0
Your Καλαθι
Ηρόστρατος
Η αναζήτηση της αθανασίας
Περιγραφή
Είναι γενικώς αποδεκτό ότι η ιδιοφυΐα δεν αναγνωρίζεται στη εποχή της γιατί έρχεται σε αντίθεση με αυτήν, τίθεται όμως το ερώτημα γιατί αναγνωρίζεται απο τις επερχόμενες γενιές. Το διαχρονικό έρχεται σε αντίθεση με όλες τις εποχές, καθώς τα χαρακτηριστικά μιας ορισμένης εποχής είναι αναγκαστικά συγκεκριμένα, γιατί λοιπόν μια ιδιοφυΐα, η οποία εξ ορισμού καταγίνεται με διαχρονικές και σταθερές αξίες, να τυγχάνει ευνοϊκότερης υποδοχής σε μία εποχή αντί σε μία άλλη;
Στην ίδια την πράξη της συγγραφής του εν λόγω έργου, ο Πεσσόα βλέπει άλλη μια απόδειξη της ανικανότητάς του να πετύχει ό,τι διακαώς επιθυμούσε: τη δημιουργία ενός συνεκτικού και ολοκληρωμένου κειμένου. Ωστόσο αυτή ακριβώς η αποσπασματικότητα, έκφραση της "θεμελιώδους κενότητας" της σύγχρονης εποχής, είναι που τελικά του χάρισε αυτό που ήταν μάλλον βέβαιος ότι θα κατακτούσε: την αθανασία. Γράφοντας, προς το τέλος του Ηρόστρατου: "Θα εμφανιστεί ένας μεγάλος ποιητής που θα επικαλεστεί την αιωνιότητα - ένας τεχνίτης, μία αυθεντία του πνεύματος, στο έργο του οποίου θα καθρεφτίζεται η "ιδιοφυία" της εποχής", ο Πεσσόα προφανώς αναφέρεται στον εαυτό του. Και δικαίως.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με ποιον τρόπο περνάει το έργο τέχνης στη σφαίρα της αιωνιότητας; Τι είναι εκείνο που αποσπά το συγγραφέα από το στενό πλαίσιο της εποχής του και τον παραδίδει στην αθανασία; Και τι οφείλει να κάνει κανείς (αν μπορεί όντως να κάνει κάτι σε μια τόσο δύσκολη υπόθεση), προκειμένου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την επικράτηση και την καθιέρωσή του μέσω μιας ακατάλυτης καλλιτεχνικής μορφής; Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα στα οποία προσπαθεί να απαντήσει στον Ηρόστρατο ο πολύς Φερνάντο Πεσόα, που κατόρθωσε στις αρχές του 21ου αιώνα να υπερβεί τον ορίζοντα της πορτογαλικής λογοτεχνίας και να εξασφαλίσει την παγκόσμια αποδοχή και φήμη, με ένα έργο το οποίο όσο ζούσε έμεινε κατά το μεγαλύτερο μέρος του φυλαγμένο σ' ένα μπαούλο. Ο Ηρόστρατος, τον οποίο έχει μεταφράσει υποδειγματικά ο Χάρης Βλαβιανός, είναι ένα δοκίμιο με αποσπασματικό χαρακτήρα και ιδιαίτερα χαλαρή δομή. Ο Πεσόα, που γράφει εδώ στα αγγλικά, τη δεύτερη γλώσσα του, νιώθει σπανίως την ανάγκη να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, ενώ λίγο τον ενδιαφέρει και η διατήρηση μιας σταθερής συνέχειας στη σκέψη του. Οι θέσεις του εκφράζονται αποφθεγματικά, χωρίς αναλυτικά επιχειρήματα και συστηματική διαπραγμάτευση. Είναι, παρ' όλα αυτά, θέσεις ενός συγγραφέα ο οποίος, μολονότι φλέγεται (αρπάζει κυριολεκτικά φωτιά) για την υστεροφημία του, έχει την ευφυΐα, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Richard Zenith στο επίμετρό του (μεταφρασμένο εκ του πορτογαλικού σε αβίαστα ελληνικά από τη Μαρία Παπαδήμα), να μετατρέπει τη μεγαλομανία του σε στοχαστικό λόγο.
Ενα αρχετυπικό παράδειγμα
Τι έπραξε ο ιστορικός Ηρόστρατος για να κερδίσει τη δική του υστεροφημία; Εβαλε φωτιά στο Ναό της Αρτέμιδος στην Εφεσο και από εκεί και ύστερα άφησε απλώς τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους. Κι αν οι αρχές της πόλης απαγόρευσαν ακόμη και τη μνημόνευση του ονόματός του, τούτο δεν τον εμπόδισε να επιζήσει διά μέσου των αιώνων και να επισκιάσει τον καλλιτέχνη που δημιούργησε το ναό, ένα (ας σημειωθεί) από τα εφτά θαύματα του κόσμου. Η κατάσταση, βεβαίως, με τη λογοτεχνία είναι αρκετά διαφορετική, αλλά εκείνο που θέλει να τονίσει ο Πεσόα με αυτό το αρχετυπικό παράδειγμά του είναι η δύναμη του πάθους για τη διαχρονική αναγνώριση.
Στο επίπεδο των γραμμάτων, τα διαιώνια πρότυπα του Πεσόα δεν είναι άλλα από τον Δάντη, τον Μίλτον, τον Σέξπιρ, τον Γουέρντσγουορθ, τον Μπλέικ, τον Κιτς, τον Γουίτμαν και, ενδεχομένως, τον Σέλεϊ, τον Κόλριτζ και τον Μπράουνινγκ. Ο Πεσόα δεν εξηγεί παρά μόνο φευγαλέα τους λόγους για τους οποίους εντάσσει στο λογοτεχνικό του πάνθεο αυτά και όχι κάποια άλλα ονόματα, γίνεται, όμως, πολύ σαφής όταν ορίζει το τρίπτυχο της φήμης στο οποίο επιτρέπεται να στηρίξει τις φιλοδοξίες του ένας συγγραφέας. Η λογοτεχνία θα χρειαστεί εν προκειμένω να κατακτήσει πρώτα το εθνικό της περιβάλλον, όπως διαμορφώνεται στο συγκεκριμένο χρόνο της γέννησης και της παραγωγής της. Το επόμενο στάδιο εμφανίζεται και πάλι σε εθνικά συμφραζόμενα: ο λογοτέχνης μεταμορφώνεται τώρα σε οργανικό μέρος της γλώσσας και του πολιτισμού του, όπως έχουν σχηματιστεί από καταβολής τους. Και ακολουθεί, βεβαίως, το μέγα ζητούμενο -η μετάβαση του συγγραφέα σ' ένα πανανθρώπινο πεδίο, που παραμερίζει τον καθορισμένο τόπο και χρόνο υπέρ μιας ακατανίκητης, καθολικής λάμψης.
Σχετικές αλήθειες
Πώς, οδηγούμαστε, όμως, στο τελευταίο στάδιο; Ο Πεσόα χρησιμοποιεί, για να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση, και πάλι ένα τρίπτυχο. Κάθε λογοτεχνική ιδιοφυΐα είναι δυνατόν να προσαρμοστεί στην εποχή της κατά τρεις τρόπους: πλήρως, μερικώς ή ατελώς. Η ατελέστερη προσαρμογή, της οποίας τα αρχικά ίχνη δεν αποκλείεται να εμφανίζονται στο έργο ενός ήσσονος μεγέθους συγγραφέα, που δεν θα πάει ποτέ πέρα από το μικρόκοσμό του, θα προσκομίσει και τη μεγαλύτερη φήμη, υπό την έννοια ότι οι αξίες της οποιασδήποτε καλλιτεχνικής περιόδου είναι ούτως ή άλλως περατές και ότι εκείνος που αποκλίνει περισσότερο από τον καιρό του προαναγγέλλει ευκρινέστερα την έλευση μιας καινούριας, ριζικά ανανεωμένης εποχής. Το σχήμα είναι οπωσδήποτε κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του Πεσόα (βλέπει, ομολογουμένως πολύ διορατικά, στον απομονωμένο εαυτό του ένα σημάδι του ανοιχτού μέλλοντος) και πάσχει από οφθαλμοφανή δογματισμό. Οφείλουμε, εντούτοις, να του αναγνωρίσουμε μια οξεία ιστορική αίσθηση των αναπόφευκτων μεταβολών, τις οποίες υφίστανται όλα τα συστήματα πολιτισμού, αποβάλλοντας εντέλει και όλες τις ιερές τους αλήθειες. Εχω μάλιστα την εντύπωση πως το ίδιο σχήμα αποτελεί και το ισχυρότερο σημείο του Ηρόστρατου. Παρ' ότι ο Πεσόα προσκολλάται εδώ όσο πουθενά αλλού στις ατομικές του έγνοιες, καταφέρνει εν κατακλείδι να απαλλαγεί δεξιοτεχνικά από το βάρος τους και να μας αφήσει ένα κείμενο που ξεχωρίζει, όχι μόνο για τη φανερή ευθυκρισία του, μα και για τη σπάνια πνευματική του τόλμη.
Να σημειώσω, κλείνοντας, πως είναι ευτύχημα που ο «Εξάντας» έχει αναλάβει την έκδοση των Απάντων του Πεσόα στα ελληνικά, με επιμέλεια της Μαρίας Παπαδήμα, και πως με αδημονία περιμένουμε τη μετάφραση των ποιημάτων του, γραμμένων από τον ίδιο και από τους διάσημους ετερώνυμούς του (βλ. σχετικά και την εισαγωγή του Βλαβιανού): τον Αλμπέρτο Καέιρο, τον Μπερνάντο Σοάρες, τον Ρικάρντο Ρέις και τον Αλβαρο ντε Κάμπος. Εκεί, άλλωστε, και το δικό του, εντελώς προσωπικό (και σίγουρα ολότελα κερδισμένο στις ημέρες μας), στοίχημα με τη φήμη και την αιωνιότητα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/07/2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με πραγματική αγωνία και ειλικρίνεια, ο Πεσσόα πραγματεύεται στον Ηρόστρατο το πάντοτε επίκαιρο ζήτημα της υστεροφημίας δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη λογοτεχνική φήμη. Η επιλογή της αγγλικής γλώσσας, την οποία ο πορτογάλος ποιητής έμαθε στην παιδική του ηλικία, όταν αναγκάστηκε να ακολουθήσει τη μητέρα του στη Νότια Αφρική στη διάρκεια του δεύτερου γάμου της, καθώς και η αναφορά σε συγγραφείς που ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στον αγγλοσαξονικό λογοτεχνικό κανόνα υποδηλώνουν αφενός το ευρύ αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται η μελέτη και αφετέρου την αγάπη και τον θαυμασμό του Πεσσόα για την αγγλική λογοτεχνία, την οποία θεωρεί ανώτερη από κάθε άλλη. Πλην του Ομήρου, του Βιργιλίου και του Δάντη, ο πορτογάλος ποιητής είναι πολύ φειδωλός στους επαίνους του προς συγγραφείς άλλων εθνικοτήτων. Αντίθετα, παρά τα ελαττώματα που τους προσάπτει, ξεχωρίζουν οι ποιητές Σαίξπηρ και Μίλτον, ενώ ελάχιστοι συγγραφείς της ηπειρωτικής Ευρώπης είναι ικανοί να αναμετρηθούν με τον Μπλαίηκ, τον Γουέρντσγουρθ, τον Κητς ή τον Γουίτμαν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι τα δύο μέρη που απαρτίζουν τη μελέτη γράφτηκαν μεταξύ 1905 (Προσωρινότητα) και 1930 (Ηρόστρατος), καμία αναφορά δεν γίνεται στους πρωτοπόρους συγγραφείς του μοντερνισμού, το συγγραφικό έργο των οποίων ο Πεσσόα είχε αναμφισβήτητα υπόψη του.
Με αφορμή την καταστρεπτική πράξη στην οποία προέβη ο Ηρόστρατος (πυρπόλησε τον ναό της Αρτέμιδος στην Εφεσο) προκειμένου να βγει για πάντα από τη λήθη, ο Πεσσόα διαπιστώνει ότι η κατάκτηση της αθανασίας ελάχιστες φορές συμβαδίζει με τη δόξα εν ζωή. Σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική, «η ουσία της ιδιοφυΐας βρίσκεται στο ότι δεν προσαρμόζεται στο περιβάλλον» και επομένως αυτός που απολαμβάνει τη δόξα που του χαρίζει η εποχή του δεν μπορεί να ελπίζει στη μελλοντική δόξα. «Μια μικρή ιδιοφυΐα δοξάζεται, μια μεγάλη λοιδορείται, μια ακόμη μεγαλύτερη φτάνει στην απόγνωση» λέει χαρακτηριστικά ο πορτογάλος ποιητής, επιχειρώντας να ερμηνεύσει με αυτόν τον τρόπο τη δική του αδυναμία να κατακτήσει τη δόξα, η οποία χωρίς καμία αμφιβολία τού άξιζε. Στη συνέχεια ονομάζει δύο προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί ο λογοτέχνης ή το λογοτεχνικό έργο ώστε να επιβιώσει στο μέλλον: την τελειότητα και την υποκριτική. Με τον όρο «τελειότητα» εννοεί τη μορφική υπεροχή, ενώ με τον όρο «υποκριτική» εννοεί την προσποίηση, τη συνειδητή παραποίηση της πραγματικότητας. «Οχι η ανειλικρίνεια, αλλά η μεθερμηνευμένη ειλικρίνεια» είναι η βάση κάθε αληθινής τέχνης. «Το καλύτερο είδος ερωτικού ποιήματος» γράφεται όχι για τη γυναίκα με την οποία ο ποιητής είναι βαθιά ερωτευμένος αλλά για «μια ιδεατή γυναίκα». Αυτή άλλωστε υπήρξε και η τακτική του ίδιου του Πεσσόα, με τη δημιουργία μιας σειράς από personae, τα οποία προσδιόρισε ως «ετερώνυμα». Αποτελούμενο από πλήθος φιλοσοφικών και αισθητικών απόψεων που εκφράζουν με διαφορετικό λογοτεχνικό ύφος τα ετερώνυμα, το ποιητικό έργο του Πεσσόα αποκτά μια πολυφωνία και οικουμενικότητα που λείπει από τη συνεπή και μονοδιάστατη επαναληπτικότητα που συνήθως διακρίνει τη λογοτεχνική παραγωγή ενός δημιουργού. Ο,τι όμως κερδίζει σε πρωτοτυπία και πολυμορφία το έργο του Πεσσόα (και κυρίως τα πεζά του) χάνει σε μεθοδικότητα, συνεκτικότητα και αρμονία, μια και η πολυπόθητη ενότητα υπονομεύεται από τη συνεχή εισαγωγή νέων στοιχείων, αντιφατικών προτάσεων και ετερογενών πληροφοριών. Ετσι, παρά τις μεγαλοφυείς του ρήσεις και τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του, ο δοκιμιακός λόγος του Πεσσόα στερείται συγκεκριμένης δομής και δεν χαρακτηρίζεται για την ολοκληρωμένη και μεθοδική παρουσία των υπό ανάλυση θεμάτων.
Ωστόσο ο αναγνώστης θαυμάζει τη διορατικότητα του συγγραφέα, την ικανότητά του να προβλέπει ποια έργα θα αποκτήσουν αθανασία, ξεχωρίζοντάς τα από εκείνα που θα μείνουν στην αφάνεια, όπως το μεγαλύτερο μέρος της ρομαντικής ποίησης, την οποία χαρακτηρίζει «εμπνευσμένη δημοσιογραφία». Αλλά ακόμη και άλλοι συγγραφείς που σήμερα εντυπωσιάζουν με την πλασματική τους ευφυΐα είναι καταδικασμένοι να παρακολουθούν τη φήμη τους να συρρικνώνεται από ανθολογία σε ανθολογία, ενώ ούτε ο θάνατος τους εγγυάται την αντιπροσωπευτική συμμετοχή τους στις εθνικές ανθολογίες. Γιατί, όπως λέει ο Πεσσόα, με έκδηλη θλίψη: «Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους νεκρούς είναι πιο τρομακτικός από αυτόν ανάμεσα στους ζωντανούς· οι νεκροί είναι περισσότεροι». Επιπλέον, «τα έπη γερνούν», οι αξίες διαβρώνονται αλλά και η ίδια η έννοια της αθανασίας - υπό την πίεση της υφέρπουσας φθοράς που προκαλεί η αυξανόμενη ταχύτητα της ζωής - μεταμορφώνεται από εποχή σε εποχή. Αν και κατακρίνει εκείνους που, «εθισμένοι στην ταχύτητα», κινούνται άσκοπα και χωρίς στόχο «από ένα σημείο που τίποτα δε συμβαίνει προς ένα άλλο σημείο που τίποτα δε μπορεί να συμβεί» επικαλούμενοι «τον πυρετό της σύγχρονης ζωής» (ο οποίος για τον Πεσσόα «δεν είναι πυρετός της βιασύνης αλλά η βιασύνη του πυρετού»), εν τούτοις είναι προφανής η οδύνη του ποιητή για την απουσία σταθερών αξιών και η αγωνία του για τις ριζικές αλλαγές που συντελούνται στις τέχνες: η ζωγραφική απειλείται από τη φωτογραφία, οι αρχιτέκτονες αντικαθίστανται από τους μηχανικούς και η πραγματική ζωή επισκιάζεται από την επιτηδευμένη ομορφιά του κινηματογράφου. Μέσα σε αυτή την ταραχή που χαρακτηρίζει τον 20ό αιώνα, ο Πεσσόα αναζητεί τρόπους με τους οποίους το καλλιτεχνικό έργο θα υπερβεί τα χωροχρονικά όρια της εποχής του και θα καταστεί αιώνιο, όπως συνέβη μία μόνο φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος κατόρθωσε να ξεπεράσει τα εθνικά σύνορα δημιουργώντας μια τέχνη παγκόσμια, «διότι το εθνικό και το αιώνιο συναντήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα». Σύμφωνα με τον πορτογάλο ποιητή, ο καλλιτέχνης οφείλει να αξιοποιήσει τις καταγωγικές σχέσεις με προγενέστερους συγγραφείς και να επωφεληθεί της εθνικής παράδοσης προκειμένου να μπορέσει να την υπερβεί. Αποδέχεται δηλαδή την επίδραση ως έχουσα ιστορική και όχι ποιητική αξία, γιατί «αυτό που χαρακτηρίζει τις αληθινές ιδιοφυΐες είναι ότι δεν είναι πρόδρομοι κανενός».
Τις δυσκολίες της ιδιόρρυθμης και άκρως πρωτότυπης αυτής μελέτης ο Χάρης Βλαβιανός αντεπεξέρχεται έξοχα, αποδίδοντας με αψεγάδιαστο τρόπο τον αποφθεγματικό λόγο του ποιητή και τη στρυφνή και κατά τόπους δύσβατη σύνταξη και τις γλωσσικές ιδιομορφίες του κειμένου. Γνωρίζοντας σε βάθος την αγγλοσαξονική ποιητική παράδοση αλλά και το έργο του Πεσσόα επεμβαίνει ο ίδιος με σημειώσεις, επεξηγήσεις και παραπομπές συντελώντας αποφασιστικά στην κατανόηση της επιχειρηματολογίας του πορτογάλου ποιητή. Η έκδοση συνοδεύεται από επίμετρο του έγκριτου μελετητή του Πεσσόα, Richard Zenith, ο οποίος τοποθετεί τον Ηρόστρατο στο συνολικό έργο του ποιητή.
Ντόρα Τσιμπούκη (καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 26-01-2003
Στην ίδια την πράξη της συγγραφής του εν λόγω έργου, ο Πεσσόα βλέπει άλλη μια απόδειξη της ανικανότητάς του να πετύχει ό,τι διακαώς επιθυμούσε: τη δημιουργία ενός συνεκτικού και ολοκληρωμένου κειμένου. Ωστόσο αυτή ακριβώς η αποσπασματικότητα, έκφραση της "θεμελιώδους κενότητας" της σύγχρονης εποχής, είναι που τελικά του χάρισε αυτό που ήταν μάλλον βέβαιος ότι θα κατακτούσε: την αθανασία. Γράφοντας, προς το τέλος του Ηρόστρατου: "Θα εμφανιστεί ένας μεγάλος ποιητής που θα επικαλεστεί την αιωνιότητα - ένας τεχνίτης, μία αυθεντία του πνεύματος, στο έργο του οποίου θα καθρεφτίζεται η "ιδιοφυία" της εποχής", ο Πεσσόα προφανώς αναφέρεται στον εαυτό του. Και δικαίως.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με ποιον τρόπο περνάει το έργο τέχνης στη σφαίρα της αιωνιότητας; Τι είναι εκείνο που αποσπά το συγγραφέα από το στενό πλαίσιο της εποχής του και τον παραδίδει στην αθανασία; Και τι οφείλει να κάνει κανείς (αν μπορεί όντως να κάνει κάτι σε μια τόσο δύσκολη υπόθεση), προκειμένου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την επικράτηση και την καθιέρωσή του μέσω μιας ακατάλυτης καλλιτεχνικής μορφής; Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα στα οποία προσπαθεί να απαντήσει στον Ηρόστρατο ο πολύς Φερνάντο Πεσόα, που κατόρθωσε στις αρχές του 21ου αιώνα να υπερβεί τον ορίζοντα της πορτογαλικής λογοτεχνίας και να εξασφαλίσει την παγκόσμια αποδοχή και φήμη, με ένα έργο το οποίο όσο ζούσε έμεινε κατά το μεγαλύτερο μέρος του φυλαγμένο σ' ένα μπαούλο. Ο Ηρόστρατος, τον οποίο έχει μεταφράσει υποδειγματικά ο Χάρης Βλαβιανός, είναι ένα δοκίμιο με αποσπασματικό χαρακτήρα και ιδιαίτερα χαλαρή δομή. Ο Πεσόα, που γράφει εδώ στα αγγλικά, τη δεύτερη γλώσσα του, νιώθει σπανίως την ανάγκη να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, ενώ λίγο τον ενδιαφέρει και η διατήρηση μιας σταθερής συνέχειας στη σκέψη του. Οι θέσεις του εκφράζονται αποφθεγματικά, χωρίς αναλυτικά επιχειρήματα και συστηματική διαπραγμάτευση. Είναι, παρ' όλα αυτά, θέσεις ενός συγγραφέα ο οποίος, μολονότι φλέγεται (αρπάζει κυριολεκτικά φωτιά) για την υστεροφημία του, έχει την ευφυΐα, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Richard Zenith στο επίμετρό του (μεταφρασμένο εκ του πορτογαλικού σε αβίαστα ελληνικά από τη Μαρία Παπαδήμα), να μετατρέπει τη μεγαλομανία του σε στοχαστικό λόγο.
Ενα αρχετυπικό παράδειγμα
Τι έπραξε ο ιστορικός Ηρόστρατος για να κερδίσει τη δική του υστεροφημία; Εβαλε φωτιά στο Ναό της Αρτέμιδος στην Εφεσο και από εκεί και ύστερα άφησε απλώς τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους. Κι αν οι αρχές της πόλης απαγόρευσαν ακόμη και τη μνημόνευση του ονόματός του, τούτο δεν τον εμπόδισε να επιζήσει διά μέσου των αιώνων και να επισκιάσει τον καλλιτέχνη που δημιούργησε το ναό, ένα (ας σημειωθεί) από τα εφτά θαύματα του κόσμου. Η κατάσταση, βεβαίως, με τη λογοτεχνία είναι αρκετά διαφορετική, αλλά εκείνο που θέλει να τονίσει ο Πεσόα με αυτό το αρχετυπικό παράδειγμά του είναι η δύναμη του πάθους για τη διαχρονική αναγνώριση.
Στο επίπεδο των γραμμάτων, τα διαιώνια πρότυπα του Πεσόα δεν είναι άλλα από τον Δάντη, τον Μίλτον, τον Σέξπιρ, τον Γουέρντσγουορθ, τον Μπλέικ, τον Κιτς, τον Γουίτμαν και, ενδεχομένως, τον Σέλεϊ, τον Κόλριτζ και τον Μπράουνινγκ. Ο Πεσόα δεν εξηγεί παρά μόνο φευγαλέα τους λόγους για τους οποίους εντάσσει στο λογοτεχνικό του πάνθεο αυτά και όχι κάποια άλλα ονόματα, γίνεται, όμως, πολύ σαφής όταν ορίζει το τρίπτυχο της φήμης στο οποίο επιτρέπεται να στηρίξει τις φιλοδοξίες του ένας συγγραφέας. Η λογοτεχνία θα χρειαστεί εν προκειμένω να κατακτήσει πρώτα το εθνικό της περιβάλλον, όπως διαμορφώνεται στο συγκεκριμένο χρόνο της γέννησης και της παραγωγής της. Το επόμενο στάδιο εμφανίζεται και πάλι σε εθνικά συμφραζόμενα: ο λογοτέχνης μεταμορφώνεται τώρα σε οργανικό μέρος της γλώσσας και του πολιτισμού του, όπως έχουν σχηματιστεί από καταβολής τους. Και ακολουθεί, βεβαίως, το μέγα ζητούμενο -η μετάβαση του συγγραφέα σ' ένα πανανθρώπινο πεδίο, που παραμερίζει τον καθορισμένο τόπο και χρόνο υπέρ μιας ακατανίκητης, καθολικής λάμψης.
Σχετικές αλήθειες
Πώς, οδηγούμαστε, όμως, στο τελευταίο στάδιο; Ο Πεσόα χρησιμοποιεί, για να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση, και πάλι ένα τρίπτυχο. Κάθε λογοτεχνική ιδιοφυΐα είναι δυνατόν να προσαρμοστεί στην εποχή της κατά τρεις τρόπους: πλήρως, μερικώς ή ατελώς. Η ατελέστερη προσαρμογή, της οποίας τα αρχικά ίχνη δεν αποκλείεται να εμφανίζονται στο έργο ενός ήσσονος μεγέθους συγγραφέα, που δεν θα πάει ποτέ πέρα από το μικρόκοσμό του, θα προσκομίσει και τη μεγαλύτερη φήμη, υπό την έννοια ότι οι αξίες της οποιασδήποτε καλλιτεχνικής περιόδου είναι ούτως ή άλλως περατές και ότι εκείνος που αποκλίνει περισσότερο από τον καιρό του προαναγγέλλει ευκρινέστερα την έλευση μιας καινούριας, ριζικά ανανεωμένης εποχής. Το σχήμα είναι οπωσδήποτε κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του Πεσόα (βλέπει, ομολογουμένως πολύ διορατικά, στον απομονωμένο εαυτό του ένα σημάδι του ανοιχτού μέλλοντος) και πάσχει από οφθαλμοφανή δογματισμό. Οφείλουμε, εντούτοις, να του αναγνωρίσουμε μια οξεία ιστορική αίσθηση των αναπόφευκτων μεταβολών, τις οποίες υφίστανται όλα τα συστήματα πολιτισμού, αποβάλλοντας εντέλει και όλες τις ιερές τους αλήθειες. Εχω μάλιστα την εντύπωση πως το ίδιο σχήμα αποτελεί και το ισχυρότερο σημείο του Ηρόστρατου. Παρ' ότι ο Πεσόα προσκολλάται εδώ όσο πουθενά αλλού στις ατομικές του έγνοιες, καταφέρνει εν κατακλείδι να απαλλαγεί δεξιοτεχνικά από το βάρος τους και να μας αφήσει ένα κείμενο που ξεχωρίζει, όχι μόνο για τη φανερή ευθυκρισία του, μα και για τη σπάνια πνευματική του τόλμη.
Να σημειώσω, κλείνοντας, πως είναι ευτύχημα που ο «Εξάντας» έχει αναλάβει την έκδοση των Απάντων του Πεσόα στα ελληνικά, με επιμέλεια της Μαρίας Παπαδήμα, και πως με αδημονία περιμένουμε τη μετάφραση των ποιημάτων του, γραμμένων από τον ίδιο και από τους διάσημους ετερώνυμούς του (βλ. σχετικά και την εισαγωγή του Βλαβιανού): τον Αλμπέρτο Καέιρο, τον Μπερνάντο Σοάρες, τον Ρικάρντο Ρέις και τον Αλβαρο ντε Κάμπος. Εκεί, άλλωστε, και το δικό του, εντελώς προσωπικό (και σίγουρα ολότελα κερδισμένο στις ημέρες μας), στοίχημα με τη φήμη και την αιωνιότητα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/07/2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με πραγματική αγωνία και ειλικρίνεια, ο Πεσσόα πραγματεύεται στον Ηρόστρατο το πάντοτε επίκαιρο ζήτημα της υστεροφημίας δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη λογοτεχνική φήμη. Η επιλογή της αγγλικής γλώσσας, την οποία ο πορτογάλος ποιητής έμαθε στην παιδική του ηλικία, όταν αναγκάστηκε να ακολουθήσει τη μητέρα του στη Νότια Αφρική στη διάρκεια του δεύτερου γάμου της, καθώς και η αναφορά σε συγγραφείς που ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στον αγγλοσαξονικό λογοτεχνικό κανόνα υποδηλώνουν αφενός το ευρύ αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται η μελέτη και αφετέρου την αγάπη και τον θαυμασμό του Πεσσόα για την αγγλική λογοτεχνία, την οποία θεωρεί ανώτερη από κάθε άλλη. Πλην του Ομήρου, του Βιργιλίου και του Δάντη, ο πορτογάλος ποιητής είναι πολύ φειδωλός στους επαίνους του προς συγγραφείς άλλων εθνικοτήτων. Αντίθετα, παρά τα ελαττώματα που τους προσάπτει, ξεχωρίζουν οι ποιητές Σαίξπηρ και Μίλτον, ενώ ελάχιστοι συγγραφείς της ηπειρωτικής Ευρώπης είναι ικανοί να αναμετρηθούν με τον Μπλαίηκ, τον Γουέρντσγουρθ, τον Κητς ή τον Γουίτμαν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι τα δύο μέρη που απαρτίζουν τη μελέτη γράφτηκαν μεταξύ 1905 (Προσωρινότητα) και 1930 (Ηρόστρατος), καμία αναφορά δεν γίνεται στους πρωτοπόρους συγγραφείς του μοντερνισμού, το συγγραφικό έργο των οποίων ο Πεσσόα είχε αναμφισβήτητα υπόψη του.
Με αφορμή την καταστρεπτική πράξη στην οποία προέβη ο Ηρόστρατος (πυρπόλησε τον ναό της Αρτέμιδος στην Εφεσο) προκειμένου να βγει για πάντα από τη λήθη, ο Πεσσόα διαπιστώνει ότι η κατάκτηση της αθανασίας ελάχιστες φορές συμβαδίζει με τη δόξα εν ζωή. Σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική, «η ουσία της ιδιοφυΐας βρίσκεται στο ότι δεν προσαρμόζεται στο περιβάλλον» και επομένως αυτός που απολαμβάνει τη δόξα που του χαρίζει η εποχή του δεν μπορεί να ελπίζει στη μελλοντική δόξα. «Μια μικρή ιδιοφυΐα δοξάζεται, μια μεγάλη λοιδορείται, μια ακόμη μεγαλύτερη φτάνει στην απόγνωση» λέει χαρακτηριστικά ο πορτογάλος ποιητής, επιχειρώντας να ερμηνεύσει με αυτόν τον τρόπο τη δική του αδυναμία να κατακτήσει τη δόξα, η οποία χωρίς καμία αμφιβολία τού άξιζε. Στη συνέχεια ονομάζει δύο προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί ο λογοτέχνης ή το λογοτεχνικό έργο ώστε να επιβιώσει στο μέλλον: την τελειότητα και την υποκριτική. Με τον όρο «τελειότητα» εννοεί τη μορφική υπεροχή, ενώ με τον όρο «υποκριτική» εννοεί την προσποίηση, τη συνειδητή παραποίηση της πραγματικότητας. «Οχι η ανειλικρίνεια, αλλά η μεθερμηνευμένη ειλικρίνεια» είναι η βάση κάθε αληθινής τέχνης. «Το καλύτερο είδος ερωτικού ποιήματος» γράφεται όχι για τη γυναίκα με την οποία ο ποιητής είναι βαθιά ερωτευμένος αλλά για «μια ιδεατή γυναίκα». Αυτή άλλωστε υπήρξε και η τακτική του ίδιου του Πεσσόα, με τη δημιουργία μιας σειράς από personae, τα οποία προσδιόρισε ως «ετερώνυμα». Αποτελούμενο από πλήθος φιλοσοφικών και αισθητικών απόψεων που εκφράζουν με διαφορετικό λογοτεχνικό ύφος τα ετερώνυμα, το ποιητικό έργο του Πεσσόα αποκτά μια πολυφωνία και οικουμενικότητα που λείπει από τη συνεπή και μονοδιάστατη επαναληπτικότητα που συνήθως διακρίνει τη λογοτεχνική παραγωγή ενός δημιουργού. Ο,τι όμως κερδίζει σε πρωτοτυπία και πολυμορφία το έργο του Πεσσόα (και κυρίως τα πεζά του) χάνει σε μεθοδικότητα, συνεκτικότητα και αρμονία, μια και η πολυπόθητη ενότητα υπονομεύεται από τη συνεχή εισαγωγή νέων στοιχείων, αντιφατικών προτάσεων και ετερογενών πληροφοριών. Ετσι, παρά τις μεγαλοφυείς του ρήσεις και τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του, ο δοκιμιακός λόγος του Πεσσόα στερείται συγκεκριμένης δομής και δεν χαρακτηρίζεται για την ολοκληρωμένη και μεθοδική παρουσία των υπό ανάλυση θεμάτων.
Ωστόσο ο αναγνώστης θαυμάζει τη διορατικότητα του συγγραφέα, την ικανότητά του να προβλέπει ποια έργα θα αποκτήσουν αθανασία, ξεχωρίζοντάς τα από εκείνα που θα μείνουν στην αφάνεια, όπως το μεγαλύτερο μέρος της ρομαντικής ποίησης, την οποία χαρακτηρίζει «εμπνευσμένη δημοσιογραφία». Αλλά ακόμη και άλλοι συγγραφείς που σήμερα εντυπωσιάζουν με την πλασματική τους ευφυΐα είναι καταδικασμένοι να παρακολουθούν τη φήμη τους να συρρικνώνεται από ανθολογία σε ανθολογία, ενώ ούτε ο θάνατος τους εγγυάται την αντιπροσωπευτική συμμετοχή τους στις εθνικές ανθολογίες. Γιατί, όπως λέει ο Πεσσόα, με έκδηλη θλίψη: «Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους νεκρούς είναι πιο τρομακτικός από αυτόν ανάμεσα στους ζωντανούς· οι νεκροί είναι περισσότεροι». Επιπλέον, «τα έπη γερνούν», οι αξίες διαβρώνονται αλλά και η ίδια η έννοια της αθανασίας - υπό την πίεση της υφέρπουσας φθοράς που προκαλεί η αυξανόμενη ταχύτητα της ζωής - μεταμορφώνεται από εποχή σε εποχή. Αν και κατακρίνει εκείνους που, «εθισμένοι στην ταχύτητα», κινούνται άσκοπα και χωρίς στόχο «από ένα σημείο που τίποτα δε συμβαίνει προς ένα άλλο σημείο που τίποτα δε μπορεί να συμβεί» επικαλούμενοι «τον πυρετό της σύγχρονης ζωής» (ο οποίος για τον Πεσσόα «δεν είναι πυρετός της βιασύνης αλλά η βιασύνη του πυρετού»), εν τούτοις είναι προφανής η οδύνη του ποιητή για την απουσία σταθερών αξιών και η αγωνία του για τις ριζικές αλλαγές που συντελούνται στις τέχνες: η ζωγραφική απειλείται από τη φωτογραφία, οι αρχιτέκτονες αντικαθίστανται από τους μηχανικούς και η πραγματική ζωή επισκιάζεται από την επιτηδευμένη ομορφιά του κινηματογράφου. Μέσα σε αυτή την ταραχή που χαρακτηρίζει τον 20ό αιώνα, ο Πεσσόα αναζητεί τρόπους με τους οποίους το καλλιτεχνικό έργο θα υπερβεί τα χωροχρονικά όρια της εποχής του και θα καταστεί αιώνιο, όπως συνέβη μία μόνο φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος κατόρθωσε να ξεπεράσει τα εθνικά σύνορα δημιουργώντας μια τέχνη παγκόσμια, «διότι το εθνικό και το αιώνιο συναντήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα». Σύμφωνα με τον πορτογάλο ποιητή, ο καλλιτέχνης οφείλει να αξιοποιήσει τις καταγωγικές σχέσεις με προγενέστερους συγγραφείς και να επωφεληθεί της εθνικής παράδοσης προκειμένου να μπορέσει να την υπερβεί. Αποδέχεται δηλαδή την επίδραση ως έχουσα ιστορική και όχι ποιητική αξία, γιατί «αυτό που χαρακτηρίζει τις αληθινές ιδιοφυΐες είναι ότι δεν είναι πρόδρομοι κανενός».
Τις δυσκολίες της ιδιόρρυθμης και άκρως πρωτότυπης αυτής μελέτης ο Χάρης Βλαβιανός αντεπεξέρχεται έξοχα, αποδίδοντας με αψεγάδιαστο τρόπο τον αποφθεγματικό λόγο του ποιητή και τη στρυφνή και κατά τόπους δύσβατη σύνταξη και τις γλωσσικές ιδιομορφίες του κειμένου. Γνωρίζοντας σε βάθος την αγγλοσαξονική ποιητική παράδοση αλλά και το έργο του Πεσσόα επεμβαίνει ο ίδιος με σημειώσεις, επεξηγήσεις και παραπομπές συντελώντας αποφασιστικά στην κατανόηση της επιχειρηματολογίας του πορτογάλου ποιητή. Η έκδοση συνοδεύεται από επίμετρο του έγκριτου μελετητή του Πεσσόα, Richard Zenith, ο οποίος τοποθετεί τον Ηρόστρατο στο συνολικό έργο του ποιητή.
Ντόρα Τσιμπούκη (καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 26-01-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις