0
Your Καλαθι
Ο ζωγράφος των μαχών ΜΕΤΑΧΕ1ΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Σ' έναν πύργο στη Μεσόγειο, σε αναζήτηση της φωτογραφίας την οποία ποτέ δεν μπόρεσε να τραβήξει, ένας βετεράνος φωτογράφος ζωγραφίζει μια μεγάλη κυκλική τοιχογραφία: το τοπίο μιας μάχης μη τοποθετημένης στο χρόνο. Στο έργο του τον συνοδεύουν ένα πρόσωπο που επιστρέφει από το παρελθόν για να εισπράξει ένα θανάσιμο χρέος και η σκιά μιας γυναίκας που έχει πεθάνει δέκα χρόνια πριν.
Γύρω απ' αυτά τα τρία πρόσωπα, ο Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε συνθέτει το πιο έντονο και συναρπαστικό μυθιστόρημα της μακράς συγγραφικής του πορείας.
Εκθαμβωτικός από την αρχή έως το τέλος, "Ο ζωγράφος των μαχών" παρασέρνει τον αναγνώστη στην περίπλοκη γεωμετρία του εικοστού πρώτου αιώνα: η τέχνη, η επιστήμη, ο πόλεμος, ο έρωτας και η μοναξιά συνδυάζονται σ' ένα αχανές μωσαϊκό ενός κόσμου που πνέει τα λοίσθια.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Συγγραφέας που αρέσκεται να βυθίζεται στην Ιστορία, ιδιαίτερα της πατρίδας του Ισπανίας, κάποτε κοσμοκράτειρας, η περίπτωση της οποίας έχει σαφώς σύγχρονες αναλογίες, ο Αρτούρο Πέρεθ - Ρεβέρτε (1951), μακριά έδω και χρόνια από το επάγγελμα του πολεμικού ρεπόρτερ, πέρασε από τη θέση του «μάρτυρα των γεγονότων σε μυθοπλάστη τους». Βέβαια, απ' όσα λέει εξωδίκως και με βάση όσα αφηγούνται οι ήρωές του, θα μπορούσες να ισχυρισθείς ότι η Ιστορία γι' αυτόν είναι μία αληθινή πηγή άρδευσης διδαγμάτων και όχι κάτι προσομοιωμένο: μία περιοχή η οποία, κατά την αντίθετη άποψη, πολλά χρωστάει στο φαντασιακό μας, αφού η αναπαράσταση αποτελεί πάντα ένα σχεδόν άλυτο πρόβλημα, για ορισμένους κινούμενο στο πεδίο της μεταφυσικής.
Οχι πάντως για τον Ρεβέρτε· κατ' αυτόν, μπορεί η ιστορική σκηνή να απηχεί το παράλογο του γίγνεσθαι, τον αβυσσαλέο, ανθρώπινο ψυχισμό, όμως δεν παύει να πληροφορεί, έστω και προς την κατεύθυνση μιας συνεχώς αιωρούμενης δέσμης, «χρήσιμων», ερωτημάτων για το υποκείμενο και για τα «κινούντα αίτια».
Κεντρικό σημείο της «δράσης» των πάντων είναι κατ' αυτόν ο Πόλεμος και με την ηρακλείτεια έννοια: παρότι δεν τοποθετεί κανένα θετικό πρόσημο στο φαινόμενο, όπως ο αρχαίος φιλόσοφος, ο οποίος αντιμετώπιζε τη «σύγκρουση» (και) ως μία δημιουργική εκδήλωση, βασισμένη στη μοιραία, αιώνια πάλη μεταξύ των δυνάμεων. Ο Ρεβέρτε είναι απόλυτα σκεπτικιστής μπροστά σε αυτή τη βίαιη εκδήλωση των αισθημάτων, στον νομιμοποιημένο φόνο, ο οποίος κατορθώνει μόνο, μέσα στην ιστορική του διαδρομή, να πιστοποιήσει όσα με φοβερό δισταγμό ανακοίνωσε κάποτε, μετά την εκατόμβη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Φρόιντ μιλώντας για την «ορμή του θανάτου».
Το δηλώνει απερίφραστα ο ήρωας του μυθιστορήματος, Ανδρές Φάουλκες, πρώην πολεμικός ανταποκριτής και φωτογράφος -οπωσδήποτε περσόνα του συγγραφέα-, σε ενεστώτα χρόνο ζωγράφος. Ο Φάουλκες, πασίγνωστος για τις εικόνες από τα διάφορα μέτωπα πολέμου ανά την υφήλιο, τιμημένος για τις αποτυπώσεις της φρίκης και της αγωνίας, έχει αποσυρθεί σε έναν εγκαταλειμμένο πύργο κάπου στην παραθαλάσια Ιβηρική χερσόνησο και ζωγραφίζει: φιλοτεχνεί ένα φρέσκο στους τοίχους του σπιτιού του, ένα κολάζ με λεπτομέρειες από τις σφαγές σε μάχες. Με εμμονή σε λεπτομέρειες, μιμούμενος αναγεννησιακούς και νεότερους ζωγράφους, αποτυπώνει ρεαλιστικά και χωρίς εξιδανικεύσεις τη φοβερή δοκιμασία ανθρώπων εν πολέμω.
Ο παλιός πύργος ευνοεί το έργο του, το οποίο, υπαινίσσεται η αφήγηση, θα ήθελε να γίνει ένα είδος μνημείωσης, αρχείου της φοβερής αυτής σφραγίδας της ανθρώπινης αποθηρίωσης (και μόνο;). Θα τολμούσα, κάνοντας μία υπόθεση εργασίας, να πω ότι ο Ρεβέρτε πιθανόν να είχε στο μυαλό του τον ήρωα του Χένρι Τζέιμς του Τύμβου, τηρουμένων σαφώς των αναλογιών. Εκείνος ο χαρακτήρας, καταρρακωμένος από τον Πόλεμο, συγκεντρώνει σε ένα προσωπικό μαυσωλείο/κενοτάφιο τις φωτογραφίες νεκρών, αγαπημένων μορφών, οικογενειακών, ερωτικών, φιλικών, «ιδανικών» από τα διαβάσματά του, και τις τοποθετεί πάνω από τις φλόγες κεριών, σε μια λατρευτική χειρονομία. Ο Φάουλκες, ενοχικά περισσότερο, συντάσσει αυτή την περίεργη διαθήκη, η οποία θα μπορούσε να είναι και μια απλή αποφόρτιση εάν τα πράγματα δεν μπέρδευε η ξαφνική παρουσία στον πύργο ενός περίεργου άντρα από το παρελθόν.
Πρόκειται για τον Κροάτη Μάρκοβιτς, έναν στρατιώτη, τον οποίο ο ήρωας είχε φωτογραφίσει εξαθλιωμένο στην πολιορκία του Βούκοβαρ, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, προ πολλών ετών. Ο πρώτος βρισκόταν για καιρό στα ίχνη του ρεπόρτερ, τον οποίο θυμόταν όταν αυτός με την τότε φίλη του, επίσης ρεπόρτερ, Οβίδο, θύμα τελικά εκείνων των γεγονότων, είχαν παρευρεθεί στο Βούκοβαρ, φωτογραφίζοντας σκηνές του μετώπου. Η παρουσία του επισκέπτη στον πύργο δημιουργεί ένα κλίμα υπόγειας έντασης, αφού αυτός δηλώνει εξαρχής ότι βρίσκεται εκεί για να σκοτώσει τον Φάουλκες. Εξωτερικά, τα κίνητρα της σχεδιαζόμενης πράξης είναι σαφή: ο Μάρκοβιτς θέλει να «τιμωρήσει» τον ψυχρό μάρτυρα των γεγονότων που ενώ σημάδεψαν τον ίδιο, ο άλλος τα εκμεταλλεύτηκε (όπως και πολλά ακόμα) για να αποκτήσει φήμη και χρήμα.
Δεν βιάζεται, όμως, γιατί το στόρι πρέπει να αναπτυχθεί σε μια κατεύθυνση πιο αναλυτική. Ο Φάουλκες δεν αποφασίζει να ζητήσει τη βοήθεια της Αστυνομίας ή να αντιμετωπίσει βίαια τον επίδοξο δολοφόνο του: και μόνον από αυτό καταλαβαίνουμε, σχετικά νωρίς, ότι ο ζωγράφος είναι παραιτημένος βαθύτερα, για λόγους που θα μας γίνουν γνωστοί στο φινάλε. Προς το παρόν, ό,τι μας κοινοποιείται αφορά τη γενικότερη αποθάρρυνση του ήρωα για την πραγματικότητα, άποψη που εγγράφει στον τοίχο με εικόνες α λα Ιερώνυμου Μπος. Ο ζωγράφος αυτός δεν αναφέρεται, ίσως γιατί ο φανταστικός, παράδοξος κόσμος του, που εκτίμησαν οι σουρεαλιστές, εδώ έχει αντικατασταθεί από μια πιο ρεαλιστική έκφραση, συγγενική της φωτογραφίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φάουλκες ήταν φωτογράφος και η εικαστικότητά του κινείται, βαθύτερα, σε μια λογική αναπαράστασης ενός «παγωμένου» αντικειμένου, που είναι ο πέριξ κόσμος.
Ο επισκέπτης, ο οποίος λειτουργεί, βέβαια, ως καταλύτης, αποσπά από τον συνομιλητή του σκέψεις και ιδέες για τα πάντα, με αφορμή κυρίως το φρέσκο των μαχών, σε μια συζήτηση η οποία διαρκεί, με διαλείμματα, αρκετές ημέρες. Στο διάστημα αυτό η αφήγηση παίρνει κατεύθυνση διανοητική, την οποία διακόπτουν αναμνήσεις από την ερωτική και επαγγελματική ζωή του Φάουλκες με την Οβίδο. Ο Ρεβέρτε ξέρει να συνδυάζει το στοχαστικό (καμιά φορά και εγκεφαλικό) με το αφηγηματικό σε ένα ελκυστικό κοκτέιλ. Σε κάποιες, ευτυχώς ελάχιστες, στιγμές το στερεότυπο πλεονάζει, αλλά ο βηματισμός γρήγορα επανέρχεται σταθερός: το δράμα του Φάουλκες, ο απόλυτος, δηλαδή, επαγγελματισμός του, ο οποίος τον αφυδατώνει, για να τον οδηγήσει τελικά στην αποτρόπαιη πράξη του, περιγράφεται ως μία νόσος κυτταρική, υπαρξιακή. Ενα σύνδρομο δημιουργημένο από το χαώδες, μικρονοϊκό περιβάλλον, το πιο αρνητικό παράδειγμα για τον καθένα. Παράλληλα ο Μάρκοβιτς (αλήθεια, αυτός ο πρώην άξεστος, Βαλκάνιος στρατιώτης σε ποια γλώσσα συννενοείται με τον Φάουλκες;) είναι και ο ίδιος μολυσμένος από τα δηλητηριώδη αέρια αυτού του οιονεί «τοπίου μάχης». Οι δύο ήρωες, λοιπόν, καταδικασμένοι εσωτερικά άνθρωποι, διαλέγονται και ενδοσκοπούνται.
Φαντάσματα ιδιωτικά, συλλογικά, υπαρξιακός τρόμος και συνείδηση ενός χάους: μιας συνθήκης η οποία διαθέτει την εδραία λογική τού τίποτε. Αυτά τα συμπεράσματα προκύπτουν από τις συνομιλίες των δύο αντρών. Οι πόλεμοι, οι οποίοι απασχολούν τον Φάουλκες, δεν είναι πλέον, όσο τον αφορά, μόνο απωθητική ανεκδοτολογία. Μια, θεωρητικά, ξένη προς αυτόν «μαύρη» δεξαμενή περιστατικών της ανθρώπινης επικινδυνότητας, αλλά τον σφραγίζουν ως μια φυσική κατάσταση, προέκτασή του. Η εμπλοκή του μέσα σ' αυτούς, από τη φαινομενικά ανώδυνη θέση του παρατηρητή, έχει συνέπειες. Εξάλλου χρειάζεται να αναστοχασθεί πάνω στο επάγγελμα του «πολεμικού» φωτογράφου. Ο διάλογος που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός: «Ξέρετε τι πιστεύω έπειτα από τόσες φορές που έχω δει τις φωτογραφίες σας; Οτι στον πόλεμο η μηχανή... φωτογραφίζει ανώμαλους ανθρώπους να κάνουν κανονικά πράγματα. Στην πραγματικότητα... κανονικούς ανθρώπους να κάνουν κανονικά πράγματα». Ο Μάρκοβιτς θα αναγκάσει τον απέναντί του να βρεθεί ενώπιος ενωπίω: να σκεφθεί ότι στην εικαστική αναπαράσταση, που επιχειρεί, είναι και ο ίδιος, μοιραία, στο κέντρο του αναπαριστώμενου. Με άλλα λόγια, ότι αυτό που ζωγραφίζει είναι μία αλληγορική αυτοπροσωπογραφία. Ο Δημήτρης Δημουλάς μεσολάβησε με τον καλύτερο τρόπο ανάμεσα στον πυκνό λόγο του Ρεβέρτε και σε μια σύγχρονη, ευάγωγη ελληνική, μεταφέροντας τον ζόφο ενός κόσμου που δεν σου επιτρέπει αποστάσεις.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/11/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις