0
Your Καλαθι
Το ρούχο του διαβόλου
Μια ιστορία για ρίγες και ριγέ υφάσματα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Τι κοινό μπορεί να έχουν ο άγιος Ιωσήφ και ο Οβελίξ, η πόρνη του Μεσαίωνα και ο διαιτητής του μπέηζμπωλ, οι καρμαλίτες και οι λουόμενοι της Μπελ Επόκ, οι γελωτοποιοί της Αναγέννησης και οι κατάδικοι στα κόμικς, όσοι κοιμούνται με πιτζάμες και οι Αβράκωτοι της Γαλλικής Επανάστασης;
Φορούν όλοι ριγέ, δείγμα της τοποθέτησής τους στα όρια της κοινωνικής ευταξίας ή και έξω από αυτήν. Το ριγέ, δομή νόθα, αποτέλεσε στη Δύση για καιρό σημείο αποκλεισμού και υπέρβασης. Ο Μεσαίωνας θεωρούσε τα ριγέ υφάσματα διαβολικά ενώ στη νεότερη κοινωνία παρέμειναν ως ενδυματολογικό γνώρισμα των κατώτερων στρωμάτων (σκλάβοι, υπηρέτες, ναύτες, κατάδικοι).
Ωστόσο αυτές οι υποτιμητικές ρίγες, χωρίς να εξαφανιστούν εντελώς, άρχισαν από τη ρομαντική εποχή να υποχωρούν μπροστά στον ανταγωνισμό ενός άλλου είδους ρίγας, φορέα νέων ιδεών: ελευθερία, νιάτα, ευχαρίστηση, χιούμορ. Σήμερα τα δύο συστήματα αξιών συνεχίζουν να συνυπάρχουν. Περισσότερο όμως από ποτέ, υπάρχουν ρίγες και ρίγες. Οι ρίγες του τραπεζίτη δεν είναι ίδιες με του κακοποιού, οι ρίγες στις διαβάσεις πεζών ή στα κάγκελα της φυλακής είναι διαφορετικές από αυτές που συναντάμε στην παραλία ή στα αθλητικά στάδια.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Διάβασα μονορούφι το βιβλιαράκι του Μισέλ Παστουρό -και θα το ήθελα πολύ μεγαλύτερο. Δεν θα το συνοψίσω, είναι ήδη απόσταγμα: μια σύντομη «κοινωνική» ιστορία του ριγέ υφάσματος, της ρίγας γενικά, απ' τον ύστερο Μεσαίωνα ώς (σχεδόν) τις μέρες μας. Η ιστορία μιας στάμπας λοιπόν, που σφράγισε αρχικά τον κάθε λογής απόβλητο: λεπρούς, τρελούς, εγκληματίες, τροβαδούρους, πόρνες, ηθοποιούς, μουσουλμάνους, προδότες, Εβραίους, βάναυσους χειρώνακτες και επίορκους. Η ιστορία ενός συμβολικού αποκλεισμού συνεπώς -και η ιστορία της υλικότητας ενός συμβόλου: αυτά πάνε πάντα μαζί. Κι έπειτα, η ιστορία μιας (λελογισμένης, επιλεκτικής) εξισορρόπησης των σημασιών της ρίγας: Καθώς εγγίζουμε το κατώφλι της νεωτερικότητας ή, έστω, καθώς περνάμε απ' την άλλη μεριά του χάσματος που είδε ο Φουκό ν' ανοίγεται ήδη στη διάρκεια του 17ου αιώνα (οπότε ορισμένες κατηγορίες απόβλητων εξαφανίζονται και αναφαίνονται άλλες, αν και όχι ακόμη το μετέπειτα προλεταριάτο), ένας υπεραναπληρωτικός ελιγμός τροποποιεί το συμβολικό παιχνίδι -κατά τόπους και υπό όρους. Οι «καλλιτέχνες» θα βγουν (φαινομενικά) κερδισμένοι απ' αυτόν το διαχωρισμό -και, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, ο Ιωσήφ, κερατάς μ' αντίζηλο τον Θεό, φορέας της πιθανότητας σαρκικής σχέσης, ντυμένος λοιπόν στα ριγέ και πρόσωπο της κωμωδίας καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, θ' αγιάσει αιφνιδίως.
Αλλά έτσι εσωτερικεύεται (απλώς) ο αποκλεισμός -που αλλού, αντιθέτως, θα παραγίνει εμφανής, και μάλιστα σ' οποιανδήποτε κλίμακα: στα μαλλιά των κοινωνικά πνιγμένων, στις ραβδώσεις των πόλεων (γκέτο, «κόκκινη ζώνη», το τείχος Σαρόν) ή στο ελάχιστο bar code: το σημάδι ενός δίχως όρια πια σαρκασμού... Απ' αυτή την άποψη, η ιστορία του ριγωμένου υφάσματος αλληγορεί την ιστορία της (καλλιτεχνικής) Φόρμας -κι εικονογραφεί, θα λέγαμε, τον ειδικό «τύπο» αυτοσυνειδησίας που διεκδίκησε η νεωτερικότητα, εξού και ντύθηκε (φαντασιακά) στα ριγέ: Από τον Μποντλέρ ώς τον Μοντριάν, σχεδιάζουμε έναν λαγό και -τι διάολο (κατά κυριολεξίαν)! Ξαφνικά, όπως το πρόσεξε ο Βιτγκενστάιν, βλέπουμε πως σχεδιάσαμε μια πάπια! Και το χειρότερο: ξέρουμε πως και τα δυο ήσαν εκεί εξαρχής. Εξαρτάται απ' τη χρήση.
Εν πάση περιπτώσει! Αν ξεκινούσα αυτή την κουβέντα εδώ, θα έπρεπε να την προεκτείνω ώς την τρίχρωμη σημαία -και δεν έχω ούτε την επάρκεια ούτε το περισσό θάρρος του Παστουρό. Θα περιοριστώ να μεταδώσω λίγη απ' την απόλαυση που μου προσέφερε η ανάγνωση του βιβλίου, ξεπατικώνοντας εδώ το πιο συνηθισμένο σκίτσο της απόλαυσης: τις σημειώσεις που κρατάμε στο πλάι των σελίδων. Θα περιοριστώ μάλιστα στο πρώτο μέρος του βιβλίου, που αφορά στον ύστερο Μεσαίωνα -και στον τρόπο με τον οποίο κατανόησε (και φοβήθηκε) αυτήν καθεαυτήν τη ρίγα. Κι έπειτα, μ' ένα άλμα (σαν απ' τη μια ρίγα στην άλλη, αλλά κι απ' τη ρίμα στη ρίμα της)- θα δούμε πού θα βρεθώ.
Ωραία λοιπόν! Ας συμπυκνώσουμε, κατ' αρχάς, μια «οντολογία της Ρίγας» (να μια ραβδωτή διατύπωση!), που ο Παστουρό αρκείται, πολύ σοφά, να την προϋποθέσει: Η ρίγα (τη θεωρώ αρχετυπικά ασπρόμαυρη) είναι το σημάδι της Διττότητας -αλλά μόνο στο πλαίσιο ενός τεστ Ρόρζαχ μπορούμε ν' αποφασίσουμε αν, εν προκειμένω, σημειώνεται η Μίξη ή ο Διαχωρισμός.
Μπορεί να πρόκειται και για τα δύο -και κατά συνέπειαν για το πέρασμα από τη μέρα στη νύχτα και πάλι στη μέρα: για το σημάδι του Χρόνου πάνω στην άχρονη επιφάνεια... Και μπορεί το σημάδι του Κάιν να ήταν μια ράβδωση στο μέτωπό του (αν κι εγώ τείνω να πιστέψω ότι κούτσαινε, το ένα πόδι του τον βύθιζε σ' ένα χάσμα, σαν να βάδιζε πάνω σε μια ριγωτή επιφάνεια): το σημάδι των Διδύμων που συγκρούονται θανάσιμα, το σημάδι της τέλειας Μίμησης αλλά και του Περάσματος στην άλλη μεριά του καθρέφτη, το εωσφορικό σημάδι της πόλωσης, που καταδικάζει το εξιλαστήριο θύμα αλλά και το καθιερώνει (όπως είδε ο Ζιράρ: σημείο του μη ανελείν αυτόν). Κι εντέλει η ρίγα μπορεί να είναι η μορφή της Ραφής κι επομένως του Σχισίματος: ν' αποτυπώνει την τρομερή ένταση, εκεί όπου δυο ξένες κι ίσως αντίθετες μεταξύ τους πραγματικότητες εφάπτονται ή εκεί όπου λύεται η συνέχεια κι αποκαλύπτονται τα κεκρυμμένα από καταβολής.
Ο Παστουρό μάς παραπέμπει στο Λευιτικόν: «Και ιμάτιον εκ δύο υφασμένον κίβδηλον ουκ επιβαλείς σεαυτώ», γράφει, χωρίς να ξέρουμε αν εννοείται η μείξη χρωμάτων ή υφασμάτων. Αλλά το ίδιο κάνει: η «δομή» (όπως προτιμά ο Παστουρό), η φόρμα καλύτερα, της μείξης θα έπρεπε να είναι οπτικό γεγονός, ούτως ή άλλως -και μάλιστα ισχυρότατο. Κατά το μύθο που επικαλέστηκαν οι καρμηλίτες για να νομιμοποιήσουν το ριγέ ένδυμά τους, η λευκή μηλωτή (κι όχι μανδύας) του Ηλία, που απογειωνόταν με το άρμα του, είχε πια καφέ ραβδώσεις, όταν έπεσε πάνω στον έκθαμβο Ελισσαίο: έφερε τα ίχνη «του περάσματος του προφήτη μέσα από τις φλόγες». Αλλά ο μύθος δεν απεσόβησε το σκάνδαλο, και δικαίως, νομίζω: «Κι ανέβηκε» (μεταφράζει ο Κ. Φριλίγγος) «ο Ηλίας μ' ανεμοστρόβιλο στον ουρανό. Κι ο Ελισαιέ, κοιτάζοντάς τον, βοούσε.
Πατέρα μου, πατέρα μου... Και δεν τον είδε πια. Κι έπιασε τα ρούχα του και τα ξέσχισε σε δυο κομμάτια. Κι αφού ανεσήκωσε τη γούνα του Ηλία, που είχε πέσει από πάνω του, γύρισε και στάθηκε στην ακροποταμιά του Ιορδάνη. Κι αφού πήρε τη γούνα του Ηλία, χτύπησε τα νερά... Και χωρίστηκαν τα νερά από δω κι από κει και πέρασε ο Ελισσαιέ». Απ' τη δική μας οπτική γωνία, ορατό είναι το σκάνδαλο: η λύσις της συνεχείας, το σχίσιμο. Απ' τη δική μας οπτική γωνία, οι στρατιώτες σχίζουν τον Χιτώνα -που (απ' την άλλη όχθη) «ην άραφος εκ των άνωθεν υφαντός δι όλου». Απ' τη δική μας οπτική γωνία, όταν η Παναγία κυοφορεί σκανδαλωδώς, διχάζεται και το πρόσωπό της φαίνεται «ποτέ μεν γελών, ποτέ δε στυγνάζον». Κι όταν ο Ιωσήφ ρωτάει, του εξηγεί: «Οτι δύο λαούς βλέπω τοις οφθαλμοίς μου, ένα κλαίοντα και κοπτόμενον, και ένα χαίροντα και αγαλλιώμενον»... Φτάνει! Το Σκάνδαλο (στο οποίο προσηλώθηκε εντέλει ο Ζιράρ και κατέρρευσε σε επίπεδο θεούσας) λέγεται πολλαχώς - αλλά είναι πάντα το Ρήγμα, η Διάσπαση, η Διασάλευση, η Παρέκκλιση. Και πάντα συμβαίνει (και) στην επιφάνεια, πάντα είναι (και) ζήτημα μορφής: μια ραβδωτή επιφάνεια. Δηλαδή, πάντα η φόρμα εκδραματίζει ένα κοινωνικό διακύβευμα -υπό μορφήν μορφής, φυσικά, κι όχι με απλή αναγωγή... Οκ! Ας απαλλάξουμε τον Διάβολο (το σκάνδαλο) απ' το μοναδικό μαρτύριο το οποίο δεν υιοθέτησε ούτε ο ίδιος στην Κόλαση: από ένα κράμα οντολογίας και θεολογίας, υπερβολικά ριγέ... Καλύτερα να κινηθούμε αντίστροφα: να κατανοήσουμε, αν μπορούμε, για ποιο λόγο ο έμφρων άνθρωπος του ύστερου Μεσαίωνα «έβλεπε», ας πούμε, παντού ραβδώσεις και ρίγες.
Κατ' αρχάς, ο μεσαιωνικός άνθρωπος, λέει ο Παστουρό, διέθετε σπάνια οξυδέρκεια: έβλεπε την ύλη και τη δομή των επιφανειών. Εβλεπε συνεπώς και τι σημείωναν οι ραβδώσεις στο ένδυμα (στη Δύση αλλά και στη Χριστιανική Ανατολή: «Τέλος και να ραβδοφορώσιν οι κληρικοί εθεωρείτο απρεπές», σημειώνει ο Κουκουλές). Κι έβλεπε, ως εκ τούτου, πολύ μακριά: να γιατί «το ζατρίκιο αποτελεί, για τη μεσαιωνική ευαισθησία, τον υπερθετικό βαθμό του ριγέ»! Οντως, η συνύπαρξη των χρωμάτων δεν αποτελεί σκάνδαλο, αρκεί καθένα να βρίσκεται στη θέση του, με το ρόλο του περιγεγραμμένο: Ο Δάντης θα ξαναδεί τη Βεατρίκη, στον Επίγειο Παράδεισο (Καθαρτήριο, ΧΧΧ, 31-33), σαν «Κάποια με λευκό πέπλο κι από ελιά / στεφάνι, κι έναν πράσινο μανδύα / και φόρεμα σαν ζωντανή φωτιά». Σκάνδαλο αποτελεί η (ταξική εντέλει) κινητικότητα, που πολλαπλασιάζει τα ρήγματα και τις ανατροπές -όπως η σκακιέρα τα σπυριά το ρύζι: εκθετικά... Η ρίγα συνοψίζει, επαναλαμβάνει στο συμβολικό πεδίο, αυτή την ιλιγγιώδη κινητικότητα -που, σ' εκείνους τους καιρούς, μοιραία συνδυαζόταν με τη ραγδαία εκκοσμίκευση. Ο Παστουρό μάς δίνει δύο ενδείξεις: Λέει πως οι «ραβδωτοί» καρμηλίτες αποκορύφωναν, συμβολικά (με τις ρίγες τους), την πρόκληση των επαιτικών ταγμάτων κι αναφέρει τον ποιητή Ριτμπέφ, που καταγγέλλει πως περνούσαν στη Δεξιά Οχθη για να θυμίσουν στις εκεί κοσμοκαλόγριες «τον αληθή της γυναικός προορισμόν». Μα προσέξτε: Ακριβώς τα επαιτικά τάγματα στελέχωναν, τότε, το Πανεπιστήμιο στην Αριστερή Οχθη. Και ακριβώς στο Πανεπιστήμιο παιζόταν το δράμα της εκκοσμίκευσης της γνώσης (και όχι μόνο). Τότε μάλιστα, στο δεύτερο ήμισυ του 13ου αιώνα (το χρόνο τον προσδιορίζει η αναφορά στον «pauvre Rutebeuf», όπως τον τραγούδησε ο Leo Ferre: έναν σκληρά περιπαικτικό κι αναρχικό και μελωδικό ποιητή και ζογκλέρ, κατ' ευθείαν πρόδρομο του Βιγιόν αλλά και του Μποντλέρ -έναν απόκληρο), τότε λοιπόν, τα Πανεπιστήμια τα συγκλόνιζε η μάχη κατά των αβερροϊστών, που η «διπλή αλήθεια» τους («ό,τι είναι ψευδές για τη φιλοσοφία, ενδέχεται να είναι αληθές για την εξ αποκαλύψεως θρησκεία, χωρίς οι φιλόσοφοι να πρέπει να παραιτηθούν απ' τη δική τους αλήθεια») φαινόταν, και ήταν, εξαιρετικά επικίνδυνη. Και τι συγκλονιζόταν; Οχι τόσο το υποτυπώδες Ιδρυμα όσο η παράλληλη Οδός Αχύρου: κάτι ανώγια, όπου οι Διδάσκαλοι των Τεχνών στριμώχνονταν με τους μαθητές τους -κι όπου ο αβερροϊκότερος όλων Σιγκιέρι εκ Βραβάντης έβγαζε σπίθες.
Και ταυτόχρονα, οι «ελευθέριες τέχνες» κυλούσαν διαχωρισμένες και πλάι στη θεολογία, τη νομική και την ιατρική, τα σονέτα κι οι μπαλάντες κι εντέλει το γλυκό καινούργιο ποιητικό στιλ διαχωρισμένα και πλάι στη μουσική, μεταφράσεις διαχωρισμένες και πλάι σ' αραβικά κι ελληνικά πρωτότυπα, αιρέσεις και κοινωνικά κινήματα διαχωρισμένα και πλάι στην πνευματική και κοσμική εξουσία του πάπα, τα σκώμματα και οι κωλοτούμπες των Διαβόλων, στην αυλή, διαχωρισμένα και πλάι στα ξεθυμασμένα μεσαιωνικά μυστήρια, μες στο ναό. Ο Γουλιέλμος της Auvergne φαντάστηκε την ψυχή σαν τη γραμμή του ορίζοντα -κι ο πρωτοφανής κόσμος των καπιταλιστών ωρίμαζε πλάι στους παλιούς, καλούς φεουδάρχες... Ολόκληρος ο κόσμος όπου, κατά την άποψή μου, παίχτηκε το πρώτο δράμα της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας κι όπου (ας πούμε μόνο αυτό) πρωτοφάνηκε ό,τι σήμερα κατανοούμε ως ποίηση, εμφανιζόταν ραβδωμένος μέχρι ναυτίας, επ' άπειρον... Η στάμπα επάνω του, η απαξιωτική, ριγέ στάμπα, το σημάδι των νόθων και των φτωχών, ήταν ένα ξόρκι που εν μέρει έπιασε, εν μέρει όχι -όπως όλα.
Ας κάνουμε τώρα το άλμα κι ας βρεθούμε στη Rue des Barres, όπου ο Ριτμπέφ τραγουδά τα όργια των διανοούμενων καλόγερων με το ριγέ μανδύα. Ισως τότε ο δρόμος να λεγόταν, λέει ο Παστουρό, Rue des Freres Barees: Οδός των ραβδωτών αδερφών. Οπότε, αν έχετε κέφι, ξετυλίξτε το κουβάρι των συνειρμών -ώς της φυλακής τα σίδερα, τους μπαρόβιους και τους μοιραίους του Βάρναλη: άλλωστε μπάλωμα και ριγέ φόρεμα σήμαιναν εντέλει το ίδιο. Ο Μπένγιαμιν έγραψε πως, στο Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας (κάπου ανάμεσα στο «Μανιφέστο» και την Κομμούνα), η boheme αναμείγνυε επαγγελματίες συνωμότες και πρωτοποριακούς καλλιτέχνες: Ο Μποντλέρ κι ο Μπλανκί κατά κάποιον τρόπο συνδυάζονταν -κι επιπλέον, καθένας τους «μπορούσε να ξαναβρεί στον ρακοσυλλέκτη ένα κομμάτι από τον εαυτό του»... Ξαναβρίσκουμε εδώ τα ίχνη της παλιάς και ουσιώδους διαλεκτικής ανάμεσα στα σύμβολα και το υλικό βάρος τους -εδώ, μες στο ταραγμένο και δίχως επίγνωση πλήθος, που είχε απωθηθεί, εξαιτίας της βαριάς φορολογίας, έξω απ' την πόλη του κι έβραζε πίνοντας αναγκαστικά, και κάτω απ' τα υποτιμητικά βλέμματα της αστυνομίας, το αφορολόγητο κρασί του Διαβόλου που έβρισκε στα περίχωρα: vin de la barriere.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/01/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις