0
Your Καλαθι
Θεατρική Θεσσαλονίκη
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Στον τόμο αυτό περιλαμβάνονται θεατρικές κριτικές που φιλοξενήθηκαν στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Αγγελιοφόρος της Κυριακής» στο διάστημα 1998- 2003. Για την οργάνωση της ύλης επελέγη η χρονολογική ταξινόμηση, η οποία, παρόλο το «ατίθασο» προφίλ της, αφήνει να φανούν κάπως καλύτερα ο παράμετροι που διαμόρφωσαν το θεατρικό τοπίο της πόλης της Θεσσαλονίκης τα τελευταία χρόνια. Στον τόμο περιλαμβάνονται επίσης και έξι «επίμετρα» που σχολιάζουν γενικότερα θέματα, όπως οι σχέσεις θεάτρου-αγοράς και θεάτρου-ιδεολογίας, τα οποία ήταν αποτέλεσμα προβληματισμών που δημιουργήθηκαν κατά τη διαδικασία κριτικής των παραστάσεων.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η έκδοση μιας συλλογής θεατρικών κριτικών δεν είναι ένα αυτονόητο εγχείρημα, όπως περίπου είναι μια αντίστοιχη έκδοση λογοτεχνικών κριτικών (ποίησης, πεζογραφίας κ.τ.λ.): το αντικείμενο της λογοτεχνικής κριτικής είναι δυνητικά παρόν μπροστά στον αναγνώστη της κριτικής και του επιτρέπει να προβεί όχι μόνο στις δέουσες αντιστοιχίσεις, αλλά και, ενδεχομένως, σε μια επαναξιολόγηση της ίδιας της κριτικής. Αυτό δεν ισχύει με τη θεατρική κριτική, γιατί το αντικείμενό της, η θεατρική παράσταση ως ένα ζωντανό καλλιτεχνικό γεγονός, έχει παρέλθει οριστικά, όχι μόνο προτού γίνει η έκδοση της συλλογής, αλλά και προτού καν γραφτεί η συγκεκριμένη κριτική. Μια κριτική θεάτρου που διαβάζεται στην εφημερίδα διατηρεί μια αίσθηση επικαιρότητας, στον βαθμό που η κρινόμενη παράσταση παρουσιάζεται ακόμα επί σκηνής. Η κριτική στο βιβλίο όμως μοιάζει με ίχνος μιας θαμπής ανάμνησης χωρίς άμεσο αντικείμενο.
Εντούτοις, αυτές οι εκδόσεις διατηρούν στο ακέραιο τη σημασία τους, όχι βεβαίως ως αναδρομική μνεία του έργου των συγγραφέων και των καλλιτεχνών της σκηνής, αλλά ως πηγές της ιστορικής έρευνας του θεάτρου και ως υλικό για τη θεωρία και την ιστορία της θεατρικής κριτικής, όσον αφορά λ.χ. τη λειτουργία και τη δεοντολογία της, τα επιμέρους προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ή τις ενδεχόμενες λογοτεχνικές αξιώσεις της.
Τα κείμενα του Σάββα Πατσαλίδη, καθηγητή Θεατρολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, αποτελούν εξαιρετικό δείγμα ενός ερμηνευτικού λόγου εστιασμένου στις θεατρικές παραστάσεις της Θεσσαλονίκης την περίοδο 1998-2003. Αυτό από μόνο του αποτελεί πόλο έλξης, καθότι δεν γνωρίζουμε πολλά για τη θεατρική ζωή της συμπρωτεύουσας. Η εξοικείωσή του με τις γενικές και τις ειδικές θεωρίες του θεάτρου, αφ' ενός, τον εξοπλίζει με ισχυρά εργαλεία ανάλυσης και αφ' ετέρου, τον προκαλεί να περάσει στον χώρο της εφαρμογής, δηλαδή του ελέγχου μέσω της πράξης και να συναντήσει αναπόδραστα ορισμένα ερωτήματα τόσο για τη θεωρία όσο και (κυρίως) για τη σκηνική πράξη.
Εύλογα ο συγγραφέας δεν προτείνει οριστικές και «κλειστές» απαντήσεις, οι οποίες, στις μέρες μας, μόνον υποψίες αυθαιρεσίας προκαλούν παρά λύνουν αποφασιστικά κάποια προβλήματα. Ο Πατσαλίδης δείχνει να γνωρίζει καλά ότι το αντικείμενο της θεατρικής κριτικής ήταν και παραμένει ποικίλο και σύνθετο. Ιδίως από την εποχή της όψιμης νεωτερικότητας και μετά, οι ερμηνείες και οι αξιολογήσεις παρουσιάζουν μιαν εντυπωσιακή διασπορά σε ανόμοιους μεταξύ τους στόχους και λόγους ή και σε αντικρουόμενα ενδιαφέροντα, ενώ παράλληλα τα θεατρικά ακροατήρια χαρακτηρίζονται πλέον από υψηλή διαφοροποίηση με μεγάλες ποιοτικές αποκλίσεις και διαφορές στους ορίζοντες προσδοκιών. Γνωρίζει επίσης ότι οι κριτικές του προσεγγίσεις είναι, υπό μία έννοια, και θέμα προσωπικών επιλογών. Δεν επιλέγει μόνο μεταξύ θεάτρων, σχημάτων ή καλλιτεχνών, αλλά και μεταξύ ειδολογικών κατηγοριών, (οι οποίες πλέον είναι δυσδιάκριτες) και μεθοδολογικών εργαλείων. Επιλέγει τη «θέση» του θεατή από την οποία θα εκκινήσει η κριτική του. Επιλέγει, τέλος, κάθε φορά το σημείο που θα συγκροτήσει το ερμηνευτικό του εγχείρημα, ανάμεσα στην εξήγηση και την κατανόηση, ανάμεσα στην «ψυχρή» λογική ανάλυση και στη «θερμή» προσωπική μετοχή ή ανάμεσα σε έναν γενικό κώδικα, (που συνήθως αγγίζει ακροθιγώς μόνο τα ειδικά στοιχεία μιας παράστασης), και σε έναν τυποποιημένο τρόπο προσέγγισης (που συνήθως επαναλαμβάνει λεκτικά τα επί σκηνής δρώμενα).
Για όλους αυτούς τους λόγους και για όλες αυτές τις δυσκολίες ο Πατσαλίδης είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στις αποτιμήσεις του. Σκιαγραφεί και προτείνει στο κοινό του στρατηγικές ανάγνωσης των παραστάσεων, (όπου αφιερώνεται ικανός χώρος όχι μόνο για το κείμενο, αλλά και για τους σκηνικούς συντελεστές), και μέσω αυτού του σχεδιασμού επιχειρεί να διευρύνει και να εμβαθύνει έναν νοητό διάλογο ανάμεσα στην παραγωγή του θεάτρου και την πρόσληψή του. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτό το πετυχαίνει με έναν λόγο άμεσο, απλό και κατανοητό, χάρη στον οποίο μπορεί να απευθύνεται το ίδιο άνετα σε συγγραφείς και καλλιτέχνες, θεατρολόγους, μελετητές και κριτικούς. Επιπλέον, τα κείμενά του είναι γραμμένα με βάση την ηπιότητα του «νομίζω» και όχι την οριστικότητα της απρόσωπης απόφανσης.
Αυτό είναι κεντρικής σημασίας για την κριτική θεάτρου και απορρέει ευθέως από την καλλιέργεια της θεωρητικής σκέψης. Η θεωρία διδάσκει τον συστηματικό διάλογο και τη γόνιμη αμφιβολία. Αυτό οφείλει να κάνει και ο υπεύθυνος κριτικός: να αμφιβάλλει μπροστά στις αυθαίρετες γνώμες, αλλά και στις «κλειστές» αποφάνσεις· να μην αποφαίνεται, να μην τελεσιδικεί, αλλά να διαλέγεται με τον εαυτό του και με την παράσταση που κρίνει μέσω μιας συστηματικής συζήτησης, μέσω ενός μεθοδικού διαλόγου. Και τα συμπεράσματά του να μην είναι οριστικά και αμετάκλητα. Αυτό κάνει και ο Πατσαλίδης: ανοίγει έναν νοητό διάλογο με τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες, όπως και με το αναγνωστικό κοινό του. Δεν εγκωμιάζει, ούτε και μέμφεται κανέναν: αντιθέτως, κρίνει με νηφαλιότητα, διατρέχοντας την απόσταση από το γενικό στο ειδικό με ένα πνεύμα, θα λέγαμε, «φιλικό» και συμβουλευτικό.
Τη δυνητική παράσταση που κάθε κριτικός έχει στον νου του πριν από το άνοιγμα της αυλαίας, ο Πατσαλίδης δεν τη χρησιμοποιεί ούτε ως αποκλειστικό όραμα ούτε ως αυστηρή αξίωση για τα δρώμενα που θα παρακολουθήσει. Δεν περιμένει απαραίτητα μια δικαίωση ή μια διάψευση των προσδοκιών του, αλλά είναι ανοιχτός στις νέες προτάσεις, στις νέες μορφές που θα του προταθούν και τις αντιμετωπίζει αναλόγως. Αυτό σημαίνει ότι οι γενικευτικές αναγωγές του, όπου αυτές λαμβάνουν χώρα, δεν τελούνται εις βάρος των ειδικών συνθηκών της εκάστοτε παράστασης, ότι, με άλλα λόγια, η εξήγηση δεν υποσκελίζει την κατανόηση.
Ελεγκτικός, αλλά και καταφατικός, απαιτητικός, αλλά και ήπιος, απορητικός, αλλά και σταθερός στις εκτιμήσεις του, ο λόγος του Πατσαλίδη ανοίγει ένα παράθυρο για τη θεατρική σκηνή της Θεσσαλονίκης. Ανοίγει όμως και πολλά γενικότερα ζητήματα για την ιστορική φάση που διάγει σήμερα η θεατρική τέχνη, ιδίως με το εισαγωγικό κεφάλαιο και τα έξι επίμετρα που πλαισιώνουν τον καλαίσθητο αυτόν τόμο. Ισως αυτός να είναι ένας κατάλληλος τρόπος για να μας δείξει ότι κάθε παράσταση, όσο αυτοτελής και αν είναι, δεν παύει να αντανακλά το ευρύτερο πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον της.
ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΠΕΦΑΝΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/02/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις