0
Your Καλαθι
Ποιήματα 1943-1997
Περιγραφή
Την αγωνία του ανθρώπου που πολύ εδίψασε και όταν έφτασε η στιγμή να πιει νερό, του το στέρησαν, μεταφέρουν πολλά ποιήματα του εκ Πύργου δημιουργού. Τα γεγονότα του Πολέμου και του Εμφυλίου και ο απόηχός τους στοιχειώνουν στην ποίησή του, γιατί ματαίωσαν οράματα που προσέβλεπαν σ' έναν κόσμο με λιγότερη αδικία και κυρίως γιατί εκταμίευσαν μέχρι τελευταίας δεκάρας τη νεότητα, χωρίς να μπορούν να της ανταποδώσουν τους χυμούς της προσφοράς της. Στις τελευταίες συλλογές φτερουγίζει ο φτερωτός θεός έρωτας που κινεί τα ακίνητα, συμφιλιώνει τα αντίθετα, ενώνει αυτά που δεν ενώνονται, το αρσενικό σκύβει εις του θηλυκού την αγκάλη κι η πλάση γέρνει να δει το θαύμα που εξακολουθεί να ιερουργεί υπέρ των πράξεων των θνητών, που ξοδεύουν τη θέρμη τους κερδίζοντας τη στιγμιαία ακινησία της απολύτου μέθης.
ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/12/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ποιήματα μιας ολόκληρης πεντηκονταετίας περιέχονται σ' αυτήν τη συγκεντρωτική έκδοση του Γιώργη Παυλόπουλου, ενός από τους χαρακτηριστικότερους, ολιγραφότερους (αν και ο ίδιος πιστεύει ότι «ο αριθμός των ποιημάτων που γράφει ένας ποιητής είναι αμετάκλητος και δεν εκφράζεται ούτε με το "λίγο" ούτε με το "πολύ"· [...] Τον προϋποθέτουν όλοι οι αριθμοί των ποιημάτων που γράφτηκαν πριν και που θα γραφτούν μετά από αυτόν») και σημαντικότερους εκπροσώπους της Α' Μεταπολεμικής Γενιάς. Ποιήματα πέντε ποιητικών συλλογών (Το Κατώγι, 1971, Το σακί 1980, Τα αντικλείδια, 1988, Τριαντατρία χαϊκού, 1990 και Λίγος άμμος, 1997), ενδεικτικά της εναγώνιας εκφραστικής πορείας του δημιουργού τους σε καιρούς αντικειμενικά και, κυρίως, υποκειμενικά δίσεκτους.
Από την πρώτη του κιόλας ποιητική συλλογή (Το Κατώγι, στο οποίο περιλαμβάνονται ποιήματα γραμμένα από το 1943 ώς το 1969), ο Γιώργης Παυλόπουλος (με μία ποίηση «αποτελεσματική, χωρίς ψιμύθια», δηλαδή «χωρίς κορδακισμούς που συνήθως είναι επιφανειακά σχήματα χωρίς ν' αγγίζουν τίποτα σε βάθος», όπως επισήμανε ο Γ. Σεφέρης) χαράζει με ενάργεια τα όρια ενός χώρου· ενός κόσμου θα έλεγα, απολύτως προσωπικού, βιωματικά -και ιστορικά- προσδιορισμένου, στο κέντρο του οποίου δεσπόζει μια υπέρογκη, τραυματισμένη και συνάμα τραυματική μνήμη, ζυμωμένη από τα οδυνηρά -και αιματηρά- γεγονότα της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου, της «Ηττας» και από όλα όσα ακολούθησαν.
Με τα ποιήματα της αμέσως επόμενης συλλογής (Το Σακί), σταθεροποιούνται και γίνονται δραματικότερα και δραστικότερα τα μόνιμα γνωρισματικά στοιχεία της ποίησης του Παυλόπουλου. Γίνεται ευκολότερα προσβάσιμος και «οικειότερος», για τον αναγνώστη, ο «πάτριος χώρος», μέσα στα όρια του οποίου ο ποιητής σκέπτεται, δρα και κινείται κυριαρχημένος από την πικρή αίσθηση της ήττας, του καταποντισμού των οραμάτων του και ενός φόβου, που συχνά αποκτά τις διαστάσεις ενός διάχυτου πανικού, στην απροσδόκητη θέα τραυματικών σκηνών και εικόνων της νεότητάς του. («Ετσι λοιπόν θυμάμαι αρχίζοντας με το φόβο / καθώς ξεδίπλωναν το σεντόνι πίσω από τα συρματοπλέγματα / βρώμικο αχνίζοντας γεμάτο αίματα και μύγες / ή παραστάσεις από την άλωση της Τροίας»).
Κυνηγημένος από το φόβο και από τα πρόσωπα· από τις αδρές φυσιογνωμίες αυτών που κάποτε, συνεπαρμένοι από την αστραπή κάποιου οράματος, ενεχυρίασαν τη ζωή τους διεκδικώντας το μερτικό τους στο μέλλον. Και που τώρα περιφέρονται από ποίημα σε ποίημα, επιμένοντας να υπάρχουν και να μιλούν με μια φωνή μαύρη, θερισμένη από το κακό. Γιατί τα πρόσωπα στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου συνθέτουν ένα πραγματικό μαρτυρολόγιο επωνύμων και ανωνύμων, γνωστών και αγνώστων μαρτύρων, που έζησαν, έδρασαν και χάθηκαν ξαφνικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του· συνθέτοντας μία τεράστια όσο και θλιμμένη πινακοθήκη.
Ακολουθούν Τα αντικλείδια (1988), Τα τριαντατρία Χαϊκού (1990) και η συλλογή Λίγος άμμος (1997). Παρακάμπτοντας τα «Χαϊκού» -ένα μάλλον παιγνιώδες και γοητευτικό ενδιάμεσο στον συχνά οδυνηρό, λυτρωτικό ωστόσο, εκφραστικό μονόδρομο που πεισματικά ακολουθεί ο ποιητής- στις άλλες δύο συλλογές το «περιβάλλον» είναι γνώριμο και οικείο· κυριαρχούν κι εδώ η μνήμη, μία διάθεση μελαγχολική, η διαβρωτική αίσθηση του φόβου και του ανεκπλήρωτου, η ανάγκη για εξομολόγηση, η βαθιά αγαπητική σχέση με πρόσωπα που χάθηκαν ή που κακόπαθαν άδικα, η συνεχής αναφορά σε γεγονότα και καταστάσεις που σημάδεψαν το παρελθόν και προδίκασαν ένα σκοτεινό μέλλον, που τώρα πια έχει γίνει παρόν. Ολ' αυτά εξακολουθούν να υφίστανται και να διαδραματίζουν σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση μιας ατμόσφαιρας· ενός σκηνικού μάλλον, επάνω στο οποίο αναπτύσσονται και εξελίσσονται τα ποιητικά δρώμενα, όχι όμως χωρίς να έχουν υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις. Η μνήμη λ.χ., μπορεί να είναι πάντα τραυματική, έχει χάσει ωστόσο κάτι από την παλιά της αιχμηρότητα, και ο ποιητής την επικαλείται και ανατρέχει σ' αυτήν κάπως νηφαλιότερα. Ισως γιατί, έχοντας ανταποκριθεί, όσο του επέτρεπε κάτι τέτοιο η ιδιοσυγκρασιακή του ιδιαιτερότητα, στα «αιτήματα» της εποχής του -μπορεί και της γενιάς του- αισθάνεται τώρα την ανάγκη να είναι υποκειμενικότερος· να κινηθεί σε έναν χώρο περισσότερο ιδιωτικό, προκειμένου να ανιχνεύσει και να προσδιορίσει τις βαθύτερες σχέσεις του, άλλοτε με το επίβουλο σώμα της ποίησης και άλλοτε με το συγκεκριμένο, κάθε φορά, ποίημα.
Και στη μία και στην άλλη συλλογή (Τα αντικλείδια και Λίγος άμμος) εντοπίζονται ποιήματα ποιητικής, τα περισσότερα από τα οποία αποπνέουν την αίσθηση του ανικανοποίητου και του φευγαλέου· του χειροπιαστού σώματος ή πράγματος, που όμως ξαφνικά εξαϋλώνεται, από κοντινό και οικείο γίνεται μακρινό και απρόσιτο, από φιλικό γίνεται απροσδόκητα άφιλο ή και εχθρικό ακόμα. Υπάρχουν μάλιστα και ποιήματα -ιδίως στη συλλογή Λίγος άμμος- όπου η Ποίηση εμφανίζεται με τη μορφή μιας φευγαλέας και μοιραίας γυναίκας -δηλωτικής της ερωτικής σχέσης που διατηρεί ο ποιητής με την ποίηση-, πολυπρόσωπης και πολυώνυμης, αινιγματικής και δυσπρόσιτης ή απατηλά οικείας. Σαν ένα σώμα, το ποιητικό, να περιφέρεται από ποίημα σε ποίημα, με μια συμπεριφορά οικόσιτου ζώου, αγαπημένου και μαζί επίφοβου· με μια συμπεριφορά ασταθή, δηλωτική της επίσης ασταθούς και διαρκώς εναλλασσόμενης -άλλοτε ερωτικής, άλλοτε φιλικής και άλλοτε εχθρικής ή και διεκδικητικής- διάθεσής του απέναντι στον ποιητή. Και όλ' αυτά μέσα σε έναν χώρο επώδυνα περιχαρακωμένο από καταποντισμένα οράματα, κατακερματισμένες ελπίδες, προσωπικούς εφιάλτες και σκληρές, τραυματικές μνήμες· σε μιαν έκταση καλυμμένη από την αχλύ και το παραμορφωτικό φως του ονείρου· όπου σκέψεις, αισθήματα, συμβάντα και καταστάσεις, έξω από τα αντικειμενικά όρια του τόπου και του χρόνου, έχουν αποκτήσει διαστάσεις συμβολικές· υπομνηστικές του εφήμερου της ζωής και των έργων του ανθρώπου («Θυμάμαι πήρες λίγον άμμο / τον κράτησες στο χέρι σου / και ύστερα τον άφησες / να χύνεται σιγά / στην ανοιχτή παλάμη μου / Στον μέλλοντα λοιπόν αιώνα / θα μείνει λίγος άμμος / με τη δική μας αφή / κι ο άνεμος που θα φυσάει / όπως το απόγευμα εκείνο του Οκτώβρη / θα τον πηγαίνει εδώ κι εκεί / όλο θα τον πηγαίνει»).
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/08/2002
ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/12/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ποιήματα μιας ολόκληρης πεντηκονταετίας περιέχονται σ' αυτήν τη συγκεντρωτική έκδοση του Γιώργη Παυλόπουλου, ενός από τους χαρακτηριστικότερους, ολιγραφότερους (αν και ο ίδιος πιστεύει ότι «ο αριθμός των ποιημάτων που γράφει ένας ποιητής είναι αμετάκλητος και δεν εκφράζεται ούτε με το "λίγο" ούτε με το "πολύ"· [...] Τον προϋποθέτουν όλοι οι αριθμοί των ποιημάτων που γράφτηκαν πριν και που θα γραφτούν μετά από αυτόν») και σημαντικότερους εκπροσώπους της Α' Μεταπολεμικής Γενιάς. Ποιήματα πέντε ποιητικών συλλογών (Το Κατώγι, 1971, Το σακί 1980, Τα αντικλείδια, 1988, Τριαντατρία χαϊκού, 1990 και Λίγος άμμος, 1997), ενδεικτικά της εναγώνιας εκφραστικής πορείας του δημιουργού τους σε καιρούς αντικειμενικά και, κυρίως, υποκειμενικά δίσεκτους.
Από την πρώτη του κιόλας ποιητική συλλογή (Το Κατώγι, στο οποίο περιλαμβάνονται ποιήματα γραμμένα από το 1943 ώς το 1969), ο Γιώργης Παυλόπουλος (με μία ποίηση «αποτελεσματική, χωρίς ψιμύθια», δηλαδή «χωρίς κορδακισμούς που συνήθως είναι επιφανειακά σχήματα χωρίς ν' αγγίζουν τίποτα σε βάθος», όπως επισήμανε ο Γ. Σεφέρης) χαράζει με ενάργεια τα όρια ενός χώρου· ενός κόσμου θα έλεγα, απολύτως προσωπικού, βιωματικά -και ιστορικά- προσδιορισμένου, στο κέντρο του οποίου δεσπόζει μια υπέρογκη, τραυματισμένη και συνάμα τραυματική μνήμη, ζυμωμένη από τα οδυνηρά -και αιματηρά- γεγονότα της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου, της «Ηττας» και από όλα όσα ακολούθησαν.
Με τα ποιήματα της αμέσως επόμενης συλλογής (Το Σακί), σταθεροποιούνται και γίνονται δραματικότερα και δραστικότερα τα μόνιμα γνωρισματικά στοιχεία της ποίησης του Παυλόπουλου. Γίνεται ευκολότερα προσβάσιμος και «οικειότερος», για τον αναγνώστη, ο «πάτριος χώρος», μέσα στα όρια του οποίου ο ποιητής σκέπτεται, δρα και κινείται κυριαρχημένος από την πικρή αίσθηση της ήττας, του καταποντισμού των οραμάτων του και ενός φόβου, που συχνά αποκτά τις διαστάσεις ενός διάχυτου πανικού, στην απροσδόκητη θέα τραυματικών σκηνών και εικόνων της νεότητάς του. («Ετσι λοιπόν θυμάμαι αρχίζοντας με το φόβο / καθώς ξεδίπλωναν το σεντόνι πίσω από τα συρματοπλέγματα / βρώμικο αχνίζοντας γεμάτο αίματα και μύγες / ή παραστάσεις από την άλωση της Τροίας»).
Κυνηγημένος από το φόβο και από τα πρόσωπα· από τις αδρές φυσιογνωμίες αυτών που κάποτε, συνεπαρμένοι από την αστραπή κάποιου οράματος, ενεχυρίασαν τη ζωή τους διεκδικώντας το μερτικό τους στο μέλλον. Και που τώρα περιφέρονται από ποίημα σε ποίημα, επιμένοντας να υπάρχουν και να μιλούν με μια φωνή μαύρη, θερισμένη από το κακό. Γιατί τα πρόσωπα στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου συνθέτουν ένα πραγματικό μαρτυρολόγιο επωνύμων και ανωνύμων, γνωστών και αγνώστων μαρτύρων, που έζησαν, έδρασαν και χάθηκαν ξαφνικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του· συνθέτοντας μία τεράστια όσο και θλιμμένη πινακοθήκη.
Ακολουθούν Τα αντικλείδια (1988), Τα τριαντατρία Χαϊκού (1990) και η συλλογή Λίγος άμμος (1997). Παρακάμπτοντας τα «Χαϊκού» -ένα μάλλον παιγνιώδες και γοητευτικό ενδιάμεσο στον συχνά οδυνηρό, λυτρωτικό ωστόσο, εκφραστικό μονόδρομο που πεισματικά ακολουθεί ο ποιητής- στις άλλες δύο συλλογές το «περιβάλλον» είναι γνώριμο και οικείο· κυριαρχούν κι εδώ η μνήμη, μία διάθεση μελαγχολική, η διαβρωτική αίσθηση του φόβου και του ανεκπλήρωτου, η ανάγκη για εξομολόγηση, η βαθιά αγαπητική σχέση με πρόσωπα που χάθηκαν ή που κακόπαθαν άδικα, η συνεχής αναφορά σε γεγονότα και καταστάσεις που σημάδεψαν το παρελθόν και προδίκασαν ένα σκοτεινό μέλλον, που τώρα πια έχει γίνει παρόν. Ολ' αυτά εξακολουθούν να υφίστανται και να διαδραματίζουν σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση μιας ατμόσφαιρας· ενός σκηνικού μάλλον, επάνω στο οποίο αναπτύσσονται και εξελίσσονται τα ποιητικά δρώμενα, όχι όμως χωρίς να έχουν υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις. Η μνήμη λ.χ., μπορεί να είναι πάντα τραυματική, έχει χάσει ωστόσο κάτι από την παλιά της αιχμηρότητα, και ο ποιητής την επικαλείται και ανατρέχει σ' αυτήν κάπως νηφαλιότερα. Ισως γιατί, έχοντας ανταποκριθεί, όσο του επέτρεπε κάτι τέτοιο η ιδιοσυγκρασιακή του ιδιαιτερότητα, στα «αιτήματα» της εποχής του -μπορεί και της γενιάς του- αισθάνεται τώρα την ανάγκη να είναι υποκειμενικότερος· να κινηθεί σε έναν χώρο περισσότερο ιδιωτικό, προκειμένου να ανιχνεύσει και να προσδιορίσει τις βαθύτερες σχέσεις του, άλλοτε με το επίβουλο σώμα της ποίησης και άλλοτε με το συγκεκριμένο, κάθε φορά, ποίημα.
Και στη μία και στην άλλη συλλογή (Τα αντικλείδια και Λίγος άμμος) εντοπίζονται ποιήματα ποιητικής, τα περισσότερα από τα οποία αποπνέουν την αίσθηση του ανικανοποίητου και του φευγαλέου· του χειροπιαστού σώματος ή πράγματος, που όμως ξαφνικά εξαϋλώνεται, από κοντινό και οικείο γίνεται μακρινό και απρόσιτο, από φιλικό γίνεται απροσδόκητα άφιλο ή και εχθρικό ακόμα. Υπάρχουν μάλιστα και ποιήματα -ιδίως στη συλλογή Λίγος άμμος- όπου η Ποίηση εμφανίζεται με τη μορφή μιας φευγαλέας και μοιραίας γυναίκας -δηλωτικής της ερωτικής σχέσης που διατηρεί ο ποιητής με την ποίηση-, πολυπρόσωπης και πολυώνυμης, αινιγματικής και δυσπρόσιτης ή απατηλά οικείας. Σαν ένα σώμα, το ποιητικό, να περιφέρεται από ποίημα σε ποίημα, με μια συμπεριφορά οικόσιτου ζώου, αγαπημένου και μαζί επίφοβου· με μια συμπεριφορά ασταθή, δηλωτική της επίσης ασταθούς και διαρκώς εναλλασσόμενης -άλλοτε ερωτικής, άλλοτε φιλικής και άλλοτε εχθρικής ή και διεκδικητικής- διάθεσής του απέναντι στον ποιητή. Και όλ' αυτά μέσα σε έναν χώρο επώδυνα περιχαρακωμένο από καταποντισμένα οράματα, κατακερματισμένες ελπίδες, προσωπικούς εφιάλτες και σκληρές, τραυματικές μνήμες· σε μιαν έκταση καλυμμένη από την αχλύ και το παραμορφωτικό φως του ονείρου· όπου σκέψεις, αισθήματα, συμβάντα και καταστάσεις, έξω από τα αντικειμενικά όρια του τόπου και του χρόνου, έχουν αποκτήσει διαστάσεις συμβολικές· υπομνηστικές του εφήμερου της ζωής και των έργων του ανθρώπου («Θυμάμαι πήρες λίγον άμμο / τον κράτησες στο χέρι σου / και ύστερα τον άφησες / να χύνεται σιγά / στην ανοιχτή παλάμη μου / Στον μέλλοντα λοιπόν αιώνα / θα μείνει λίγος άμμος / με τη δική μας αφή / κι ο άνεμος που θα φυσάει / όπως το απόγευμα εκείνο του Οκτώβρη / θα τον πηγαίνει εδώ κι εκεί / όλο θα τον πηγαίνει»).
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/08/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις