0
Your Καλαθι
Τέχνη και πολιτισμός στην αρχαία Ελλάδα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Αυτό το βιβλίο προσπαθεί να αποδώσει την ιδιαιτερότητα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού μέσα από τη συνάντηση της πέτρας και του λόγου, του χρωστήρα και της ιστορίας, του νομοθέτη και του ποιητή, του φιλοσόφου και του αρχιτέκτονα, και πάντα σε σύγκριση και αντιπαράθεση με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Το έργο δίνει μια συνολική άποψη της αρχαιοελληνικής οπτικής για τον κόσμο, για τη θέση του ανθρώπου μέσα σ' αυτόν, για την ελληνική αντίληψη του τραγικού, σε αντιπαράθεση για τον σύγχρονο κόσμο της επιστημονικής και τεχνολογικής ύβρεως.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με το βιβλίο Τέχνη και Πολιτισμός στην Αρχαία Ελλάδα ο στοχαστής Κώστας Παπαϊωάννου (1925-1981) ρίχνει μια συνολική ματιά στον αρχαίο κόσμο και σε διάφορες εκφάνσεις του (πολιτική, οικονομία, φιλοσοφία, επιστήμη, λογοτεχνία, μυθολογία), τις οποίες εκλαμβάνει ως παραμέτρους που φωτίζουν το φαινόμενο τέχνη.
Τα χρονικά όρια του βιβλίου είναι ο κυκλαδικός και κρητικός πολιτισμός ως την ελληνιστική περίοδο, με ιδιαίτερη έμφαση στις ενδιάμεσες περιόδους. Αν και η παράθεση είναι χρονολογική, εν τούτοις αναδύονται βασικά ερωτήματα σχετικά με την τέχνη: Ποια είναι η ελληνική αντίληψη για τη σχέση της τέχνης με την αλήθεια, τη φύση, τη θρησκεία, τον μύθο, την επιστήμη και τη φιλοσοφία, τις αξίες και τα ιδανικά μιας συγκεκριμένης εποχής; Η ελληνική τέχνη τείνει προς την ελεύθερη επινόηση και έκφραση προσωπικών βιωμάτων και αναζητήσεων του καλλιτέχνη ή εντάσσεται στους σκοπούς της πόλης;
Σε διάφορα σημεία του βιβλίου του ο Παπαϊωάννου δείχνει ότι μέσα από την τέχνη αναδύεται η σχέση του ανθρώπου με τη φύση και το υπερβατικό. Αλλά το ερώτημα για τη σχέση της τέχνης με τη φύση έχει και θεωρητικό υπόβαθρο. Για τον αρχαίο κόσμο αυτό που προσδίδει αλήθεια στα ανθρώπινα έργα είναι ο βαθμός της συμμετοχής τους στη φύση: «Το ανθρώπινο έργο αποκτά μορφή, ευκρίνεια και αξία στον βαθμό που ενσωματώνεται στην οργανωτική παραγωγικότητα της φύσης και εκφράζει την εμμενή τελεολογία της» (σελ. 173).
Αλήθεια προσδίδει στο έργο τέχνης και ο βαθμός συμμετοχής του στους στόχους της πόλης. Η τέχνη, όντας δημόσια, δεν είναι έκφραση υποκειμενική αλλά εντάσσεται στον ορίζοντα προσδοκιών της κοινότητας: «Ακόμη κι ένας Αισχύλος ή ένας Φειδίας είχε βέβαια απέναντι στην παράδοση κάποια δύναμη αλλά κανένα δικαίωμα» (σελ. 188).
Οι εκάστοτε θεματικές επιλογές του καλλιτέχνη και η μορφοποίησή τους σχετίζονται με τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, με τις γνώσεις που έχει ο άνθρωπος για το Σύμπαν και τον άνθρωπο, τις φιλοσοφικές και ιδεολογικές αναζητήσεις και προτεραιότητες, τις αξίες που αναγνωρίζει η πόλη. Στην ουσία, όλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αποτυπώνεται στην τέχνη. Για παράδειγμα, στους αρχαϊκούς κούρους ο Παπαϊωάννου αναγνωρίζει τον γεωμετρισμό των Μηλίων και τον πολιτικό ορθολογισμό του Κλεισθένη· στην Ακρόπολη τον νου του Αναξαγόρα· στην τέχνη του 4ου αιώνα τη μεταστροφή των αξιών του Σόλωνα και του Αισχύλου, που συγκροτούσαν τον κλασικό κόσμο, τον θρίαμβο της ύβρης, μια «θρυμματισμένη αρμονία».
Την ιδεολογική επεξεργασία της κάθε εποχής υφίσταται και ο μύθος. Για τον 6ο αιώνα ο συγγραφέας σχολιάζει ότι συνέλαβε στον μύθο την ανάδυση της ολύμπιας τάξης ως γιγαντομαχία, τιμωρία των ανόμων (Προμηθέας, Τιτυός, Ακταίων, Νιόβη), ενοχή (θάνατος Τρωίλου από Αχιλλέα, τιμωρία από Απόλλωνα), εξιλέωση. Το πνεύμα της κλασικής εποχής αναδεικνύει την αιωνιότητα της ζωής μέσα από τη βίωση του έρωτα ως ένα στοιχείο που ανήκει και στον άνθρωπο, καθώς εμπλέκεται σε έρωτες με τους θεούς. Στην όψιμη κλασική περίοδο οι ευνοούμενοι αρπάζονται σε μια άλλη θεϊκή σφαίρα (ο αετός-Δίας φέρει τον Γανυμήδη στον Όλυμπο, ο Έρωτας την Ψυχή, ο Αδης την Περσεφόνη) βίωση του πνευματικού και ευδαιμονία που δεν είναι φυγή από τη φρίκη του Πελοποννησιακού Πολέμου αλλά έκφραση της ανύψωσης του είναι σε μια θεϊκή σφαίρα. Σε διάφορα σημεία του έργου, με γλώσσα λογοτεχνική και εικαστική, ο συγγραφέας δείχνει ότι σε κάθε περίπτωση οι θεοί εμφανίζονται ως προϊόντα της φύσης, που είναι αέναη κίνηση τεκνογονίας, να βιώνουν μια ζωή αδιάκοπης θέασης του όλου, αντανάκλαση όσων οι άνθρωποι μόνο κάποιες στιγμές μπορεί να βιώσουν. Οι θεοί είναι ρεία ζώοντες, κατά την ομηρική απόδοση, απόμακροι και παρόντες, όμοιοι και διαφορετικοί, να εγγυώνται την ιερότητα των δυνάμεων της ζωής σε αέναο αγώνα ενάντια στον θάνατο.
Ο Παπαϊωάννου, ακολουθώντας τον Χέγκελ, υποστηρίζει ότι θεμελιακός ρόλος της τέχνης είναι η επεξεργασία του θρησκευτικού ιδεώδους. Σε αυτή τη διαδικασία στέκεται από τη μία πλευρά ο μύθος σαν ένα έργο ανοιχτό, όπου καμία εκδοχή του δεν απορρίπτεται· από την άλλη η τέχνη και οι καλλιτέχνες, τους οποίους ο Χέγκελ, και το επικαλείται αυτό ο Παπαϊωάννου, ονόμαζε δημιουργούς των θεών, γιατί πρόσφεραν «μια συγκεκριμένη παράσταση της ζωής και των πράξεων των θεών και στη θρησκεία ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο» (σελ. 96) τους αποδίδεται δηλαδή ό,τι στον Όμηρο και στον Ησίοδο από τον Ηρόδοτο (Β' 53). Γι' αυτό ο συγγραφέας αποδέχεται την άποψη του Χέγκελ ότι η ελληνική θρησκεία είναι θρησκεία της τέχνης, αισθητική θρησκεία.
Τελευταίο θέμα που μένει ανοιχτό είναι για τη σχέση τέχνης και αλήθειας. Στο ερώτημα αυτό ο συγγραφέας δίνει μια απάντηση που έρχεται κατευθείαν από την καρδιά της φιλοσοφίας του Χάιντεγκερ. Για τον γερμανό φιλόσοφο αλήθεια είναι η απουσία της λήθης. Από την πλευρά του ο Παπαϊωάννου επισημαίνει ότι η αλήθεια ως απουσία λήθης παραπέμπει στον πρωταρχικό στόχο του ποιητή που είναι να επαναφέρει τη μνήμη. Κόρες του Δία και της Μνημοσύνης ήταν οι Μούσες: «ο ποιητής διασώζει από τη λήθη αυτό που είναι αληθές, "αλησμόνητο"» (σελ. 241). Για τον Χάιντεγκερ το έργο τέχνης αποδεσμεύει, αποκαλύπτει μια αλήθεια που η κοινή χρήση συσκοτίζει, αποκαλύπτει έναν κόσμο και τακτοποιεί μια γη. Η γη είναι η βάση και το αβυσσαλέο θεμέλιο του κόσμου, αυτό που κρύβεται, και που οι Έλληνες αποκαλούσαν λήθη, λησμονημένο, κρυμμένο, ανεξιχνίαστο. Ο κόσμος με τη σειρά του απαιτεί την αποσαφήνιση των μορφών, πνευματικών και υλικών. Ο Παπαϊωάννου με τη σειρά του επισημαίνει: «Το υπαρξιακό πεδίο μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται η προσωκρατική φιλοσοφία είναι ο χώρος της διαρκώς αναγεννώμενης αντιπαράθεσης ανάμεσα στη νύχτα, τον ψόγο, τη σιωπή, τη λήθη, από τη μια, και το φως, το εγκώμιο, τον λόγο και την αλήθεια, την "υφάντρα της μνήμης", από την άλλη». «Ομορφιά είναι το τέλος των τεράτων και η φυγή των δαιμόνων» (σελ. 242, 301) ό,τι ακριβώς συμβαίνει και με τις προολύμπιες θεότητες που καταβαραθρώνονται με όλο τον σεβασμό στις Ευμενίδες του Αισχύλου. Ομορφιά είναι ο χειραφετημένος από το χάος κόσμος, στο έπακρο διανοητικοποιημένος, πλήρης νοήματος. Είναι η υπέρβαση του ανερμήνευτου κόσμου, η υπέρβαση του φόβου της διανοητικής ανασφάλειας, της μη αλήθειας, του φόβου για το άμορφο και το αβέβαιο, για τη δόξα, που εκφράζεται με το παιδικό αίνιγμα που μας θυμίζει ο Παπαϊωάννου από την Πολιτεία του Πλάτωνα (479c): «Ένας άνδρας που δεν είναι άνδρας βλέπει χωρίς να βλέπει ένα πτηνό που δεν είναι πτηνό καθισμένο σ' ένα κομμάτι ξύλου που δεν είναι ξύλο· του ρίχνει και δεν του ρίχνει μια πέτρα που δεν είναι πέτρα».
Ο Κώστας Παπαϊωάννου επιδίωξε να διαμορφώσει μια άποψη για την τέχνη και τον πολιτισμό μακριά από τις ιδεοληψίες που διαμορφώθηκαν κυρίως από τον 18ο αιώνα και εξής. Το βιβλίο του εκδόθηκε το 1972 στην Ελβετία από τις εκδόσεις Mazenod στη σειρά «Τέχνη και μεγάλοι πολιτισμοί», επανεκδόθηκε το 1990 και μεταφράστηκε σε ξένες γλώσσες. Από τότε νέα στοιχεία έχουν έρθει στο φως. Ωστόσο το ζητούμενο στο βιβλίο του Παπαϊωάννου δεν είναι τα στοιχεία, αλλά η μέθοδος με την οποία προσεγγίζει το θέμα του και που το καθιστά ιδιαίτερα γοητευτικό.
Δήμητρα Μήττα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 04-07-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις