0
Your Καλαθι
Μη φεύγεις
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Ο μόνος που βγαίνει σώος και αβλαβής από τον λαβύρινθο των σχέσεων είναι ο καφές. Αχνιστός και περίεργα αξιοπρεπής, πάντα το δρόμο βρίσκει προς την έξοδο. Ίσως αυτό να οφείλεται στη γατίσια περιέργεια του ατμού, που αναζητά μονίμως διαφυγή, αγνοώντας τους σκύλους που στέκονται εν πλήρει τρικυμία σε περίεργες γωνιές. Ίσως να οφείλεται στις σερβιτόρες με τις κοντές μαύρες φούστες, που συνθλίβουν ματιές ανάμεσα στα πόδια τους, αγνοώντας τις σχέσεις των παρευρισκομένων.
Μεταξύ μας, κάθε περαιτέρω εξήγηση ίσως να είναι περιττή· έτσι και αλλιώς, πολλές φορές όταν συναντιόμαστε, συνήθως απουσιάζουμε.
**********
Έρημο σπίτι
Με το άκουσμα του διορισμού τρελαθήκαμε από χαρά. Ξεσηκώσαμε το μικρό μας δυάρι στον αέρα από τις φωνές. Η Ράνια έπεσε στην αγκαλιά μου σχεδόν κλαίγοντας. «Διορίστηκα, επιτέλους διορίστηκα» ψιθύρισε μέσα σε αναφιλητά και με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Δέκα χρόνια στο περίμενε είχε, δεν ήταν και λίγα. Οι χαρές όμως δεν κράτησαν για πολύ μόλις μάθαμε ότι η οργανική της θέση ήταν στο Γυμνάσιο της Σφενδάμου, ενός μικρού νησιού κάπου χαμένου στο Αιγαίο.
Δεν αντέχω να μιλήσω για την προετοιμασία της αναχώρησής της, ούτε για το ταξίδι που κάναμε οι δυο μας για πρώτη φορά στη Σφένδαμο. Δεν θέλω να μιλήσω για το σπίτι που νοικιάσαμε, ούτε για την μαύρη ώρα που ετοιμάστηκα να την αποχαιρετήσω για να γυρίσω πίσω στην Αθήνα. Δεν θέλω να μιλήσω γιατί δεν αντέχω να θυμάμαι. Τώρα τουλάχιστον δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Κάτι μπερδεμένες εικόνες έρχονται στη σκέψη μου τόσο ρευστές και θολές, που μόλις επιχειρώ να τις περιγράψω διαλύονται και χάνονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Επιστρέφοντας από την Σφένδαμο, χτύπησα από συνήθεια το κουδούνι του σπιτιού μας. Τα μάτια μου βούρκωσαν, έβγαλα τα κλειδιά και άνοιξα. Τα παράθυρα ήταν κλειστά. Άκουσα το θόρυβο από τα βήματά μου, κοντοστάθηκα σαν σκυλί αναποφάσιστο, σκούπισα τα μάτια μου κι έκανα κανά δυο βήματα προς τα μέσα. Άγνωστος τόπος. Η ερημιά τα είχε ρουφήξει όλα. Χρόνο, τόπο, ανθρώπους, έπιπλα, συνήθειες, τα πάντα. Έρημος. Ούτε ο παραμικρός θόρυβος, ούτε η παραμικρή μυρωδιά, κίνηση καμιά. Όλα παραδομένα στην απόλυτη ησυχία. Στοιχειωμένα. Τα κλειδιά μου έπεσαν από το χέρι. Παρατήρησα την κίνησή τους καθώς έπεφταν, αργά, πολύ αργά, σαν να αντιπάλευαν την βαρύτητα. Η κρεμάστρα, το καλάθι για τις ομπρέλες, το μικρό ξύλινο έπιπλο, το τηλέφωνο, ο καθρέπτης. Δεν κοίταξα προς τα κει. Δεν κοίταξα πουθενά. Περίμενα το επόμενο βήμα να οργανωθεί μέσα μου και να το εμπιστευτώ. Στοιχειωδώς, τουλάχιστον μέχρι τον καναπέ. Κάθισα. [...]
Το διήγημα « Έρημο σπίτι» συμπεριλαμβάνεται στην συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Πάσχου με τίτλο «Μη φεύγεις» .
Μεταξύ μας, κάθε περαιτέρω εξήγηση ίσως να είναι περιττή· έτσι και αλλιώς, πολλές φορές όταν συναντιόμαστε, συνήθως απουσιάζουμε.
**********
Έρημο σπίτι
Με το άκουσμα του διορισμού τρελαθήκαμε από χαρά. Ξεσηκώσαμε το μικρό μας δυάρι στον αέρα από τις φωνές. Η Ράνια έπεσε στην αγκαλιά μου σχεδόν κλαίγοντας. «Διορίστηκα, επιτέλους διορίστηκα» ψιθύρισε μέσα σε αναφιλητά και με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Δέκα χρόνια στο περίμενε είχε, δεν ήταν και λίγα. Οι χαρές όμως δεν κράτησαν για πολύ μόλις μάθαμε ότι η οργανική της θέση ήταν στο Γυμνάσιο της Σφενδάμου, ενός μικρού νησιού κάπου χαμένου στο Αιγαίο.
Δεν αντέχω να μιλήσω για την προετοιμασία της αναχώρησής της, ούτε για το ταξίδι που κάναμε οι δυο μας για πρώτη φορά στη Σφένδαμο. Δεν θέλω να μιλήσω για το σπίτι που νοικιάσαμε, ούτε για την μαύρη ώρα που ετοιμάστηκα να την αποχαιρετήσω για να γυρίσω πίσω στην Αθήνα. Δεν θέλω να μιλήσω γιατί δεν αντέχω να θυμάμαι. Τώρα τουλάχιστον δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Κάτι μπερδεμένες εικόνες έρχονται στη σκέψη μου τόσο ρευστές και θολές, που μόλις επιχειρώ να τις περιγράψω διαλύονται και χάνονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Επιστρέφοντας από την Σφένδαμο, χτύπησα από συνήθεια το κουδούνι του σπιτιού μας. Τα μάτια μου βούρκωσαν, έβγαλα τα κλειδιά και άνοιξα. Τα παράθυρα ήταν κλειστά. Άκουσα το θόρυβο από τα βήματά μου, κοντοστάθηκα σαν σκυλί αναποφάσιστο, σκούπισα τα μάτια μου κι έκανα κανά δυο βήματα προς τα μέσα. Άγνωστος τόπος. Η ερημιά τα είχε ρουφήξει όλα. Χρόνο, τόπο, ανθρώπους, έπιπλα, συνήθειες, τα πάντα. Έρημος. Ούτε ο παραμικρός θόρυβος, ούτε η παραμικρή μυρωδιά, κίνηση καμιά. Όλα παραδομένα στην απόλυτη ησυχία. Στοιχειωμένα. Τα κλειδιά μου έπεσαν από το χέρι. Παρατήρησα την κίνησή τους καθώς έπεφταν, αργά, πολύ αργά, σαν να αντιπάλευαν την βαρύτητα. Η κρεμάστρα, το καλάθι για τις ομπρέλες, το μικρό ξύλινο έπιπλο, το τηλέφωνο, ο καθρέπτης. Δεν κοίταξα προς τα κει. Δεν κοίταξα πουθενά. Περίμενα το επόμενο βήμα να οργανωθεί μέσα μου και να το εμπιστευτώ. Στοιχειωδώς, τουλάχιστον μέχρι τον καναπέ. Κάθισα. [...]
Το διήγημα « Έρημο σπίτι» συμπεριλαμβάνεται στην συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Πάσχου με τίτλο «Μη φεύγεις» .
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις