Γκάτερ
30%
Περιγραφή
Νύχτα στην καφετέρια του «Τζίμη». Ο δεκαοχτάχρονος Αλέξανδρος Δαμιανός σκιτσάρει το πρόσωπο του άγνωστου άντρα που κάθεται απέναντί του. Όμως δεν μπορεί να φανταστεί πως το σκίτσο είναι μόνο η αρχή, η πρώτη εικόνα σε μια ιστορία που αρχίζει να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του σαν τα κόμικς που συνεχώς σχεδιάζει. Δύο σκοτεινοί τύποι πλησιάζουν και λένε κάτι στον άγνωστο. Αυτός τους ακολουθεί έξω. Ο Αλέξανδρος βλέπει ένα πιστόλι. Ή μήπως του φάνηκε;
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Οταν το κόμικς συναντά το μυθιστόρημα
Η πραγματικότητα μιας άλλης ζωής
Παρά την πληθώρα νέων συγγραφικών ονομάτων από ολόκληρο πλέον το ηλικιακό φάσμα που ξεπηδούν και συγκατοικούν στην εγχώρια εκδοτική αγορά, διεκδικώντας μια θέση στον ήλιο της επιτυχίας, σπάνια ένα μυθιστόρημα σε ελκύει να διαβάσεις πάνω από λίγες σελίδες του, τις πρώτες δηλαδή. Κοινοτοπίες, γλυκανάλατες πολυλογίες, ιστορικές αφλογιστίες, τηλεοπτικού τύπου αφηγήσεις, κακοτεχνίες και πάει λέγοντας, σε σημείο απελπισίας. Το αντίθετο συμβαίνει με το πρώτο μυθιστόρημα της τριαντάχρονης Ντορίνας Παπαλιού, «Γκάτερ». Η Παπαλιού, με σοβαρές σπουδές στην Ιστορία και την Κοινωνική Ανθρωπολογία στην Αγγλία, έχει στο ενεργητικό της μια μελέτη για την παραδοσιακή τέχνη της προφορικής αφήγησης και την αναβίωσή της στις μέρες μας καθώς και τέσσερα βιβλία για παιδιά. Το πρώτο της μυθιστόρημα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακροθιγώς ακουμπάει στην προηγούμενη συγγραφική της εμπειρία, αφού ο ήρωάς της είναι ένας δεκαοχτάχρονος έφηβος, αφ' ενός, και το κόμικς με το οποίο ασχολείται έχει σχέση με την προφορική αφήγηση (εικόνες που μιλούν και αφηγούνται), αφ' ετέρου. Επίσης ο τίτλος από τη μια παραπέμπει απ' ευθείας στα κόμικς, από την άλλη αποτελεί στη μεταφορική του έννοια το φόντο πάνω στο οποίο ακουμπάει ο μύθος, ενώ από μια τρίτη οπτική θα μπορούσε κάποιος να τον χαρακτηρίσει και ένα έμμεσο σχόλιο για τον κόσμο των κόμικς όπως υπάρχει και λειτουργεί στη χώρα μας. Η αγγλική λοιπόν λέξη γκάτερ (gutter), σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει η συγγραφέας: ...στη γλώσσα των δημιουργών των κόμικς και στα ελληνικά, δηλώνει το κενό ανάμεσα σε δύο διαδοχικές εικόνες. Είναι ο χώρος όπου ο αναγνώστης ενώνει νοηματικά το ένα πάνελ με το άλλο. Η ίδια λέξη στα αγγλικά σημαίνει χαντάκι, λούκι αλλά και το παραβατικό κοινωνικό περιθώριο, τον υπόκοσμο.
Με τον ίδιο τρόπο όμως η Παπαλιού υφαίνει με εξαιρετική μαεστρία για πρωτοεμφανιζόμενο μυθιστοριογράφο τους παράλληλους και αλληλοτεμνόμενους αφηγηματικούς «βηματισμούς» κόμικς-γραφής και μυθιστορηματικής-γραφής, γεγονός που, κατά τη γνώμη μου, κάνει το μυθιστόρημά της τόσο ενδιαφέρον. Ο δεκαοχτάχρονος ήρωας Αλέξανδρος είναι αυτό που λέγεται στη γλώσσα των συνομηλίκων του «κολλημένος» με τα κόμικς. Το να σχεδιάζει όπου βρεθεί και όπου σταθεί ό,τι του κινεί την περιέργεια και να στήνει στη συνέχεια μικρά σενάρια, βάζοντας τα πάνελ του το ένα δίπλα στο άλλο, δεν αποτελεί γι' αυτόν μόνον έκφραση του ταλέντου που έχει στο σχέδιο αλλά και τη δημιουργία ενός αποκλειστικά δικού του κόσμου, αφού αυτός στον οποίο ζει δεν τον ικανοποιεί, δεν τον γεμίζει, και πολύ περισσότερο δεν τον κατανοεί και δεν τον αποδέχεται. Η Παπαλιού δεν μας προσφέρει απλώς τον χαρακτήρα ενός συνηθισμένου εφήβου των ημερών μας -που πιο φυσιολογικό θα ήταν το «κόλλημά» του με τον υπολογιστή του- ή γενικώς ενός εφήβου παντός καιρού, με τις γνωστές ανησυχίες και τα ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα, αλλά ενός ιδιαίτερου εφήβου που κουβαλάει το επώδυνο αρκετές φορές φορτίο του διαφορετικού, το οποίο δεν είναι άλλο από το μοναχικό ταλέντο του δημιουργού. Αν ο ήρωας δεν διέθετε αυτόν τον ευαίσθητο και φιλοπερίεργο ψυχισμό καθώς και το ταλέντο να σχεδιάζει κόμικς και αν δεν είχε έναν απορριπτικό πατέρα που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να σπουδάσει ο γιος του Οικονομικά, για να τον διαδεχθεί στο εργοστάσιό του που φτιάχνει ...βίδες, και μια οικολόγο μητέρα που τους έχει παρατήσει εδώ και χρόνια για να το παίξει ακτιβίστρια στην Αφρική, δεν είμαι σίγουρη αν το μυθιστόρημα θα εξελισσόταν έτσι όπως εξελίσσεται. Ενα βράδυ λοιπόν, στη σκοτεινή καφετέρια του «Τζίμη», όπου ο νεαρός ήρωας έχει πάει να συναντήσει τον μέντορά του στα κόμικς, Ερρίκο, επαγγελματία κομίστα και ιδιοκτήτη ενός μικρού βιβλιοπωλείου συλλεκτικών κόμικς, σχεδιάζει το πρόσωπο ενός νέου άνδρα που του τραβάει την προσοχή. Αμέσως μετά δύο άνδρες, των οποίων το στιλ εξάπτει ακόμη περισσότερο τη φαντασία του νεαρού κομίστα, μπαίνουν στην καφετέρια -στην τσέπη μάλιστα του ενός φουσκώνει κάτι σαν πιστόλι- πλησιάζουν τον πρώτο άνδρα, κάτι του λένε, εκείνος τους ακολουθεί έξω, αλλά καθώς φεύγει αφήνει κάτι να του πέσει από την τσέπη, κοιτώντας ταυτόχρονα με ένα περίεργο ύφος τον ήρωά μας. Από δω και πέρα μπαίνει σε κίνηση μια αστυνομικής υφής και εξαιρετικού σασπένς αστυνομική ιστορία που δικαιολογεί και ό,τι ονομάζουμε μυθιστορηματική πλοκή στο βιβλίο της Παπαλιού. Ομως η φαινομενικά κλασικά φτιαγμένη αυτή αστυνομική ιστορία, που κυριολεκτικά διαβάζεται απνευστί, νομίζω ότι έχει κι άλλον άξονα αναφοράς, γεγονός που την κάνει να υπερβαίνει το κλασικό πλαίσιο μιας αστυνομικής ιστορίας. Κι αυτός είναι τα κόμικς. Δηλαδή η συγγραφέας ακολουθεί την αφηγηματική «μεθοδολογία» και «ιδεολογία» των κόμικς που αφηγούνται παρόμοιες ιστορίες. Αν διαβάσει κανείς κόμικς παλαιότερα και σύγχρονα θα διαπιστώσει πόσο συγκλίνουν με την οπτική αλλά και την αφηγηματική εξέλιξη και γλώσσα ενίοτε της αστυνομικής ιστορίας που αφηγείται εκ των υστέρων ο δεκαοχτάχρονος ήρωας της Παπαλιού. Η διαφορά είναι ότι ο νεαρός μας από τη μια ζει ως μυθιστορηματικός ήρωας αυτήν την ιστορία και παράλληλα προσπαθεί να την κατανοήσει μέσω της οπτικής ενός κομίστα αλλά και να την προβλέψει φτιάχνοντας το δικό του κόμικς-σενάριο. Ο αναγνώστης λοιπόν παρακολουθεί ταυτόχρονα και τη μυθιστορηματική εξέλιξη της αστυνομικής ιστορίας και διαβάζει τα πάνελ που σχεδιάζει ο νεαρός κομίστας για την αστυνομική ιστορία όπως τη φαντάζεται. (Νομίζω θα ήταν ωραίο αν μέσα στο μυθιστόρημα συγκαταλέγονταν αυτά καθεαυτά τα πάνελ και όχι η περιγραφή τους.) Κι ενώ η αστυνομική ιστορία εξελίσσεται γοργά και με απρόσμενο σασπένς, ενώ όλο και περισσότερα πρόσωπα εισχωρούν σ' αυτήν τροφοδοτώντας τη φαντασία και την περιέργεια του νεαρού κομίστα αλλά και μεγαλώνοντας τους κινδύνους στους οποίους αυτός οδηγείται, το φόντο στο οποίο η ιστορία αυτή ακουμπάει παραμένει φαινομενικά ακίνητο. Και το φόντο είναι η πραγματική ζωή του νεαρού μας, η οικογενειακή, η σχολική, η ερωτική. Εδώ λοιπόν διαβάζουμε ένα, ας το χαρακτηρίσω, δεύτερο μυθιστόρημα, που λειτουργεί δίκην σχολίου ή παρασκηνίου στο πρώτο και το οποίο, ως είδος, θα μπορούσε να ενταχθεί είτε στο νεανικό μυθιστόρημα είτε στο μυθιστόρημα μαθητείας. Διότι εδώ υπάρχουν τα πάντα: Οι επώδυνες σχέσεις του δεκαοχτάχρονου με τους γονείς του -σχόλιο για τις σημερινές οικογένειες;-, οι κακές σχέσεις του μ' ένα τοπ σχολείο στην περίφημη τάξη του ΙΒ καθώς και με τους αφασικούς κακομαθημένους συμμαθητές του -άλλο ένα σχόλιο της συγγραφέως;-, η δύσκολη, αλλά εξίσου ρομαντική ερωτική ζωή του και πάνω απ' όλα η προσπάθειά του να επιζήσει διεκδικώντας τη διαφορετικότητά του. Και το τέλος; Εδώ η αστυνομική ιστορία όπως τη φαντάζεται ή όπως τη σχεδιάζει ο ήρωας συναντά την πραγματικότητα της άλλης ζωής του, η οποία τελικά και τον σώζει. Το τελικό ερώτημα που μπαίνει στον έφηβο ήρωα είναι αυτό της επιλογής της ζωής του: Θα επιλέξει το γκάτερ, δηλαδή το περιθώριο, ή θα ενταχθεί με τους δικούς του όρους στην πραγματικότητα όσο κι αν δεν είναι απολύτως της αρεσκείας του; Αναμφισβήτητα μια εξαιρετικά αξιοπρόσεκτη και πρωτότυπη πρώτη πεζογραφική εμφάνιση της Παπαλιού.
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 18/04/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις