0
Your Καλαθι
Τυφλό σύστημα ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
50%
50%
Περιγραφή
Φλωρεντία, τέλος του 20ού αιώνα. Ένας πρώην φιλόσοφος, διωγμένος από το ελληνικό πανεπιστήμιο και νυν επαγγελματίας χαρτοπαίχτης, ζει σ' ένα παλάτσο, περιτριγυρισμένος από αναγεννησιακούς πίνακες και από δύο γατάκια που περιμάζεψε. Μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, που του χρησιμεύει για ασκήσεις χαρτοπαιξίας, ανακαλύπτει ένα καινούργιο παιχνίδι: τη γραφομηχανή. Παίζοντας με τα πλήκτρα, ο ήρωας συνομιλεί με τον υπολογιστή: εξομολογείται και ξετυλίγει το κονσέρτο των αλλόκοτων επαγγελματικών του αποτυχιών και των οικογενειακών δραμάτων που τον οδήγησαν στη αυτοεξορία.[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με ένα αφήγημα («1993», 1992) και μια συλλογή διηγημάτων («Αγίου Βαλεντίνου», 2002) στο ενεργητικό του, ο Βασίλης Πεσμαζόγλου επιχειρεί στο πρώτο του μυθιστόρημα μια σύντηξη πολλαπλών υλικών, η οποία οδηγεί σε ένα πέρα για πέρα αίσιο και, το σημαντικότερο, ευφρόσυνο αποτέλεσμα. Και αξίζει, νομίζω, κάθε κόπο να τονιστεί εκ των προτέρων ο ευφρόσυνος χαρακτήρας ενός βιβλίου, το οποίο είναι φανερό πως βαδίζει σε έναν λογοτεχνικά μάλλον εσωστρεφή δρόμο: δρόμο τον οποίο όλο και συχνότερα παίρνουν οι πεζογράφοι κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, ξεναγώντας τον αναγνώστη στα μυστικά του εργαστηρίου τους, υπενθυμίζοντας τον ρόλο της γραφής ως κατασκευής και ανακατεύοντας εσκεμμένα τα πιο διαφορετικά αφηγηματικά είδη. Παραμένοντας σε ένα τέτοιο, ούτως ή άλλως δύσκολο και δύσβατο έδαφος, το «Κλειστό σύστημα» δεν χάνει ούτε στιγμή το χιούμορ του, καθώς και τη διάθεσή του να αποκαλύψει κατά τον πλέον δηκτικό τρόπο τις πολύμορφες δυσπλασίες που παρουσιάζονται κάθε τόσο σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής μας ζωής.
Θα χρειαστεί, ωστόσο, να τα πάρουμε από την αρχή και να ξεκινήσουμε το ξετύλιγμα του μίτου από το πρόσωπο του ενός λαλίστατου και πρόθυμου για πλήθος εξομολογήσεις αφηγητή, ο οποίος αποτελεί και τον κεντρικό πρωταγωνιστή του «Τυφλού συστήματος». Γόνος οικογένειας δικηγόρων, με πατέρα ο οποίος έχει αφήσει δυσώδες όνομα στον χώρο των επιχειρήσεων και θεία η οποία επιδίδεται συστηματικά στη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων, ο Δημήτρης Δημόπουλος είναι από την πρώτη έως την τελευταία σκηνή της δράσης ένας ακατάβλητος picaro: ένας δονκιχωτικός πλάνης του σύγχρονου κόσμου, ο οποίος στερημένος ως εξ ορισμού από τα οποιαδήποτε λυτρωτικά ιδανικά του αγωνίζεται, εκών άκων, αλλά με αρκετή επιτυχία, για την εξασφάλιση της τεμπελιάς του.
Το όραμα της τεμπελιάς
Βεβαίως, τίποτε δεν είναι τυχαίο και το όραμα της τεμπελιάς μοιάζει με εξατομικευμένη εφαρμογή των διακηρύξεων του ουτοπικού σοσιαλισμού, αν παρακολουθήσουμε την πολιτεία του Δημόπουλου στα καθέκαστά της. Φεύγοντας κακήν κακώς από μεγάλη εταιρεία στην οποία εργάζεται για ένα διάστημα με προοπτικές πολλά υποσχόμενης καριέρας, ο ήρωάς μας, που έχει, αν μη τι άλλο, ευτυχήσει στις σπουδές και στη γλωσσομάθειά του, δοκιμάζει τα βήματά του στο πεδίο της επιστημονικής έρευνας και της πανεπιστημιακής διδασκαλίας. Αδυνατώντας να εγκλιματιστεί στα πολιτικά παιχνίδια και στις διαρκείς μάχες των ισορροπιών που απαιτούνται προκειμένου να σπρώξει κανείς αποτελεσματικά τον εαυτό του στο εσωτερικό του πανεπιστημίου, ο Δημόπουλος εγκαταλείπει γρήγορα και αυτό το στάδιο, για να χάσει οσονούπω κι ό,τι άλλο του έχει απομείνει: τα λεφτά, τη γυναίκα του και την όποια κοσμική του άνεση. Με μοναδική του παρηγοριά τον τζόγο, ο καταρρακωμένος πανεπιστημιακός θα βρει καταφύγιο σε ένα παλάτσο στην Ιταλία, όπου και θα εγκατασταθεί, ύστερα από φιλική πρόσκληση και προτροπή του ιδιοκτήτη, μέχρι τον τερματισμό της παράξενης ιστορίας του, την οποία αποφασίζει να καταγράψει στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του ενόσω αυτοεκπαιδεύεται στην πληκτρολόγηση.
Παρά τις βασανιστικές του περιπέτειες, καθώς και κόντρα στο εντελώς άδοξο τέλος του, ο πρωταγωνιστής τού «Τυφλού συστήματος» καταφέρνει να ζήσει (και μένω με την εντύπωση πως αυτό είναι κάτι το οποίο ο Πεσμαζόγλου επιζητεί να μη διαφύγει την προσοχή μας) κατά έναν τελείως επικούρειο τρόπο: τόσο κατά την καταχρηστική εκδοχή της έννοιας (ως ένας λάτρης και κυνηγός των πάσης φύσεως ηδονών και απολαύσεων) όσο και με την ακριβέστερη σημασία της (ως ένας νους που επιδιώκει την εναρμόνισή του με το βαθύτερο νόημα του κόσμου). Και το λέω αυτό γιατί ο Δημόπουλος δεν είναι μια φυγόπονη και ατάλαντη προσωπικότητα, που απλώς αποφεύγει να ψάξει τριγύρω του και να δουλέψει ή να σκεφτεί, αλλά, αντιθέτως, ένας ζωικός (και όχι πολιτικός, όπως τον θέλει ο μύθος του βιβλίου) φιλόσοφος, που προσπαθεί, όσο το επιτρέπουν οι δυνάμεις του, να απαλλαγεί από την περιρρέουσα καταπίεση και τις ποικιλώνυμες συμβάσεις της. Και μέσα, βεβαίως, από τη λοξή ματιά του Δημόπουλου στον περίγυρό του διακρίνουμε πλέον άνετα και τα ίδια τα λοξά του περίγυρου, που σατιρίζονται με την πιο αποκαθηλωτική και αναιδή γλώσσα. Κι ας λογαριάσουμε εδώ ό,τι μπορεί να βάλει ο σάκος: από την ιστορική διαφθορά της επιχειρηματικής ανάπτυξης και τη νεότερη ιδεολογία της εταιρικής κουλτούρας εν Ελλάδι μέχρι την παντοειδή διάβρωση (από κάθε τύπου δημόσιο τρωκτικό) του πολύπαθου πανεπιστημίου.
Εξαρχής υπονομευμένη πολυμέρεια
Στον πυρήνα του σατιρικού και σαφώς ανατρεπτικού πνεύματος του Πεσμαζόγλου κινείται η δαιμόνια σύντηξη και συναρμογή των υλικών του, για την οποία λέγαμε προεισαγωγικά. Το campus novel, η ιστορία μυστηρίου, το ταξιδιωτικό αφήγημα, η γαστρονομική λογοτεχνία, αλλά και το πολιτικο-κοινωνικό μυθιστόρημα περνούν, με τη μια ή με την άλλη μέθοδο, αποσπασματικά ή πιο ολοκληρωμένα, από τις περισσότερες σελίδες του «Τυφλού συστήματος» και σχηματίζουν την πολυμερή και πολύμορφη, αλλά, ας σημειωθεί, εξαρχής διασαλευμένη και υπονομευμένη βάση του.
Τίποτε σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν εννοείται κυριολεκτικά και τα πάντα έχουν έναν δεύτερο ή τρίτο ορίζοντα ανάγνωσης από εκείνον ο οποίος εμφανίζεται στην κεντρική μας οθόνη: το campus novel αποχαιρετά με ένα απολύτως κοροϊδευτικό βλέμμα και την τελευταία ακαδημαϊκή αξία, η ιστορία μυστηρίου καταλήγει σε μιαν υπόγεια, αλλά ξεκαρδιστική μαύρη κωμωδία, η γαστρονομική λογοτεχνία χρησιμοποιείται για να τροφοδοτήσει ορισμένες από τις πιο αστείες και συνάμα ανακουφιστικές ώρες της αφήγησης και το πολιτικο-κοινωνικό μυθιστόρημα διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη με την γκροτέσκα εικονογράφηση τόσο της συλλογικής του πραγματικότητας όσο και των ατομικών του χαρακτήρων. Μια (σε κάθε περίπτωση) εμπνευσμένη σύνθεση, αλλά και ένα (όπως κι αν το δούμε ή το εξετάσουμε) απολαυστικό μυθιστόρημα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/02/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις