0
Your Καλαθι
Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
62%
62%
Περιγραφή
'Ενα τρυφερό βιβλίο, γραμμένο με πολύ χιούμορ και ευαισθησία, που δείχνει ότι τα καλύτερα μυθιστορήματα τα υπαγορεύει η ίδια η ζωή.
«... Η αντίθεση χαρακτήρισε τη σχέση μας απ' την αρχή. Τον ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Εκείνος δε μου έριξε ούτε δεύτερη. Στην επόμενή μας συνάντηση στάθηκα πιο τυχερή, Αρχίσαμε να βγαίνουμε. Για την ακρίβεια, «τα φτιάξαμε». Επέμενα στο ασφαλές σεξ. Αντιδρούσε στη θέα του προφυλακτικού. Για κείνον ήταν σαν να έτρωγε το σοκολατάκι με το περιτύλιγμα. Έμεινα έγκυος στα δεκαοχτώ. Έμεινε σύξυλος στα είκοσι τρία. Αποφάσισα να κρατήσω το παιδί. Ασφαλώς είχε άλλη άποψη. Του την άλλαξαν οι γονείς του, όταν έμαθαν το ύψος της περιουσίας που μου κληροδοτούσε ο πατέρας μου. Ενωθήκαμε πριν από δεκαεφτά χρόνια με τα ιερά δεσμά του γάμου. Για μένα ήταν πράγματι ιερά. Για κείνον ήταν πράγματι δεσμά. Κάθε φορά που τσακωνόμασταν, μου το υπενθύμιζε με την εξής φράση: «Μακάρι να μου κοβόταν σύρριζα». Για ο καλό ορισμένων, κάποιες ευχές μένουν απραγματοποίητες...»
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας, ετών 30, με περισσότερες από 50.000 πωλήσεις στο πρώτο βιβλίο της, πρέπει να είναι ακριβώς όπως η γυναίκα που εικονίζεται στο εξώφυλλο του βιβλίου υπερβολικά ικανοποιημένη με τον εαυτό της. Εμφανώς επειδή έχει πάρει κάποιου είδους ρεβάνς αλλά από ποιον; Από έναν ανάξιο σύζυγο (η ηρωίδα) ή μήπως από τους κατηφείς εκπροσώπους της σοβαρής λογοτεχνίας (η συγγραφέας);
Ας εξετάσουμε κατ' αρχάς τα δεδομένα της υπόθεσης. Το βιβλίο «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» εμφανίστηκε τον Απρίλιο της εφετεινής χρονιάς, χωρίς άλλο πιστοποιητικό ποιότητας πέραν του ερεθιστικού εξωφύλλου και του τίτλου του. Η Μάιρα Παπαθανασοπούλου, απόφοιτος γερμανικής φιλολογίας, μεταφράστρια, φρεσκοπαντρεμένη και μητέρα ενός δίχρονου αγοριού, έγραψε μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι το προσωπικό της ψυχογράφημα, παρ' ότι τελικά δεν είναι. Συνηθισμένη λογοτεχνική εκκίνηση: επίδοξη συγγραφέας γράφει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μια ιστορία που μοιάζει να εκπηγάζει από τα βιώματά της. Προς κατάπληξιν και της ιδίας, το βιβλίο γίνεται μπεστ-σέλερ του καλοκαιριού και βρίσκεται τώρα στη 17η έκδοση. Οι αιτίες της επιτυχίας πρέπει μάλλον να αναζητηθούν εκτός λογοτεχνικού κανόνος, σε κάποια φαινόμενα της ελληνικής αλλά και της διεθνούς παθολογίας.
Το πρώτο φαινόμενο αφορά τη λογοτεχνική ανάπλαση της συζυγικής απάτης.
Η «απατημένη» απέκτησε νέες συνδηλώσεις μετά την παρατεταμένη έκθεση του δράματος της Χίλαρι. Οι σπίθες της επικαιρότητας, καθώς και η δυνητική ταύτιση χιλιάδων γυναικών με την υποτιμημένη ηρωίδα του βιβλίου, έπαιξαν ασφαλώς κάποιο ρόλο. Οτι πρόκειται περί «απιστίας» γίνεται εμφανές από τη λέξη-κλειδί «Ιούδας». Προσοχή, όμως: εδώ έχουμε τη διαφοροποίηση του πατροπαράδοτου μοντέλου: αντί για το «σύνδρομο της Πηνελόπης», της γλυκιάς, υποτακτικής συζύγου που διώχνει τους μνηστήρες και υφαίνει υπομονετικά στον αργαλειό περιμένοντας την επιστροφή του συζύγου, χορτασμένου από περιπέτειες, βλέπουμε την ηρωίδα του βιβλίου, ήδη από το εξώφυλλο, να παίρνει τον σκύλο και να φεύγει. Ενα τέτοιο βιβλίο δύσκολα θα κυκλοφορούσε πριν από 20 χρόνια: είναι προϊόν εποχής.
Το δεύτερο φαινόμενο, η εμπορική εκτίναξη βιβλίων που εξιστορούν «πάθη γυναικών», επιβεβαιώνει την εικασία ότι το μεγαλύτερο τμήμα του αναγνωστικού κοινού είναι γυναίκες. Η ανάλογη επιτυχία στη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, την ίδια χρονιά, του βιβλίου της Ελεν Φίλντινγκ «Μπρος γκρεμός και πίσω... ράφι» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα») προσδιορίζει μια κρίσιμη μάζα αναγνωστών, ή μάλλον αναγνωστριών, που αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους στα πρόσωπα των ηρωίδων. Εδώ προβάλλεται το άλλο μοντέλο σύγχρονης γυναίκας, ανύπαντρης και επιτυχημένης, γύρω στα 30, που αναζητεί τον τέλειο άντρα και δεν τον βρίσκει. Ομοίως το νέο βιβλίο της Μάιρας Παπαθανασοπούλου που γράφεται αυτή τη στιγμή τοποθετεί μεν σε πρώτο πλάνο τις σχέσεις τριών ανδρών αλλά τις διυλίζει μέσα από την παρουσία μιας γυναίκας που εμπλέκεται συναισθηματικά και με τους τρεις. Και πάλι, δηλαδή, έχουμε ανατομία των προσωπικών σχέσεων και, τουλάχιστον όσον αφορά την ελληνική περίπτωση, μετεξέλιξη του προτύπου της Μάρως Βαμβουνάκη.
Τρίτον, δεδομένου ότι πρόκειται για έργο λογοτεχνικής και όχι ροζ σειράς, πρέπει να αναρωτηθεί κανείς για τις ποιότητες εκείνες που έκαναν τον «Ιούδα» τόσο ελκυστικό στο ευρύ κοινό. Εκείνο που καταφανώς διαφοροποιεί τη γραφή της Μάιρας Παπαθανασοπούλου από άλλες φωνές πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων είναι η συνειδητή πρόθεσή της να κάνει χιούμορ. Αυτή η παιγνιώδης αντιμετώπιση της πραγματικότητας, χωρίς άλλες υφολογικές αξιώσεις, θεωρείται γενικώς ασύμβατη με την υψηλή λογοτεχνία. Μόνο σε χώρες με μακρά παράδοση σκωπτικού χιούμορ, όπως η Βρετανία, συναντούμε συχνά το απομυθοποιητικό κλίμα της τραγωδίας του γελοίου. Εκεί, όμως, παρωδείται ένα ολόκληρο σύστημα αξιών από λογοτέχνες που κοιτούν πέρα από τον εαυτό τους και κατοπτεύουν ένα ρημαγμένο κοινωνικό πεδίο. Εδώ, προς το παρόν, η σκόπευση αφορά τον περιορισμένο ορίζοντα του σπιτιού. Και σε αυτήν όμως την τραγωδία των προσωπικών σχέσεων υπάρχει χώρος για χιούμορ, λέει η Μάιρα Παπαθανασοπούλου, έχοντας ως υπόδειγμα τον Μπορίς Βιάν. Η συνέχεια, με το επόμενο βιβλίο, θα δείξει την αντοχή του μοντέλου χιουμοριστικής γραφής που προτείνει η συγγραφέας.
Τελευταίο συστατικό του αφηγήματος, το οποίο εντοπίζεται στα περισσότερα βιβλία των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων, είναι η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο που κάνει πιο εύκολη την ταύτιση της ηρωίδας με τη συγγραφέα και, βεβαίως, με την αναγνώστρια. Τα τρία πρόσωπα θα μπορούσαν κάλλιστα να τοποθετηθούν το ένα στη θέση του άλλου. Εύκολα η αναγνώστρια θα μπορούσε να είναι η συγγραφέας του βιβλίου, παρ' ότι η επιτυχία της Μάιρας Παπαθανασοπούλου είναι όλη δική της.
«Εκλεινα τα μάτια κι έβλεπα εντονότερα τα πράγματα που με συγκινούσαν. Εκλεινε τα μάτια και μετά από λίγο ροχάλιζε» γράφει η κ. Παπαθανασοπούλου, εκφράζοντας το παράπονο της πλειονότητας, απ' ό,τι φαίνεται, των γυναικών. Και ας ισχυρίζεται η συγγραφέας ότι δεν είχε ούτε κατ' ελάχιστον τα βιώματα της ηρωίδας της. Τα καθημερινά οικογενειακά προβλήματα αποδεικνύονται η καλύτερη μαγιά για να πιάσουν τον σφυγμό ενός εκτεταμένου αναγνωστικού κοινού. Ακριβώς σαν τις τηλεοπτικές σειρές των καναλιών. Επιβεβαιώνεται ότι ο μικρόκοσμος του σπιτιού μας και κατά προέκταση ο συναισθηματικός μας μικρόκοσμος μπορεί να αποτελέσει το λογοτεχνικό σύμπαν ενός μυθιστορήματος, και μάλιστα ενός μπεστ-σέλερ.
ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-10-1998
«... Η αντίθεση χαρακτήρισε τη σχέση μας απ' την αρχή. Τον ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Εκείνος δε μου έριξε ούτε δεύτερη. Στην επόμενή μας συνάντηση στάθηκα πιο τυχερή, Αρχίσαμε να βγαίνουμε. Για την ακρίβεια, «τα φτιάξαμε». Επέμενα στο ασφαλές σεξ. Αντιδρούσε στη θέα του προφυλακτικού. Για κείνον ήταν σαν να έτρωγε το σοκολατάκι με το περιτύλιγμα. Έμεινα έγκυος στα δεκαοχτώ. Έμεινε σύξυλος στα είκοσι τρία. Αποφάσισα να κρατήσω το παιδί. Ασφαλώς είχε άλλη άποψη. Του την άλλαξαν οι γονείς του, όταν έμαθαν το ύψος της περιουσίας που μου κληροδοτούσε ο πατέρας μου. Ενωθήκαμε πριν από δεκαεφτά χρόνια με τα ιερά δεσμά του γάμου. Για μένα ήταν πράγματι ιερά. Για κείνον ήταν πράγματι δεσμά. Κάθε φορά που τσακωνόμασταν, μου το υπενθύμιζε με την εξής φράση: «Μακάρι να μου κοβόταν σύρριζα». Για ο καλό ορισμένων, κάποιες ευχές μένουν απραγματοποίητες...»
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας, ετών 30, με περισσότερες από 50.000 πωλήσεις στο πρώτο βιβλίο της, πρέπει να είναι ακριβώς όπως η γυναίκα που εικονίζεται στο εξώφυλλο του βιβλίου υπερβολικά ικανοποιημένη με τον εαυτό της. Εμφανώς επειδή έχει πάρει κάποιου είδους ρεβάνς αλλά από ποιον; Από έναν ανάξιο σύζυγο (η ηρωίδα) ή μήπως από τους κατηφείς εκπροσώπους της σοβαρής λογοτεχνίας (η συγγραφέας);
Ας εξετάσουμε κατ' αρχάς τα δεδομένα της υπόθεσης. Το βιβλίο «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» εμφανίστηκε τον Απρίλιο της εφετεινής χρονιάς, χωρίς άλλο πιστοποιητικό ποιότητας πέραν του ερεθιστικού εξωφύλλου και του τίτλου του. Η Μάιρα Παπαθανασοπούλου, απόφοιτος γερμανικής φιλολογίας, μεταφράστρια, φρεσκοπαντρεμένη και μητέρα ενός δίχρονου αγοριού, έγραψε μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι το προσωπικό της ψυχογράφημα, παρ' ότι τελικά δεν είναι. Συνηθισμένη λογοτεχνική εκκίνηση: επίδοξη συγγραφέας γράφει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μια ιστορία που μοιάζει να εκπηγάζει από τα βιώματά της. Προς κατάπληξιν και της ιδίας, το βιβλίο γίνεται μπεστ-σέλερ του καλοκαιριού και βρίσκεται τώρα στη 17η έκδοση. Οι αιτίες της επιτυχίας πρέπει μάλλον να αναζητηθούν εκτός λογοτεχνικού κανόνος, σε κάποια φαινόμενα της ελληνικής αλλά και της διεθνούς παθολογίας.
Το πρώτο φαινόμενο αφορά τη λογοτεχνική ανάπλαση της συζυγικής απάτης.
Η «απατημένη» απέκτησε νέες συνδηλώσεις μετά την παρατεταμένη έκθεση του δράματος της Χίλαρι. Οι σπίθες της επικαιρότητας, καθώς και η δυνητική ταύτιση χιλιάδων γυναικών με την υποτιμημένη ηρωίδα του βιβλίου, έπαιξαν ασφαλώς κάποιο ρόλο. Οτι πρόκειται περί «απιστίας» γίνεται εμφανές από τη λέξη-κλειδί «Ιούδας». Προσοχή, όμως: εδώ έχουμε τη διαφοροποίηση του πατροπαράδοτου μοντέλου: αντί για το «σύνδρομο της Πηνελόπης», της γλυκιάς, υποτακτικής συζύγου που διώχνει τους μνηστήρες και υφαίνει υπομονετικά στον αργαλειό περιμένοντας την επιστροφή του συζύγου, χορτασμένου από περιπέτειες, βλέπουμε την ηρωίδα του βιβλίου, ήδη από το εξώφυλλο, να παίρνει τον σκύλο και να φεύγει. Ενα τέτοιο βιβλίο δύσκολα θα κυκλοφορούσε πριν από 20 χρόνια: είναι προϊόν εποχής.
Το δεύτερο φαινόμενο, η εμπορική εκτίναξη βιβλίων που εξιστορούν «πάθη γυναικών», επιβεβαιώνει την εικασία ότι το μεγαλύτερο τμήμα του αναγνωστικού κοινού είναι γυναίκες. Η ανάλογη επιτυχία στη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, την ίδια χρονιά, του βιβλίου της Ελεν Φίλντινγκ «Μπρος γκρεμός και πίσω... ράφι» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα») προσδιορίζει μια κρίσιμη μάζα αναγνωστών, ή μάλλον αναγνωστριών, που αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους στα πρόσωπα των ηρωίδων. Εδώ προβάλλεται το άλλο μοντέλο σύγχρονης γυναίκας, ανύπαντρης και επιτυχημένης, γύρω στα 30, που αναζητεί τον τέλειο άντρα και δεν τον βρίσκει. Ομοίως το νέο βιβλίο της Μάιρας Παπαθανασοπούλου που γράφεται αυτή τη στιγμή τοποθετεί μεν σε πρώτο πλάνο τις σχέσεις τριών ανδρών αλλά τις διυλίζει μέσα από την παρουσία μιας γυναίκας που εμπλέκεται συναισθηματικά και με τους τρεις. Και πάλι, δηλαδή, έχουμε ανατομία των προσωπικών σχέσεων και, τουλάχιστον όσον αφορά την ελληνική περίπτωση, μετεξέλιξη του προτύπου της Μάρως Βαμβουνάκη.
Τρίτον, δεδομένου ότι πρόκειται για έργο λογοτεχνικής και όχι ροζ σειράς, πρέπει να αναρωτηθεί κανείς για τις ποιότητες εκείνες που έκαναν τον «Ιούδα» τόσο ελκυστικό στο ευρύ κοινό. Εκείνο που καταφανώς διαφοροποιεί τη γραφή της Μάιρας Παπαθανασοπούλου από άλλες φωνές πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων είναι η συνειδητή πρόθεσή της να κάνει χιούμορ. Αυτή η παιγνιώδης αντιμετώπιση της πραγματικότητας, χωρίς άλλες υφολογικές αξιώσεις, θεωρείται γενικώς ασύμβατη με την υψηλή λογοτεχνία. Μόνο σε χώρες με μακρά παράδοση σκωπτικού χιούμορ, όπως η Βρετανία, συναντούμε συχνά το απομυθοποιητικό κλίμα της τραγωδίας του γελοίου. Εκεί, όμως, παρωδείται ένα ολόκληρο σύστημα αξιών από λογοτέχνες που κοιτούν πέρα από τον εαυτό τους και κατοπτεύουν ένα ρημαγμένο κοινωνικό πεδίο. Εδώ, προς το παρόν, η σκόπευση αφορά τον περιορισμένο ορίζοντα του σπιτιού. Και σε αυτήν όμως την τραγωδία των προσωπικών σχέσεων υπάρχει χώρος για χιούμορ, λέει η Μάιρα Παπαθανασοπούλου, έχοντας ως υπόδειγμα τον Μπορίς Βιάν. Η συνέχεια, με το επόμενο βιβλίο, θα δείξει την αντοχή του μοντέλου χιουμοριστικής γραφής που προτείνει η συγγραφέας.
Τελευταίο συστατικό του αφηγήματος, το οποίο εντοπίζεται στα περισσότερα βιβλία των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων, είναι η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο που κάνει πιο εύκολη την ταύτιση της ηρωίδας με τη συγγραφέα και, βεβαίως, με την αναγνώστρια. Τα τρία πρόσωπα θα μπορούσαν κάλλιστα να τοποθετηθούν το ένα στη θέση του άλλου. Εύκολα η αναγνώστρια θα μπορούσε να είναι η συγγραφέας του βιβλίου, παρ' ότι η επιτυχία της Μάιρας Παπαθανασοπούλου είναι όλη δική της.
«Εκλεινα τα μάτια κι έβλεπα εντονότερα τα πράγματα που με συγκινούσαν. Εκλεινε τα μάτια και μετά από λίγο ροχάλιζε» γράφει η κ. Παπαθανασοπούλου, εκφράζοντας το παράπονο της πλειονότητας, απ' ό,τι φαίνεται, των γυναικών. Και ας ισχυρίζεται η συγγραφέας ότι δεν είχε ούτε κατ' ελάχιστον τα βιώματα της ηρωίδας της. Τα καθημερινά οικογενειακά προβλήματα αποδεικνύονται η καλύτερη μαγιά για να πιάσουν τον σφυγμό ενός εκτεταμένου αναγνωστικού κοινού. Ακριβώς σαν τις τηλεοπτικές σειρές των καναλιών. Επιβεβαιώνεται ότι ο μικρόκοσμος του σπιτιού μας και κατά προέκταση ο συναισθηματικός μας μικρόκοσμος μπορεί να αποτελέσει το λογοτεχνικό σύμπαν ενός μυθιστορήματος, και μάλιστα ενός μπεστ-σέλερ.
ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-10-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις