0
Your Καλαθι
Σε πείσμα των καιρών
Χρονικό κάποιας ζωής
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Χρόνο μετά, είχε νυχτώσει, ο Κωνσταντής γύριζε κουρασμένος στο φοιτητικό του δωμάτιο στην οδό Δημοτικού Νοσοκομείου. Στο απεναντινό πεζοδρόμιο επί της οδού Αγίου Δημητρίου και από ικανή απόσταση, τέτοια που, ήταν σίγουρος, του εξασφάλιζε την κάλυψη και την αυτοπροστασία του, είδε τον Πρόθυμο να κουβεντιάζει με τους δύο άνδρες του Σπουδαστικού της Ασφάλειας. Ήταν ο καιρός των απανωτών κρουσμάτων του Δράκου, των συχνών επιθέσεών του σε γυναίκες (μια από αυτές μάλιστα είχε γίνει σε Νοσοκόμα πίσω από το σπίτι τους). Ήταν ανάστατη η πόλη και οι έρευνες συνεχείς κι εξονυχιστικές, οι φήμες οργίαζαν ταράζοντας νυχθημερόν τα ήρεμα νερά της ζωής μας και τα κορίτσια κλείνονταν από νωρίς στα σπίτια τους. Τάχυνε το βήμα του ο Κωνσταντής και μπήκε στο στενό δρομάκι δίχως να γίνει αντιληπτός. Στο χωλ είδε πάλι την αγαπημένη του αφίσα: τον μεταξοσκώληκα σε τέσσερα στάδια, να τρώει τα φύλλα της μουριάς και να παράγει το μετάξι. Αποστομωτικό παράδειγμα του Κωνσταντή, όταν προσπαθούσαν να τον «στριμώξουν» κάτι ανθρώπινες σκατομηχανές.
Ύστερα ξάπλωσε και παραδόθηκε στις σκέψεις του. Σκεφτόταν τα παιδιά που έκανε παρέα, ένα ένα και όλα μαζί, τις δυο διαφορετικές συντροφιές του, τα πατριωτάκια του από τη μια με τους διαπληκτισμούς και τον αχαλίνωτο κάποιων εγωισμό και τους Πόντιους με τα ευφυολογήματά τους, το χιούμορ, την «πλάκα» τους. Τα πολύ προσωπικά τους αυτοί τα έλεγαν στα ποντιακά, όπως και οι άλλοι τα οικογενειακά τους τα έλεγαν στα βλάχικα. Μερικές φορές τους καταλάβαινε τι έλεγαν, κάποιες άλλες όχι αλλά και δεν τον πολυπείραζε τον Κωνσταντή στο βάθος, όταν δεν καταλάβαινε τι ακριβώς είπαν μεταξύ τους· ήταν δικαίωμά τους κι ας έστελναν την κοινωνική ευγένεια περίπατο. Για τον Κωνσταντή κάποια άλλα πράγματα μετρούσαν πιο πολύ: εκτιμούσε την καλή καρδιά και την αλληλεγγύη, τις δε νοοτροπίες, τους ιδιάζοντες χαρακτήρες και τα ιδεολογήματα που δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους αυτός τα γεφύρωνε, τα ταίριαζε και τα ζούσε αρμονικά με κάτι πολύ απλό, εντελώς απέριττο, ως τη στέρηση λιτό και αγνό, πλούσιο συνάμα, ονειρικό, φανταχτερό κι αυθόρμητο, ένα πράγμα που του γέμιζε την ψυχή, χωρίς να χρειάζεται λεφτά, χωρίς να του θέτει καμιά κοινωνική απαίτηση. Αυτό ήταν το τραγούδι. [...]
Ύστερα ξάπλωσε και παραδόθηκε στις σκέψεις του. Σκεφτόταν τα παιδιά που έκανε παρέα, ένα ένα και όλα μαζί, τις δυο διαφορετικές συντροφιές του, τα πατριωτάκια του από τη μια με τους διαπληκτισμούς και τον αχαλίνωτο κάποιων εγωισμό και τους Πόντιους με τα ευφυολογήματά τους, το χιούμορ, την «πλάκα» τους. Τα πολύ προσωπικά τους αυτοί τα έλεγαν στα ποντιακά, όπως και οι άλλοι τα οικογενειακά τους τα έλεγαν στα βλάχικα. Μερικές φορές τους καταλάβαινε τι έλεγαν, κάποιες άλλες όχι αλλά και δεν τον πολυπείραζε τον Κωνσταντή στο βάθος, όταν δεν καταλάβαινε τι ακριβώς είπαν μεταξύ τους· ήταν δικαίωμά τους κι ας έστελναν την κοινωνική ευγένεια περίπατο. Για τον Κωνσταντή κάποια άλλα πράγματα μετρούσαν πιο πολύ: εκτιμούσε την καλή καρδιά και την αλληλεγγύη, τις δε νοοτροπίες, τους ιδιάζοντες χαρακτήρες και τα ιδεολογήματα που δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους αυτός τα γεφύρωνε, τα ταίριαζε και τα ζούσε αρμονικά με κάτι πολύ απλό, εντελώς απέριττο, ως τη στέρηση λιτό και αγνό, πλούσιο συνάμα, ονειρικό, φανταχτερό κι αυθόρμητο, ένα πράγμα που του γέμιζε την ψυχή, χωρίς να χρειάζεται λεφτά, χωρίς να του θέτει καμιά κοινωνική απαίτηση. Αυτό ήταν το τραγούδι. [...]
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις