναντι μεριά του δρόμου». Στην απέναντι μεριά του δρόμου. Εκεί κατοικεί. Στην «άλλη άκρη του θορύβου», στην αιώνια σιωπή που ίσως να είναι και πιο ηχηρή, πιο εκκωφαντική σε σχέση με τον θόρυβο. Κι είναι ευτυχώς η τέχνη η θορυβοποιός το μόνο όπλο στα χέρια του ανήμπορου ανθρώπου που κατορθώνει κάθε τόσο να ξορκίζει τον θάνατο παράγοντας όλον τον απαραίτητο θόρυβο που θα έρθει να ταράξει την αιώνια ησυχία.
«Υπάρχει κάτι εκεί κι εσύ θέλεις να τo ακούσεις» λέει η ποιήτρια Gwendolyn McEwen κι ο Βασίλης Παπαγεωργίου δείχνει ότι ξέρει να αφουγκράζεται ποιητικά, να υπερίπταται και να στοχεύει στην υπέρβαση υπερασπίζοντας την αναγκαιότητα του μεταφυσικού στοιχείου όχι μόνο στο καλλιτεχνικό έργο, αλλά και στην ίδια τη ζωή, μιας μυστικής ζωής στο γίγνεσθαι, ενός ριψοκίνδυνου ταξιδιού επαναφοράς, γνωρίζοντας αυτό που είχε πει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης Κριστόφ Κισλόφσκι, ότι «ο κόσμος ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και την υπέρβαση της ζητώντας να ψηλαφίσει το σταθερό σημείο».
Σ’ ένα έργο πυκνό και ταυτόχρονα πολυεπίπεδο, τα αρχεία της μνήμης, ο χώρος και ο χρόνος, το οικείο και το ανοίκειο, η πραγματικότητα και οι εύπλαστες εκδοχές της, η ιστορία και η συνείδηση του ανθρώπου που απασχολούν τον συγγραφέα, (η αναφορά του στα αφανισμένα εβραϊκά νεκροταφεία της Θεσσαλονίκης και κυρίως στον αφανισμένο εβραϊκό πληθυσμό, είναι χαρακτηριστική), συμπλέκονται σε αλυσιδωτές ευθύβολες κάποτε υπερβολικά διανοητικές καταθέσεις που εξισορροπούν πάνω στην παραδοξότητα της ζωής με ακροβατική ακρίβεια, ντυμένες άλλοτε το φως και άλλοτε το σκοτάδι. Η μνήμη διαχειρίζεται ό,τι το εγώ έχει απολέσει κι ο συγγραφέας επιτυγχάνει την αιώρηση, (με τη σκέψη του Μπένγιαμιν όπως ομολογεί ο ίδιος), πάνω από τον κόσμο χωρίς να ανήκει σε αυτόν και χωρίς να τον ιδιοποιείται, σ’ έναν κόσμο άλλοτε μελαγχολικό και τραγικό, άλλοτε υποφερτό, άλλοτε σκληρό κι άλλοτε τρυφερό, άλλοτε ήσυχο κι ακίνητο κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, αλλά οπωσδήποτε σ’ έναν κόσμο όπου κτυπά η «άστεγη καρδιά», η αλήθεια ως ενατένιση και προσδοκία.
Ακόμα όμως κι όταν «χάνεται» κατά τον συγγραφέα «η στέγη του κόσμου», ακόμα κι όταν βοά η άβυσσος των όντων, ακόμα κι όταν οι ίλιγγοι ριγούν κι «η αγρύπνια αφουγκράζεται την αχωρομετρία και την αχρονομετρία», η ζωή πάντα θα λαξεύεται και θα παραμένει πολύτιμη σαν διαμάντι κι ας θρυμματίζεται. Με την επαγρύπνηση της αϋπνίας τα θραύσματα της θα επανασυνθέτουν πολύτιμες ψηλαφητές στιγμές ευφορίας, όπως το συγκινητικό, ευγενικό τέλος του βιβλίου, στιγμές που αξίζει να καταχωρηθούν στο αρχείο της μνήμης.
Η Έλσα Κορνέτη είναι συγγραφέας
"Ξεκινάς και πηγαίνεις και πηγαίνεις και χάνεσαι, βγαίνεις έξω, εισχωρείς σε ένα βάθος πέρα από το πέρα, διαισθάνεσαι την άλλη άκρη της αβύσσου. Δρόμο παίρνεις, δρόμο αφήνεις. Βάθος παίρνεις, βάθος αφήνεις. Πάντα εδώ, και εδώ, τώρα.
Θεσσαλονίκη, 2 Απριλίου 2012
Το άγγιγμα με τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Στο πάνω μέρος του γυμνού του μπράτσου. Άγγιγμα της μέρας και της νύχτας. Του σκοταδιού, του αργόρρευστου φέγγους που βγαίνει από μέσα του. Ένα φωτεινό βάθος που νιώθει αμέσως ότι δεν βγάζει πουθενά, που δεν τον τρομάζει, δεν του κρύβει κάτι. Ένα βάθος που δεν έχει κανένα νόημα πέρα από τη βαθύτητά του. Μια παλλόμενη μάζα, μια επιφάνεια που σαλεύει πάνω στο μπράτσο του. Και ανοίγεται προς τα έξω και προς τα μέσα με μια οικειότητα που τον κρατά άγρυπνο για να τη δέχεται, να την απολαμβάνει, που έχει την υφή του παντοτινού, του απεριόριστου, που είναι η ενσωμάτωση αδιάλειπτου και για τον λόγο αυτόν ασυνείδητου, λησμονημένου αυτοστοχασμού. Η αϋπνία του είναι μια απέραντη άπλα προς κάθε κατεύθυνση και διάσταση, μέσα σε οτιδήποτε υλικό και άυλο, δίνει τον τόνο στη μέρα του. Μια μέρα που τη ζει σαν άυπνη νύχτα. Μια καταφατική αϋπνία, στη διάρκεια της οποίας οι σκέψεις του είναι διαυγείς μέσα στο αμυδρό σκοτάδι, ένα απαλό ναι που ακούγεται σαν βόμβος πότε μελωδικός και αρμονικός, πότε τραχύς, άνισος και ενοχλητικός, ο βόμβος της ωραίας ψυχής. Η ελαφρότητα που εκπνέει η βαρύτητα της ζωής τον αγγίζει σαν το μόνο σταθερό πράγμα στον κόσμο, πιο σταθερό και από τον χρόνο ή το φως ή την ύλη ή την ενέργεια. Η ομορφιά αυτής της ελαφρότητας, του άυπνου και υπόκωφου ναι. Και μέσα στην ελαφρότητα αυτή, από το μπράτσο του απλώνεται το αίσθημα της παρουσίας μιας άλλης ύπαρξης σε όλο του το σώμα, τον ανυψώνει με τρόπο δυσδιάκριτο αλλά ευεργετικά αντιληπτό από τον ίδιο, τον αλλάζει, τον μεταμορφώνει, τον μετουσιώνει και τον μεταφέρει από σώμα σε σώμα, από προσωπικότητα σε προσωπικότητα, από μορφή σε μορφή, από συνείδηση σε συνείδηση, από διάσταση σε διάσταση. Είναι χαρούμενος που είναι εδώ και που συγχρόνως γνωρίζει καλά ότι δεν χρειάζεται να είναι εδώ, που σε λίγο δεν θα είναι εδώ, ενώ πάντα θα είναι εδώ και εδώ και εδώ. Η αϋπνία του είναι μια χώρα στην οποία, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, του αρέσει να μην ανήκει, να είναι ξένος, να αισθάνεται την ανιδιοτελή οικειότητα του ξένου και όλης της προσφερόμενης, της κάπως αργόρυθμης ξενίας. Ένας χώρος ξενοδώτης, ένας δώτης άυπνος, δωτήρας αϋπνίας. [...]"
Κριτική:
14/1/18
Η αναψηλάφηση του νοήματος.
Ένα μυθοπλαστικό, δοκιμιακό, και συγχρόνως ποιητικό αφήγημα.
ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ ΚΟΡΝΕΤΗ
Η κανονικότητα του συνήθους –η γεωμετρία του λογικού και η συμμετρία του παραλόγου– η ταχύτητα των πραγμάτων που αντικαθίσταται από την βραδύτητα των πραγμάτων – η παρατήρηση και η αυτοπαρατήρηση. Όταν όλα στο βλέμμα παγώνουν προθέσεις και υποθέσεις εξιχνιάζονται σε μεταμοντέρνες πειραματικές συναρμογές, στίχους, νέες γραφές και φιλοσοφικές εκκολάψεις που ακολουθούν μια ημερολογιακή κατάταξη και στρατηγική, ενός νοσταλγικού στοχαστή που βυθίζεται με άνεση στους τόπους των χρόνων και στους χρόνους των τόπων σαν ένας άριστος γνώστης της τοπιοψυχολογίας, όπως ήταν ο W.G. Sebald τον οποίο και συχνά μνημονεύει και με τον οποίο με άνεση συνομιλεί.
Ζούμε σε μια εποχή όπου οι ρομαντικοί και ονειροπόλοι έχουν αντικατασταθεί από κυνικούς και τεχνοκράτες, όπου κανείς δεν περιπλανιέται άσκοπα, όλα πρέπει να έχουν στόχο, κατεύθυνση και σκοπό, κυρίως να έχουν ταχύτητα, όταν η εικόνα καταπίνει τη σκέψη, πόσο μάλιστα τον στοχασμό και την παρατήρηση.
Σε αυτή τη μελαγχολική εποχή ο συγγραφέας, ένας σύγχρονος πλάνης, περιπλανώμενος και ήρωας-αντιήρωας του εαυτού του επιβραδύνει το βήμα προκαλώντας και επιταχύνοντας την σκέψη του, παρακολουθώντας τον ίδιο τον εαυτό του τον οποίο προσκαλεί και στη συνέχεια παγιδεύει μέχρι πνευματικής πτώσης και εξόντωσης, αλλά και υπαρξιακής υπέρβασης. σε ένα λογοτεχνικό παιχνίδι αναψηλάφησης του νοήματος της ζωής στο σχοινί της ακροβατικής μνήμης, για το οποίο ευθύνεται μεταφορικά και κυριολεκτικά μια βασανιστική υπαρκτή ή ανύπαρκτη αϋπνία.
Μέσα από μια διαδικασία νοσταλγίας, ανάκλησης, περισυλλογής ο ασκόπως, αλλά και σκοπίμως περιπλανώμενος, ο σύγχρονος flaneur, φορέας κατά τον Πόε «της μεγάλης ευφορίας του να είσαι μόνος», καταγράφει σ’ ένα εν μέρει αυτοαναφορικό κατακλυσμιαίο λογογράφημα σαν καρδιογράφημα, ένα ημερολόγιο τόπων και στιγμών, αισθημάτων και σκέψεων, αισθήσεων και παραισθήσεων, προσλήψεων κι επεξηγήσεων, όπου ο τρόμος της ζωής περιστρέφεται κυκλικά με ύπνο ή χωρίς ύπνο, αλλά σίγουρα με κυνική αδιαφορία, με ψυχρή ανηδονία για την έκβαση της ίδιας της ζωής που μοιάζει άχρωμη, άγευστη, ανόρεκτη κι ανοργασμική, μια ζωή χωρίς ζωή, ατάραχη, ψυχρή κι ανέκφραστη, που πορεύεται με αποκλειστική κατεύθυνση το άδοξο τέλος της, ή μια ζωή τόσο εγωπαθή και αυτάρεσκη που μοιάζει να παίζει σαν σταρ του σινεμά στο κέντρο του κόσμου, αλλάζοντας σαν ακριβές τουαλέτες τα σχήματά της.
Ο Βασίλης Παπαγεωργίου μέσα από την εκτόνωση μιας συσσωρευμένης ανησυχίας υπό μορφή ατέρμονων στοχασμών και συλλογισμών σε δευτεροπρόσωπη αφήγηση, κατορθώνει να αλλάζει μεταφορικά τα σχήματα των επαναλαμβανόμενων πληκτικών ημερών σε ρόμβους, τετράγωνα, τρίγωνα και εξάγωνα, «σχήματα» που δίνει ο ίδιος, ανάλογα με τα ερεθίσματα που επιχειρεί ν’ αποκωδικοποιήσει και ν’ αναλύσει, μέσα στο γεωμετρικό πλαίσιο της αϋπνίας πάντα, μιας εγρήγορσης δηλαδή, που επιτάσσει η ακατάπαυστη υπαρξιακή αγωνία.
«Δεν κοιμάμαι. Δεν κοιμάμαι. Έχω την αϋπνία μέσα μου. Δεν πλήττω, δεν πλήττει. Δεν υπάρχει μόνο μια, υπάρχουν άπειρες αϋπνίες, έτσι δεν είναι; Τώρα μου φαίνεται πιο προσιτή από ποτέ άλλοτε αν ποτέ θελήσω, να φύγω για κάπου αλλού, σε ένα άλλο σχήμα» γράφει σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα ο Βασίλης Παπαγεωργίου στο σύνθετο δοκιμιακού τύπου πόνημά του, το οποίο βρίθει από επιτυχημένες διακειμενικές αναφορές που συχνά καταλήγουν σε ιδιότυπες «συνομιλίες» με σπουδαίους λογοτέχνες και στοχαστές. Οι φωνές τους αντηχούν στα κείμενα «αμφιθεατρικά» σαν να στήνουν έναν τραγικό χορό σε αρχαίο ελληνικό θέατρο. Ενδεικτικά μόνο γίνονται αναφορές στους Καμύ, Άσμπερυ, Τράνστρεμερ, Ντεριντά, Μπέκετ, Μπλανσό, Χέγκελ, Νίτσε και πολύ ειδική μνεία στον δικό μας Θανάση Βαλτινό το έργο του οποίου ο συγγραφέας έχει μελετήσει διεξοδικά και συμβουλεύεται.
Η αϋπνία του κόσμου, ως έξοχα λειτουργικό εύρημα στο ξεδίπλωμα των στοχασμών του συγγραφέα, είναι το μεταφυσικό όχημα που τον οδηγεί σε γνωστούς τόπους και άγνωστα υπό εξερεύνηση ψυχικά τοπία. Η αϋπνία είναι το μεταφυσικό πρόσχημα που τον βοηθά να ξορκίσει βουβούς πόνους και επίμονες φοβίες. Η αϋπνία θα μπορούσε κάλλιστα ψυχαναλυτικά να μεταφραστεί και ως ο φόβος του θανάτου.
«Ποια είναι η άβυσσος και ποια είναι η άλλη της μεριά;» αναρωτιέται ο συγγραφέας. «Μήπως η άλλη μεριά της αβύσσου δεν είναι καν άβυσσος; Οπωσδήποτε από την άλλη μεριά της αβύσσου πλησιάζει κάτι συγκεκριμένο, καθορίσιμο και οριστικό. Η απειλή του θανάτου». Αντιστικτικά παραθέτω ένα απόσπασμα του Ιερού Αυγουστίνου για τον θάνατο: «Γιατί να είμαι έξω απ’ τη σκέψη σου επειδή δεν είμαι στο οπτικό σου πεδίο; Όχι δεν είμαι μακριά σου, είμαι μόνο στην απέναντι μεριά του δρόμου». Στην απέναντι μεριά του δρόμου. Εκεί κατοικεί. Στην «άλλη άκρη του θορύβου», στην αιώνια σιωπή που ίσως να είναι και πιο ηχηρή, πιο εκκωφαντική σε σχέση με τον θόρυβο. Κι είναι ευτυχώς η τέχνη η θορυβοποιός το μόνο όπλο στα χέρια του ανήμπορου ανθρώπου που κατορθώνει κάθε τόσο να ξορκίζει τον θάνατο παράγοντας όλον τον απαραίτητο θόρυβο που θα έρθει να ταράξει την αιώνια ησυχία.
«Υπάρχει κάτι εκεί κι εσύ θέλεις να τo ακούσεις» λέει η ποιήτρια Gwendolyn McEwen κι ο Βασίλης Παπαγεωργίου δείχνει ότι ξέρει να αφουγκράζεται ποιητικά, να υπερίπταται και να στοχεύει στην υπέρβαση υπερασπίζοντας την αναγκαιότητα του μεταφυσικού στοιχείου όχι μόνο στο καλλιτεχνικό έργο, αλλά και στην ίδια τη ζωή, μιας μυστικής ζωής στο γίγνεσθαι, ενός ριψοκίνδυνου ταξιδιού επαναφοράς, γνωρίζοντας αυτό που είχε πει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης Κριστόφ Κισλόφσκι, ότι «ο κόσμος ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και την υπέρβαση της ζητώντας να ψηλαφίσει το σταθερό σημείο».
Σ’ ένα έργο πυκνό και ταυτόχρονα πολυεπίπεδο, τα αρχεία της μνήμης, ο χώρος και ο χρόνος, το οικείο και το ανοίκειο, η πραγματικότητα και οι εύπλαστες εκδοχές της, η ιστορία και η συνείδηση του ανθρώπου που απασχολούν τον συγγραφέα, (η αναφορά του στα αφανισμένα εβραϊκά νεκροταφεία της Θεσσαλονίκης και κυρίως στον αφανισμένο εβραϊκό πληθυσμό, είναι χαρακτηριστική), συμπλέκονται σε αλυσιδωτές ευθύβολες κάποτε υπερβολικά διανοητικές καταθέσεις που εξισορροπούν πάνω στην παραδοξότητα της ζωής με ακροβατική ακρίβεια, ντυμένες άλλοτε το φως και άλλοτε το σκοτάδι. Η μνήμη διαχειρίζεται ό,τι το εγώ έχει απολέσει κι ο συγγραφέας επιτυγχάνει την αιώρηση, (με τη σκέψη του Μπένγιαμιν όπως ομολογεί ο ίδιος), πάνω από τον κόσμο χωρίς να ανήκει σε αυτόν και χωρίς να τον ιδιοποιείται, σ’ έναν κόσμο άλλοτε μελαγχολικό και τραγικό, άλλοτε υποφερτό, άλλοτε σκληρό κι άλλοτε τρυφερό, άλλοτε ήσυχο κι ακίνητο κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, αλλά οπωσδήποτε σ’ έναν κόσμο όπου κτυπά η «άστεγη καρδιά», η αλήθεια ως ενατένιση και προσδοκία.
Ακόμα όμως κι όταν «χάνεται» κατά τον συγγραφέα «η στέγη του κόσμου», ακόμα κι όταν βοά η άβυσσος των όντων, ακόμα κι όταν οι ίλιγγοι ριγούν κι «η αγρύπνια αφουγκράζεται την αχωρομετρία και την αχρονομετρία», η ζωή πάντα θα λαξεύεται και θα παραμένει πολύτιμη σαν διαμάντι κι ας θρυμματίζεται. Με την επαγρύπνηση της αϋπνίας τα θραύσματα της θα επανασυνθέτουν πολύτιμες ψηλαφητές στιγμές ευφορίας, όπως το συγκινητικό, ευγενικό τέλος του βιβλίου, στιγμές που αξίζει να καταχωρηθούν στο αρχείο της μνήμης.
Η Έλσα Κορνέτη είναι συγγραφέας
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις