0
Your Καλαθι
Αμοιρολόιτος
Ο Λούις Τίκας και η σφαγή στο Λάντλοου
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
"Θα αφηγηθώ μιαν αναζήτηση, προσωπική, πειραματική κάποιες φορές, στα θραύσματα της ζωής ενός ανθρώπου, κάποιου συνδικαλιστή που τον έλεγαν Λούις Τίκας, ο οποίος σκοτώθηκε σε συμπλοκή στο Λάντλοου του Κολοράντο, στις 20 Απριλίου του 1914. Δεν ήταν ο πιο σημαντικός από τους ηγέτες των ανθρακωρύχων στη μεγάλη απεργία ούτε ο μόνος που σκοτώθηκε στο Λάντλοου. Ας γίνει, λοιπόν, ο εκπρόσωπος μιας ολόκληρης γενιάς εργατών μεταναστών, οι οποίοι στα χρόνια πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκαν παγιδευμένοι ανάμεσα στην πραγματικότητα της βιομηχανικής Αμερικής και στις ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή. Ανώνυμη γενιά, χέρια για τα εργοστάσια, άνθρωποι της αξίνας και του φτυαριού, κάποιοι ανάμεσά τους συνδικαλιστές όπως ο Τίκας. Και ακόμη άνθρωποι χωρίς βιογραφία. Οι ιστορίες τους δεν υπάρχουν στους τόμους των στατιστικών εργασίας και μετανάστευσης. Μόλις που σκιαγραφούνται στα ζοφερά εκείνα λείψανα, τους απολογισμούς θανόντων και ακρωτηριασμένων από τις καταστροφές στα ορυχεία και τα ατυχήματα στις στοές, ή στις γυμνές σειρές ταφόπλακες στα κοιμητήρια των βιομηχανικών πόλεων. [...] Δουλειά τους ήταν να επιβιώσουν κι όχι να γράψουν ιστορία"
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Ζήσης Παπανικόλας είναι Ελληνοαμερικανός τρίτης γενιάς και διδάσκει Ανθρωπιστικές Σπουδές στο San Francisco Art Institute από το 1968. Μια υποτροφία στο Creative Writing τον οδήγησε στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Στάνφορντ για να αναζητήσει ιδέες και υλικό για το μυθιστόρημα που σκόπευε να γράψει. Εκεί βρήκε πληροφορίες για ένα δραματικό περιστατικό που συνέβη στο Κολοράντο, τον Απρίλιο του 1914, όταν οι εργάτες των ορυχείων, με την παρότρυνση της Ενωσης Ανθρακωρύχων, κατέβηκαν σε απεργία διεκδικώντας την αναγνώριση του σωματείου τους και καλύτερες συνθήκες ζωής. Ο μεγαλύτερος καταυλισμός των απεργών, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους αφού ανήκαν στην εταιρεία, στήθηκε στο Λάντλοου, όπου η ένοπλη σύρραξη μεταξύ των εργατών και της Εθνοφρουράς δεν άργησε να ξεσπάσει, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί απεργοί, γυναίκες και παιδιά. Μετά την τραγική σύγκρουση, γνωστή στην Ιστορία ως η Σφαγή στο Λάντλοου, η Εθνοφρουρά συνέλαβε και σκότωσε εν ψυχρώ δύο απεργούς και τον υπεύθυνο της κατασκήνωσης Λούις Τίκα. Η έκπληξη στο άκουσμα ενός αμερικανοποιημένου ελληνικού ονόματος στην πρωτοπορία του αγώνα και οι ελάχιστες πληροφορίες γύρω από αυτό το πρόσωπο στάθηκαν η αφορμή για τη μακρόχρονη έρευνα του Ζήση Παπανικόλα που κατέληξε στην έκδοση, αρχικά στην Αμερική και πρόσφατα στην Ελλάδα, του ιστορικού του αφηγήματος.
Συνάντησα τον Zeese Papanikolas στο σπίτι του, στο Οκλαντ του Σαν Φρανσίσκο, και εντυπωσιάστηκα από το πόσο φιλόξενος και ζεστός άνθρωπος είναι. Υπονομεύοντας, με αίσθηση του χιούμορ και έναν διακριτικό αυτοσαρκασμό, την εικόνα του τυπικού ακαδημαϊκού, θεώρησε χρήσιμο να ορίσει το πλαίσιο της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στην Αμερική όταν ο ίδιος άρχισε την έρευνά του. «Ηταν το 1967, εν μέσω τρομακτικών αναταραχών. Το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχε αρχίσει με διαδηλώσεις, πορείες, κάναμε καταλήψεις για να σταματήσει ο πόλεμος του Βιετνάμ, κάποιοι είχαν σκοτωθεί στον Νότο. Τα εργατικά σωματεία ήταν κατά μέγα μέρος σιωπηλά και έτσι για μένα και τους εικοσάχρονους συνομηλίκους μου το να ανακαλύπτουμε το ριζοσπαστικό παρελθόν της Αμερικής ήταν σαν να προσπαθούμε να κατανοούμε τον κόσμο και τη ζωή του αμερικανικού καπιταλισμού που υπήρχε τότε». Για τον Ζήση Παπανικόλα, ο οποίος γνωρίζει ελάχιστα την ελληνική γλώσσα αλλά θυμάται έντονα τον παππού του και τους φίλους του γύρω από το τραπέζι της κουζίνας να συζητούν ασταμάτητα ακροβατώντας ανάμεσα στο αδιέξοδο ελληνικό παρελθόν και στο άγνωστο αμερικανικό μέλλον, ο προσδιορισμός ανάμεσα στον Ελληνα που υπήρξε και στον Αμερικανό που έγινε ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο. «Οι Ελληνες τα είχαν καταφέρει στην Αμερική. Πολύ λίγοι είχαν παραμείνει στα ορυχεία. Εγιναν επιχειρηματίες με πούρα και μεγάλους λογαριασμούς, με παιδιά μορφωμένα. Και φθάνει μια στιγμή που θέλεις να καταλάβεις από πού προέρχεσαι. Νομίζω ότι η σιωπή που περιέβαλλε τον Λούις Τίκα ήταν η σιωπή μέσα στην οποία μεγάλωσα».
Στο βιβλίο του Μπάμπη Μαλαφούρη Ελληνες της Αμερικής 1528-1948 δίνεται μια συγκλονιστική περιγραφή των συνθηκών και των συμβολαίων εργασίας των Ελλήνων, κυρίως πρώην αγροτών, χωρίς εργατική συνείδηση. Συχνά μάλιστα δέχονταν να γίνουν και απεργοσπάστες υπακούοντας στις επιταγές των εργολάβων και των πατρώνων τους, θύματα της έλλειψης εκπαίδευσης και της άγνοιας της γλώσσας. Για τον Λούις Τίκα ελάχιστα γνώριζε ο ερευνητής-συγγραφέας: ότι γεννήθηκε το 1886, ότι το 1906 έφυγε από την Κρήτη μετανάστης, ότι το 1910 ζήτησε να πολιτογραφηθεί αμερικανός πολίτης και το 1914 δολοφονήθηκε ως αρχηγός του καταυλισμού. Η μητέρα του Παπανικόλα, συγγραφέας Ελεν Παπανικόλα, η οποία ως ιστορικός και ανθρωπολόγος ερεύνησε και κατέγραψε τις άγνωστες πτυχές της ελληνικής μετανάστευσης και εγκατάστασης στην Αμερική και κυρίως στη Γιούτα, από όπου προέρχεται, γνώριζε το γεγονός και τον έφερε σε επαφή με έναν από τους παλιούς που θυμόταν ακόμη τον «στρατηγό», όπως ονόμαζαν τον Τίκα. Ο Παπανικόλας άρχισε να ταξιδεύει στο Κολοράντο προσπαθώντας να μάθει περισσότερα. Εγραψε σε όλους τους δημάρχους των χωριών γύρω από το Ρέθυμνο. «Στις αρχές του '70 ένας φάκελος έφθασε από την Κρήτη. Υπήρχαν τρεις-τέσσερις σελίδες στα ελληνικά και μία φωτογραφία. Ηταν ο Λούις Τίκας! Το γράμμα ήταν από τον ανιψιό του Τίκα, τον Μανόλη Μαραγκουδάκη. Μου έγραψε ό,τι ήξερε γι' αυτόν: ότι ήταν πολύ έξυπνος, ότι δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του, ότι το χόμπι του ήταν να εξημερώνει ζώα μαθαίνοντας στα πουλιά και στις γάτες να ζουν μαζί. Ο τρόπος ντυσίματός του στη φωτογραφία ήταν αυτός που είχαν οι Κρήτες από τον 17ο αιώνα, στη μέση είχε ένα παμπάλαιο όπλο ενώ στο χέρι έφερε κάτι σαν σφεντόνα. Οταν επισκέφθηκα το σπίτι του στη Λούτρα Ρεθύμνου, είδα ένα πρωτόγονο πέτρινο λιοτρίβι. Καταλαβαίνετε ότι ο άνθρωπος αυτός, σχεδόν παιδί, ήρθε από έναν προβιομηχανικό κόσμο στην πιο ανεπτυγμένη βιομηχανικά χώρα του κόσμου;»
Ο Τίκας έμαθε γρήγορα τη γλώσσα, επιβλήθηκε στον κύκλο του και αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία του συνδικαλιστικού κινήματος. «Ο Λούις Τίκας, όπως τον αναπαριστά ο Παπανικόλας» αναφέρει στο βιβλίο ο Γιώργος Καλογεράς, καθηγητής της Αμερικανικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού στο ΑΠΘ, «όταν διαμεσολαβεί μεταξύ των Ελλήνων, του συνδικάτου και της εταιρείας, είναι για τους συμπατριώτες του ο λεβέντης και για τους συνεργάτες του ο ψύχραιμος διαπραγματευτής. Ετσι εξυπηρετεί τα συμφέροντα τόσο της τάξης του όσο και της εθνοτικής του ομάδας». Στο βιβλίο Αμοιρολόιτος. Ο Λούις Τίκας και η Σφαγή στο Λάντλοου τα κενά στην έρευνα για τη ζωή του Τίκα ο συγγραφέας τα συμπληρώνει με τις μνήμες από τον παππού του Τζορτζ Ζήση-Γιώργο Ζησιμόπουλο από τον Κλεπά Ναυπακτίας. Οι δύο άνδρες γεννήθηκαν την ίδια χρονιά, έφθασαν με κάποιους μήνες διαφορά στη «Γη της Επαγγελίας», δεν συναντήθηκαν ποτέ, αλλά βρέθηκαν ξένοι στην ίδια πόλη της Δύσης. Ερευνώντας τη ζωή του Λούις Τίκα ο Ελληνοαμερικανός Ζήσης Παπανικόλας συναντάται συχνά με τον παππού του και τους ομοίους του και οδηγείται τελικώς σε ένα ιστορικό αφήγημα όπου συντελείται και ένα εσωτερικό ταξίδι αναζήτησης της δικής του εθνικής και ιστορικής καταγωγής αλλά και της προσωπικής του ταυτότητας.
ΜΑΡΙΑ Π. ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 02-02-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Ζήσης Παπανικόλας είναι Ελληνοαμερικανός τρίτης γενιάς και διδάσκει Ανθρωπιστικές Σπουδές στο San Francisco Art Institute από το 1968. Μια υποτροφία στο Creative Writing τον οδήγησε στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Στάνφορντ για να αναζητήσει ιδέες και υλικό για το μυθιστόρημα που σκόπευε να γράψει. Εκεί βρήκε πληροφορίες για ένα δραματικό περιστατικό που συνέβη στο Κολοράντο, τον Απρίλιο του 1914, όταν οι εργάτες των ορυχείων, με την παρότρυνση της Ενωσης Ανθρακωρύχων, κατέβηκαν σε απεργία διεκδικώντας την αναγνώριση του σωματείου τους και καλύτερες συνθήκες ζωής. Ο μεγαλύτερος καταυλισμός των απεργών, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους αφού ανήκαν στην εταιρεία, στήθηκε στο Λάντλοου, όπου η ένοπλη σύρραξη μεταξύ των εργατών και της Εθνοφρουράς δεν άργησε να ξεσπάσει, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί απεργοί, γυναίκες και παιδιά. Μετά την τραγική σύγκρουση, γνωστή στην Ιστορία ως η Σφαγή στο Λάντλοου, η Εθνοφρουρά συνέλαβε και σκότωσε εν ψυχρώ δύο απεργούς και τον υπεύθυνο της κατασκήνωσης Λούις Τίκα. Η έκπληξη στο άκουσμα ενός αμερικανοποιημένου ελληνικού ονόματος στην πρωτοπορία του αγώνα και οι ελάχιστες πληροφορίες γύρω από αυτό το πρόσωπο στάθηκαν η αφορμή για τη μακρόχρονη έρευνα του Ζήση Παπανικόλα που κατέληξε στην έκδοση, αρχικά στην Αμερική και πρόσφατα στην Ελλάδα, του ιστορικού του αφηγήματος.
Συνάντησα τον Zeese Papanikolas στο σπίτι του, στο Οκλαντ του Σαν Φρανσίσκο, και εντυπωσιάστηκα από το πόσο φιλόξενος και ζεστός άνθρωπος είναι. Υπονομεύοντας, με αίσθηση του χιούμορ και έναν διακριτικό αυτοσαρκασμό, την εικόνα του τυπικού ακαδημαϊκού, θεώρησε χρήσιμο να ορίσει το πλαίσιο της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στην Αμερική όταν ο ίδιος άρχισε την έρευνά του. «Ηταν το 1967, εν μέσω τρομακτικών αναταραχών. Το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχε αρχίσει με διαδηλώσεις, πορείες, κάναμε καταλήψεις για να σταματήσει ο πόλεμος του Βιετνάμ, κάποιοι είχαν σκοτωθεί στον Νότο. Τα εργατικά σωματεία ήταν κατά μέγα μέρος σιωπηλά και έτσι για μένα και τους εικοσάχρονους συνομηλίκους μου το να ανακαλύπτουμε το ριζοσπαστικό παρελθόν της Αμερικής ήταν σαν να προσπαθούμε να κατανοούμε τον κόσμο και τη ζωή του αμερικανικού καπιταλισμού που υπήρχε τότε». Για τον Ζήση Παπανικόλα, ο οποίος γνωρίζει ελάχιστα την ελληνική γλώσσα αλλά θυμάται έντονα τον παππού του και τους φίλους του γύρω από το τραπέζι της κουζίνας να συζητούν ασταμάτητα ακροβατώντας ανάμεσα στο αδιέξοδο ελληνικό παρελθόν και στο άγνωστο αμερικανικό μέλλον, ο προσδιορισμός ανάμεσα στον Ελληνα που υπήρξε και στον Αμερικανό που έγινε ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο. «Οι Ελληνες τα είχαν καταφέρει στην Αμερική. Πολύ λίγοι είχαν παραμείνει στα ορυχεία. Εγιναν επιχειρηματίες με πούρα και μεγάλους λογαριασμούς, με παιδιά μορφωμένα. Και φθάνει μια στιγμή που θέλεις να καταλάβεις από πού προέρχεσαι. Νομίζω ότι η σιωπή που περιέβαλλε τον Λούις Τίκα ήταν η σιωπή μέσα στην οποία μεγάλωσα».
Στο βιβλίο του Μπάμπη Μαλαφούρη Ελληνες της Αμερικής 1528-1948 δίνεται μια συγκλονιστική περιγραφή των συνθηκών και των συμβολαίων εργασίας των Ελλήνων, κυρίως πρώην αγροτών, χωρίς εργατική συνείδηση. Συχνά μάλιστα δέχονταν να γίνουν και απεργοσπάστες υπακούοντας στις επιταγές των εργολάβων και των πατρώνων τους, θύματα της έλλειψης εκπαίδευσης και της άγνοιας της γλώσσας. Για τον Λούις Τίκα ελάχιστα γνώριζε ο ερευνητής-συγγραφέας: ότι γεννήθηκε το 1886, ότι το 1906 έφυγε από την Κρήτη μετανάστης, ότι το 1910 ζήτησε να πολιτογραφηθεί αμερικανός πολίτης και το 1914 δολοφονήθηκε ως αρχηγός του καταυλισμού. Η μητέρα του Παπανικόλα, συγγραφέας Ελεν Παπανικόλα, η οποία ως ιστορικός και ανθρωπολόγος ερεύνησε και κατέγραψε τις άγνωστες πτυχές της ελληνικής μετανάστευσης και εγκατάστασης στην Αμερική και κυρίως στη Γιούτα, από όπου προέρχεται, γνώριζε το γεγονός και τον έφερε σε επαφή με έναν από τους παλιούς που θυμόταν ακόμη τον «στρατηγό», όπως ονόμαζαν τον Τίκα. Ο Παπανικόλας άρχισε να ταξιδεύει στο Κολοράντο προσπαθώντας να μάθει περισσότερα. Εγραψε σε όλους τους δημάρχους των χωριών γύρω από το Ρέθυμνο. «Στις αρχές του '70 ένας φάκελος έφθασε από την Κρήτη. Υπήρχαν τρεις-τέσσερις σελίδες στα ελληνικά και μία φωτογραφία. Ηταν ο Λούις Τίκας! Το γράμμα ήταν από τον ανιψιό του Τίκα, τον Μανόλη Μαραγκουδάκη. Μου έγραψε ό,τι ήξερε γι' αυτόν: ότι ήταν πολύ έξυπνος, ότι δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του, ότι το χόμπι του ήταν να εξημερώνει ζώα μαθαίνοντας στα πουλιά και στις γάτες να ζουν μαζί. Ο τρόπος ντυσίματός του στη φωτογραφία ήταν αυτός που είχαν οι Κρήτες από τον 17ο αιώνα, στη μέση είχε ένα παμπάλαιο όπλο ενώ στο χέρι έφερε κάτι σαν σφεντόνα. Οταν επισκέφθηκα το σπίτι του στη Λούτρα Ρεθύμνου, είδα ένα πρωτόγονο πέτρινο λιοτρίβι. Καταλαβαίνετε ότι ο άνθρωπος αυτός, σχεδόν παιδί, ήρθε από έναν προβιομηχανικό κόσμο στην πιο ανεπτυγμένη βιομηχανικά χώρα του κόσμου;»
Ο Τίκας έμαθε γρήγορα τη γλώσσα, επιβλήθηκε στον κύκλο του και αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία του συνδικαλιστικού κινήματος. «Ο Λούις Τίκας, όπως τον αναπαριστά ο Παπανικόλας» αναφέρει στο βιβλίο ο Γιώργος Καλογεράς, καθηγητής της Αμερικανικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού στο ΑΠΘ, «όταν διαμεσολαβεί μεταξύ των Ελλήνων, του συνδικάτου και της εταιρείας, είναι για τους συμπατριώτες του ο λεβέντης και για τους συνεργάτες του ο ψύχραιμος διαπραγματευτής. Ετσι εξυπηρετεί τα συμφέροντα τόσο της τάξης του όσο και της εθνοτικής του ομάδας». Στο βιβλίο Αμοιρολόιτος. Ο Λούις Τίκας και η Σφαγή στο Λάντλοου τα κενά στην έρευνα για τη ζωή του Τίκα ο συγγραφέας τα συμπληρώνει με τις μνήμες από τον παππού του Τζορτζ Ζήση-Γιώργο Ζησιμόπουλο από τον Κλεπά Ναυπακτίας. Οι δύο άνδρες γεννήθηκαν την ίδια χρονιά, έφθασαν με κάποιους μήνες διαφορά στη «Γη της Επαγγελίας», δεν συναντήθηκαν ποτέ, αλλά βρέθηκαν ξένοι στην ίδια πόλη της Δύσης. Ερευνώντας τη ζωή του Λούις Τίκα ο Ελληνοαμερικανός Ζήσης Παπανικόλας συναντάται συχνά με τον παππού του και τους ομοίους του και οδηγείται τελικώς σε ένα ιστορικό αφήγημα όπου συντελείται και ένα εσωτερικό ταξίδι αναζήτησης της δικής του εθνικής και ιστορικής καταγωγής αλλά και της προσωπικής του ταυτότητας.
ΜΑΡΙΑ Π. ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 02-02-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις