Τα γελαστά ζώα ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

Έκπτωση
54%
Τιμή Εκδότη: 14.91
6.90
Τιμή Πρωτοπορίας
+
582890
Συγγραφέας: Παπαγιώργης, Κωστής
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:226
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2004
ISBN:2229600336632

Περιγραφή


"Χαμογελάστε, παρακαλώ!" συνιστούσε ο παλιός φωτογράφος με τα μαύρα επιμανίκια σε οικογένειες, φαντάρους, νιόπαντρους και τυχάρπαστους μορφονιούς που ήθελαν να δουν τη φάτσα τους απέναντι, τυπωμένη στο χαρτί. Το γέλιο είναι τζάμπα, δεν στοιχίζει τίποτα, όταν μάλιστα παραμένει άφωνο, είναι απλό τρικ των χειλιών. Τόσο εύκολα χαρίζεται, όπως τα μάτια που σκαρδαμύσσουν ή το βηχάκι που έρχεται και φεύγει ασυνόδευτο. Ουδείς φωτογράφος βέβαια ή πορτραιτίστας θα είχε την ιδέα να παραλλάξει την παράκλησή του επί τα χείρω. Δεν θα μπορούσε να πει "Βάλτε για λίγο τα κλάματα!", "Λιποθυμήστε μια στιγμούλα!", "Ουρλιάξτε από τον πόνο!" ή έστω "Πνιγείτε στο σάλιο σας!", για να μη θυμίσουμε το φοβερό "Αναπνέετε, μην αναπνέετε!" που ακούς από μικρόφωνο όταν σε φουρνίζουν στον αξονικό τομογράφο. Οι σφοδρές συγκινήσεις θυμίζουν δράμα, είναι δύσκολες και ψυχοφθόρες, δεν τις έχει κανείς στην τσέπη. Αντίθετα με το γέλιο ουδέν πρόβλημα. Λίγο να σπιθίσουν τα μάτια, να σκάσουν τα χείλη και να διασταλούν ανεπαίσθητα οι ρώθωνες, το γέλιο είναι πανέτοιμο, στο πιάτο.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



Από τον καιρό του Αριστοτέλη και μετά η αισθητική αξιολόγηση του κωμικού υπονομεύτηκε ανά τους αιώνες από τη χριστιανική αντίληψη. Γελάει κανείς με το «λάθος» του άλλου. Συνεπώς το γέλιο είναι διαβολικό. Γι' αυτό κανένας δεν χαριεντίζεται στους πίνακες της ευρωπαϊκής εκκλησιαστικής τέχνης. Ωστόσο ποια ήταν ακριβώς η άποψη του Αριστοτέλη για το κωμικό δεν μάθαμε ποτέ, αφού από την Ποιητική του διαθέτουμε μόνο τον ορισμό της τραγωδίας. Αν ένας δεύτερος τόμος της Ποιητικής, εκείνος που πιθανόν ανυψώνει το κωμικό στη σφαίρα της υψηλής τέχνης, χάθηκε στο παρελθόν ή αποσιωπήθηκε από τη χριστιανοσύνη - μια εικασία εύλογη - απασχόλησε προ εικοσαετίας τον Ουμπέρτο Εκο στο διεθνές μπεστ σέλερ Το όνομα του ρόδου.

Φιλόσοφοι, αισθητικοί και λογοτέχνες στάθηκαν αμήχανοι μπροστά στο κωμικό, το οποίο ανήκει τόσο στον κόσμο των συναισθημάτων όσο και στην ψυχολογία, στη φυσιολογία, στη σημειωτική. Και έως σήμερα όποιος καταπιάνεται με το θέμα αντιμετωπίζει τις ίδιες δυσκολίες. Μια συστηματική έκθεση του τι ειπώθηκε, τι παραλείφθηκε, τι συμφωνήθηκε είναι σχεδόν ανεδαφική. Ούτε μπορεί μια τέτοια εργασία να έχει αρχή, μέση και τέλος. Ο Κωστής Παπαγιώργης, γνωστός ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, επιλέγει να «αυτονομήσει τον γέλωτα» από την επικράτεια του κωμικού και να συλλέξει «χρυσοφόρα ρινίσματα» από τον Αριστοτέλη και τον Αριστοφάνη, από το κλασικό δράμα, από τον Μπερξόν, τον Σοπενχάουερ και τον Κίρκεγκορ, από τον Παπαδιαμάντη και τον Βιζυηνό. Ενα αμάλγαμα που διατρέχει αιώνες και εποχές. H πρόθεσή του είναι «να περισώσουμε τα ξακρίσματα και τα αποσιωπητικά της παράδοσης», αλλά οπωσδήποτε αυτό που συντίθεται είναι τελικά μια προσωπική παρουσίαση του θέματος. Δεν είναι λίγες οι φορές σε αυτή την παρουσίαση που κόβεται το γέλιο του αναγνώστη για τα καλά.

Οπως φαίνεται και από τον ανησυχητικό τίτλο περί γελαστών ζώων, το έναυσμα για την αναμόχλευση της παράδοσης έδωσε στον συγγραφέα η διαπίστωση του Αριστοτέλη στο Περί ζώων μορίων: «... και το μόνον γελών των ζώων άνθρωπον». Δηλαδή ο άνθρωπος δεν είναι αγέλαστο ον, και μπράβο του. H νέα επικεφαλίδα στην αμέσως επόμενη σελίδα μάς προετοιμάζει πράγματι για σκληρή διαπραγμάτευση. «Το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου» μάς κατακεραυνώνει. Ας μην κάνουμε κατάχρηση αυτής της δυνατότητας δηλαδή. Σχεδόν μπορούμε να εκτεθούμε ανεπανόρθωτα αποκαλύπτοντας τον ρηχό ψυχισμό μας με ένα άστοχο γέλιο. Οι παρατηρήσεις σε όλη την έκταση της μελέτης προειδοποιούν: «Γελάμε συνήθως με ό,τι πιο αξιοδάκρυτο. (...) Ο σοφός τρέμει μπροστά στο γέλιο. (...) Ο Περικλής είχε "πρόσωπον άθρυπτον προς τον γέλωτα". (...) Ο Χριστός ήταν αχαμογέλαστος. Για τον παντογνώστη και παντοδύναμο το κωμικό δεν υφίσταται». Ολες οι μεγάλες μορφές, δηλαδή, ήταν αγέλαστες. «Ακόμα και ένας άνθρωπος που ενδέχεται να γελάσει με το χάλι του δεν το πράττει ως παθών, αλλά παίρνοντας τη θέση του θεατή· συνασπίζεται με τους άλλους αδυνατώντας να ανεχθεί την κατάστασή του».

Παρ' ότι είμαστε πάντα σε επιφυλακή, αφηνόμαστε γρήγορα στη δίνη της συλλογιστικής τού συγγραφέα. Θα μας αποζημιώσει με αριστοτεχνικές περιγραφές: «Πιάτο χρήσιμο ανά πάσα στιγμή. Σερβίρεται παντού και η συνήθεια - μαστροπός τετραπέρατη - έχει τρόπο να το παρενθέτει δωρεάν και ανιδρωτί σε παρακλήσεις, χαζοδιαφωνίες, φιλοφροσύνες και να το συνείρει με το ατελεύτητο κορδόνι των επαφών. Ενα γελάκι νοστιμεύει τα πιο ανοστανάλατα φερσίματα». Και να μη γελάς καθόλου, όμως, καλό δεν είναι. «Ανθρωπος που δεν "χαρίζει" γέλιο, που δεν επιτρέπει στη μουτσούνα να σπάσει κατ' ελάχιστο, κρατάει πολεμική απόσταση· απλώνεις το χέρι σου κι εκείνος το αφήνει σαδιστικά να κρέμεται από τον ώμο σου. (...) Οπως και στους πυγμάχους άλλωστε, που χορεύουν ένα βάναυσο τανγκό, αλλά από γέλιο τίποτα». Εδώ αναθαρρεί ο αναγνώστης. Αντίθετα με την περίπτωση του απαθούς συνομιλητή, συνεχίζει ο συγγραφέας, το παραμικρό γελάκι, έστω και παραπειστικό, «υποθάλπει μια ελαχιστοβάθμια συνενοχή, γιατί συνενοχή απαιτείται και στην πιο ξώπετση επαφή». Αρα λοιπόν να χαμογελάσουμε λίγο; «Πάντα υποδεέστερη και περίφοβη, η αδυναμία δεν φείδεται μειδιαμάτων· η κατωτερότητα επιδαψιλεύει κάθε λογής συναίνεση, καταχράται την κατάφαση, ναι, ναι, ναι, βεβαίως και ασφαλώς!, με κάθε κίνηση υψώνει λευκή σημαία, ρίχνει λευκή πετσέτα, παραδίδεται άνευ όρων, σχεδόν εγκαταλείπει τη θέση της για να προσπέσει στο αντίπαλο δέος». Αν είναι έτσι, ας το αφήσουμε καλύτερα.

Εξαρτάται βέβαια και σε ποια κατηγορία κατατάσσεται ο καθένας. Κάθε εκδήλωση θέλει ειδική μούρη, κάθε διάθεση θέλει τη δική της φάτσα. Το μέσα του άλλου συνοψίζεται στην όψη. Ο συγγραφέας εξηγείται: ένα τρανταχτό γέλιο δείχνει αίσθηση ανωτερότητας, το ξεθυμασμένο γέλιο δείχνει και ξεθυμασμένο ψυχισμό, ο «αστείος» της παρέας με όλα του τα φερσίματα ταΐζει τον ατροφήσαντα εγωισμό του, το παρεξηγημένο γέλιο ανήκει στη νεότητα και στους ερωτευμένους. Ακόμη περισσότερο, «στους σακάτηδες, στους παραπεταμένους, στους υπεράριθμους, το χάχανο και οι παραλλαγές του απομιμούνται την έξω εμφάνιση. Ο σακάτης γελάει σακάτικα, ο παραμορφωμένος παραμορφωμένα...». Κατά συνέπεια δεν ξέρουμε κανένα «καθαρό» γέλιο, όπως δεν ξέρουμε καμιά «καθαρή» φωνή. Στην καλύτερη περίπτωση, αν θέλουμε να ξεχωρίσουμε ευμενώς, ακόμη και το γέλιο φαίνεται ότι θέλει λίγη εξάσκηση. Διότι υπάρχει και η απόλαυση του γέλιου, η οποία είναι κατάκτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος: «Το αστείο ανθεί στο "άστυ", το χωρατό στη "χώρα", όχι στους αγρούς, όπου ο ξωμάχος παραμένει "αγροίκος" και αφιλόγελος». Στη δημοκρατία είναι όλοι «ίσοι», όλοι «εύθυμοι» και «άξιοι». Προσφέρεται το πεδίο για χοντρό παιχνίδι ισοτιμίας με «αντισταθμιστικά γελάκια».

Μπορεί να μας έχει παγώσει ελαφρά αυτό το πρώτο τέταρτο του βιβλίου, αλλά και οι στοχαστές στα κεφάλαια που ακολουθούν δεν αναιρούν τα προλεχθέντα. Ο Αριστοτέλης, ο Δαρβίνος και ο Κανέτι, ο Αριστοφάνης, ο Μπερξόν, ο Σοπενχάουερ και ο Μποντλέρ, ο Χέγκελ και ο Κίρκεγκορ, ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός κάνουν ένα σύντομο πέρασμα - ο καθένας και η περίπτωσή του βέβαια - προσδίδοντας ακόμη περισσότερη ένταση στην όψη, στα μάτια και στην ψυχή του ανθρώπου που γελάει.



MAIPH ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

ΤΟ ΒΗΜΑ, 16-05-2004






ΚΡΙΤΙΚΗ



Με αφορμή τη μετάφραση στα ελληνικά της μπερξονικής μελέτης για το γέλιο είχαμε και παλαιότερα (11.10.1998) ασχοληθεί με τη σοβαρότητα της ευτραπελίας και του κωμικού, διαβλέποντας ότι η ιλαρή διάθεση ασκεί θεμελιώδη λειτουργία στην προσωπική και συλλογική ζωή του ανθρώπου. Ο Κωστής Παπαγιώργης, προσεκτικός φυσιολόγος των ανθρωπίνων παθών σε αρκετά ως τώρα βιβλία του, αποφασίζει να ανατάξει με το παρόν δοκίμιό του το πάθος του γέλωτος, μόνο γνώρισμα, καθώς αρχαιόθεν τονίζεται, που διαφοροποιεί την ανθρώπινη από τη ζωώδη φύση.

Στα πέντε πρώτα κεφάλαια του βιβλίου («Το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο», «Γελάνε τα ζώα;», «Αριστοφάνης και Οιδίπους», «Οι μεθοδεύσεις του κωμικού», «Ειρωνεία και χιούμορ») γίνεται μια συνοπτική αλλά ουσιαστική και κριτική ανασκόπηση διαφόρων αντιλήψεων ή «θεωριών» περί του γέλιου και των παραλλαγών του. Ετσι, εκκινώντας από τις αριστοτελικές θέσεις περί αγελάστων ζώων (που πριμοδοτεί εξ αντιδιαστολής την άποψη για το μόνο γελαστό ζώο, τον άνθρωπο) και διατρέχοντας τις νεότερες απόψεις του Χομπς, του Μποντλέρ, του Μπερξόν, του Σοπενάουερ, του Κίρκεγκορ, του Κανέτι και, σποράδην, πολλών άλλων συγγραφέων, σχολιάζονται τα βασικά γνωρίσματα του γέλιου.

Προϊόν κακεντρέχειας και μοχθηρίας, που βασίζεται σε μια στιγμιαία αίσθηση ανωτερότητας έναντι της αδυναμίας του άλλου, το γέλιο εντάσσεται στους μηχανισμούς καταστολής και διόρθωσης κάθε παρέκκλισης από τον κανόνα της ευταξίας, της κοινωνικής νόρμας. Ο άνθρωπος γελά με τα ανθρώπινα, δεν είναι μόνο το γελαστό ζώο, αλλά και το μόνο ζώο που προκαλεί το γέλιο - γελάμε με τα ζώα που ανθρωποφέρνουν, με τον παπαγάλο που μιλάει, με τα σουσούμια της μαϊμούς που μιμείται ανθρώπινα κινήματα, με την αρκούδα που «χορεύει» και τα λοιπά. Το γέλιο είναι ανθρωποκεντρικό και θέλει ανθρώπινη συνάφεια, συλλογικότητα, συντροφικότητα. Δεν γελάμε με τα ξένα αστεία, υπογραμμίζει ο Παπαγιώργης, όπως δεν κλαίμε σε μια ξένη κηδεία, καθ' ότι χρειάζεται μια λανθάνουσα συνενοχή για να γελάσουμε εις βάρος κάποιου, ενώ το γέλιο κόβεται μαχαίρι όταν μας αφορά, όταν εμείς γινόμαστε το αντικείμενο γέλωτος των άλλων, οι καταγέλαστοι και αποσυνάγωγοι της κοινότητας. Στην πλατεία του θεάτρου η ευθυμία των θεατών επιτείνεται ανάλογα με το αδιαχώρητο της αίθουσας, όσο περισσότεροι τόσο μεγαλύτερη η έκρηξη του γέλιου. Υπογραμμίζεται εύστοχα η επινόηση του «κονσερβαρισμένου γέλιου» στις αμερικανικές τηλεοπτικές κωμωδίες. Δεν γελάει κανείς μονάχος (εκτός και αν δεν έχει σώας τας φρένας· ο τρελός χαχανίζει αναίτια, όταν όλοι γύρω του είναι σοβαροί και δεν συμμετέχουν στη θυμηδία του). Η γενική ευθυμία ταυτίζεται με μια προεξοφλημένη ομοψυχία, «ωσάν το θυμικό του καθενός να ανακάλυψε ένα βαθύτερο ρεύμα ζωής όπου, αναβαπτιζόμενο, κοινωνεί με ένα συλλογικό αυτεξούσιο». Ετσι, το «κονσερβαρισμένο γέλιο» γίνεται αποδεκτό, ενώ δεν διανοείται κανείς να συγκινηθεί με «κονσερβαρισμένο κλάμα» σε ένα δράμα. «Αποταμιευμένος θρήνος σε μια τραγωδία θα προκαλούσε γέλια, αντίθετα αποταμιευμένο γέλιο σε μια κωμωδία, κι αν προκαλέσει κλάματα, θα είναι ασφαλώς δάκρυα από τα γέλια».



Το ιαματικό ξέσπασμα



Στο κεφάλαιο για τον Αριστοφάνη και τον Οιδίποδα ο Παπαγιώργης διατυπώνει μια τολμηρή υπόθεση εργασίας, που θα φανεί χρήσιμη και για τα δύο καταληκτικά κείμενα του βιβλίου (περί Παπαδιαμάντη και Βιζυηνού). Τόσο η τραγωδία όσο και η κωμωδία εντάσσονταν στις διονυσιακές αθηναϊκές εορτές, και αμφότερες δεν παρουσίαζαν στον θεατή κάτι που αυτός δεν γνώριζε. Ο Αριστοφάνης έγραψε τα περισσότερα έργα του μεσούντος του Πελοποννησιακού πολέμου, οπότε τα οικεία κακά ήσαν γνωστά και αφόρητα: τα κοινά παθήματα συνθέτουν το ασφαλές υπόστρωμα της κωμικής γιορτής, ο δραματουργός απευθύνεται σε ομοιοπαθείς, ο πολίτης αναγνωρίζει στη σκηνή οικείες καταστάσεις, νιώθει ότι η παράσταση του ανήκει, είναι τα δικά του ήθη που διακωμωδούνται, εξ ου και στην κωμωδία εντοπίζουμε άπειρες πληροφορίες για την καθημερινότητα, το παρόν της πόλης. Πέραν λοιπόν των γεφυρισμών, των κοπρολογιών και βωμολοχιών, της ελευθερόστομης πανδαισίας, η κωμωδία οδηγούσε στο ιαματικό ξέσπασμα, στο καθαρτήριο γέλιο, μετέφερε τον αγέλαστο θεατή της χθεσινής τραγωδίας από το δέος του μύθου στην απτή ιστορική πραγματικότητα, και αυτό με μια αρκούντως έκδηλη διδακτικότητα. Πώς;

Προφανώς, λέει ο Παπαγιώργης, η κωμωδία «αποπραγματοποιούσε τα σκληρά αδιέξοδα της πόλης επιτρέποντας μια πλασματική έξοδο από το παρόν και μια διαφορετική επάνοδο». Στους Ορνιθες εντοπίζεται η πληροφορία ότι οι θεατές έβρισκαν βαρετές τις τραγωδίες και ανυπομονούσαν να έλθει η ώρα της εκτόνωσης στην κωμωδία. Από την άλλη μεριά, και στις τραγωδίες ο μύθος ήταν γνωστός στο κοινό, το οποίο παρακολουθούσε τις δεξιότεχνες επιβραδύνσεις ή τους τεχνικούς ελιγμούς και τη μαεστρία του συγγραφέα με ενδιαφέρον που δεν απέτρεπε την ιλαρή διάθεση και την αναψυχή κατά σημεία. Ο θεατής, γνωρίζοντας όλες τις πλάνες του Οιδίποδα, δεν συμμεριζόταν τις αυταπάτες του, παρακολουθούσε από κάποια απόσταση τα πάθη του ή μάλλον τις παρεξηγήσεις στις οποίες τον οδηγούσε η άγνοιά του. «Παρά την επιφανειακή ασέβεια του ισχυρισμού, υπεισέρχεται κάτι γνήσια κωμικό στο όλο στήσιμο της προοδευτικής κατάρρευσης. Ο τρόμος της ατμόσφαιρας δεν αποκλείει τον καγχασμό του θεατή, αλλά και καγχασμός να μην υπήρχε, ο θεατής που ήξερε την τελική λύση ευνόητο ήταν να διακατέχεται από μια διάθεση υψηλής συγκατάβασης απέναντι στον ήρωα». Τόσο η κωμωδία λοιπόν όσο και η τραγωδία αλληλοπλέκονταν, έχοντας κοινή καθαρτική πρόθεση, είτε διογκώνοντας τη φαυλότητα για να αποκαθαρθεί η πόλη διά της ιλαρότητας είτε προκαλώντας το δέος και την καθαρτήρια φρικίαση, που δεν απέκλειε το ελαφρό, ειρωνικό μειδίαμα μπροστά στα πελαγοδρομήματα των τραγικών ηρώων. Δικαιούται κανείς να διαβάσει τον Οιδίποδα ως έργο που παραδόξως συγγενεύει με τα κωμικά του αδέλφια και να συνομολογήσει με τον Εγελο ότι η κωμωδία αρχίζει εκεί ακριβώς όπου τελειώνει τραγωδία.



Πένθιμος ευθυμία



Με βάση αυτή την παρά πάσαν προσδοκίαν συγγένεια του τραγικού με το κωμικό μπορεί κανείς να καταλάβει το δίπτυχο στο οποίο καταλήγει το βιβλίο του Παπαγιώργη, τα «Παπαδιαμαντικά γέλια» και τα «Βιζυηνά γέλια». Δύο από τους «σοβαρότερους» συγγραφείς μας, τραγικές μορφές οι ίδιοι, διαχέουν ένα είδος ευτραπελίας και ευθυμίας στα κείμενά τους. Δεν εντοπίζουμε εύκολα βέβαια το ξεκαρδιστικό, πληθωρικό γέλιο, αλλά όλες τις αποχρώσεις του μειδιάματος, μεγάλες δόσεις ειρωνείας και φαιδρών αστεϊσμών. Ο Παπαδιαμάντης «ασκεί την καρδιογνωσία του στις βεβαρημένες ψυχές, στα συντρίμμια, σε αυτό που ονομάζει πένθιμον ευθυμίαν και όχι στις συναθροίσεις της ευωχίας, όπου το προσωπικό δράμα επικαλύπτεται από τα εφήμερα κύματα της οινοχαρούς ιλαρότητας». Αφοσιωμένος και φλεγματικός παρατηρητής της μικροκαθημερινότητας, καταγράφει με εντυπωσιακή εμμονή και οξυδέρκεια το παραμικρό ψυχικό σκίρτημα των συντοπιτών του, άρα και τα σκώμματα και τους αστεϊσμούς τους. Μια αίσθηση πικρίας και ματαίωσης, ωστόσο, δεν αφήνει το γέλιο να ολοκληρωθεί, τη γηθοσύνη να φαιδρύνει τα πρόσωπα. Στον παπαδιαμαντικό κόσμο κυριαρχεί το πικρό μειδίαμα της συμπάθειας και όχι το ασυγκράτητο, δηκτικό γέλιο.

Ο τουρκομερίτης και κοσμοπολίτης Βιζυηνός σκηνοθετεί αλλιώς τα πρόσωπα των δικών του διηγημάτων, μεθοδεύει έντεχνα, μακράν της παπαδιαμαντικής αμεσότητας, τις μυθοπλασίες του, αλλά δεν αποφεύγει επίσης να φοδράρει με του πένθος και μελαγχολικό μειδίαμα τα κείμενά του. Αν εξαιρέσουμε το άδολο, αργυρόηχο και παιδικό γέλιο της Μάσιγγας, πουθενά στα βιζυηνά διηγήματα δεν εντοπίζουμε ήρωα να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Η πικρή ειρωνεία και το βάθος της δυστυχίας χαράζουν κι εδώ το σύνορο του κωμικού πλάι στο δραματικό και δεν επιτρέπουν την πολυτέλεια του γέλιου μήτε καν στον κόσμο της παραφροσύνης. Αυτοβιογραφούμενος, κατά μέγα μέρος, ο συγγραφέας στα κείμενά του, δεν μπορεί να γελάσει ξέφρενα με τα πάθη του· το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σύρει άτσαλα τη γραμμή του μειδιάματος, δείγμα αυτοπαραμυθίας και αυτογνωσίας. Τα παπαδιαμαντικά και βιζυηνά γέλια αυτοακυρώνονται και αφήνουν τη θέση τους στο πικρό μειδίαμα, νιοστή παραλλαγή του ανόθευτου, συλλογικού, άναρχου και αυθόρμητου γέλιου.

Με δυο λόγια έχουμε μπροστά μας ένα ψυχωφέλιμο βιβλίο που μας προσκομίζει γνώσεις αλλά και προσωπικές προσεγγίσεις για το γέλιο και τις ποικίλες εκδοχές του, θέμα ανεξάντλητο και υπό διαρκή εξερεύνηση.



Λίζυ Τσιριμώκου (καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας)

ΤΟ ΒΗΜΑ, 27-06-2004

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!