0
Your Καλαθι
Η Ήσυχη και άλλα διηγήματα
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Ξαφνικά, γυρίζει ήρεμα και ικετευτικά προς το μέρος μου.
"Βοήθα με να πεθάνω!"
Με κοιτάζει στα μάτια. Παρατεταμένη σιωπή.
Απομακρύνεται προς τη χαράδρα.
"Μη μ' ακολουθήσεις!"
Περπατάει χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει και κουνάει το αριστερό του χέρι αποχαιρετώντας τα πουλιά και τα δέντρα. Κοντοστέκεται στο ρυάκι. Χαζεύει τη ροή του. Σκύβει και πίνει νερό. Μετά το πουκάμισο, το παντελόνι, τις κάλτσες. Τα παρατηρεί σαν παιδάκι, που βάζει στο νερό χάρτινα καραβάκια.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το πέρασμα από τα κινηματογραφικά παρασκήνια στο προσκήνιο της λογοτεχνίας, όχι μόνο στάθηκε επιτυχές για τον Λάκη Παπαστάθη αλλά και ακολουθείται από ενδιαφέρουσα συνέχεια. Τα είκοσι εφτά διηγήματα της παρούσας συλλογής έρχονται, τρία χρόνια μετά, να ενισχύσουν τις εντυπώσεις των δεκαεννιά ιστοριών του πρώτου του βιβλίου, «Η νυχτερίδα πέταξε». Εντονο και εδώ το κινηματογραφικό βλέμμα, εστιάζει στους αφανείς της καθημερινότητας, απομονώνοντας ήσσονα στιγμιότυπα και αυξάνοντας φευγαλέα την έντασή τους. Αν στην πρώτη συλλογή η ματιά του συγγραφέα στάθμευε σε στιγμές κρίσιμης ανισορροπίας, εδώ οι τόνοι έχουν πέσει, αφήνοντας περιθώριο ύπαρξης στις σελίδες προσώπων αχνών, ερμητικών, υποδόρια τραυματισμένων. Οι ιστορίες τους μόλις που ακουμπούν στην τραγικότητα, καθώς παρουσιάζουν εξαιρετικά κοινή συμπτωματολογία. Ο συγγραφέας περιφρονεί τις θορυβώδεις εξάρσεις, τα επικά δράματα, το αποτρόπαιο ψυχικό τσαλάκωμα, την εκβιαστική, δηλαδή, μεθόδευση της αναγνωστικής συγκίνησης. Με φωνή σιγανή αποτυπώνει σκηνές αποσπασμένες από την πιο τετριμμένη και συνάμα την πιο δύσβατη πλευρά της ζωής. Τα πρόσωπά του αντιδρούν με ήπιες, ανεπαίσθητες κινήσεις, επιβεβλημένες από την αδυναμία τους, ακόμα και όταν νιώθουν τα θεμέλια του μικρόκοσμού τους να σαλεύουν. Η εγγύτητα του θανάτου, οι ισοπεδωμένες προσδοκίες, οι αιχμηρές μνήμες του παιδικού κόσμου, ο αυξητικός ρυθμός των απωλειών, οι υποχρεωτικοί αποχαιρετισμοί αντιμετωπίζονται με την προοπτική της επώδυνης αλλά αναγκαστικής συμφιλίωσης μαζί τους. Ο Παπαστάθης μοιράζει πρωταγωνιστικούς ρόλους στους πλέον ήσυχους της καθημερινότητας και κατορθώνει με τη μέγιστη διακριτικότητα να αποδώσει ζωηρές προσωπογραφίες και πάλλουσες στιγμές ζωής.
Τέσσερις θεματικοί άξονες
Οι ιστορίες κινούνται σε ευρύ θεματικό πεδίο, το οποίο μπορεί αυθαίρετα να διαιρεθεί σε τέσσερις ενότητες. Στα διηγήματα που αναφέρονται πλαγίως στο θάνατο, επικεντρώνοντας κυρίως σε εικόνες φθοράς, σε εκείνα όπου το κινηματογραφικό πλαίσιο υπαινίσσεται τη μοναχικότητα και τις ματαιώσεις του βίου, σε εκείνα που αποτυπώνουν την εξάχνωση της ερωτικής επιθυμίας και σε εκείνα όπου οι αναπολήσεις του αντιστασιακού παρελθόντος παραβάλλονται με το ξέφτισμα της νεανικής ορμής και την αδάμαστη, πάντα ανικανοποίητη, ανάγκη συντροφικότητας. Στο εναρκτήριο διήγημα, μέσα σε ένα σφύζον από χυμούς και κελαϊδισμούς φυσικό τοπίο, η παραφωνία του τσακισμένου σώματος υπογραμμίζει το πλησίασμα του θανάτου. Σε άλλο, ο ήρωας περιδιαβαίνοντας με ευφρόσυνη διάθεση στις εξωτικές γειτονιές της Αθήνας, κυκλώνεται απρόσμενα από σημάδια αρρώστιας και πένθους. Αλλού, το ξεψύχισμα μιας παρόδου του αθηναϊκού κέντρου, άλλοτε θάλλουσας και τώρα στοιχειωμένης από μαγαζιά σφαλιστά και ερείπια, συναρμόζεται με τα ξέφτια της ζωής των λιγοστών γειτόνων, λίγο πριν και εκείνοι κατεβάσουν τα ρολά. Στο «Σπίτια ταξιδεύουν» ο ήρωας περισυλλέγοντας τα συντρίμμια του πατρικού του, την παραμονή της κατεδάφισής του, αναλογίζεται όλα όσα έχει συνθλίψει ο χρόνος, ενώ οι αναλλοίωτες φωτογραφίες προσώπων από καιρό αναπαυμένων, προοιωνίζονται και τη δική του κατάρρευση. Η υπόμνηση του σωματικού παροπλισμού γίνεται περισσότερο υπαινικτική, συγκριτικά με τον εύγλωττο παραλληλισμό της υλικής φθοράς, όταν ο Παπαστάθης τοποθετεί τους χαρακτήρες σε κινηματογραφικές αίθουσες. Ο ηλικιωμένος μηχανικός προβολής τέρπεται «Βλέποντας τον Αθώο του Λουκίνο Βισκόντι», αλλά περισσότερο από την απροσδόκητη συντροφιά ενός θεατή. Οι «Αγριες φράουλες» του Μπέργκμαν, σε προσεχή προβολή, προαναγγέλλουν το δικό του απολογισμό πριν από το τέλος. Ο σκανδιναβικός κινηματογράφος και το ποδόσφαιρο αρδεύουν την απελπισμένη ρητορική ενός παρία, του οποίου ωστόσο η σοβαρότερη έγνοια είναι η αναζήτηση ακροατηρίου. Σε δύο κείμενα οι θαμώνες των κινηματογράφων βαρύνονται από πιο αλγεινά τραύματα. Μια τραγουδίστρια της αλβανικής όπερας, μετανάστρια στην Ελλάδα, παρακολουθεί σε τιμητική εκδήλωση ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή και την καριέρα της. Οι προβαλλόμενες ερμηνείες της αμαυρώνονται από το θρήνο για τον επιτακτικό συντονισμό της με την μπαγκέτα της επιβίωσης. Οι βιοτικές δυσκολίες κατατρύχουν κι ένα ζευγάρι από τη Βουλγαρία, το οποίο συμμετέχει σε συνάντηση διακεκριμένων κινηματογραφιστών προσπαθώντας να μασκαρέψει την ένδειά του. Η όψη τους κινητοποιεί φλας μπακ που μεταφέρει τον αφηγητή στην εποχή των μπαλωμένων παντελονιών. Η αλλοτινή ντροπή μεταλλάσσεται σε ντροπή για το αδιάκριτο βλέμμα του που ξεγύμνωσε το ζευγάρι.
Ο Παπαστάθης συναιρεί τη γραφή του με τη γλώσσα του κινηματογράφου, καταφεύγοντας συχνά, επί παραδείγματι, σε φλας μπακ. Αδιόρατα ερεθίσματα του παρόντος, σαν αιφνίδιες, απειροελάχιστες αστραπές ενεργοποιούν περασμένες καταστάσεις και φωτίζουν την τωρινή συνθήκη. Η σκηνοθετημένη απόγνωση ενός εραστή θυμίζει στη γυναίκα που τον εγκαταλείπει ανάλογη συμπεριφορά του στο παρελθόν, ανάμνηση που τελικά ενισχύει την απόφασή της. Ενας άλλος εγκαταλειμμένος ήρωας επιστρέφει σε οχτώ σκηνές ερωτικής ευτυχίας τις οποίες η σύντροφός του ακρωτηρίασε από τη ζωή του «Οταν έφυγε για πάντα». Συχνότερη αιτία των ερωτικών ναυαγίων η μεγάλη ηλικιακή απόκλιση, η οποία με την πρόοδο των χρόνων σπρώχνει τις νεαρότερες σε πιο εύρωστες αγκαλιές. Στο «Ζεϊμπέκικο του Γιάννη» τα γηρατειά προλαβαίνουν τον ήρωα πριν εκείνος υλοποιήσει τις υποσχέσεις του απέναντι στη νεαρή γυναίκα του, ενώ στο «Σαν παλιά ελληνική ταινία» δεν είναι η διαφορά ηλικίας αλλά η οικονομική ανισότητα που δηλητηριάζει το ζευγάρι. Στο ομότιτλο της συλλογής διήγημα, ένας ήσυχος, αμοιβαίος ερωτικός πόθος παραμένει και από τις δύο πλευρές ανεκδήλωτος, από το φόβο να μην τραυματιστεί μια ιδιαίτερα θαλπερή φιλία. Η ανάγκη αυτοπροστασίας στομώνει την έκφραση επικίνδυνων συναισθημάτων.
Μνήμες αντιστασιακής δράσης
Η πίκρα για όλα όσα δεν τολμήθηκαν και για όλα όσα απομυζά το κύλισμα του χρόνου διατρέχει πολλές από τις ιστορίες. Ο,τι άλλοτε φάνταζε σημαντικό, τόσο μάλιστα ώστε να ξοδέψεις τη ζωή σου γι' αυτό, τώρα μοιάζει ξένο, φτηνό ή ακόμα και απειλητικό. Πρόσωπα στο μέσον ή προς το τέλος του βίου τους αναζητούν σκιερά απάγκια για να ανατρέξουν, αθέατα, σε πολυκαιρισμένα ιδανικά. Η τεταμένη παρακολούθηση και ο αυτιστικός σχολιασμός των ειδήσεων συνιστούν για τον τρόφιμο του γηροκομείου την εύθρυπτη κλωστή που τον δένει με την αγωνιστική νιότη του, πληρωμένη με εξορίες και φυλακές. Στο «Σκοτεινό θάλαμο» ένας φωτογράφος που είχε θητεύσει επί Εμφυλίου στη Μακρόνησο ξαναζεί τα πολιτικοποιημένα νεανικά του χρόνια την περίοδο της χούντας. Στην εν λόγω ιστορία η μαχητική και ερωτική έξαψη εξανεμίζονται ταυτόχρονα με την εκπνοή της εποχής. Στο αμέσως επόμενο διήγημα, την «Πρωτομαγιά», μια απρόσμενη συνάντηση αναμοχλεύει τις συντροφιές αριστερών οργανώσεων και ξυπνά ανεπίδοτα ερωτικά σκιρτήματα. Οι «Μικροί ήρωες» της γειτονικής ιστορίας αναλαμβάνουν, πάλι επί Επταετίας, αποστολές υπέρ πατρίδος, που έχουν περισσότερο το χαρακτήρα φάρσας παρά αντίστασης. Και εδώ η αλλαγή εποχής στέρεψε την ανθρώπινη επαφή ελλείψει ρόλων και κινήτρων. Ακόμα όμως και μέσα στο ανέλπιδο κλίμα των ημερών μας ο Παπαστάθης διακρίνει δύο γυναικείες φιγούρες, οι οποίες εργάζονται φιλόπονα για την ευόδωση των μικρών τους αποστολών. Η μία «Αναβε τα καντήλια» σε απόκρημνο δρόμο του Πηλίου αναψύχοντας τις ψυχές των αδικοχαμένων, ενώ η άλλη επί έξι χρόνια αναζητούσε εναγωνίως τον ιδιοκτήτη απολεσθείσας φωτογραφικής μηχανής, μάρκας «Fyjika». Η αποστολική φιλαλληλία αμφοτέρων δικαιώνεται με την ευγνωμοσύνη, νοητή και εμπράγματη, αντιστοίχως, των ευεργετούμενων. Φωτεινές μορφές στη σκιά της καθημερινότητας συγκροτούν επίσης το μαύρο κοριτσάκι, του οποίου η αφοπλιστική εξωστρέφεια εξουδετερώνει την ανακριτική περιέργεια των συνταξιδιωτών του, ο παραβάτης που με τσαμπουκά κερδίζει την εύνοια της πταισματοδίκου, ο χαρισματικός ρακοσυλλέκτης ο οποίος, όπως και ο συγγραφέας του άλλωστε, αναγνώριζε την αξία των παραπεταμένων, ο δάσκαλος που συνειδητοποίησε με τρόπο επώδυνο ότι το θέατρο διασαλεύει την ιεραρχία της πραγματικής ζωής.
Κατ' αντιστοιχία, πρωταγωνιστές στο βιβλίο είναι οι έσχατοι της ζωής, πρόσωπα στριμωγμένα άγρια από την προσπάθεια αυτοσυντήρησης. Χαρακτηριστικό ως προς τις νοσηρές παρενέργειες του βιοποριστικού άγχους, το αποτροπιαστικό τέχνασμα της νεαρής μαύρης που λιτάνευε ένα απερίγραπτα σακατεμένο πλάσμα. Ο φακός του Παπαστάθη (καθ' ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε, κινηματογραφική η γραφή του) χαμηλώνει στο μικρό και ασήμαντο, άχρωμο ή και άσχημο. Η ακινησία της δράσης συντονίζεται με την αγκυλωμένη συμπεριφορά των χαρακτήρων και τη δυσκινησία τους μέσα στο προσωπικό τους τέλμα. Η ανάδειξη ανύποπτων λεπτομερειών και της σημασίας του αυτονόητου, η καθαρότητα των αναπαραστάσεων, η φειδωλή δραματικότητα, η εναργέστατη απεικόνιση συνηθισμένων μορφών στο χείλος του γκρεμίσματός τους, γνήσιων ακόμα σε καταστάσεις διαβρωτικές, ο πεισματικά αστόλιστος λόγος, στοιχεία συναρμοσμένα σε καλοειπωμένες ιστορίες, καταδεικνύουν το ότι ο Παπαστάθης εισήλθε στην πεζογραφία με σοβαρές αξιώσεις.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 21/07/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις