0
Your Καλαθι
Η αρχιτεκτονική του καθημερινού
Περιγραφή
Ζούμε σε μια εποχή όπου η εκρηκτική διάδοση της πληροφορίας έχει «μικρύνει» τον κόσμο, έχει αλλοιώσει τα περιγράμματα των συνόρων και δημιουργεί νέες πραγματικότητες. Τα πάντα κυριαρχούνται από την καταλυτική παρουσία της εικόνας και του θεάματος, που επιβάλλουν τα νέα πρότυπα της καθημερινότητάς μας. Μία κερδοσκοπική λογική που προβάλλει ένα ανούσιο και επιδερμικό life-style και συνδυάζεται με διαδικασίες ταχύτητας και εύκολου εντυπωσιασμού έχει επικρατήσει ως κυρίαρχο μοντέλο, θέτοντας σε αμφιβολία θεμελιώδη χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής. Η Aρχιτεκτονική μοιάζει να υποχωρεί μπροστά στην εμπορική-εργολαβική πραγματικότητα που έχει κατακλύσει τα πάντα και τίθεται στο περιθώριο. Η σύγχρονη ελληνική πόλη αλλάζει ραγδαία και επεκτείνεται άναρχα χωρίς στοιχειώδη σχεδιασμό, εκφράζοντας στο χώρο τον τρόπο ζωής της νεοελληνικής μεταπολεμικής κοινωνίας. Σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαίος ο δημόσιος διάλογος για την Aρχιτεκτονική και τα προβλήματα της πόλης.
Αυτός είναι και ο κύριος λόγος της επιλογής αυτής, να συμβάλει στη συζήτηση για την ποιότητα του αρχιτεκτονικού χώρου. Παρουσιάζει σκέψεις για την Aρχιτεκτονική και την πόλη, όπως διατυπώνονται μέσα από 26 δημοσιευμένα και 4 αδημοσίευτα κείμενα που έχουν γραφεί την τελευταία δεκαετία.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο πρώτο κείμενο του βιβλίου «Η αρχιτεκτονική του καθημερινού», του αρχιτέκτονα Τάση Παπαϊωάννου, συναντάει ο αναγνώστης το υιοθετημένο απόσπασμα της (σχεδιαστικής) ευγλωττίας του Μπρακ: «Μου αρέσει ο κανόνας που διορθώνει τη συγκίνηση, μου αρέσει η συγκίνηση που διορθώνει τον κανόνα». Η αμφίκυρτη φράση του μεγάλου ζωγράφου και στοχαστή της νεωτερικότητας εγκιβωτίζει πολλά από τα στοιχεία που συναρθρώνονται στις σελίδες του βιβλίου και που ορίζουν τις ηθικές διήκουσες της συγγραφής του. Η «Αρχιτεκτονική του καθημερινού» είναι μια συλλογή σύντομων κειμένων του αρχιτέκτονα, δημοσιευμένων σε εφημερίδες ή σε περιοδικά, δημιουργημένων σε διαφορετικούς χρόνους, στο πλάι μιας επείγουσας σχεδιαστικής εμπειρίας. Αυτό άραγε τα δεσμεύει σε μια επικαιρική οικονομία; Ούτως ή άλλως είναι ένα γενικό ερώτημα το αν η ένταξη των σποραδικών κειμένων σε μια άλλη, διαφορετική ενότητα από αυτήν που αρχικά τα περιείχε, συγκροτεί μια νέα κειμενική ποιότητα, αν πραΰνει τα πραγματολογικά τους στοιχεία ή, αντιθέτως, αν η παρατακτική ανασημασιοδότησή τους από τη συγκεντρωτική δημοσίευση εξουδετερώνει το σφρίγος και την έντασή τους. Πίσω από αυτήν την επιφυλακτική προσημείωση ας τεθεί και η εξής: Δεν προηγείται κάποια εισαγωγή στη συλλογή των κειμένων Παπαϊωάννου. Κάποιο μικρό σκαλοπάτι εξημέρωσης και εντοπισμού. Ορθά. Τα κείμενα αυτοστεγάζονται και εισάγουν γρήγορα τον αναγνώστη τους σε ένα πυκνό και δουλεμένο γραπτό κλίμα. Δεν θα έλεγα σε μια αφηγηματική ή αναφορική ενότητα, αλλά σε ένα κλίμα, μια ατμόσφαιρα. Και ως προς τα υφολογικά τους χαρακτηριστικά και ως προς τη διαχείριση των θεμάτων. Πρόκειται στην πλειονότητά τους για κείμενα αστικής πορείας. Ο συγγραφέας τους περπατάει σχολιαστικά την πόλη με οργανωμένα αναλυτικά εργαλεία και με ποικίλα αναφορικά πεδία, δηλαδή αφορμές. Συγγράφει κείμενα αντίρρησης, που συγκροτούνται πάνω σε συγκεκριμένες αλλά σύνθετες ηθικές, αισθητικές και τεχνικές αρχές. Και ίσως γι' αυτό ο συγγραφέας υποσκελίζει τον αναγνωστικό θυμό που θα κινητοποιούσε ένας άκαμπτος και στενόλεκτος δομισμός, αλλά και τον κλαυθμό μιας εύκολης κοινωνιολογίας του κτισμένου. Δεν πρόκειται για θρηνητικά κείμενα στο πλάι κάποιου ενταφιασμού. Είναι, άλλωστε, σύνηθες: η πόλη στήθηκε πάνω στην καταστροφή ενός ιδεότοπου, πάνω στην -πολιτική κυρίως- εκχέρσωση μιας σειράς ιδανικών και εμείς θρηνούμε -αποενοχοποιούμενοι φυσικά. Ο Τάσης Παπαϊωάννου είναι συμφιλιωμένος με τις ροπές που συνήψαν τη μετεμφυλιακή αστική συνθήκη. Η υπερυλοποίηση των δεκαετιών '50, '60, '70 οργάνωσε και παγίωσε όχι μόνο μια κτήση, αλλά ένα χωρικό ήθος. Οι μεγάλες πληθυσμιακές αναδιανομές, δεν ανάγκασαν την πόλη μόνο σε μια εκπληκτική, παχύρρευστη διεύρυνση, αλλά επαναδιατύπωσαν τις περιπατητικές και κινητικές στρατηγικές των κατοίκων, επεξέτειναν τους τρόπους δέσμευσης του αστικού σύμπαντος από τους κτήτορες και τους ιδεολογικούς διακινητές του. Οι αναδιατάξεις του πληθυσμιακού χάρτη πρότειναν και θεμελίωσαν νέες συμπεριφορές, νέα αντιληπτικά μοντέλα.
Απεξάρτηση από παθολογίες
Ο Παπαϊωάννου, μέτοχος αυτής της οικιστικής έντασης (γενν. 1953 στην Αθήνα), δεν εξεπλάγη, πλάνης από το ορεινό χωριό, διωκόμενος πολιτικά και πολιτιστικά. Ηταν μέσα στον πυρήνα της αστικής διεύρυνσης και ωρίμασε παράλληλα με τις ιδιόρρυθμες εκβλαστήσεις του αθηναϊκού πολεοδομικού σώματος. Οι αναγνώσεις λοιπόν των φαινομένων που προτείνει ο συγγραφέας, δεν πάσχουν από την πιθανώς δίκαιη αλλά κριτικά μη παραγωγική δυσανεξία των νεονομάδων του μετεμφυλίου. Είναι απεξαρτημένες από αναγνωρίσιμες σχολές, με την παθολογία του ιστορικισμού και με εύκολα και περιοριστικά ερμηνευτικά κληροδοτήματα. Οι αναγνώσεις του πατάνε (ανεξίθρησκες) στην υγεία μιας βιωματικής συμπλοκής. Το βλέμμα του συγγραφέα συνίσταται του βιώματος, χωρίς να εξελίσσεται σε εντολοδόχο ενός κανονιστικού μοντέλου. Τα κείμενα κατά κάποιον τρόπο διατρέχονται από μια διευρυμένη λογική σχεδιαστηρίου, είναι «ομιλούντα σχέδια». Τα μεθοδολογικά σκέλη της συλλογής αναπτύσσονται σε δύο ενδιαφέρουσες παραβάσεις: αποκλίνουν και από το δομισμό του μοντέρνου και από την ασπόνδυλη δημοκρατία ενός μεταμοντερνισμού μεγάλης αισθητικής και ηθικής χωρητικότητας: «Το βίωμα προτείνει τη δική του γεωμετρία», λέει ο Παπαϊωάννου, συνεχίζοντας το θραύσμα Μπασελάρ: «Ο βιωμένος χώρος υπερβαίνει το γεωμετρικό χώρο». Σε προηγούμενο κείμενο βρίσκουμε έναν κρίσιμο προθάλαμο της πρωτοκαθεδρίας του βιωματικού χωρικού κριτηρίου: «Σκοτεινός ή φωτεινός, σιωπηλός ή βοερός, ανοιχτός ή κλειστός, ο κτισμένος χώρος εκφράζει ως υλική υπόσταση ανθρώπινα αισθήματα». Και λίγο νωρίτερα: «Το χώρο αυτόν προσπαθεί ο αρχιτέκτονας να περιγράψει και να αποδώσει μέσα από τα σκίτσα του, τα σχέδια, τις μακέτες... Να τον προσεγγίσει στις βασικές γραμμές του (...) να αποκωδικοποιήσει τη συνθετική του δομή. (...) Είναι εκείνη η στιγμή που σχεδόν πάντα έχεις την ανάγκη να ανατρέξεις σε αρχετυπικές χωρικές διατάξεις (...). Σε μνήμες από χώρους οικείους, στην αίσθηση που είχες από έναν χώρο ψηλοτάβανο ή έναν άλλο σκιερό και δροσερό, στον τρόπο που έπεφτε το φως πάνω σε ένα υλικό, μια επιφάνεια». Στα επίκρημνα αποσπάσματα μπορεί κανείς να παρατηρήσει τα εξής: 1) Το σχέδιο προαναγγέλλει μεν κάτι πληρέστερο, αλλά δεν συγκεφαλαιώνει μόνον έτσι την αισθητική και εκφραστική δικαιοσύνη του. 2) Και τούτο, διότι ο χώρος κρύβει την επιβεβλημένη από μια αδήριτη συνθετική αναγκαιότητα δομή του, κρύβει ένα κουκούτσι ουσίας, την οποία ο αρχιτέκτονας, ευστοχώντας συνθετικά, πρέπει να ανακαλύψει. 3) Η μετάβαση από το σχέδιο στον πλήρη αρχιτεκτονικό λόγο δεν νοείται ως απλή χωροποίηση του σχεδίου αλλά ως χωρική σύνοδος βιωματικών αποκρυσταλλωμάτων, συνθετικών αποφάσεων και κυρίως αισθήσεων. 4) Αυτό είναι κάτι ευδιάκριτο, αφού τα προσδιοριστικά στοιχεία που χρησιμοποιεί στις χωρικές προσεγγίσεις του ο συγγραφέας είναι επίθετα. Υπονοεί έτσι «γεύσεις» χώρου, ήπιες, δευτεροφυείς δράσεις του χώρου πάνω στα υποκείμενα, περιεχόμενες ποιότητες και όχι αφηρημένα, ανελαστικά μορφοκρατικά ή τεχνοτροπικά χωρικά προτάγματα. Ο χώρος που εισηγείται δεν εξαναγκάζει, λειτουργεί, επομένως, αφηγηματικά και αναπαραστατικά και όχι μονοδιάστατα, εικονιστικά. Η σχεδιασμένη αρχιτεκτονική βούληση δεν ισούται με την πραγματικότητα, αλλά συνεκφέρει την πραγματικότητα. Δηλαδή δεν νοείται ως καθολική συνθετική αρχή, όπως «νομοθέτησε» το σκληροτράχηλο μοντέρνο, δεν κατοπτρίζει τους παρατεταγμένους ναρκισσισμούς, όπως ναρκοθέτησε η παθολογία του μεταμοντέρνου. Συνεργεί στην αυτοσύσταση των υποκειμένων, στη συγκρότηση της αυτοεικόνας τους. Δηλαδή ιστορικοποιεί τα υποκείμενα. Ο χώρος του έχει ανακεφαλαιωτικές ιδιότητες και όχι απλώς διατακτικές. Συναινεί σε ένα αρχιτεκτονικό πρότυπο, σύνθετο, πυκνό και πολλαπλών μεθοδολογικών και αναφορικών συστατικών. Οι χρήστες συνάπτουν σχέσεις, δεν εγκαθίστανται απλώς σε μια χωρική «υποδοχή». Οι χρήστες πληρούνται σχεσιακά και έτσι οικειοποιούνται το χώρο.
Ο λόγος των κειμένων μοιάζει εύκολος, αυτοδιάθετος και έκπληκτος. Η μεγάλη αρετή τους είναι ότι πίσω από τον μη κρυπτικό ή βιβλιογραφικά αποκρυπτόμενο λόγο, ενεργοποιούν μια καθαρή και ευθύβολη κριτική τής δεσπόζουσας, επιθετικής αρχιτεκτονικής, που είτε κανοναρχείται από την αυτορύθμιση της στιγμιαίας ισχύος, φτιάχνοντας αποχαλινωμένη τις νέες αυθαιρετουπόλεις, (τον πολεοδομικό ανορθολογισμό) είτε -εργοληπτική και επιδέξια- συνθλίβει και συμμορφώνει τα έκθαμβα υποκείμενα, εγκαθιστάμενη «μιντιακά». Απέναντί στην αρχιτεκτονική που την τρυπάει ένας βουλιμικός υλοποιητικός οίστρος ή στην αρχιτεκτονική - τηλεοπτικό γεγονός, που φοβερίζει, επιχειρηματολογεί, αντίδικος είναι ο αρχιτέκτονας. Πολύ ομαλά η θεώρησή του απολήγει στη συμπερίληψη χρήστη - χώρου. Από την αναγωγή πορεύεται στη συναγωγή. Αυτό μοιάζει με αυτονόητη αρχιτεκτονική συνθήκη. Παραδόξως, δεν είναι. Η «Αρχιτεκτονική του καθημερινού» είναι , νομίζω, τολμηρό βιβλίο και για τους ισχυρισμούς του και για τα κριτήρια που υπερασπίζεται αλλά και για την πολιτιστική συγκυρία μέσα στην οποία διατυπώνει, κυρίως όμως, διεκδικεί, τις θέσεις του.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/08/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις