0
Your Καλαθι
Το χρονικό της μεγάλης νύχτας
Αφήγημα
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Το παρόν βιβλίο είναι διαφορετικό, δεν είναι αφήγημα, θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω ως χρονικό, το χρονικό της δραματικής δεκαετίας του '40, όπως όμως εγώ προσωπικά το έζησα. Δεν είναι πραγματικά μόνο τα γεγονότα που αναφέρω, είναι τα πρόσωπα υπαρκτά, καθόλου φανταστικά, και τα παρουσιάζω με τα ονόματά τους, όσα τουλάχιστον θυμούμαι, και με φωτογραφίες τους, όσες κατόρθωσα να βρω στο αρχείο μου ή να μαζέψω από φίλους. Εχουν περάσει πολλά χρόνια από τα γεγονότα που αφηγούμαι, στηρίζομαι μόνο στις προσωπικές μου
αναμνήσεις και σε κάποια -πολύ λίγα- ημερολόγια που γλίτωσαν από τη μανία των ανθρώπων και τη φθορά του χρόνου. Για ένα τμήμα του τρίτου μέρους μου χρησίμευσε ένα βιβλίο που είχα γράψει τότε στα αγγλικά, για την αναγκαστική συμβίωση Αμερικανών και Ελλήνων στρατιωτών στον εμφύλιο πόλεμο. Διαίρεσα το βιβλίο σε οκτώ κεφάλαια που αναφέρονται, κατά σειρά, στον πόλεμο, την Κατοχή, την αντίσταση και τον εμφύλιο.
Βγήκαμε -όσοι βγήκαμε- ζωντανοί κι αυτό έχει τη σημασία του, και δίνει τον τόνο σ' αυτό το τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας.
Προσπάθησα να μην το κάνω -όσο τουλάχιστο ήταν δυνατό- δακρύβρεκτο, δεν θα είχε νόημα η προσθήκη ενός ακόμα στα τόσα θλιβερά που και σήμερα ακόμα διαβάζουμε.
Μιχάλης Παπακωνσταντίνου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο σικελός συγγραφέας του «Γατόπαρδου», Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, στην εισαγωγή στις Αναμνήσεις του παρατηρεί: «Το να κρατά κανείς ημερολόγιο ή να γράφει σε μια ορισμένη ηλικία τα απομνημονεύματά του θα έπρεπε να είναι ένα καθήκον επιβεβλημένο από το κράτος». Αυτό το καθήκον, έστω και μη επιβεβλημένο, εκπληροί και με το παραπάνω ο Μ. Παπακωνσταντίνου. Αν και σε αυτό παρουσιάζεται περισσότερο ως ηθική υποχρέωση προς τον γενέθλιο τόπο. Την τελευταία δεκαετία εκδίδει τέσσερα βιβλία, τα οποία, με διαφορετικούς τρόπους, συμπληρώνουν την ιστορία και ανασυνθέτουν το πρόσωπο της πόλης της Κοζάνης.
Κατ' αρχήν, μια ιστορία της πόλης, που καλύπτει τα πρώτα 500 χρόνια ύπαρξής της, 1400-1912, την οποία ετοίμαζε εμπλουτίζοντάς την σε στοιχεία από το 1961, όταν δημοσιεύτηκε μια πρώτη, σύντομη μορφή στο «Ημερολόγιο της Δυτικής Μακεδονίας». Στη συνέχεια, δύο αφηγήματα, όπως ο ίδιος τα χαρακτηρίζει, «Η γιαγιά μου η Ρούσα» και «Η πέτρινη πόλη», που ζωντανεύουν τον Μεσοπόλεμο, περιγράφοντας τη ζωή στην Κοζάνη τη δεκαετία του '20 και του '30 αντίστοιχα. Τέλος, πρόσφατα, αυτό το τρίτο αφήγημα, που έχει τη μορφή του χρονικού για την πλέον ταραγμένη δεκαετία του 20ού αιώνα, τη δεκαετία του '40.
Καθώς ο Μ. Παπακωνσταντίνου στηρίχτηκε στις αναμνήσεις του και σε διάσπαρτες ημερολογιακές σημειώσεις εκείνης της εποχής, η αφήγηση των συμβάντων παρακολουθεί την προσωπική του πορεία. Με αποτέλεσμα την πρώτη πενταετία, του Πολέμου και της Κατοχής, το χρονικό να είναι επικεντρωμένο στην πόλη της Κοζάνης και στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Αν και ο συγγραφέας φροντίζει να υπάρχει συνεχής αναφορά στα μέτωπα του πολέμου και κατατοπιστικές πληροφορίες για την κατάσταση στην υπόλοιπη χώρα. Την περίοδο του Εμφυλίου, όμως, γίνεται το χρονικό ενός στρατευμένου στις κυβερνητικές δυνάμεις, που έχει ωστόσο κατά νου πάντα τη γενέθλια πόλη. Ετερος πόλος, σε ολόκληρο το βιβλίο, η συμπρωτεύουσα, στην οποία ο συγγραφέας περνά μεγάλα διαστήματα, αρχικά ως φοιτητής και μετέπειτα ως ασκούμενος δικηγόρος.
Οπως και στα προηγούμενα βιβλία του Μ. Παπακωνσταντίνου, κυρίαρχη είναι η εντύπωση μιας ρέουσας, με ενάργεια, αφήγησης. Σε αντίθεση με άλλες τοπικές ιστορίες και αφηγήματα, το χρονικό δεν πλατειάζει, κουράζοντας με στοχαστικές παρεκβάσεις. Στις πεντακόσιες σελίδες εντοπίσαμε μόλις ένα σημείο συναισθηματικής έξαρσης. Οταν, χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, ο συγγραφέας επισκέπτεται το Αγρίνιο και φιλοξενείται στο σπίτι του φίλου του Γιάννη Τσουφλιά, καπετάνιου του ΕΛΑΣ που κανείς δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε, η μάνα τον βάζει να κοιμηθεί στο δωμάτιο του χαμένου γιου και αυτός, στη διάρκεια μιας άυπνης νύχτας, σημειώνει: «... ο Εμφύλιος είχε τελειώσει μια νέα ελληνική τραγωδία... Ηταν η κακιά ώρα που ο Δίας είχε αφαιρέσει το μυαλό από τα κεφάλια των θνητών. Των αγαπημένων του θνητών, αυτών που τον επινόησαν και τον έπλασαν, των Ελλήνων».
Ενα χρονικό της ελληνικής ενδοχώρας, χωρίς προσωπικές ιστορίες, παρά μόνο όσες δένονται και αναδεικνύουν τη γενικότερη πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Ο συγγραφέας εμφανίζεται ιδιαίτερα προσεκτικός στις εκτιμήσεις του, καθώς ζητά να δείξει και τα ερείσματα της μετέπειτα πολιτικής του, που σε εκείνα τα κρίσιμα χρόνια φαίνεται να πήραν οριστική μορφή. Συχνά διατυπώνει το σκεπτικό του με τη μορφή ερωτημάτων, ουσιαστικών και καθόλου ρητορικών, που προβάλλουν τη συγκεκριμένη οπτική γωνία ενός φιλελεύθερου, από βενιζελική οικογένεια, ανέκαθεν θαυμαστή «της πολιτικής σκέψης του Γέρου της Δημοκρατίας». Σύνεση επιδεικνύει ο Μ. Παπακωνσταντίνου και στη χρήση της γλώσσας. Γιατί γνωρίζει ότι, στην εξιστόρηση όσων συμβαίνουν εκείνη την επίμαχη περίοδο, η γλώσσα, που κάποιος χρησιμοποιεί για να κατονομάσει ανθρώπους και καταστάσεις, φανερώνεται λαλίστατη, αποκαλύπτοντας ευθύς εξαρχής ιδεολογίες και πεποιθήσεις. Από το αποκαλούμενο μακεδονικό ζήτημα ως τον Εμφύλιο, που για τους μεν συνιστά ένοπλη ανταρσία και για τους δε δεύτερο αντάρτικο.
Ειδικά φέτος, φθινόπωρο 1999, που άρχισε ο εορταστικός χορός για την πεντηκονταετία από τη λήξη του Εμφυλίου και οι ειδικοί των ανθρωπιστικών επιστημών αποπειρώνται, με συνέδρια και αφιερώματα σε περιοδικά και εφημερίδες, να αυτονομήσουν τον ελληνικό Εμφύλιο και να τον καταστήσουν αντικείμενο προς μελέτη, το χρονικό του Μ. Παπακωνσταντίνου δείχνει τα πράγματα από μια διαφορετική οπτική. Αν και γραμμένο εκ των υστέρων, περιορίζεται σε όσα ο ίδιος ο συγγραφέας έζησε, ως φοιτητής στη Θεσσαλονίκη κατά την κήρυξη του πολέμου, ως ο μοναδικός γερμανομαθής στην κατεχόμενη Κοζάνη, επίσημος διερμηνέας του εκεί Φρουραρχείου. Και αργότερα, την περίοδο του Εμφυλίου, αρχικά ως στρατιώτης στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον Πάρνωνα, μετά, στην Αθήνα, μεταφραστής στις Διαβιβάσεις και, τέλος, στην εμπόλεμη ζώνη, με τον βαθμό του έφεδρου ανθυπολοχαγού, υπασπιστής του στρατηγού Παυσανία Κατσώτα.
Ακόμη και το πρώτο μέρος του βιβλίου, που αναφέρεται στην Κατοχή, συμβάλλει στη συζήτηση περί τον Εμφύλιο. Πώς απέκρυψαν τα όπλα που έφεραν από το αλβανικό μέτωπο, πώς δημιουργήθηκαν τα πρώτα αντάρτικα σώματα της περιοχής και πώς, στηριγμένα στην αναμεταξύ τους σύμπνοια, νίκησαν στην πρώτη μεγάλη μάχη κατά των κατακτητών, στο Φαρδύκαμπο. Μετά η αφήγηση προχωρεί στις απαρχές του Εμφυλίου, μήνες πριν από τα Δεκεμβριανά, στην «αδελφική αιματοχυσία» του Βαθύλακκου.
Το χρονικό αποδίδει θαυμάσια τις λεγόμενες «εθνοτικές διαστάσεις» του Εμφυλίου. Οπως αναφέρει ο συγγραφέας, ακόμη και ένας ιδιαίτερα μορφωμένος άνθρωπος, αν ήταν «παλιοελλαδίτης», γνώριζε ελάχιστα για την ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού και συνεπώς αδυνατούσε να αντιληφθεί τα αίτια στις συγκρούσεις των ντόπιων και των προσφυγικών πληθυσμών της Μακεδονίας.
Αλλά, ακόμη και σήμερα, νομίζουμε πως παρόμοια ασάφεια επικρατεί όταν γίνεται λόγος για την περίπτωση των σλαβόφωνων αγωνιστών ή την περίπτωση των τουρκόφωνων ποντίων καπεταναίων, σαν αποκομμένα αναμεταξύ τους πεδία έρευνας. Ο Μ. Παπακωνσταντίνου παρουσιάζει όλο το φάσμα των σλαβόφωνων της Δυτικής Μακεδονίας.
Τέλος, η διήγηση, σαν συμβολή στην Ιστορία, αναδεικνύει τους δικούς της ήρωες. Ολους αυτούς που μένουν στα παραλειπόμενα, και ας διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στα κλειστά όρια μιας τοπικής κοινωνίας όπως αυτή της Κοζάνης. Ταυτόχρονα, παρουσιάζει πληρέστερα ιστορικά πρόσωπα, για δεκαετίες αμφισβητούμενα, μια και επέλεξαν να αγωνισθούν από την πλευρά των ηττημένων. Οπως ο μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ, «ένας φλογερός έλληνας πατριώτης, πρόσφυγας από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας», ή οι καπετάνιοι της Ρούμελης και της Θεσσαλίας, Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου) και Γιώτης (Χαρ. Φλωράκης), στους οποίους, αν και αντίπαλοι στη σύγκρουση, αναγνωρίζεται «στρατιωτική ιδιοφυΐα».
Συνοψίζοντας, πρόκειται για τα ενθυμήματα ενός επιφανούς πολιτικού, γραμμένα με νηφαλιότητα. Πολύτιμες ψηφίδες για την ιστορία αυτής της ταραγμένης και θολής δεκαετίας, που ακόμη δεν γράφτηκε.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 31-10-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις