0
Your Καλαθι
Ο Χέγκελ και η γερμανική επανάσταση
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Με την επανάστασή του, το γαλλικό έθνος έπλασε έναν από τους πιό ανθεκτικούς πολιτικούς και πνευματικούς μύθους στην ιστορία της Ευρώπης. Αντίθετα, το γερμανικό έθνος, παρότι κι αυτό εκπήγασε από μια πνευματική και θρησκευτική επανάσταση, τον προτεσταντισμό, δεν κατάφερε να προσδώσει στη δική του επανάσταση ένα ανάλογο κύρος. Κηδεμόνας του γερμανισμού και προάγγελος της γερμανικής ενοποιήσεως, ο Χέγκελ κατέβαλε θεαματικές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Σε ευάριθμα νεανικά του κείμενα, μη εξαιρουμένης της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, επιχειρεί ορισμένους τολμηρούς διακανονισμούς ανάμεσα στο κύρος των δύο λαών που αφορούν και στην καθολική μοίρα της Ευρώπης.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η φιλοσοφική δοκιμιογραφία είναι δύσκολο και απαιτητικό είδος, και ελάχιστοι είναι πραγματικά προικισμένοι με τα πολλά χαρίσματα που απαιτεί: κυρίως, τη βαθιά κατανόηση της ιστορίας των ιδεών και των διακυβευμάτων της σκέψης που βρίσκει τις αφορμές της πάντοτε ειδικά, χωρίς καμία υποψία ακαδημαϊκότητας, έτοιμης να μιλήσει από καθέδρας περί παντός του επιστητού· ταυτόχρονα τη μεγάλη ικανότητα του αφηγητή, που ξέρει την τέχνη να ξετυλίγει την περιπέτεια των ιδεών όπως τις δοκιμασίες ενός μυθιστορηματικού ήρωα.
Ο Κωστής Παπαγιώργης είναι αναμφίβολα προικισμένος δοκιμιογράφος -από τους ελάχιστους «καθαρούς» δοκιμιογράφους, θα μπορούσε κάποιος να πει, που γράφουν αυτή τη στιγμή στα ελληνικά. Όταν δεν παρασύρεται από παραχωρήσεις σε ένα κοινό που απαιτεί την ευκολία με το πρόσχημα των αυτοβιογραφικών «παθών», ξέρει να φιλοτεχνεί φιλοσοφικά πορτρέτα με διαύγεια και περιεκτικότητα που θα ζήλευαν πολλοί επαγγελματίες δάσκαλοι της φιλοσοφίας. Υπόδειγμα αυτού είναι τα νεανικά του δοκίμια πάνω στον Πλάτωνα και, κυρίως, στον Μάρτιν Χάιντεγκερ - βιβλία που δεν εγνώρισαν ποτέ τη δημοτικότητα και τις πωλήσεις μεταγενέστερων έργων του.
Η επιλογή του Παπαγιώργη να καταπιαστεί με τον Χέγκελ τον φέρνει αντιμέτωπο μ' ένα έργο δύσκολο και ριψοκίνδυνο, του οποίου οι διακινδυνεύσεις δεν οφείλονται μόνο στην ανοικονόμητη φύση και στις εγγενείς περιπλοκές του εγελιανού γραπτού. Κυρίως κινδυνεύει κάποιος να χαθεί μέσα στον ατέρμονο λαβύρινθο των ερμηνειών που έχουν σταδιακά εγκλωβίσει, σαν αλλεπάλληλα προσχωσιγενή στρώματα, αυτό το απολύτως κρίσιμο για την αυτοσυνειδησία του σύγχρονου κόσμου κείμενο: όλοι με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο είμαστε σήμερα εγελιανοί, και όλοι με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο επίσης δραπετεύουμε από τον Χέγκελ. Να γίνει μια ουσιώδης ερμηνεία του Χέγκελ που θα ξεφεύγει από τους κοινούς τόπους και τα χιλιοσχολιασμένα παραδείγματα δεν είναι καθόλου απλό. Και θα ήθελα αμέσως να θυμίσω εδώ τρεις τουλάχιστον τέτοιες ουσιώδεις ερμηνείες που σημάδεψαν τον εικοστό αιώνα.
Παλαιότερες ερμηνείες
Στη δεκαετία του '30 ο Alexandre Kojeve, Ρώσος εμιγκρέ στο Παρίσι, εγκαινίασε μια σειρά παραδόσεων που εκδόθηκαν λίγα χρόνια αργότερα (1946) με τίτλο «Εισαγωγή στην ανάγνωση του Χέγκελ». Σε μια εποχή σφραγισμένη από αιματηρούς πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, ο Kojeve προσπάθησε να «υποκλέψει» τον Χέγκελ από την αριστερά και κυρίως από τη μαρξιστική παράδοση που τον υπολόγιζε πάντα στο ιδεολογικό της οπλοστάσιο, διαβάζοντάς τον σε μια νιτσεϊκή κατά κάποιον τρόπο προοπτική, όπου όλη η φιλοσοφία της ιστορίας του παίρνει έναν ιδιότυπο αγωνιστικό χαρακτήρα και η αιματηρή διαμάχη, η βία και η κυριαρχία δικαιώνονται αναδρομικά από την ίδια την επικράτηση, ως εκείνη που θεσπίζει εκ των υστέρων το λογικό και το ισχύον. Στους αντίποδες του Kojeve και την ίδια ακριβώς εποχή (1941), ο Herbert Marcuse από την Αμερική όπου είχε καταφύγει κάνει με το έργο του «Κράτος και Επανάσταση» μια μνημειώδη προσπάθεια ανάκτησης του Χέγκελ από την πλευρά του μαρξισμού, ερμηνεύοντας τη φιλοσοφία του -ιδίως τη φιλοσοφία του κράτους και του δικαίου- ως ύστατη αναλαμπή της μεγάλης διαφωτιστικής παράδοσης, ανήσυχη να διασώσει μια αξιακή έννοια ολότητας απέναντι στην απειλή του ανταγωνισμού των αντιμαχόμενων αστικών συμφερόντων. Είκοσι χρόνια αργότερα (1962), ένας άλλος εξόριστος στο Παρίσι, ο Έλληνας Κώστας Παπαϊωάννου, θα επιδιώξει με το μικρό δοκίμιό του «Χέγκελ» μια κάπως διαφορετική ανάγνωση: σαφώς εγγύτερα στον Μαρκούζε, βλέπει κυρίως στον τιτάνιο αυτόν στοχαστή τη φιλοσοφική αποτύπωση της ρομαντικής αίσθησης του τραγικού, καθώς το αυτονομημένο διαφωτιστικό υποκείμενο αναζητεί τρόπο επανασυμφιλίωσης με έναν κόσμο που του έχει γίνει πλέον εχθρικός και αντίμαχος.
Η ανάγνωση που επιχειρεί σήμερα ο Παπαγιώργης, ουσιώδης και πρωτότυπη παρότι έχει βεβαίως προαναγγελθεί στη βιβλιογραφία, μοιάζει να τοποθετείται στο τέταρτο σημείο του ορίζοντα. Εστιάζοντας κυρίως στη «Φιλοσοφία της Ιστορίας» και στη «Φαινομενολογία του Πνεύματος» (χωρίς να αγνοεί το υπόλοιπο εγελιανό έργο), ο Παπαγιώργης διαβάζει τη φιλοσοφία του Χέγκελ υπό το πρίσμα του αναπτυσσόμενου γερμανικού εθνικισμού. Ανιχνεύει την απώτατη καταγωγή της εγελιανής έμπνευσης στον ίδιο τον Λούθηρο και στη Μεταρρύθμιση (που είναι ακριβώς η έννοια της «γερμανικής επανάστασης»). Με άλλα λόγια, μέσα στο κορυφούμενο κλίμα των εθνικιστικών αντεκδικήσεων του 19ου αιώνα, η επιθυμία του Χέγκελ ήταν να δώσει ένα αποτελεσματικό αντίβαρο της Γαλλικής Επανάστασης που θα τοποθετούσε σε πρώτη ιστορική μοίρα και θα απένεμε μια κοσμοϊστορική σημασία στο γερμανικό έθνος. Το αντίβαρο αυτό το βρήκε ακριβώς στη θρησκευτική επανάσταση που προκάλεσε ο Λούθηρος και τη συνακόλουθη, χαρακτηριστικά γερμανική, «πρόοδο στη εσωτερικότητα» - στην οποία ο Χέγκελ φιλοδοξούσε να προσφέρει την αρμόζουσα πολιτική διάσταση, ταυτόσημη με την ενοποίηση της Γερμανίας σε ένα σύγχρονο και ισχυρό έθνος-κράτος.
Σε αυτό το πνεύμα διαβάζονται όλες οι «εσωτερικές» φιλοσοφικές συζητήσεις που συγκρότησαν την παράδοση του γερμανικού ιδεαλισμού και ειδικά οι γραμμές απόδρασης από τις κλασικές θεωρίες του φυσικού δικαίου (Χομπς, Ρουσό, κ.α.). Σύμφωνα με μια διορατική εκτίμηση, «η ηθική του Καντ, απολυτοποιώντας το άτομο και υπάγοντας τα πάντα σε μιαν απαθή βούληση άνευ περιεχομένου, καταλήγει σε ένα πλασματικό Κράτος Δικαίου και μιαν ακόμη πιο πλασματική αιώνα ειρήνη. Αντίθετα, η εγελιανή εθιμικότητα, η οποία εδραιώνει τον νόμο στον ζωντανό λαό, καταλήγει σε ένα κράτος ισχύος. Με άλλα λόγια, το δίλημμα είναι προφανές, η καντιανή ηθική οδηγεί στη διάλυση της Γερμανίας· αντίθετα, η εγελιανή θέση για την εθιμικότητα οραματίζεται την ενοποίηση του έθνους και δοξάζει τον πόλεμο» (σ. 176). Ιδού λοιπόν η πραγματική ενσάρκωση του «Απολύτου Πνεύματος» στο έθνος - λαό και στη χαρισματική ηγεσία του που έχει υπερβεί κάθε ηθική ή δημοκρατική αναστολή.
Θα μπορούσε κάποιος να αποκαλέσει «δεξιά» την ερμηνεία του Χέγκελ που επιχειρεί εδώ ο Κωστής Παπαγιώργης - και οπωσδήποτε είναι. Βέβαιο είναι επίσης πως η πρόσφατη αναμόχλευση «εθνικών» ανησυχιών, την εμπλοκή στις οποίες δεν απέφυγε και ο συγγραφέας αυτού του δοκιμίου, στάθηκε η επικαιρική αφορμή, το περιρρέον κλίμα, όπως λέμε, για την επιλογή της συγκεκριμένης ερμηνευτικής οπτικής γωνίας. Το αληθινό ερμηνευτικό πρόβλημα είναι όμως κατά πόσον αυτή αντιστοιχεί στις προθέσεις του ίδιου του Χέγκελ. Αν, όπως πολλά στοιχεία μάς δείχνουν, η απολογία της γερμανικότητας είναι το κλειδί για τη σκέψη αυτού του μεγαλεπήβολου στοχαστή, αν η «δεξιά» οπτική δεν συνιστά τεχνητή προσθήκη αλλά είναι μέρος της ίδιας της εννοιολογικής στρατηγικής του Χέγκελ, τότε η ερμηνεία έχει βρει τον στόχο της και ο Κωστής Παπαγιώργης αναδεικνύεται ακόμη μια φορά σε ευαίσθητο και οξυδερκή αναγνώστη των φιλοσοφικών κειμένων.
Φώτης Τερζάκης, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 3-7-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η συστηματική μελέτη του Χέγκελ για το αυτοσυνείδητο άτομο, για το Κράτος και για τη θεωρητική κατασκευή του θρησκευτικού λόγου -για το πώς, δηλαδή, η θρησκεία έπαιξε με το φαντασιακό και το συμβολικό για να καθησυχάσει το Πνεύμα και για να φτιάξει αυτή τη μείζονα και μεγαλειώδη εξωτερικότητα, στην οποία μπορεί να ξαναβρεθεί, μέσα από την πολλαπλότητα των τελετουργιών, η εσωτερικότητα των ατόμων και των λαών- εντάσσεται, μ' έναν τρόπο και παρά τις ενστάσεις, στην πολύπλευρη συζήτηση για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, μέσω της παρέμβασης του Στέλιου Ράμφου. Σύμφωνα με αυτή «στα εκατόν εβδομήντα χρόνια ελεύθερου βίου... (οι Έλληνες) δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι φθάσαμε στο αυτοσυνείδητο άτομο και στο σύγχρονο κράτος», λόγω της «βυζαντινής μας εκκρεμότητας». Στο ιστορικό κενό της ματαιωμένης «ανθρωπιστικής αναγέννησης» της βυζαντινής κοινωνίας βρίσκεται η αιτία της μη ανάπτυξης της ατομικότητάς μας και γι' αυτό εκείνο που μας ενώνει με τον κόσμο είναι η συμπεριφορά και η θέση, δηλαδή οι ρόλοι και όχι η αυτοσυνείδηση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, εκεί που ο «ευρωπαϊκός εγωισμός εκδηλώνεται με σκληρή ανταγωνιστικότητα», εμείς αντιπαραθέτουμε το μεγαλομανή «άνευ ατομικότητος παραδόσιμο ελληνικό ατομισμό». Και για τούτο, ο Στ. Ράμφος προτείνει στην πολιτική «να λάβει υπ' όψιν τα στοιχεία της νέας πραγματικότητος... να εναρμονίσει την ατομική ζωή με τον κοινωνικό βίο... να συνθέσει την ευθύνη της εσωτερικότητος με την υποχρεωτικότητα του εξωτερικού τύπου» και καλεί την Ορθόδοξη Εκκλησία να απομακρυνθεί από τον εθνοκεντρισμό και να γίνει περισσότερο ανθρωποκεντρική· να χωριστεί από το κράτος (Στέλιος Ράμφος: «Ιστορία στην κόψη του χρόνου», Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 58 και 64).
Μέσα σε αυτό το ακραιφνώς εγελιανό πλαίσιο της προβληματικής του εκσυγχρονισμού, η μελέτη του Κωστή Παπαγιώργη για τον Χέγκελ και τη γερμανική επανάσταση αποκτά πλήρως το νόημά της. Τα δε ερωτήματα γιατί «το γαλλικό έθνος έπλασε έναν από τους πιο αυθεντικούς πολιτικούς και πνευματικούς μύθους στην ιστορία της Ευρώπης», ενώ «αντίθετα, το γερμανικό έθνος, παρότι εκπήγασε από μια πνευματική και θρησκευτική επανάσταση, τον προτεσταντισμό, δεν της προσέδωσε το ανάλογο κύρος», καθώς και η αναζήτηση των συνεπειών «στην καθολική μοίρα της Ευρώπης» από αυτή τη δυσανάλογη εμβέλεια των επαναστάσεων των δύο λαών, έχουν δεσπόζουσα και ιδιαίτερη σημασία. Αν και ο Χέγκελ τα απαντά άμεσα, αποδίδοντας τη διαφορά της εμβέλειας των δύο επαναστάσεων στην «πλάνη του Λόγου» και στη διάκριση μεταξύ της «αληθινής ιστορίας» και της «επιφαινόμενης ιστορίας»· όπου η πρώτη βαίνει προς μία ανάπτυξη του Λόγου, ενώ η δεύτερη δεν είναι παρά το θέαμα της ασυνάφειας, του πάθους και της βίας. Οι δύο ιστορίες δεν παρατίθενται ούτε αντιπαρατίθενται, καθώς η ιστορία πραγματοποιείται μέσω των παθών: «Τίποτα μεγάλο δεν ολοκληρώνεται, μέσα στον κόσμο, χωρίς τα πάθη». Το πάθος είναι η επιγενόμενη πράξη με σκοπό την επίτευξη των ίδιων συμφερόντων των «μεγάλων ανδρών», οι οποίοι, χωρίς να το γνωρίζουν, επιτελούν τους λογικούς σκοπούς της ιστορίας. Με άλλα λόγια το συμφέρον και η επιθυμία είναι τα μέσα που μετέρχεται το «Πνεύμα του κόσμου» για να πραγματώσει τους σκοπούς του και να ανυψωθεί στη συνείδηση. Οι ατομικές συνειδήσεις βρίσκονται, ακουσίως, στην υπηρεσία εκείνου το οποίο τις υπερβαίνει. Έτσι, αν και η ναπολεόντεια δικτατορία βρίσκεται, κατ' αρχήν, στην υπηρεσία των εγωιστικών συμφερόντων του Ναπολέοντα, στη συνέχεια θα συνεισφέρει στην ανάπτυξη της ελευθερίας, επειδή, χάρις σ' αυτή, οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης θα διαδοθούν σε όλη την Ευρώπη. Αυτή είναι «η πλάνη του Λόγου».
Η Γαλλική Επανάσταση, για τον Χέγκελ, είναι μία στιγμή-κλειδί της ιστορίας, καθώς για πρώτη φορά οι άνθρωποι τείνουν, εκούσια και χωρίς την παρέμβαση του δόλου της λογικής, να πραγματοποιήσουν την ελευθερία, την ηθική και τη λογική, περνώντας, κατ' αυτό τον τρόπο, από το στάδιο της «συνείδησης καθ' εαυτής» -της συνείδησης ως αίσθηση- στο στάδιο της «αυτοσυνειδησίας» -συνείδηση που εμπεριέχει την επιθυμία και το αίτημα αναγνώρισης. Δι' αυτού του τρόπου η ιστορία συνειδητοποίησε το σκοπό της, αλλά, δυστυχώς, η Επανάσταση, παρά το γεγονός ότι είχε ως αποτέλεσμα την έλευση του σύγχρονου κράτους, χάθηκε μέσα στην τρομοκρατία και, εν τέλει, κύλησε, με τον Ναπολέοντα, στην «πλάνη του Λόγου». Συνεπώς, αν και το νόημα βρέθηκε, η ιστορία δεν τελείωσε. Απομένει η πραγμάτωση του περιεχομένου της ιστορίας και το πέρασμα του ανθρώπου στο στάδιο «της συνειδήσεως καθ' εαυτής και δι' εαυτής»· μιας αυτοσυνείδησης, δηλαδή, που μέσω της Γνώσης υπερβαίνει τις ψευδοδιαμεσολαβήσεις, εξέρχεται από τον εαυτό της και το υποκείμενο γίνεται, συγχρόνως, και αντικείμενο, τουτέστιν Λόγος.
Όσο για τη γερμανική επανάσταση, αυτή βρίσκει στη Μεταρρύθμιση την αυθεντική ενεργοποίηση του χριστιανικού μηνύματος. Η πρώτη μεγάλη ανατροπή θα προκύψει με την αποενοχοποίηση, μέσω της μη αναγνώρισης της αμαρτίας. Ο Λούθηρος θα προτείνει την «απελευθέρωση της ψυχής» όχι με την αποχή από την αμαρτία αλλά με τη βύθιση μέσα σ' αυτή. Ωστόσο, κατά τον Χέγκελ, «ο προτεσταντισμός στράφηκε προς έναν αισχρό και σχοινοτενή στοχασμό πάνω στην υποκειμενική κατάσταση της ψυχής (...) και για πολύ καιρό διατήρησε το χαρακτήρα του εσωτερικού βασάνου και μιας άθλιας κατάστασης...». Οι Γερμανοί, από την εποχή της Μεταρρύθμισης, θα διαμορφώσουν μια ιδέα για την ελευθερία που έχει μόνο «εσωτερική αξία», και έτσι η πλήρωση της ζωής θα επιδιώκεται «ένδοθεν» και όχι «έξωθεν». Ο Λούθηρος θα πραγματώσει μεν την υποκειμενική ελευθερία, αλλά θα εγκαταλείψει την υποκειμενικότητα στις ίδιες της τις δυνάμεις, που είναι ανεπαρκείς, καθώς «η εξ αποκαλύψεως αλήθεια» δεν αρκεί και απαιτεί την πολιτική διάσταση. Η αλήθεια της λουθηρανικής κριτικής, συνεπώς, δεν είναι παρά η Γαλλική Επανάσταση. Εν άλλοις λόγοις, αν η θρησκεία και η τέχνη είναι εκδηλώσεις του Λόγου και αποκαλύπτουν τι είναι το Πνεύμα, το πραγματικά συγκεκριμένο Πνεύμα, κατά τον Χέγκελ, είναι η συλλογικότητα των ατόμων, είναι το Κράτος, ως σημασιακή ενότητα αυτού του συστήματος αντιφάσεων -και όχι το ευρύτερο Πολιτικό πεδίο.
Συνεπώς, όπως επισημαίνει ο Κ. Παπαγιώργης «Οι Γερμανοί επαναστάτησαν πνευματικά για να υπακούσουν πολιτικά, ενώ οι Γάλλοι προέβαλαν την πολιτική Επανάσταση ως συνέπεια του Διαφωτισμού», δηλαδή την αποδέσμευση από τον Μεσαίωνα με πολιτικούς όρους. Στη Γαλλία ο Διαφωτισμός στράφηκε ευθέως κατά της Εκκλησίας, αναπτύσσοντας μια «διττή συνείδηση: από τη μια το ιερό και από την άλλη την εγκοσμιότητα», ενώ στη Γερμανία εκπορεύθηκε από τη θεολογία, παρέχοντας τη δυνατότητα ανάπτυξης του Δικαίου ως βάση για την «ευημερία του συνόλου», αλλά πάντα σύμφωνα με την προτεσταντική αρχή της ατομικής ελευθερίας. Με άλλα λόγια, η γαλλική Επανάσταση θα προέλθει «από τα κάτω», ενώ η γερμανική «άνωθεν».
Ας μας επιτραπεί, εδώ, να διακρίνουμε το βασικό σημείο που επικαιρικοποιεί το εγχείρημα του Κ. Παπαγιώργη και το οποίο είναι ο κατά Χέγκελ προτεσταντικός «χωρισμός του έσωθεν από το έξωθεν», που συνετέλεσε στη διαμόρφωση της «υποκειμενικότητας» ως χαρακτηριστικής «μορφής του παγκόσμιου πνεύματος». Στη Γαλλία, το γεγονός ότι η πίστη δεν εσωτερικεύθηκε οδήγησε στη ρήξη με τη θεολογία, κάτι που δεν χρειάστηκε να συμβεί στη Γερμανία, καθώς, εκεί, περιέσωσαν την αρχή της ελευθερίας μέσα στην ίδια τη θρησκεία: «Η πίστη δεν συνιστά το έτερον του Λόγου αλλά είναι ο ίδιος ο Λόγος που εκφράζεται ασυνειδήτως, ως παράσταση και όχι ως έννοια, οπότε σύνολη η θρησκεία ταυτίζεται με την ανθρώπινη συνείδηση» και δεν είναι επ' ουδενί μία «άλογη πλάνη». Εντέλει, ό,τι οι προτεστάντες κέρδισαν με τη θρησκευτική επανάσταση και τη βία του πνεύματος, ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός θα πασχίσει να το κερδίσει μέσω της αθεΐας και των όπλων. Ο ίδιος ο Χέγκελ εκκοσμικεύοντας το χριστιανικό Πνεύμα θα «προβάλει το δράμα του Χριστού πάνω στο σώμα της Ιστορίας». Μόνο που «η Αποκάλυψη δεν αφορά την έξοδο από την Ιστορία αλλά το ίδιο το Κράτος». Ως «κληρονόμο και αποπερατωτή της Δυτικής σκέψης» χαρακτηρίζει ο Κ. Παπαγιώργης τον Χέγκελ, ο οποίος οικοδόμησε εκ του μηδενός ένα σύμπαν που «μόνο ως πολεμική μηχανή μπορεί να λειτουργήσει»!
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/05/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις