0
Your Καλαθι
Ο οδοιπόρος ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
11%
11%
Περιγραφή
Σου είπα ήδη ότι δεν σε χρειάζομαι. Αλλά θα σε μεγαλώσω, είτε σ’ αρέσει, είτε όχι. Θα σου επιβάλλω την ίδια υπεροψία που επιβλήθηκε και σ’ εμένα, στους γονείς μου, στους παππούδες μου, στους παππούδες των παππούδων μου· μέχρι το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα που γεννήθηκε από ανθρώπινο πλάσμα, είτε του άρεσε, είτε όχι. Ίσως αν του ή της ζητούσαν να επιλέξει, να φοβόταν και να έλεγε «Όχι, δεν θέλω να γεννηθώ». Μα κανείς δεν ζήτησε τη γνώμη του
και έτσι γεννήθηκε και έζησε και πέθανε, αφού έφερε στον κόσμο ένα ακόμα ανθρώπινο πλάσμα από το οποίο δεν ζήτησε να επιλέξει, και αυτό με τη σειρά του έκανε το ίδιο, επί εκατομμύρια χρόνια μέχρι εμάς, και κάθε φορά ήταν η ίδια υπεροψία, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχαμε. Κουράγιο, μικρό μου. Νομίζεις ότι ο σπόρος ενός δέντρου δεν χρειάζεται κουράγιο, όταν τρυπάει τη γη και φυτρώνει; Αρκεί μια ριπή του ανέμου για να τον ξεριζώσει, το ποδαράκι ενός ποντικού για να τον τσακίσει. Κι όμως, φυτρώνει και αντιστέκεται και μεγαλώνει ρίχνοντας κι άλλους σπόρους. Και γίνεται ένα δάσος. Αν μια μέρα φωνάξεις «Γιατί με έφερες στον κόσμο, γιατί;»,
θα σου απαντήσω: «Έκανα αυτό που κάνουν και έκαναν τα δέντρα για εκατομμύρια εκατομμυρίων χρόνων πριν από μένα, και πίστευα ότι έκανα καλά».
[...]
Δεν πιστεύω στην οικογένεια. Η οικογένεια είναι ένα ψέμα στημένο απ’ αυτούς που οργάνωσαν τον κόσμο, για να ελέγχουν καλύτερα τους ανθρώπους, να εκμεταλλεύονται καλύτερα την υπακοή στους κανόνες. Επαναστατούμε πιο εύκολα όταν είμαστε μόνοι, υποχωρούμε πιο εύκολα όταν ζούμε με άλλους. Η οικογένεια δεν είναι παρά το φερέφωνο ενός συστήματος που δεν μπορεί να σου επιτρέψει την ανυπακοή, και η αγιότητά της δεν υπάρχει. Υπάρχουν
μόνον ομάδες αντρών και γυναικών και παιδιών αναγκασμένων να έχουν το ίδιο όνομα και να κατοικούν κάτω απ’ την ίδια στέγη: συχνά νιώθοντας απέχθεια ή μίσος ο ένας για τον άλλον.
Ωστόσο, οι τύψεις υπάρχουν, οι δεσμοί υπάρχουν, ριζωμένοι μέσα μας σαν δέντρα που δεν υποκύπτουν ούτε σ’ έναν τυφώνα, αναπόφευκτοι σαν την πείνα και τη δίψα. Δεν μπορείς ν’
απελευθερωθείς ποτέ, ακόμα κι αν επιστρατεύσεις όλη σου τη θέληση, όλη σου τη λογική. Μπορεί να νομίζεις ότι τους ξέχασες, αλλά μια μέρα ξαναπροβάλλουν ακατάλυτοι, ανελέητοι,
για να σου περάσουν το σκοινί στον λαιμό, χειρότερα από κάθε δήμιο. Και να σε πνίξουν.
[...]
Ήταν μια φορά ένα κοριτσάκι που πίστευε στο αύριο. Πράγματι, όλοι της δίδασκαν να πιστεύει στο αύριο: την διαβεβαίωναν ότι το αύριο είναι πάντα καλύτερο. Έτσι της έλεγε ο παππάς, όταν βροντοφώναζε τις επαγγελίες του στην εκκλησία αναγγέλλοντας τη Βασιλεία των Ουρανών. Έτσι της έλεγαν στο σχολείο, όταν της έδειχναν ότι η ανθρωπότητα πάει μπροστά και κάποτε οι άνθρωποι ζούσαν στις σπηλιές και μετά σε σπίτια χωρίς καλοριφέρ και μετά σε σπίτια με
καλοριφέρ. Έτσι της έλεγε και ο πατέρας της, όταν της μιλούσε για ιστορία και υποστήριζε ότι οι τύραννοι στο τέλος πάντα ηττώνται. Το κοριτσάκι έχασε πολύ σύντομα την εμπιστοσύνη του στον
παππά. Το δικό του αύριο ήταν ο θάνατος, και το κοριτσάκι αδιαφορούσε αν μετά τον θάνατό του θα ζούσε σ’ ένα πολυτελές ξενοδοχείο ονόματι Βασιλεία των Ουρανών. Με το σχολείο συνέβη
λίγο αργότερα, έναν χειμώνα που τα χέρια και τα πόδια της ήταν γεμάτα χιονίστρες και πληγές.
Ναι, ήταν σπουδαίο πράγμα που οι άνθρωποι πέρασαν από τις σπηλιές στα καλοριφέρ: αλλά
εκείνη δεν είχε καλοριφέρ. Ωστόσο, συνέχισε να εμπιστεύεται με κλειστά μάτια τον πατέρα της. Ο πατέρας της ήταν ένας άνθρωπος πολύ θαρραλέος και ξεροκέφαλος. Εδώ και είκοσι χρόνια αγωνιζόταν ενάντια σε κάποιους δυνάστες, ντυμένους στα μαύρα, και κάθε φορά που του σπάζανε το κεφάλι, έλεγε, θαρραλέος και ξεροκέφαλος: «Θα έρθει και το αύριο». Εκείνα τα χρόνια γινόταν πόλεμος. Οι δυνάστες με τα μαύρα έδειχναν ότι θα νικήσουν. Εκείνος όμως
κουνούσε το κεφάλι του και έλεγε, θαρραλέος και ξεροκέφαλος: «Θα έρθει και το αύριο».
και έτσι γεννήθηκε και έζησε και πέθανε, αφού έφερε στον κόσμο ένα ακόμα ανθρώπινο πλάσμα από το οποίο δεν ζήτησε να επιλέξει, και αυτό με τη σειρά του έκανε το ίδιο, επί εκατομμύρια χρόνια μέχρι εμάς, και κάθε φορά ήταν η ίδια υπεροψία, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχαμε. Κουράγιο, μικρό μου. Νομίζεις ότι ο σπόρος ενός δέντρου δεν χρειάζεται κουράγιο, όταν τρυπάει τη γη και φυτρώνει; Αρκεί μια ριπή του ανέμου για να τον ξεριζώσει, το ποδαράκι ενός ποντικού για να τον τσακίσει. Κι όμως, φυτρώνει και αντιστέκεται και μεγαλώνει ρίχνοντας κι άλλους σπόρους. Και γίνεται ένα δάσος. Αν μια μέρα φωνάξεις «Γιατί με έφερες στον κόσμο, γιατί;»,
θα σου απαντήσω: «Έκανα αυτό που κάνουν και έκαναν τα δέντρα για εκατομμύρια εκατομμυρίων χρόνων πριν από μένα, και πίστευα ότι έκανα καλά».
[...]
Δεν πιστεύω στην οικογένεια. Η οικογένεια είναι ένα ψέμα στημένο απ’ αυτούς που οργάνωσαν τον κόσμο, για να ελέγχουν καλύτερα τους ανθρώπους, να εκμεταλλεύονται καλύτερα την υπακοή στους κανόνες. Επαναστατούμε πιο εύκολα όταν είμαστε μόνοι, υποχωρούμε πιο εύκολα όταν ζούμε με άλλους. Η οικογένεια δεν είναι παρά το φερέφωνο ενός συστήματος που δεν μπορεί να σου επιτρέψει την ανυπακοή, και η αγιότητά της δεν υπάρχει. Υπάρχουν
μόνον ομάδες αντρών και γυναικών και παιδιών αναγκασμένων να έχουν το ίδιο όνομα και να κατοικούν κάτω απ’ την ίδια στέγη: συχνά νιώθοντας απέχθεια ή μίσος ο ένας για τον άλλον.
Ωστόσο, οι τύψεις υπάρχουν, οι δεσμοί υπάρχουν, ριζωμένοι μέσα μας σαν δέντρα που δεν υποκύπτουν ούτε σ’ έναν τυφώνα, αναπόφευκτοι σαν την πείνα και τη δίψα. Δεν μπορείς ν’
απελευθερωθείς ποτέ, ακόμα κι αν επιστρατεύσεις όλη σου τη θέληση, όλη σου τη λογική. Μπορεί να νομίζεις ότι τους ξέχασες, αλλά μια μέρα ξαναπροβάλλουν ακατάλυτοι, ανελέητοι,
για να σου περάσουν το σκοινί στον λαιμό, χειρότερα από κάθε δήμιο. Και να σε πνίξουν.
[...]
Ήταν μια φορά ένα κοριτσάκι που πίστευε στο αύριο. Πράγματι, όλοι της δίδασκαν να πιστεύει στο αύριο: την διαβεβαίωναν ότι το αύριο είναι πάντα καλύτερο. Έτσι της έλεγε ο παππάς, όταν βροντοφώναζε τις επαγγελίες του στην εκκλησία αναγγέλλοντας τη Βασιλεία των Ουρανών. Έτσι της έλεγαν στο σχολείο, όταν της έδειχναν ότι η ανθρωπότητα πάει μπροστά και κάποτε οι άνθρωποι ζούσαν στις σπηλιές και μετά σε σπίτια χωρίς καλοριφέρ και μετά σε σπίτια με
καλοριφέρ. Έτσι της έλεγε και ο πατέρας της, όταν της μιλούσε για ιστορία και υποστήριζε ότι οι τύραννοι στο τέλος πάντα ηττώνται. Το κοριτσάκι έχασε πολύ σύντομα την εμπιστοσύνη του στον
παππά. Το δικό του αύριο ήταν ο θάνατος, και το κοριτσάκι αδιαφορούσε αν μετά τον θάνατό του θα ζούσε σ’ ένα πολυτελές ξενοδοχείο ονόματι Βασιλεία των Ουρανών. Με το σχολείο συνέβη
λίγο αργότερα, έναν χειμώνα που τα χέρια και τα πόδια της ήταν γεμάτα χιονίστρες και πληγές.
Ναι, ήταν σπουδαίο πράγμα που οι άνθρωποι πέρασαν από τις σπηλιές στα καλοριφέρ: αλλά
εκείνη δεν είχε καλοριφέρ. Ωστόσο, συνέχισε να εμπιστεύεται με κλειστά μάτια τον πατέρα της. Ο πατέρας της ήταν ένας άνθρωπος πολύ θαρραλέος και ξεροκέφαλος. Εδώ και είκοσι χρόνια αγωνιζόταν ενάντια σε κάποιους δυνάστες, ντυμένους στα μαύρα, και κάθε φορά που του σπάζανε το κεφάλι, έλεγε, θαρραλέος και ξεροκέφαλος: «Θα έρθει και το αύριο». Εκείνα τα χρόνια γινόταν πόλεμος. Οι δυνάστες με τα μαύρα έδειχναν ότι θα νικήσουν. Εκείνος όμως
κουνούσε το κεφάλι του και έλεγε, θαρραλέος και ξεροκέφαλος: «Θα έρθει και το αύριο».
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις