0
Your Καλαθι
Σκέψη / Ταξινόμηση
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Παρά τα δύο έγκυρα λογοτεχνικά βραβεία που τίμησαν το έργο του, ο Περέκ, ενόσω ζούσε, παρέμεινε ένας μάλλον περιθωριακός συγγραφέας, στα όρια της εκκεντρικότητας. Σήμερα, καθιερωμένος και πολυμεταφρασμένος, εκτιμάται ως μείζων εκπρόσωπος της σύγχρονης γαλλικής αυτοβιογραφικής γραφής, στην οποία έδωσε νέα ώθηση και προοπτική, δίχως να παραγνωρίζεται η συμβολή του στην αυστηρή παράδοση των τεχνοπαιγνίων του Oulipo. Η επινόηση του νέου και η ανάμνηση του παλαιού είναι οι δύο πόλοι μεταξύ των οποίων κινείται και τους οποίους συνεχώς συνδυάζει ο Περέκ στα κείμενά του. Επιχειρώντας απεγνωσμένα να ολοκληρώσει το παζλ της προσωπικής του ζωής, από το οποίο λείπουν βασικά κομμάτια (πατέρας, μητέρα, οικείοι, παιδικές μνήμες), διατάσσει και αναδιατάσσει αδιαλείπτως, ταξινομώντας επίμονα και ευρηματικά γνώσεις, εμπειρίες, ενθυμήσεις, αναγνώσματα, προγράμματα, ευφρόσυνες και τραυματικές στιγμές. Ο αναγνώστης της Σκέψης/Tαξινόμησης έχει την ευκαιρία να εισέλθει στον δαιδαλώδη μικρόκοσμο του πολυμήχανου αυτού συγγραφέα, όπου κυριαρχεί ένα είδος εύτακτης αταξίας.
«Aυτός ο πανικός μη χαθούν τα ίχνη μου συνοδεύτηκε από μια μανία να κρατώ και να ταξινομώ. Φύλαγα τα πάντα: τις επιστολές με τους φακέλους τους, τα αποκόμματα από τα εισιτήρια του κινηματογράφου, τα αεροπορικά εισιτήρια, τις αποδείξεις, τα στελέχη των μπλοκ επιταγών, τα διαφημιστικά, τα ταχυδρομικά ειδοποιητήρια, τους καταλόγους, τις προσκλήσεις, τα περιοδικά, τους ληγμένους μαρκαδόρους, τους άδειους αναπτήρες, μέχρι και τις αποδείξεις πληρωμής του γκαζιού και του ηλεκτρικού για ένα διαμέρισμα όπου δεν έμενα πια εδώ και έξι χρόνια, και ενίοτε περνούσα όλη τη μέρα να ξεδιαλέγω και να ξεδιαλέγω, φανταζόμενος μια ταξινόμηση που θα κάλυπτε κάθε χρόνο, κάθε μήνα, κάθε μέρα της ζωής μου».
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οι συγγραφείς αγαπούν τον Ζορζ Περέκ. Ο λόγος είναι ότι (ειδικότερα για τη συνομοταξία των συγγραφέων) ο Περέκ αποδεικνύεται ένας ανακουφιστικός σύμμαχος. Πολύ συχνά μοιάζει να μας υποδεικνύει ότι η λογοτεχνία μπορεί (και αυτό το δυνητικό «μπορεί» είναι ιδιαίτερα σημαντικό -ας μην ξεχνάμε ότι ο OULIPO είναι το εργαστήριο της «δυνητικής» λογοτεχνίας) να γραφεί δίχως εκείνη τη δυσεξήγητη αφετηρία που με κάποια επιφύλαξη ονομάζουμε «έμπνευση». Είναι αυτή η κοινή δοξασία που, όταν χρειαστεί, καθησυχάζει με δραστικότητα τους συγγραφείς και φέρνει στο μυαλό τη δημοφιλή κοινοτοπία του Edison για την ιδιοφυΐα, την έμπνευση και την εφίδρωση (genius = 1% inspiration + 99% perspiration). Και είναι ακριβώς τόσο αντιφατικά ταιριαστό -τόσο περεκικό- ότι αυτή η παρηγοριά προέρχεται από έναν συγγραφέα που ο ίδιος πέρασε μια πολύ επώδυνη περίοδο μπλοκαρίσματος, στη διάρκεια της οποίας φοβόταν ότι θα μπορούσε ακόμα και να αποστραφεί διά παντός τη λογοτεχνία: «Σκέφτηκα να σταματήσω εντελώς να γράφω, αλλά πιστεύω ότι δεν θα ήμουν ικανός να το κάνω, ακόμη και αν το ήθελα». [σελ. 20]
Με ποιον τρόπο λοιπόν πρέπει να διαβάσει κανείς το καλειδοσκοπικό «Σκέψη / Ταξινόμηση»; Και τι οφείλει να καταλάβει από αυτό, πέρα από την προφανή επιδίωξη των εκδοτών (το βιβλίο απαρτίζεται από ανεξάρτητα κείμενα και εκδόθηκε μετά θάνατον) να συσχετιστεί η περεκική σκέψη (γραφή, ταυτότητα) με το μανιακό στοιχείο της ταξινόμησης (συλλογής, καταλογογράφησης); Είναι άραγε λογοτεχνία αυτά τα κομμάτια; Και αν τυχόν όχι, ποιο είναι το κρίσιμο ελλείπον στοιχείο; Μοιάζει δύσκολο -αν όχι αδύνατο- να διασαφηνίσουμε τελειωτικά τον αμφίσημο χαρακτήρα των γλωσσικών παιχνιδιών τού Περέκ. Είναι αυτό το διαρκές μειδίαμα του συγγραφέα, που φαίνεται να χαμογελά σε κάθε φωτογραφία, ακόμα και όταν γράφει (σελ. 246). Λες και γιορτάζει σέρνοντας το μολύβι επάνω στο χαρτί. Ας το πούμε κάπως γενικότερα. Για τον Περέκ ο λόγος ως ενέργημα αποκτά μια -τρόπον τινά- οντολογική προτεραιότητα έναντι του λόγου ως απόφανσης. Η ιδρυτική στιγμή της γραφής είναι για εκείνον μια performance, είναι η επιτέλεση της γραφής, και επομένως η θεμελιώδης διάκριση στο περεκικό σύμπαν δεν είναι μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας, αλλά μια πρότερη, ενδογλωσσική, που αφορά την ίδια την ιδιότητα του συγγραφέα: μεταξύ πράξης και αναφοράς. Η βαθύτερη επιθυμία του Περέκ είναι να θέλει και να μπορεί να γράφει: «Επρεπε κατ' αρχάς να θρυμματιστεί αυτό το καύκαλο της γραφής πίσω από το οποίο μασκάρευα τον πόθο μου για γραφή» (σελ. 119). Η λογοτεχνία δεν μοιάζει τότε με αγώνα για έκφραση ή επιβεβαίωση του συγγραφικού εγώ, αλλά με μια άσκηση δημιουργίας κάποιας ατομικής ταυτότητας. Οπως άλλωστε μας έχει διδάξει ο Μπαρτ (δίπλα στον οποίο μαθήτευσε ο Περέκ), ο συγγραφέας δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν άνθρωπο που γράφει, καθώς το εγώ δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν άνθρωπο που λέει «εγώ».
Με αυτόν τον τρόπο, πίσω από τον ακατάσχετο φορμαλισμό (που δεν μπορεί άραγε να θεωρηθεί και κάπως ναρκισσιστικός;) συναντάμε την κρυμμένη ουσία. Συναντάμε το ίδιο το πρόσωπο του συγγραφέα. Τα κείμενα του Περέκ, ακόμα και τα πιο σύντομα και παιγνιώδη, δεν είναι κούφιοι αναγραμματισμοί. Σε ετούτο το ημερολόγιο (της γραφής) ο Περέκ δεν είναι απών. Εχει εφεύρει αυτό το «γιατροσόφι» (το αποδομητικό «φάρμακο»;) για να μετριάζει το σκοτάδι της προσωπικής του ιστορίας καταγράφοντας το εδώ-και-τώρα της γραφής. Είναι αυτή η αντανάκλαση de profundis που μας επιτρέπει να διαβάζουμε τα περεκικά στρατηγήματα μέχρι την τελευταία (πολλές φορές μηχανιστικά προβλέψιμη) λέξη, ωσότου εξαντληθεί η αναγνωστική μας υπομονή. Η δική μας προσπάθεια (γιατί η ανάγνωση του Περέκ είναι ενεργητική συμμετοχή σε μια γλωσσική διεργασία) αντιστοιχεί στη συλλεκτική εμμονή του συγγραφέα, που -στην αγωνία του να μην παραβλέψει τίποτα- κατασκευάζει ο ίδιος τα αντικείμενα που έχει ανάγκη να συλλέξει. Ο Περέκ επιμένει να καταγράφει κάθε ελάχιστη όψη του καθημερινού. Και ό,τι δεν μπορεί να του προσφέρει η εποπτεία, το φτιάχνει ο ίδιος στο εργαστήρι της μυθοπλασίας και κατόπιν το τοποθετεί στον κόσμο. Γιατί στο βάθος ο συγγραφέας θέλει να νιώσει την οικείωση (να μην είναι αυτή η κατ' εξοχήν εβραϊκή εμπειρία;). Θέλει να αισθανθεί ότι είναι αναπόσπαστο μέρος του κόσμου: «Αυτό είναι για μένα το μόνο μέσον για να συμφιλιωθώ με τον κόσμο, να είμαι ευτυχής ή ακόμα απλούστερα, να ζήσω» (σελ. 21). Ως άλλος Χάμπερτ Ράφκι, ο Περέκ, με κάθε του έργο, συμπληρώνει την «Ιδιωτική του πινακοθήκη». Η συλλογή «Σκέψη / Ταξινόμηση» είναι ακριβώς ένα τέτοιο αυτοβιογραφικό φράκταλ. Κάθε επιμέρους λεπτομέρεια αναπαράγει συνολικά το περεκικό προσωπείο. Οταν, λοιπόν, σκεφτόμαστε αν είναι λογοτεχνία το «Σκέψη / Ταξινόμηση», θα πρέπει να έχουμε στο νου ότι σε αυτό το βιβλίο δεν ακούγεται η μονοφωνία του Ζορζ Περέκ, αλλά μια άλλη πολυφωνική σύνθεση, απαρτιζόμενη από πολλές δυσδιάκριτες φωνές του συγγραφέα. Και η αποστολή της λογοτεχνίας είναι ακριβώς να ακούσει με προσήλωση αυτήν την αφηγηματική αντίστιξη, στην οποία εντούτοις δεν μπορεί να αποδώσει μια συγκεκριμένη καταγωγή.
Τέλος, μια απαραίτητη διόρθωση στη σελίδα 28 (και στη σελίδα 45), που αφορά την ελληνική βιβλιογραφία του Περέκ. Το «Cantatrix Sopranica L» έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά: «Cantatrix sopranica L. και άλλα επιστημονικά συγγράμματα», Μτφρ.: Μπερναντέτ Ντελαέ - Μαζαράκη, «Χατζηνικολή», 2001.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/10/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις