0
Your Καλαθι
Η νυχτερίδα πέταξε
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Οι εμμονές των ανθρώπων -οράματα, τελετουργίες, φοβίες, αλλά και ένα παλιό ραδιόφωνο, μια σαββατιάτικη βόλτα- που είναι η πρώτη ύλη στα διηγήματα του Λάκη Παπαστάθη, σχεδόν καθαγιάζονται από την τρυφερή ματιά του αφηγητή.
Τους ήρωές του, ανθρώπους μοναχικούς, δια-ψευσμένους, άρρωστους, γερασμένους, όπως ο ταξιτζής και η πόρνη, ο μετανάστης και ο λαϊκός ιερέας, ο πλανόδιος φωτογράφος και οι γηραιές κυρίες, όλους αυτούς ο συγγραφέας κάπου τους συνάντησε, τους διαπέρασε με το μάτι-φακό του κινηματογρφιστή και τους αγάπησε.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μάλλον μακράν «του Τσαρσίου της Σταμπούλ», όπου «όπισθεν των σιδηρών πυλών του Κεμπετσή-Χανίου» εμαραίνετο το ραφτόπουλο του Βιζυηνού, θα πρέπει να εντοπίζεται η οδός Μπέηογλου, μία εκ των ωραιοτέρων της Πόλης, στην οποία βρισκόταν το πατρογονικό ραφείο του Ιορδάνη Κεσίσογλου. Ως πράος χαρακτήρας διαγράφεται αυτός ο Ιορδάνης, ουδεμία σχέση με εκείνο «το μικρόσωμον, καχεκτικόν γερόντιον», «τον αρχιρράπτη της Βαλιδέ-Σουλτάνας» και μάστορη του Βιζυηνού. Το πιθανότερο ωστόσο κι αυτός, ή έστω ο πατέρας του όταν ζούσε, να επιτηρούσε «ύπερθεν των μεγάλων και στρογγυλών αυτού διόπτρων» τους πέντε παραγιούς. Τουρκάκια τα ραφτόπουλα, όχι όπως ο ήρωας του Βιζυηνού που «στρατολογήθηκε διά το έντιμον των ραπτών επάγγελμα» από τη μεριά της Θράκης.
Οπως και να έχει, στο συγκεκριμένο διήγημα του Λ. Παπαστάθη διακρίνεται η αχλύ του παρελθόντος. Μετά «τα γεγονότα του '55», τα Σεπτεμβριανά, όπως τα αποκαλούν, ο Ιορδάνης μετακόμισε το ραφείο του «λίγο πιο πάνω από το Μοναστηράκι», «κάτω από το σπίτι των αρχαίων ανέμων», εκεί όπου «επί Τουρκοκρατίας χόρευαν δερβίσηδες» κατά τον αφηγητή, ο οποίος διά στόματος Ιορδάνη αναφέρει «θρυλικά ονόματα για τον Ελληνισμό... Χάλκη, Μαρμαράς, Πριγκηπονήσια...». Μερακλής μάστορας ο Ιορδάνης, έκανε τέχνη τη δουλειά του. Προφανώς πρόκειται για ευτυχές επακόλουθο από τον συγχρωτισμό του συγγραφέα με τον Βιζυηνό. Αν και η συλλογή διηγημάτων περιλαμβάνει 19 πεζά, σε πρώτη δημοσίευση, τα οποία, το πιθανότερον, συνελήφθησαν και γράφτηκαν σε μια πολύ μεγαλύτερη χρονική περίοδο.
Αυτό το πρώτον της ζωής του ταξείδιον στα λογοτεχνικά περάσματα, από τη θέση του πλοηγού, θα πρέπει να το αποφάσισε ο Λ. Παπαστάθης κατά το σημαδιακό γι' αυτόν 2001, όταν εόρτασε τουλάχιστον δύο επετείους· τη συμπλήρωση εικοσαετίας από την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του και ενός τετάρτου του αιώνα για την τηλεοπτική εκπομπή «Παρασκήνιο», ως συμπαραγωγός. Κυριότερος όμως συντελεστής θα πρέπει να στάθηκε η τρίτη ταινία του, «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», κατά το πλουσιότερο σε παραμυθικά στοιχεία διήγημα του Βιζυηνού που στις ημέρες μας δεν εμπνέει τόσο τους μελετητές της λογοτεχνίας όσο καλλιτέχνες του θεάτρου και του κινηματογράφου. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις πως ο Λ. Παπαστάθης είναι καλός γνώστης της ελληνικής λογοτεχνίας - οι ταινίες ιδεών που φτιάχνει, οι πολιτιστικές εκπομπές του, το αρχείο παλαιών περιοδικών για το οποίο πλείστοι όσοι ερευνητές τον ευχαριστούν, ακόμη οι διάσπαρτες στα διηγήματα νύξεις -, ωστόσο μάλλον ο Βιζυηνός έδωσε την οριστική ώθηση.
Κατά τα γυρίσματα στην Πόλη ίσως εμπνεύστηκε και το πρώτο διήγημα της συλλογής «Νυχτερινή βόλτα στην αγορά», με τον μανάβη που παρέμεινε και μετά «τα γεγονότα του '55», ως τον θάνατό του. Ολόκληρο το διήγημα εστιάζεται στην περιγραφή μιας τελευταίας βόλτας της σορού του στην αγορά τον Ιούνιο του 2000. Ωστόσο αυτά τα δύο διηγήματα αποτελούν μάλλον την εξαίρεση, καθώς στη συλλογή υπερισχύουν οι πονεμένες ιστορίες λαϊκών τύπων και αποβλήτων, προ παντός κοινών γυναικών, ελληνίδων ή και εισαγόμενων, κάποτε και σαν σενάρια κοινωνικού ρομάντσου. Παρατηρείται όμως μια, θα λέγαμε, εξιλαστήρια κινητικότητα στη σύνθεση, η οποία κατά κανόνα δεν απαντάται στα περιορισμένα κειμενικά όρια ενός διηγήματος. Στα αρτιότερα κομμάτια, με μικροπερίοδη αφήγηση και εκτεταμένη χρήση του προφορικού λόγου, εκτυλίσσονται σκηνές με έντονη δράση, σχεδόν κινηματογραφική, που εξισορροπούν τις μελοδραματικές εξάρσεις ή και το, μερικές φορές, κραυγαλέο της υπόθεσης. Ιδιαίτερα όταν ο αφηγητής απεκδύεται τον διανοούμενο εαυτό του και δεν γίνεται υπέρμετρα αναλυτικός αλλά αφήνει τη διήγηση ανοιχτή να υπαινίσσεται, όπως στο «Ενα κομμάτι ρώσικης γης», με τη σιωπηλή και νοσταλγό Ρωσίδα, πιθανώς και ιερόδουλο, πολύ πιο καίριο από το «Μόνον εσένα έχω στον κόσμο», όπου η μυτιληνιά πόρνη τελικά σκοτώνει τον άντρα της και ας της έβαλε στεφάνι. Γενικότερα, το ψυχολογικό διήγημα δεν δείχνει να είναι το φόρτε του συγγραφέα, αν κρίνουμε και από το ελάχιστα πειστικό «Εχασε τις παιδικές φωτογραφίες».
Σύγχρονα διηγήματα σε μια Αθήνα που ασφυκτιά από την κίνηση και τις βιαιοπραγίες, καθώς και σε μια ελληνική επαρχία, κατά τη μεριά της Λέσβου ή και της Θεσσαλίας που καθόλου δεν υστερεί στην εξαχρείωση των ηθών. Αν και βρίσκουμε συναρπαστικότερο το «Μαρία με λένε», με την κινηματογράφηση της προσκυνήτριας σε μοναστήρι θαυματουργού αγίου, από το «Αυτός που μύριζε την οξιά» και την εκδίκηση των μαφιόζων «στα σκυλάδικα του Βελεστίνου» ή της Βάθης. Εντυπωτικοί ήρωες, ανεξάρτητα αν κάποτε καταλήγουν γραφικοί.
Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό παραμένει η ματιά του σκηνοθέτη στην αντίληψη του χώρου. Αυτή η διεξοδική περιγραφή, εξαντλητική και ακριβόλογη σαν να κάνει ρεπαράζ. Οταν ο αφηγητής παραμένει στη θέση του παρατηρητή και η οπτική γωνία μετατοπίζεται από ήρωα σε ήρωα, μεταβάλλοντας την απόσταση, αρχικά εκ του μακρόθεν, για να φθάσει, σε μια τελική σκηνή, να ζουμάρει στην αγωνία του κεντρικού προσώπου. Διηγήματα ως σπουδές, όχι θανάτου αλλά μάλλον επιβίωσης, με προεξάρχουσες τις γυναίκες. Ο Λ. Παπαστάθης κατορθώνει να εισαγάγει την αισθητική του κινηματογραφιστή στο νεοελληνικό πεζογράφημα. Ας ελπίσουμε αυτό το πρώτον ταξείδιον να μην είναι και το μόνον της ζωής του ταξείδιον στη λογοτεχνία.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 21-04-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Παρακολουθώ επί έτη την κινηματογραφική πορεία του σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη -από το πολύτιμο «Παρασκήνιο» και Τον καιρό των Ελλήνων, ώς τον Θεόφιλο και Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Η μυθολογία και οι τρόποι του μου είναι οικείοι, και με θέλγουν. Διαθέτει μια ηρωική, άκρως αθώα οπτική, και μέσω των ωραίων εικόνων που απεργάζεται (μνημονεύουν τον πλατύ αέρα του παληού σοβιετικού κινηματογράφου), μας προσφέρει επί πίνακι όνειρα και οράματα του Γένους (ράκη και φαντάσματα;), τα οποία ο Παπαστάθης υπερασπίζεται με επιμονή και πάθος.
Αλαφροήσκιωτοι οι ήρωές του, εισέρχονται τελετουργικά σε έναν φιλμικό χώρο κατ' εξοχήν ποιητικό -μας παρακολουθούν κατά πόδας, σχεδόν μας καταδιώκουν, και μας μαγεύουν.
* * *
Με αυτή τη σκευή ο Παπαστάθης περνάει στη λογοτεχνία, εκδίδοντας έναν τόμο με δεκαεννέα σύντομα διηγήματα.
Ο χώρος ποικίλλει. Πέντε διαδραματίζονται στην (πατρώα) Μυτιλήνη, διπλάσια στο κλεινόν άστυ, ανά ένα στη Σμύρνη και το Πήλιο, σε ένα ο τόπος δεν κατονομάζεται.
Καίτοι ένα από τα ωραιότερα (και αρτιότερα) της συλλογής («Κάθε Σάββατο στο Ντόλτσε») ανήκει κατ' εξοχήν στα αθηναϊκά, ο πιο πηγαίος και οικείος Παπαστάθης παραμένει εκείνος της Μυτιλήνης. Εκεί, οι χαρακτήρες του αναπτύσσονται και θάλλουν σε έναν τόπο (και ένα τοπίο) που τους περιβάλλει με μια βελούδινη στοργή.
Ακρως χαρακτηριστικό, εν προκειμένω, είναι το διήγημα «Κυριακή μεσημέρι», όπου η δαψιλής περιγραφή μιας σπανακόπιτας με τα δεκατέσσερα φύλλα της στρώσης, και τη σύναξη της οικογένειας για το μεγαλειώδες (και απολεσθέν, πλέον) γεύμα της Κυριακής, τελειώνει με την αποδημία της γιαγιάς -μοναδικού κρίκου μεταξύ παρελθόντος και παρόντος.
Γενικότερα ο Παπαστάθης εμφανίζεται με ιδιαίτερη αφηγηματική ευφορία και έντονη παραστατικότητα: ο μύθος, ο χώρος και οι ήρωες γοητεύουν τον αναγνώστη.
Δεν πιστεύω ότι αυτές οι αρετές είναι αποτέλεσμα της κινηματογραφικής εμπειρίας του πεζογράφου μας. Αντιθέτως: μπορώ να υποστηρίξω ότι αυτές ακριβώς οι χάρες είναι που πέρασαν μέσα στο φιλμικό του σύμπαν.
Η πλούσια και βαριά λογοτεχνική παράδοση της Λέσβου ήταν αδύνατον να μην τυλίξει τον αφηγητή Παπαστάθη. Η ιδιαίτερη, άλλως τε, γοητεία πολλών διηγημάτων του θα πρέπει να αναζητηθεί και στην άλλη δωρεά, με την οποία τον προίκισε ο τόπος.
Αναφέρομαι στην ευτυχισμένη συγκυρία να ζήσει σε αυτό, το ανθρώπινο μεταίχμιο, όπου με τους γηγενείς διασταυρώθηκαν άλλοι πολιτισμοί -της Ιωνίας, αλλά και της απώτερης Ασίας. Εμφανέστατα, λοιπόν, ο Παπαστάθης δεν ανήκει εις την Δύσιν...
...Ετσι κι έγινε. Τέσσερις φίλοι με αργό βήμα κουβαλάνε το φέρετρο με τη σορό του Αριστείδη στους ώμους. Η αγορά κατάμεστη από κόσμο. Πρώτη στάση στην ταβέρνα του Σουλεϊμάν. Μέσα δύο μουσικοί έπαιζαν με κέφι ένα τούρκικο τσιφτετέλι. Βλέπουν το φέρετρο αλλά συνεχίζουν να παίζουν. Ολοι οι θαμώνες σηκώνονται και χορεύουν. Λικνίζονται στο λάγνο ρυθμό, ενώ οι τέσσερις φίλοι, με τα καλά τους, κρατούν το φέρετρο σοβαροί. Ο Σουλεϊμάν σπάει ένα ποτηράκι με ρακί πετώντας το μπροστά στο νεκρό.
Δεύτερη στάση στο μαγαζί του Μετίν για να δει ο Αριστείδης για τελευταία φορά πώς κόβει με τρομερή δεξιοτεχνία το κεμπάπ. Οταν περνούσε από κει του έλεγε αστεία και θαύμαζε τις κινήσεις του με το μπαλταδάκι και το μακρύ μαχαίρι, που έμοιαζαν με τελετουργίες πολεμιστών του Μεσαίωνα. Τώρα ο Μετίν κάτι του φωνάζει στα τούρκικα, κάτι σαν «καληνύχτα», σαν «καλό ταξίδι».
Τρίτη στάση στο καφενείο του Αλή. Εκεί ένας ένας βγαίνει και ακουμπά την παλάμη του στο φέρετρο.
Η κηδεία του Αριστείδη έγινε στις 16 Ιουνίου του 2000, ημέρα Παρασκευή, στις 10 το βράδυ. Ανάλογη βόλτα είχε ζητήσει να γίνει στη σορό του, ο Οσμάν ο καφετζής, στις 16 Μαΐου του 1958.
(«Νυχτερινή βόλτα στην αγορά»)
Αυτή η μίξη της ζωής σημαίνει, φυσικά, και μια άλλη θεώρησή της -όχι απλώς μια αίσθηση της ματαιότητος των εγκοσμίων, αλλά και μια αποδοχή (και επιδίωξη) της χαράς του βίου.
* * *
Ο αφηγητής Παπαστάθης ακολουθεί κατά πόδας τον κινηματογραφιστή. Οι αναφορές του σε όρους, σε μεθόδους ή και στη μυθολογία του κινηματογράφου (ενίοτε και της τηλεόρασης) είναι συχνές, παραμένουν όμως ως απλά σημεία του σκηνικού χώρου.
Ενα του διήγημα («Κάτω από το σπίτι των αρχαίων ανέμων») με ήρωα έναν ράφτη, ξεπερασμένον πια από τον καιρό, με ρυμούλκησε σε χρόνια και χρόνια πριν: θυμήθηκα αχνά την ταινία του Αλμπέρτο Λατουάντα «Το παλτό» -από το ομώνυμο διήγημα του Γκόγκολ- με την οποία αρχίσαμε (το 1961!) τις ενθουσιώδεις και αθώες προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης Καβάλας.
Τη (λογοτεχνική) γραφή του Παπαστάθη χαρακτηρίζει μια επίμονη λιτότητα. Το κενό που αφήνει η απουσία των κινηματογραφικών ηρώων, πληροί στα διηγήματα ένας κεκαλυμμένος λυρισμός. Η αφήγηση παραμένει ουσιαστικά ηθελημένα ημιτελής, το τέλος της διήγησης δεν εξαντλεί το μύθο -μέσα, όμως, από ελάχιστες σελίδες ο αναγνώστης έχει ήδη αγαπήσει τους ήρωες, συμμερίζεται τη μοίρα τους, χαίρεται και (κυρίως) υποφέρει μαζί τους.
ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/12/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις