0
Your Καλαθι
Η ταραγμένη εξαετία 1961-1967 ΙΙ
Από τη μοναρχία στη δικτατορία
Περιγραφή
Με την έκδοση που δευτέρου τόμου των αποκαλυπτικών μαρτυριών του Μ. Παπακωνσταντίνου ολοκληρώνεται η σημαίνουσα ιστορική συμβολή του για την "ταραγμένη εξαετία 1961-1967". Αυτό το συγγραφικό πόνημα ενέχει χαρακτήρα ντοκουμέντου στο μέτρο που επικεντρώνεται σε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες συγκυρίες της Ελληνικής πολιτικής ζωής. Συγκυρία που βίωσε ως Υφυπουργός Εθνικής Αμύνης της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου (1964-65) και μετά την αποστασία ως απλός βουλευτής της Ένωσης Κέντρου.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στον δεύτερο τόμο του βιβλίου του για την περίοδο πριν από την κατάλυση της δημοκρατίας ο Μιχ. Παπακωνσταντίνου μας δίνει ένα πλήρες και ασφαλώς το πιο τεκμηριωμένο και πιο γνήσιο πορτρέτο του ΙΔΕΑ, αυτής της νόμιμης (!) οργάνωσης των εθνικιστών εν ενεργεία αξιωματικών που κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική από την Απελευθέρωση και προ αυτής ίσως ώς την ημέρα που ήρθε στην εξουσία ως χούντα των «πληβείων» της, των συνταγματαρχών. Ως υφυπουργός Εθνικής Αμυνας στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου ο συγγραφέας-πολιτικός παρακολούθησε από κοντά τη δραστηριότητα του ΙΔΕΑ, όχι όμως τόσο κοντά όσο θα ήθελε και θα μπορούσε ο ίδιος γιατί ανάμεσά τους παρεμβαλλόταν ο υπουργός του, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, επιστήθιος φίλος του «Γέρου» αλλά και στενός συμπαραστάτης των αξιωματικών που είχαν την εύνοια του Παύλου και της Φρειδερίκης. Όπως αποκαλύπτει ο Παπακωνσταντίνου, ο Γαρουφαλιάς ήταν και της «απόλυτης εμπιστοσύνης» του (μαφιόζου πρωθυπουργού της Ιταλίας) Αντρεότι, ο οποίος μάλιστα του έστειλε μήνυμα να «κρατά» στα χέρια του τις δυνάμεις ασφαλείας, μήνυμα το οποίο κατά λάθος δόθηκε σ' εκείνον. Ο υφυπουργός «μυρίζεται» από πολύ ενωρίς πως Παλάτι, Γαρουφαλιάς, ΙΔΕΑτες αξιωματικοί κάτι μαγειρεύουν, το αναφέρει στον πρωθυπουργό σε μία από τις πολλές εμπιστευτικές συνομιλίες τους αλλά εκείνος βρίσκει «υπερβολικές» τις επισημάνσεις του και αντί να απαλλαγεί του υπουργού του κάνει κάτι το αδιανόητο: αφαιρεί αρμοδιότητες από τον υφυπουργό, τις ίδιες εκείνες αρμοδιότητες που του είχε αναθέσει μόλις ανέλαβε ως πρωθυπουργός και μάλιστα με την εντολή «να γίνει εκκαθάριση στον Στρατό».
Ο Παπακωνσταντίνου λατρεύει τον Γεώργιο Παπανδρέου και μας τονίζει ότι «υπήρξε αφοσιωμένος οπαδός» του. Είναι πρόθυμος να αποδώσει την προϊούσα κυβερνητική αδράνεια στη βιολογική του εξασθένηση. Αγαπά όμως και την αλήθεια και τη δημοκρατία. Έτσι δεν διστάζει να καταδείξει τις μεγάλες ευθύνες του «Γέρου», να ρίξει αποκαλυπτικό φως στον απίστευτο εφησυχασμό του, ακόμη και όταν ήταν φανερό πως «κάποιοι» υπέσκαπταν την εξουσία του, και κάνοντας μια κριτική ενδοσκόπηση παραδέχεται ότι η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου ήταν αναποφάσιστη στον πιο κρίσιμο στόχο της στον εκδημοκρατισμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Έτσι ο «Γέρος» άρχισε να εγκαταλείπεται από τους στενούς συνεργάτες του, γεγονός το οποίο θα επιτρέψει αργότερα και ίσως θα δικαιολογήσει την αποστασία την οποία ο συγγραφέας στηλιτεύει. Ο αναγνώστης δεν θα δυσκολευθεί να διακρίνει ανάμεσα στις γραμμές του βιβλίου το παράπονο, την απελπισία αλλά και τη δικαιολογημένη οργή του Παπακωνσταντίνου για την πολιτική αφέλεια του πρωθυπουργού του, ο οποίος τον καθησυχάζει και δείχνει να είναι ικανοποιημένος αν ο Στρατός είναι «50% του βασιλιά και 50% δικός μας». Μα τότε πώς ήταν δυνατόν να νικηθεί «το θηρίο», ξεσπά ο πολιτικός και συγγραφέας.
Η βασική επιδίωξη, η κύρια προσπάθεια του υφυπουργού Παπακωνσταντίνου ήταν να κάνει τις κατάλληλες αλλαγές στον Στρατό ώστε να εδραιωθεί κάπως η δημοκρατία και να ικανοποιηθεί η λαϊκή απαίτηση που τόσο εντυπωσιακά είχε εκφραστεί στις εκλογές του 1963. Ορθώς είδε ο υφυπουργός το πρόβλημα της δημοκρατίας εκείνη την εποχή. Και δικαιολογημένα αφιερώνει πολλές σελίδες πάνω στο ζήτημα του ρόλου του Στρατού. Αλλωστε ο δεύτερος τόμος του έργου του αναφέρεται κυρίως στην ανάμειξη του Στρατού στην πολιτική τα τελευταία πριν από τη χούντα χρόνια και στην ολέθρια συμπαράταξη Στρατού και Παλατιού. Έτσι κάνει επί τροχάδην αναφορές στις μικροσυνωμοσίες των στρατιωτικών, στα εκδικητικά εγκλήματα της ηγεσίας τους (δίκη αξιωματικών Αεροπορίας κ.ά.), στο ασφυκτικό πολιτικό περιβάλλον της μισαλλοδοξίας που έτρεφαν και συντηρούσαν και, βεβαίως, στέκεται ιδιαίτερα στη διαβόητη «δολιοφθορά του Έβρου», χωρίς να κρύβει εν προκειμένω την έκπληξή του για την αφελή στάση του Γεωργίου Παπανδρέου σε μια υπόθεση που ο ίδιος από την πρώτη στιγμή όχι μόνο αντελήφθη ότι ήταν «τουλάχιστον υπερβολή» αλλά είχε σπεύσει να διατυπώσει το συμπέρασμά του.
Ο συγγραφέας δεν γράφει ιστορία και μας λέει οκτώ (!) φορές πως δεν είναι αυτός ο σκοπός του αλλά παρέχει άφθονο και τόσο τεκμηριωμένο υλικό για την εποχή που ασφαλώς θα είναι ευπρόσδεκτο από όσους θελήσουν να ασχοληθούν ουσιαστικά, κριτικά και σοβαρά με εκείνη την περίοδο. Το βιβλίο μάς φωτίζει αρκετά χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής, λ.χ. για τον ρόλο των Αμερικανών. Όχι όσο θα έπρεπε ίσως, αλλά ο συγγραφέας είναι αποκαλυπτικός όταν εξηγεί γιατί οι ΗΠΑ στήριζαν τότε μόνο τη Δεξιά. Μα διότι όλοι οι άλλοι τους ήταν ύποπτοι! Γράφει για το Κυπριακό, για τον Μακάριο που με τη συμπαράσταση της ΕΡΕ, της οποίας ηγείτο τότε ο Κανελλόπουλος, και της υπόλοιπης αντιπολίτευσης απέρριψε πεισματικά τις προτάσεις Ατσεσον τις οποίες είχε εγκρίνει η ελληνική κυβέρνηση. Και βεβαίως για την επιχείρηση «Ασπίδα» που εξυφάνθηκε στις ημέρες του στο υπουργείο Αμυνας. Ο υφυπουργός δεν είναι βέβαιος για τη μη ανάμειξη του Ανδρέα στην υπόθεση, είναι όμως απολύτως βέβαιος ότι αν είχε αναμειχθεί δεν θα ήταν μια τόσο γελοία κίνηση και πιστεύει πως μάλλον επρόκειτο για απόπειρα κάποιων ανεγκέφαλων κατωτέρων αξιωματικών να προβάλουν την υπόστασή τους.
Ο δεύτερος τόμος της «Ταραγμένης εξαετίας» ασχολείται αρκετά διεξοδικά με το πολιτικό κλίμα των τελευταίων ημερών της «κυβέρνησης του 53%» και τις ενδοκομματικές διαμάχες που την έφεραν στα πρόθυρα της κατάρρευσης κάτι που δεν αντιλαμβανόταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας. Και φυσικά στέκεται στην καθαίρεση του πρωθυπουργού από τον Κωνσταντίνο σημειώνοντας ότι ο ίδιος του είχε διαμηνύσει διότι ο Παπανδρέου δεν τον δεχόταν πλέον τακτικά όπως άλλοτε «να είναι προσεκτικός και να αποφύγουμε την άμεση σύγκρουση με τον βασιλιά». Αν εκείνος του ζητήσει την παραίτηση, «να μην του δώσει απάντηση αμέσως, να το συζητήσουμε προηγουμένως στην κοινοβουλευτική ομάδα». Ο Παπανδρέου δεν το έλαβε υπόψη και ο συγγραφέας δεν κρύβει την πικρία του γι' αυτό, αποδίδοντας εμμέσως βέβαια σ' εκείνον ευθύνες για την αποστασία.
Το βιβλίο περιέχει και δύο ενδιαφέρουσες καταχωρήσεις για την αποστασία, όπως την είδαν δύο πολιτικές προσωπικότητες που πήραν μέρος στις κυβερνήσεις του 1975-1977: ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Ηλίας Τσιριμώκος. Του πρώτου είναι γραπτή, σε απάντηση παράκλησης του συγγραφέα να του δώσει την εξήγηση της στάσης του. Δεν περιέχει κάτι το νέο το σημειώνει άλλωστε ο Μητσοτάκης. Η κύρια ευθύνη βαρύνει τον Γεώργιο Παπανδρέου ο οποίος το 1963 και το 1964 (τις παραμονές των εκλογών) προκαταβολικά παρεχώρησε στον βασιλιά το «δικαίωμα αποφασιστικής γνώμης» στα θέματα των Ενόπλων Δυνάμεων και κατόπιν θέλησε να το πάρει πίσω. Ο ίδιος έκρινε ότι επεβάλλετο τότε να βρεθεί κάποιος συμβιβασμός, να υπάρξει εκτόνωση, και αρνούμενος ότι υπήρξε «συνωμοσία για την ανατροπή» του Παπανδρέου τον κατηγορεί ότι εκείνος ήταν που συνωμότησε με τον Κανελλόπουλο και το Παλάτι και ανέτρεψαν την κυβέρνηση Στεφανόπουλου.
Ο Τσιριμώκος βλέπει το ζήτημα από ευρύτερο ιστορικό βάθος και εξ όσων εγώ γνωρίζω δεν είναι πολύ γνωστές οι «εξηγήσεις» δικαιολογίες, αν θέλετε της στάσης του. Ο υπουργός της αντιστασιακής κυβέρνησης της ΠΕΕΑ πίστευε πως αναλαμβάνοντας πρωθυπουργός θα ήταν σε θέση «να εκδικηθεί» κατά κάποιον τρόπο εκ μέρους όλης της Αριστεράς τη Δεξιά, το ίδιο «το Παλάτι, που τώρα τον είχε ανάγκη», για τις διώξεις, για την περιθωριοποίηση της μισής Ελλάδας από την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου και να προωθήσει τη χώρα προς την κατεύθυνση των αρχών που εκείνος πίστευε. Δεν είναι του παρόντος φυσικά να κρίνουμε μια τέτοια αισιόδοξη σκέψη του «δεύτερου πρωθυπουργού της αποστασίας», σημειώνω όμως ότι καταλογίζει την απόρριψη της κυβέρνησής του από τη Βουλή στον Μαρκεζίνη, ο οποίος τον καταψήφισε από όλη τη Δεξιά, προφανώς γιατί εκείνος αντελήφθη τις απώτερες επιδιώξεις του Τσιριμώκου.
Ο συγγραφέας δεν ασχολείται με τη χούντα της 21ης Απριλίου, μολονότι από την πρώτη σελίδα του βιβλίου του γίνεται αντιληπτό ότι περί αυτής πρόκειται. Και ο αναγνώστης δεν θα καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να διαπιστώσει ότι ο πολιτικός Παπακωνσταντίνου αποδίδει το πραξικόπημα κατ' ουσίαν στο ότι η Ένωση Κέντρου ως κυβέρνηση και ο Γεώργιος Παπανδρέου ως ηγέτης του κόμματος και πρωθυπουργός δεν έλαβαν εγκαίρως μέτρα για τη διασφάλιση της δημοκρατίας, παρά το γεγονός ότι αρχικώς είχαν την πρόθεση (λ.χ. έκαναν μετακινήσεις αξιωματικών) και στη συνέχεια επανειλημμένως επισημάνθηκαν οι κίνδυνοι και ζητήθηκε η διασφάλιση της ψήφου εκείνων που έφεραν το κόμμα και τον αρχηγό του στην εξουσία.
ΥΓ. Για την Ιστορία, είναι άδικο να αποδίδεται εκείνο για «τα στήθη που ήταν όλο γάλατα» στον Αθανασιάδη-Νόβα. Το ποίημα το είχε γράψει πολύ ενωρίτερα ο Πωλ Νορ. Αλλά ομολογουμένως ταίριαζε του «γαργάλατα», του ασήμαντου πρώτου πρωθυπουργού της αποστασίας, στον οποίο ο Παπανδρέου είχε εμπιστευθεί, φευ, την προεδρία της Βουλής.
ΣΤΑΘΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 15-11-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις