0
Your Καλαθι
Τα καπάκια
Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Τα καπάκια, οι μυστικές συμφωνίες των οπλαρχηγών της Ρούμελης με τους Τούρκους, θεωρούνταν γενικά εθνοφελή στρατηγήματα. Όποιος έβαζε καπάκι ή ψευτο-κάπακο επέβαλε ανακωχή, έσωζε τους πληθυσμούς από τη σφαγή και τη λεηλασία και συνάμα κέρδιζε πολύτιμο χρόνο. Σε παρόμοιες συμφωνίες κατέφυγαν ο Βαρναικώτης, ο Ίσκος, ο Γώγος Μπακόλας, ο Ράγκος, ο Βαλτινός, ο Στορνάρης, ο Σαφάκας, ο Καραϊσκάκης και βέβαια ο Ανδρούτσος. Ήταν δηλαδή μια χερσοελλαδίτικη τακτική - γνωστή σε όλους και αποδεκτή. Ωστόσο η έλευση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και η δυναμική εμπλοκή του στον ξεσηκωμό της Δυτικής Ελλάδας κατέστησε τα καπάκια πέτρα σκανδάλου και πανίσχυρο πολιτικό επιχείρημα· με πρόσχημα τις επαφές με τον εχθρό, ο ετερόχθων φαναριώτης είχε την ευχέρεια να διαχωρίζει τους καπετάνιους σε «πατριώτες» και «προδότες» ανάλογα με την τροπή των πραγμάτων και τις ατομικές του επιδιώξεις. Οι αληπασαλήδες ήρθαν σε δεινή ρήξη με τον ποστέλνικο. Έτσι ο Βαρνακιώτης εξοβελίστηκε, ο Μπακόλας πέρασε στο στρατόπεδο των Τούρκων, ο Καραϊσκάκης δικάστηκε ως προδότης, ενώ ο Ανδρούτσος είχε το οικτρό τέλος που ξέρουμε.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Κωστής Παπαγιώργης ανέλαβε να δώσει σάρκα και οστά στους πρωταγωνιστές της Επανάστασης του '21, καλαμαράδες και οπλαρχηγούς - μορφές κέρινες στη συνείδηση του μέσου Ελληνα μετά την άνευρη και ασαφή παρουσίασή τους στα σχολικά βιβλία. Αίφνης ο Μαυροκορδάτος, ο Υψηλάντης, ο Βαρνακιώτης, ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος γίνονται από τον συγγραφέα χαρακτήρες λογοτεχνικοί, δηλαδή βαθύτατα αληθινοί, δίχως ίχνος φαντασιοκοπίας, μόνο με ανασκαφή στον πλούτο της Ιστορίας. Το μεγαλείο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα αποδεικνύεται ότι προέκυψε μέσα από συγκρούσεις που υπέφωσκαν, επεισοδιακές και τραγικές. Σύγκρουση των φαναριωτών ηγεμόνων με την οθωμανική εξουσία, των φαναριώτικων οικογενειών μεταξύ τους, των σπουδασμένων «μουσαφίρηδων» με τους ελλαδίτες, αλλά και του Πατριαρχείου με τους εμπνευστές ενός εθνικού σχηματισμού που θα υπέσκαπτε την οικουμενικότητά του. Αντιπαράθεση ακόμη των κλεφτών του Μοριά με τους αρματολούς της Ρούμελης και του επίδοξου αρχηγού Μαυροκορδάτου με τον εξέχοντα πρίγκιπα Υψηλάντη. Ολοι ήταν ταγμένοι στον υψηλό στόχο της απελευθέρωσης του Γένους, αλλά ο καθένας ενεργούσε πρώτα για τον εαυτό του! Αλλεπάλληλα σχέδια εξόντωσης του εκάστοτε εχθρού, Φαναριώτη ή Οθωμανού, καταστρώνονταν σε συνόδους των υποστηρικτών τους. Σπουδαρχίδες ως επί το πλείστον, για να μεταχειριστούμε μια ωραία λέξη από το οπλοστάσιο του Παπαγιώργη, θα μετέρχονταν κάθε μέσο για να βρεθούν στην κεφαλή της Επανάστασης. Ηταν ο Μαυροκορδάτος στα 30 του, ο Υψηλάντης στα 28.
Τον καιρό εκείνο στον ελλαδικό χώρο δεν είχαν διαφορές τόσο οι ανόμοιοι πληθυσμοί μεταξύ τους όσο οι αγράμματοι ντόπιοι με τους ξενόφερτους καλαμαράδες. Ενας πρίγκιπας του επιπέδου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, με επαφές στην Πίζα και στον κύκλο του Σέλεϊ, κοινωνός της φιλελεύθερης ιδεολογίας, γνώστης 11 γλωσσών, δεν μπορούσε να συνεννοηθεί ούτε με τον σουλτάνο που μετά βίας μιλούσε την τουρκική γλώσσα ούτε με τους αρματολούς που έκαναν το εθνωφελές έργο να σώζουν από σφαγές και λεηλασίες τα χωριά της Ρούμελης, αφού όμως πρώτα είχαν συνάψει μυστικές συμφωνίες με τους Τούρκους, τα διαβόητα καπάκια. Πολύ περισσότερο δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με έναν αντίζηλο, τον Υψηλάντη.
Εφταιγε ο Μαυροκορδάτος που ήταν τόσο καλλιεργημένος και συγχρόνως τόσο εκτός πραγματικότητας; Παρ' ότι είχε σπάνια γνώση των πληθυσμιακών - εθνολογικών δεδομένων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία ανέλυσε σε ένα πόνημά του για να προωθήσει τον Αγώνα διά της διπλωματικής οδού στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, δεν είχε εικόνα της κατάστασης στον ελλαδικό χώρο. Οταν αποβιβάστηκε σε ελλαδικό έδαφος για πρώτη φορά, τυχαία στο Μεσολόγγι, βρέθηκε σε πεδίο άγνωστο. Η υποδοχή ήταν ενθουσιώδης αλλά όχι από όλους τους προκρίτους. Ο Μαυροκορδάτος έπρεπε να ξεκινήσει τις πρώτες ύπουλες κινήσεις. Οι οπλαρχηγοί θα παροπλίζονταν, θα υπονομεύονταν, θα κατηγορούνταν ως προδότες, θα είχαν άδοξο τέλος. Κάτι ήξερε ο Ανδρούτσος όταν είπε εγκαίρως: «Βλέπετε τουτουνούς του καλαμαράδαις; Αυτοί θα μας φαν το κεφάλι μια μέρα».
Η γραφή του Παπαγιώργη συναγωνίζεται σε δριμύτητα τις μαρτυρίες των αγωνιστών και των πρώτων ιστορικών του καιρού εκείνου που παρεμβάλλοναι σταθερά και αβίαστα στο κείμενο. Στη θέση του τότε φανατισμού υπερίσχυσε η νηφάλια αποτίμηση. «Η άποψη που θέλει έναν λαό να αφυπνίζεται μετά από αιώνες δουλείας και να μάχεται για την ελευθερία του ακηλίδωτος και άμωμος δεν έχει καμία σχέση με τις εντόπιες συνθήκες» διαβάζουμε. «Με τον καιρό οι τουρκοκρατούμενοι τουρκόμαθαν κιόλας. (...) Ο αρματολός επείχε θέση χριστιανού Τούρκου, όπως περίπου στην Πελοπόννησο ο κοτσάμπασης ήταν ένας χριστιανός πασάς. Ποιος θα απεμπολούσε τα προνόμιά του εν όψει ενός γενικού ξεσηκωμού;». Ποιοι πολεμούσαν εναντίον ποιων; Οι περιβόητοι Σουλιώτες ήταν «αρβανίτες που ενσωματώθηκαν στην Επανάσταση, χωρίς ποτέ να χάσουν την υπεροψία απέναντι των ντόπιων», οι κάτοικοι της Υδρας και των Σπετσών ήταν αμιγώς Αλβανοί. «Η "ελληνική εθνική συνείδηση" ήταν κάτι νεόκοπο, απολύτως ξένο προς τα δεδομένα της εποχής». Οι αναγνωρισμένοι αρματολοί, μεταξύ αυτών ο Βαρνακιώτης, ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος, ήταν «καπετάνιοι που συνεργάστηκαν με την κεντρική εξουσία του πασαλικιού και δη με τον Αλή Πασά». Ο δε Αλή Πασάς δεν ήταν Τούρκος αλλά Αλβανός σε μόνιμη ρήξη με το Παλάτι. Η προέλαση της αφήγησης θα δείξει ότι «οι ιστορικοί συσκότισαν το ζήτημα και δεν τόλμησαν να υποστηρίξουν ότι κυρίως χάρη στον Αλή η Επανάσταση ρίζωσε κι ακόμα περισσότερο ότι ο σατράπης των Ιωαννίνων - ανεξάρτητα από τις λελογισμένες προθέσεις του - ήταν ο πρόδρομός της».
ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 13-04-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Είναι γνωστό πως οι ψυχοδιανοητικές προϋποθέσεις μιας επανάστασης είναι η ιδεολογική ευφορία, η βαθύτατη πίστη στην ανθρώπινη βούληση να κάνει τον κόσμο καλύτερο και η πολιτική πράξη ως εργαλείο οργάνωσης του μέλλοντος. Αυτά λίγο πολύ ίσχυαν και στην ελληνική Επανάσταση του 1821. Πολλοί, ήδη από τον 19ο αιώνα προσπάθησαν να μειώσουν τη σημασία της, να την ονομάσουν απελευθερωτικό πόλεμο, εξέγερση, λάθος, πρόωρη απόφαση ανώριμων προσώπων, απλό διαβατικό συμβάν στην ούτως ή άλλως θριαμβική «τρισχιλιετή» πορεία των Ελλήνων.
Ποια ήταν τα κίνητρα
Oμως τα γεγονότα, δηλαδή οι πράξεις των ανθρώπων που έκαναν αυτή την περίεργη όσο και θαυμαστή ελληνική Επανάσταση, μένουν εκεί να υπενθυμίζουν ρεαλιστικές ιστορικές πραγματικότητες προφανείς. Ο παρατηρητής με απλές γνώσεις μπορεί να ανακαλύψει μόνος του τα κίνητρα των επαναστατών δημιουργών του ελληνικού έθνους, θέτοντας μερικά λογικά ερωτήματα:
Για ποιο λόγο κοτζαμπάσηδες και προεστοί, όπως ο Μαυρομιχάλης και ο Κουντουριώτης, να εγκαταλείψουν τις θέσεις εξαιρετικής ισχύος που κατείχαν, τον πλούτο και τον έλεγχο τοπικών κοινωνιών και να μπουν σε μία διαδικασία υψηλής διακινδύνευσης όπως η επανάσταση;
Για ποιο λόγο αριστοκράτες, όπως ο Υψηλάντης και ο Μαυροκορδάτος να εγκαταλείψουν τη βεβαιότητα της υψηλής κοινωνικής διάκρισης, του πλούτου και της μόρφωσης και να θέσουν όλα αυτά στην υπηρεσία ενός σκοπού απολύτως αβέβαιου;
Για ποιο λόγο, ακόμη, έμποροι και διανοούμενοι να εγκαταλείψουν τις οικονομικές και κοινωνικές επιτυχίες που με τόσο κόπο είχαν δημιουργήσει προκειμένου να γίνουν χρηματοδότες και οργανωτές ενός πολιτικού ιδανικού στο απολύτως αρνητικό περιβάλλον που δημιουργούσε η Ιερή Συμμαχία;
Τα ίδια ερωτήματα θα έθετε κανείς για τους Φιλέλληνες, για τους δύο-τρεις μεγάλους κλεφταρματολούς καπεταναίους που γνώριζαν πολύ καλά πόσο οξύτατα αρνητικός ήταν ο συσχετισμός δυνάμεων για τους επαναστατημένους Eλληνες, αλλά και για τους απλούς Ιταλούς υπαξιωματικούς μιναδόρους ή πυροβολητές που πολλοί από αυτούς έχασαν τη ζωή τους στο Μεσολόγγι. Το ίδιο θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς για τον Ι. Καποδίστρια και τόσους άλλους ανώνυμους και επώνυμους, άλλοι απλοϊκοί εραστές της ελευθερίας και πολλοί, Eλληνες και Ευρωπαίοι, οργανωμένοι ελευθεροτέκτονες με επαναστατικά σχέδια ποικίλα και αντιφατικά.
Νομίζω, λοιπόν, ότι ο λόγος που όλοι αυτοί επέλεξαν να διακινδυνεύσουν τα πάντα είναι ότι το επαναστατικό νόημα ήταν γι' αυτούς πολύ σημαντικότερο της όποιας προϋπάρχουσας κοινωνικής και οικονομικής καταξίωσης. Αυτό το νόημα ακριβώς δεν εξέφρασε ο Διονύσιος Σολωμός στον Yμνο προς την Ελευθερία;
Συνήθης πρακτική
Τα «καπάκια» κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, όπως και πριν, ήταν είδος ιδιωτικών συμφωνητικών σύναψης συμμαχίας μεταξύ ισχυρών, κατά κανόνα, προσώπων, και συνήθης πρακτική ιδίως μεταξύ ομάδων κλεφταρματολών κάθε εθνοπολιτισμικής ομάδας. Και αυτά ως πηγές της ιστορίας περιέχουν θαυμάσιες πληροφορίες: για παράδειγμα γνωστούς Μουσουλμάνους Τουρκαλβανούς οπλαρχηγούς να ορκίζονται μαζί με Σουλιώτες και Ρουμελιώτες Χριστιανούς (όπως οι Τζαβελαίοι, ο Καραϊσκάκης) στην Παναγία και τον Χριστό πως όλοι μαζί θα διαφυλάξουν την ακεραιότητα του τάδε ή του δείνα Οθωμανού αξιωματούχου ακόμη και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
Ο Κ. Παπαγιώργης, χωρίς να έχει αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται, αλλά και χωρίς να φροντίσει να μάθει, μετατρέπει τα «καπάκια» σε πρίσμα θέασης της ελληνικής Επανάστασης. Το αποτέλεσμα, δηλαδή το βιβλίο του, δεν είναι μια μυθοπλασία, ούτε μία έστω επίπεδη περιγραφή, ούτε φυσικά ιστορία: είναι ένας χείμαρρος κοινοτοπιών, η ιστορία από την κλειδαρότρυπα των παρασυμβάντων. Και εδώ, στα «καπάκια», οι κοινοτοπίες προβάλλονται σαν να ήταν τραγωδίες: ο συγγραφέας ανακαλύπτει σήμερα έκπληκτος ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν αντίθετο στην εθνική επανάσταση, ανακαλύπτει ότι οι διανοούμενοι και πολιτικοί βρίσκονταν σε ανταγωνισμό με τους κλεφταρματολούς αλλά και μεταξύ τους, οι κλεφταρματολοί να έχουν υπηρετήσει τον Αλή Πασά, οι Ρουμελιώτες και οι Μωραΐτες κλεφταρματολοί να ανταγωνίζονται αλλήλους, οι Σουλιώτες, οι Υδραίοι κτλ. να έχουν αρβανίτικη προέλευση.
Αυτά και άλλα παρόμοια παρουσιάζονται κάτι σαν πηγή της τραγωδίας των Ελλήνων. Το κλειδί για να διαβάσει κανείς τις συναισθηματικές προβολές του συγγραφέα στην ιστορία είναι το παλαιό εκείνο εφεύρημα περί της αντίθεσης του αγνού και αυθεντικού λαού με τους «σπουδαρχίδες», δηλαδή τους διανοούμενους οργανωτές της Επανάστασης και την πολιτική της ηγεσία. Η διάκριση μεταξύ αυθεντικού λαού που τον εκφράζουν οι λαϊκοί πολεμιστές και των ξενόφερτων και ντόπιων μορφωμένων ηγητόρων αποτελεί το θεμέλιο του ιστοριογραφικού λαϊκισμού όπως διατυπώθηκε περιθωριακά τον 19ο αιώνα και συστηματοποιήθηκε ως παράμετρος της ιδεολογίας του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού από τον Μεταξά.
Αυτό το θεμέλιο, ο συγγραφέας το συμπληρώνει με ένα άλλο παλαιό (υιοθετημένο από μια εξίσου λαϊκιστική εκδοχή της αμερικανικής ανθρωπολογίας, όπως εκφράζεται από τον καθηγητή M. Herzfeld): ότι το εθνικό πρότυπο ήταν «ξενόφερτο» για τον «απλό ελληνικό λαό» (να υποθέσουμε ότι για τους αντίστοιχους Γάλλους, Ιταλούς, Αμερικανούς κτλ. υπήρχε ανέκαθεν στα κύτταρά τους;).
Aπό τον 19ο αιώνα
Γιατί άραγε οι πολλαπλές αντιθέσεις, οι ανταγωνιστικές στρατηγικές και οι διαρκείς συγκρούσεις μεταξύ των ποικίλων ομάδων και των ηγετικών προσώπων της ελληνικής Επανάστασης να αποτελούν τραγωδία; Δεν έχει ξανακούσει ο συγγραφέας κάτι για τους εμφυλίους κατά τη διάρκεια της Επανάστασης ή για αντίστοιχα φαινόμενα σε όλες σχεδόν τις επαναστάσεις, αλλά και σε κάθε κοινωνία; Αν πρόκειται για άγνοια ας γνωρίζει ότι όλα αυτά που εμφανίζει σαν να επρόκειτο για τραγωδίες που στιγμάτισαν τους Eλληνες, και άλλα πολύ σημαντικότερα έχουν αρχίσει να συζητούνται από ιστορικούς ήδη από τον 19ο αιώνα. Αν πάλι πρόκειται για την έκφραση κακών συναισθημάτων που του προκαλούν οι σημερινοί Eλληνες, ας σκεφτεί πως δεν είναι απαραίτητο να επιβεβαιώσει στο παρελθόν τα τρέχοντα συναισθήματά του με βιβλία που μιμούνται τον Σκαρίμπα -ας αλλάξει απλώς παρέες.
Πέτρος Πιζάνιας
Καθημερινή 11/5/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις