0
Your Καλαθι
Που είναι τα πουλιά;
Περιγραφή
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Άξαφνα είδε στον ουρανό
μια μεγάλη μαύρη ακρίδα
να χώνεται γρήγορα
στην καρδιά του ήλιου
κι η Γη σκοτείνιασε
(Σελ. 23 του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Δεν είναι εύκολο να γράψει κανείς σήμερα ερωτικά ποιήματα. Σε μιαν εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας η ποίηση έχει δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα (από την υπαρξιακή ανατομία και το γλωσσικό μινιμαλισμό μέχρι το στοχασμό πάνω στα υλικά της και τη συνομιλία με τη φιλοσοφία), ποια είναι η θέση που μπορεί να διεκδικήσει στις προσπάθειές της ένα πανάρχαιο λυρικό ζήτημα όπως ο έρωτας; Ο Γιώργης Παυλόπουλος λύνει το πρόβλημα ευθύς εξαρχής. Αντί να καταφύγει σε παρακαμπτήριες οδούς και να αρχίσει να διαγράφει ατέλειωτους κύκλους γύρω από το θέμα του, αναβάλλοντας συνεχώς την ανάπτυξή του, πηγαίνει κατευθείαν επάνω του -κυριολεκτικώς κατακέφαλα. Πώς τινάζεται η καρδιά μπροστά στο εξαίσιο όραμα μιας γυναικείας μορφής; Πώς ελέγχεται ο πόθος όταν ολόκληρο το κορμί βυθίζεται στην άβυσσο της επιθυμίας; Πώς γλιτώνει ο ερωτευμένος από την τυραννία των αναμνήσεων, που μπορεί να τον κυνηγούν επί δεκαετίες; Πώς αντέχεται η μοναξιά όταν έχεις ζήσει μέσα στο φως και την έκσταση; Πώς προδίδει ο χρόνος και τις μεγαλύτερες υποσχέσεις; Πώς το όνειρο γίνεται κάποτε ισχυρότερο από την πραγματικότητα; Πώς παραιτείται η ώριμη ηλικία από το δικαίωμα στην αγάπη; Ο ποιητής δεν βάζει, βεβαίως, τα ερωτήματα για να τα απαντήσει, αλλά για να τα αφήσει να πλανηθούν μετέωρα στην καρδιά και τη συνείδησή μας, χωρίς να καταλήξουν ποτέ πουθενά.
Ο πόνος της στέρησης
Ο πόνος της στέρησης, το σκοτάδι του πάθους, η ένταση των αισθημάτων (ό,τι μπορεί να αποσυντονίσει και να απορυθμίσει τον οργανισμό μας όταν μπούμε στο τούνελ του έρωτα) είναι καταστάσεις οι οποίες βιώνονται χωρίς την παραμικρή πιθανότητα να λυθούν κάποτε. Είναι μαχαίρια και σφυριά πάνω σ' ένα σώμα που δεν θέλει να λυτρωθεί από τα μαρτύριά του, είναι ζάλη, και απόγνωση, και θάνατος, μέσα σε μια ψυχή που δεν εννοεί να αποκολληθεί από το λατρεμένο της αντικείμενο. Και το πιο παράδοξο με τον έρωτα, στα ποιήματα του Παυλόπουλου, είναι πως παρά τη σαφή αίσθηση φθοράς την οποία έχουν τα πρωταγωνιστικά του πρόσωπα, παρά τις ολοφάνερες απώλειες, ήττες και καταστροφές τους, αλλά και κόντρα στη βαθιά επίγνωση της ευπάθειάς τους, δεν εννοούν για κανέναν λόγο να υποχωρήσουν και να χάσουν την πίστη τους -πηγαίνουν έτσι ώς το τέλος κι ας είναι το πιθανότερο πως θα πληρώσουν πανάκριβα τις συνέπειες: «Ηταν ένα καρπούζι μες στη θάλασσα. / Το σήκωνε το κύμα και το πήγαινε / κι εγώ με τη Ρέα στα βραχάκια / το βλέπαμε από μακριά που γυάλιζε / και γύριζε στον ήλιο. / Βλέπαμε τάχα πάνω του ολόκληρη τη Γη / χωριά και πολιτείες, σπίτια κι ανθρώπους / και κάπου εκεί το σκύλο μας που χάθηκε / να ψάχνει να μας βρει. / Βλέπαμε τη Ρέα κι εμένα μεσημέρι / μικρά παιδιά που έφυγαν κρυφά από το σπίτι / γυρεύοντας σ' όλη τη Γη το σκύλο τους / αγκαλιασμένα τώρα να κοιτάζουν / ένα καρπούζι μες στη θάλασσα. Χωρίς να ξέρουν πως ίσως και να ήταν / μια νάρκη από τον πόλεμο / άχρηστη κι αδέσποτη / που κάποτε θα σκάσει».
Απογυμνωμένη και ρεαλιστική γλώσσα
Ο Παυλόπουλος γράφει απροσποίητα και αδιακόσμητα, χωρίς την ελάχιστη εκζήτηση. Νιώθει καλύτερα με την κυριολεξία και γι' αυτό χρησιμοποιεί πολύ λελογισμένα τη μεταφορά, δημιουργώντας ένα αμιγώς ρεαλιστικό περιβάλλον για τους στίχους του, που βάζουν εύκολα και γρήγορα τον αναγνώστη στο νόημά τους, μια και σίγουρα στο εσωτερικό τους δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία τα οποία θα πρέπει να αποκρυπτογραφήσει με δική του πρωτοβουλία. Στο ρεαλιστικό, όμως, αυτόν περίγυρο και στο σκόπιμα αποξηραμένο τοπίο του ο Παυλόπουλος έχει ένα άλλο παιχνίδι να παίξει: το παιχνίδι της σκίασης, της υποβολής και του μισού φωτισμού των πραγμάτων, που φέρνει στην επιφάνεια την κρυφή και αμετάδοτη ουσία τους. Με μισές λέξεις και ατέλειωτα λόγια, με κοινές ή και αδιάφορες εκ πρώτης όψεως εικόνες, που αποκαλύπτουν απρόσμενα έναν άγνωστο πυρήνα, αλλά και με υπόγειες πυροδοτήσεις των πιο ανώδυνων σημασιών, ο ποιητής φτιάχνει σχεδόν εκ του μηδενός τον κόσμο του, με τα στοιχειωδέστερα και τα απλούστερα υλικά: «Φωτίζοντας ξαφνικά λησμονημένα τοπία / το σπίτι μας που δεν υπάρχει πια / το γιασεμί στο σκοτάδι του κήπου / τον τοίχο που τους εκτελέσανε / το άλογο στο λόφο να χλιμιντρίζει κατά τη θάλασσα / το κοιμητήριο στην πλαγιά / την πόρτα που δεν μπόρεσα ποτέ να την ανοίξω / και γωνία Ροδεσίας και Αλφειού / την Ανθεια να περιμένει μέσα στη βροχή».
Φτάνοντας στην ωριμότητά του, ο Παυλόπουλος μοιάζει να αποστραγγίζει την ποίησή του: να την απαλλάσσει από κάθε περιττό βάρος, οδηγώντας τη σταθερά και προσεκτικά σ' έναν αφαιρετικό και απογυμνωμένο λόγο με έντονη επικοινωνιακή δύναμη. Και τούτο το τελευταίο καλό είναι να μην το παραβλέψουμε: η σκοτεινότητα στην ποιητική έκφραση δεν είναι πάντα ο καλύτερος σύμβουλος -συχνά, μάλιστα, λειτουργεί περισσότερο ως καταφύγιο αδυναμίας και λιγότερο ως πραγματική και ουσιαστική λύση. Τα κομμάτια που διαβάζουμε στο βιβλίο του Παυλόπουλου αποδεικνύουν πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η ποίηση όταν εμπιστεύεται με υποψιασμένο τρόπο την τάση της για αμεσότητα. Και σε τέτοιες περιπτώσεις, ουδείς, φυσικά, διανοείται να της ζητήσει οτιδήποτε άλλο.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/07/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις