0
Your Καλαθι
Η μοναχούλα
Περιγραφή
Η Μοναχούλα είναι μια σύγχρονη ιστορία για τη ζωή και τη δύναμη των λέξεων: τι μπορούν να πουν οι λέξεις, η λογοτεχνία όταν τα πεπρωμένο μας τσακίζει και μας αποκόβει από τον κόσμο.
Το μυθιστόρημα βραβεύτηκε στη Γαλλία με το Prix Inter 2003 και σημείωσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία.
«... ένα μυθιστόρημα, αβάσταχτο και υπέροχο. Αν προσπαθήσεις να το περιγράψεις με δυο λόγια κινδυνεύεις να πεις κοινοτοπίες, να γλυστρήσεις στο μελόδραμα, να αγνοήσεις τη γλώσσα, τόσο απλή, τόσο όμορφη που μεταμορφώνει ένα καθημερινό γεγονός σε έργο τέχνης, τις προτάσεις σε προσευχή.»
Le Nouvel Observateur
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στη ζωή, ως γνωστόν, δεν υπάρχει μόνο μαύρο ή μόνο άσπρο. Υπάρχει, ωστόσο, ένας κόσμος μαύρος πάνω σε λευκό, ο κόσμος των βιβλίων. Ο ήρωας του Πιερ Πεζί είναι θρέμμα και θύμα αυτού του κόσμου. Ενας πελώριος όγκος από σάρκα και άπειρες σελίδες στοιβαγμένες στη μνήμη του. Η ύπαρξή του είναι οι αναγνώσεις του· ύπαρξη άρρηκτα συνυφασμένη με τα βιβλία που διατρέχει, υποδέχεται ή πουλάει στο βιβλιοπωλείο του, ένα γραφικό αναγνωστικό καταφύγιο. Τα μυθοπλαστικά γεγονότα κυκλώνονται γύρω από αυτή τη ρημαγμένη και απορροφημένη στον εαυτό της φιγούρα, για να απολήξουν σταδιακά σε μια έντονα συγκινητική ελεγεία στη λογοτεχνία. Ο συγγραφέας (δοκιμασμένος σε ποικίλα είδη γραφής: το μυθιστόρημα, το δοκίμιο, τη βιογραφία, τη φιλοσοφία) μιλάει με θέρμη για τη μυστική ευτυχία του φυλλομετρήματος ενός βιβλίου, για σελίδες που γίνονται φτερά, «μεγάλα φτερά φτιαγμένα για να ξεφύγει κανείς απ' αυτό μέσα στο οποίο είναι κλεισμένος». Αντιλαμβάνεται την ανάγνωση ως άνοιγμα αλλά και ως αποκλεισμό, στο μέτρο που ενθαρρύνει τόσο την εξωστρέφεια όσο και την εσωστρέφεια. Πέρα από τα αφηγούμενα, εκείνο που πρωτίστως συναρπάζει στο μυθιστόρημα του Πεζί είναι η σύμπλευση των αλληλοαναιρούμενων επιδράσεων της ανάγνωσης, κατά την οποία συντελείται είτε μια ιδιότυπη φυγή είτε ένα βύθισμα στη μοναχικότητα, εξίσου παραμυθητικά. Συναρπάζει ακόμα η γλώσσα, ποιητική, ευρηματική, έξοχα λιτή, την οποία η Κατερίνα Δασκαλάκη μετέφερε με αξιέπαινη ευαισθησία.
Τάσεις φυγής
Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια επαρχιακή πόλη της Γαλλίας, περιφρουρημένη από επιβλητικούς όγκους, τα βουνά της Σαρτρέζ, όπου συνυπάρχουν μοναστήρια και ιδρύματα αποκατάστασης. Οι κορυφές τους συμπιέζουν περιμετρικά, εποπτεύουν τις κινήσεις και βαραίνουν την ψυχοσύνθεση των ηρώων. Η θέα τους λειτουργεί άλλοτε σαν κάλεσμα κι άλλοτε σαν πλάκωμα. Τα ορεινά αυτά σύνορα, άγρια, δυσπρόσιτα, γοητευτικά, προβάλλουν σαν απεικόνιση της απομόνωσης, της αποχώρησης από τον κόσμο, του όρκου σιγής του μοναστικού βίου. Μια αλληγορία για τη σιωπή και τον «αναχωρητισμό» του αναγνώστη, την ψυχική ερήμωση και τους εσωτερικούς δαιδάλους των πρωταγωνιστών. Ολα τα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου του αφηγητή, βρίσκονται συμπτωματικά σ' αυτό τον τόπο που τους γεννά επίμονες τάσεις φυγής. Αφετηρία της αφήγησης είναι ένα τροχαίο δυστύχημα, το οποίο διασταυρώνει τους τρεις κεντρικούς χαρακτήρες, τον βιβλιοπώλη Βολάρ, την Εύα, το μικρό κορίτσι που συνθλίβει με το φορτηγό του, και την Τερέζα, τη νεαρή μητέρα της. Ενα τρίγωνο θλίψης και παραίτησης. Το δυστύχημα συντρίβει τη ζωή και των τριών. Το κορίτσι πέφτει σε κώμα, ενώ ο Βολάρ και η Τερέζα μοιράζονται τύψεις και ενοχές. Η τελευταία αποτελεί την πιο θολή και συνάμα δυστυχισμένη παρουσία του μυθιστορήματος. Ανήμπορη να συμφιλιωθεί και να ανταποκριθεί στο λεγόμενο μητρικό ένστικτο, αφήνεται σε εφήμερες δραπετεύσεις από την κόρη της και τον εαυτό της. Διανύει ατελείωτα χιλιόμετρα με μοναδική πρόθεση την απομάκρυνση, την αποφυγή. Οπου κι αν βρίσκεται, ακόμα και στο νοσοκομειακό δωμάτιο της Εύας, νιώθει επιτακτική την ανάγκη να εγκαταλείψει. Με συνέπεια να κληροδοτεί στο παιδί της το αφόρητο αίσθημα της απουσίας της ή, χειρότερα, της παροδικής παρουσίας της. Η Τερέζα είναι η μόνη στο μυθιστόρημα που (παρά το λογοτεχνικό της επίθετο, Μπλανσό) δεν διαβάζει. Κουβαλάει, όμως, συνέχεια πάνω της το δικό της βιβλίο, ένα σημειωματάριο στο οποίο καταγράφει ατάκτως σύντομες φράσεις, το ξεθύμασμα πιεστικών σκέψεων. Το ζητούμενο των διαρκών αποδράσεων και καταναγκαστικών επιστροφών της είναι η ελαφρότητα, η απώλεια κάθε συνείδησης της πραγματικότητας που τη διώχνει και την πετάει. Η ελαφρότητα συνιστά επίσης τη μύχια επιθυμία του υπέρβαρου Βολάρ. Αν η Τερέζα φεύγει μπροστά, εκείνος υπόκειται στην τροχιά μιας παρατεταμένης ελεύθερης πτώσης. Συνθλιμμένος από βιβλία που στοιχειώνουν την καθημερινότητά του, τον ύπνο του και τη μνήμη του, επιμένει να διαβάζει με βουλιμία. Στις σελίδες αναζητά άλλοτε τη ματαιωμένη του παιδικότητα κι άλλοτε την αποδέσμευση από θρυμματισμένα βιώματα, άσχετα με τα αναγνώσματά του και γι' αυτό πιο βασανιστικά. Η αποκόλληση από τον μικρόκοσμό του επισπεύδεται από τη στιγμή που προσέκρουσε στο εύθρυπτο σώμα του κοριτσιού. Κάτι σαφώς σημαντικότερο από την ανάγνωση επιβάλλει τώρα τη συμμετοχή του. Ο Βολάρ σταχυολογώντας από την υπερτροφική μνήμη του ποικίλα αποσπάσματα βιβλίων συντροφεύει τον άρρωστο ύπνο της μικρής μέχρι την ανέλπιστη αφύπνισή της. Το κορίτσι, όμως, ξυπνάει με ανεπανόρθωτη αλαλία, μεταμορφωμένο σε μικροσκοπική μοναχή, υποχρεωμένη στη σιγή της Σαρτρέζ («La Petite Chartreuse», ο πρωτότυπος τίτλος) για να σβήσει αργόσυρτα στο πλευρό τού βιβλιοπώλη. Σχεδόν ταυτόχρονα με το θάνατο του παιδιού έρχεται ο αφανισμός του βιβλιοπωλείου από πυρκαγιά.
Υμνος στη λογοτεχνία
Αν ο συγγραφέας είχε περιοριστεί στα μυθοπλαστικά περιστατικά το αποτέλεσμα θα ήταν οπωσδήποτε ένα άχαρο μελόδραμα. Ωστόσο, ο διάχυτος μελοδραματισμός διευκολύνει τη συγκρότηση ενός συναρπαστικού στοχασμού για τη δύναμη των λέξεων, δύναμη λυτρωτική και ταυτόχρονα καταστροφική. Μέσα από τις συγκλίνουσες ιστορίες των αβάσταχτα δραματικών του προσώπων, ο Πεζί συνθέτει έναν ύμνο ερωτικό στη λογοτεχνία. Οι ζωές των χαρακτήρων με λεπταίσθητο, απρόσμενο αλλά πειστικό τρόπο διαπερνώνται, νοηματοδοτούνται και ναρκοθετούνται από σελίδες βιβλίων. Το κορίτσι συνέρχεται χάρη στο αδιάκοπο άκουσμα της απαγγελίας λογοτεχνικών σπαραγμάτων, αλλά τελικά οι λέξεις δεν το σώζουν. Οπως δεν σώζουν και τη μητέρα της οι προσωπικές της, ανίσχυρες λέξεις. Από την άλλη, ο Βολάρ που μέσω των αναγνώσεών του «κατοικούσε το μακρινό εσώτερο», νιώθει στο πετσί του τη θωπεία των λέξεων, την ίδια όμως στιγμή συνειδητοποιεί ότι «πίσω από τις φράσεις [...] ακούγονται πάντοτε κραυγές». Γι' αυτό διαισθάνεται μια υφέρπουσα συγγένεια ανάμεσα στα βιβλία του και το κορίτσι που ψυχομαχεί. Τόσο στο βιβλιοπωλείο του όσο και στο νοσοκομείο σκοντάφτει πάνω σε ανεπούλωτα τραύματα. Σημαδιακό ακόμα και το όνομα του βιβλιοπωλείου, «Το Ρήμα Είναι». Μια εστία ανταλλαγής, συνδιαλλαγής και συναναστροφής, που ενθαρρύνει την επικοινωνία και προτρέπει στη γνώση της ύπαρξης, υπόσχεται το νόημα της ζωής. Ειρωνική αντίστιξη με τη μοναξιά των ηρώων, με την τρομακτική τους δυσκολία να υπάρχουν, να είναι. Η κατάληξη του βιβλιοπωλείου αποδεικνύεται εξίσου θλιβερή με τη δική τους. Κι εδώ οι λέξεις σωριάστηκαν ηττημένες, φανερώνοντας την εύθραυστη εξουσία τους απέναντι στον θάνατο.
Ο Βολάρ, αυτή η σάρκινη βιβλιοθήκη, γίνεται το πρόσχημα για να διατυπωθούν ιδιαίτερα ευθύβολες διαπιστώσεις για τα κίνητρα και τις επιδράσεις τής ανάγνωσης και, συνεπώς, να δημιουργηθούν υπόγεια επίπεδα προσπέλασης του μυθιστορήματος. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, η διεκδίκηση της λήθης και της βραδύτητας, ιδωμένη ως απώτερος στόχος τής καταβύθισης σ' ένα βιβλίο. Οι αναγνώσεις αποκόβουν τον Βολάρ από την «υπερδραστήρια» πραγματικότητα. Αποκοπή που δεν μοιάζει εθελούσια ούτε και επιβεβλημένη, ούτε ευεργετική ούτε επιζήμια. Ο Βολάρ διαβάζει για να ξεχάσει όσα έχει ήδη διαβάσει. Για να ξεχάσει ό,τι έχει ζήσει και ό,τι δεν έχει ζήσει. Η περιδιάβαση των βιβλίων ταυτίζεται με την παράδοση στη βραδύτητα, σε μια προσμονή ελαφρότητας. Η ανάγνωση, εν τέλει, είναι γι' αυτόν μια ασφυκτική διέξοδος. Μια συσπείρωση στον εαυτό που αποκλείει τον «άλλο», αλλά και ένα πέταγμα έξω από το «εγώ». Στις ομορφότερες συλλήψεις τού συγγραφέα συγκαταλέγεται ο παραλληλισμός τού ήρωα με τον Δαίδαλο και τον Ικαρο. Τα δύο μυθολογικά σύμβολα συγκατοικούν στην υπόστασή του. Ο Βολάρ-Δαίδαλος βρίσκεται εγκλωβισμένος στον αναγνωστικό του λαβύρινθο, ενώ ο Βολάρ-Ικαρος δυσφορεί και υψώνεται στην ελευθερία για να κατακρημνιστεί στην ανυπαρξία, στη λήθη. Οι αντιθέσεις του εξωπραγματικού αυτού χαρακτήρα συνάδουν με την αμφίρροπη σχέση του με τη γραμμένη σελίδα· σχέση που όσο δυναμώνει γίνεται εξουθενωτική. Παρά το σπαρακτικό τέλος του μυθιστορήματος, με τον Βολάρ να αποτολμά την έξοδο από τον εαυτό του και τα βιβλία που φέρει κατάστηθα, η τύχη της αληθινής πρωταγωνίστριας δηλώνεται σ' ένα πικρό όσο και αισιόδοξο σχόλιο: «Η λογοτεχνία ανέπνεε με δυσκολία, ψηνόταν στον πυρετό. Αλλά ανέπνεε πάντα».
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/05/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις