0
Your Καλαθι
Το πορτραίτο μιας διαπολιτισμικής σχέσης
Κρυσταλλώσεις, ρήγματα, ανασκευές
Περιγραφή
Οι επίμονες αναφορές στην αντιστροφή της ιδιότητας της Ελλάδας
ως χώρας αποστολής μεταναστών και στην απουσία πολιτικής για
την 'υποδοχή ξένων', θέτουν πολλά και εύλογα ερωτήματα: Πως
επιβιώνουν οι νεοαφιχθέντες παρά τους επιβεβλημένους φραγμούς;
Κατά πόσο η παρουσία τους διαψεύδει ή επιβεβαιώνει κυρίαρχες
αναπαραστάσεις; Ποία η συνάφεια του επίσημου με τον ανεπίσημο
(αντι) ρατσιστικό λόγο; Όλα αυτά διερευνώνται στην εργασία
αυτή, με σκοπό να εμβαθύνουμε σ' αυτό το επίκαιρο κοινωνικό
πρόβλημα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η κοινωνική ανθρωπολόγος Μαρίνα Πετρονώτη στο βιβλίο της Το πορτραίτο μιας διαπολιτισμικής σχέσης διερευνά διεξοδικά (και με μια εντυπωσιακή κάλυψη της μεγάλης βιβλιογραφίας που αφορά το θέμα της) την ιστορική και πολιτισμική συγκρότηση της ολιγάνθρωπης αλλά αρκετά παλαιάς στην Ελλάδα ομάδας των Ερυθραίων, παρακολουθεί τα ίχνη τους στην πόλη της Αθήνας και καταγράφει την κοινωνική και οικιστική κινητικότητά τους στον αστικό χώρο. Η μελέτη αυτή ανακαλύπτει για τους αναγνώστες της την κοινότητα των Ερυθραίων στην Αθήνα (σε πείσμα επίσημων αναφορών που βεβαίωναν ότι η Ελλάδα «ούτε φιλοξενεί ούτε αποτέλεσε ποτέ χώρο υποδοχής αφρικανών μεταναστών») και τους αποκαλύπτει, σε επανερχόμενα επάλληλα αφηγηματικά επίπεδα, ως ήσυχους ξένους, ως απολίτιστους μαύρους, ως εργατικούς ανθρώπους, ως επικίνδυνα θηλυκά, ως πιστούς συντρόφους, ως φθηνή και εξαρτημένη εργατική δύναμη. Αυτή είναι η μία, η γηγενής όψη του ζητήματος, γιατί και ο αντίπαλος ερυθραϊκός λόγος έχει ισοσθενή επιχειρήματα: «Δεν είμαστε σαν εσάς που όλο τη δουλειά έχετε στον νου σας», «ό,τι και αν πετύχεις εδώ, θα είσαι δεύτερος», «μόνο δημοκράτες δεν είστε», «δεν πήγατε παραπέρα από την Ελλάδα να δείτε πώς είναι ο κόσμος». Το βιβλίο παρουσιάζει η κοινωνική ανθρωπολόγος Χριστίνα Βέικου.
Στη δυτική είσοδο της Πάτρας, μπροστά στο λιμάνι και ακριβώς δίπλα στις γραμμές του τρένου, βλέπω, κάθε φορά που περνώ από κει, μια αρκετά μεγάλη ομάδα ανδρών, εμφανώς ξένης προέλευσης που δεν είναι πάντα οι ίδιοι, να περνούν τη μέρα και τη νύχτα τους επάνω σε κουβέρτες στρωμένες στο χώμα κάτω από λίγα δέντρα. Ερχονται λαθραία από αραβικές χώρες κυρίως και λίγοι από την Αφρική και περιμένουν μια ευκαιρία για να συνεχίσουν, με παρόμοιο τρόπο, την περιπλάνησή τους στον κόσμο. Στην πόλη, όσο μπόρεσα να μάθω, δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξή τους.
Η ανίχνευση όσων βιώνουν οι ακούραστοι αυτοί οδοιπόροι θέτει ερωτήματα, συχνά αναπάντητα και αινιγματικά, που αφορούν όχι μόνο τους ίδιους αλλά όλους εμάς που περνούμε δίπλα τους και ζούμε μαζί τους χωρίς να ξέρουμε τίποτε ουσιαστικό γι' αυτούς τους συντοπίτες μας. Από αυτή την άποψη το βιβλίο της Μαρίνας Πετρονώτη για τους Ερυθραίους ήταν για μένα η αποκάλυψη μιας πραγματικότητας που αγνοούσα πόσοι ποικίλοι άνθρωποι ζουν ανάμεσά μας χωρίς να τους βλέπουμε, πώς, και όταν τους συναντούμε, τους περιγράφουμε με λόγο ιδεολογικό περισσότερο παρά ρεαλιστικό και πώς, τέλος, οι άνθρωποι αυτοί, μέσα από τα θραύσματα της εμπειρίας που αποκτούν για εμάς, τους εντοπίους, αρθρώνουν έναν ιδιαίτερο λόγο που απεικονίζει τη δική μας περισσότερο παρά τη δική τους ζωή.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι διαφωτιστικός: Το πορτραίτο μιας διαπολιτισμικής σχέσης - Κρυσταλλώσεις, ρήγματα, ανασκευές. Αυτό που επιχειρεί δηλαδή είναι η αναψηλάφηση των αντιλήψεων που έχουμε οι Ελληνες για τους ξένους που ζουν μαζί μας, η διερεύνηση των σχέσεων που συνάπτουμε με αυτούς, ο χώρος που τους αφήνουμε για να υπάρξουν, αλλά ακόμη και η πραγματικότητα που οι ίδιοι κατασκευάζουν για τη ζωή τους, καθώς εγκαθιστούν «μια κινητή πατρίδα» μέσα στην «κοινότητα των υπογείων» όπου κατοικούν. Η μελέτη αυτή αποδομεί αρκετούς μύθους, λ.χ. τον μύθο του μη ρατσιστή Ελληνα αλλά και του σκληρού και άκαρδου αφεντικού αφεντικιάς μάλλον , τον μύθο του «ασήμαντου και κατώτερου ξένου» που είναι εκ προοιμίου πάντοτε θύμα των περιστάσεων, τον μύθο της κρατικής θεσμικής πρόνοιας για τους περιπλανώμενους πρόσφυγες αλλά επίσης και τον μύθο της βέβαιης και τελειωτικής αλήθειας που νομίζουμε ότι μπορούμε να διατυπώσουμε με τις έρευνές μας οι κοινωνικοί επιστήμονες για καταστάσεις τόσο ρευστές και αμφίσημες.
Είναι επιτυχία του βιβλίου η ταυτόχρονη ανάδυση του εντόπιου και του ξένου λόγου, ό,τι και αν σημαίνουν τελικά αυτές οι τεχνητές ταξινομικές διακρίσεις. Μέσα από τη δομική αντίστιξη του εαυτού και του άλλου «αποκτούν πρόσωπο», όπως λέει χαρακτηριστικά η συγγραφέας, και οι δύο Ελληνες και Ερυθραίοι καθώς βιογραφούνται μέσω της εθνογράφου: «Πρέπει να δείχνουμε καλή θέληση στους ξένους, για να μην ξεμπροστιαστεί η χώρα μας» υποστηρίζει μια Ελληνίδα. «Αντέχω τα άσχημα λόγια, γιατί οι Ελληνες είναι αμαθείς, δεν ξέρουν, εγώ γνώρισα πολλούς λαούς και δεν παρεξηγώ» αντιτείνει ένας Ερυθραίος. Το παιχνίδι της επικοινωνίας είναι αμφίπλευρο και πολυεπίπεδο.
Το όλο έργο αποτελεί μια περιεκτική εθνογραφική περιγραφή, με εκτενή θεωρητική υποστήριξη, πλούσιο λόγο και μαρτυρίες που προέρχονται από ποικίλα ερευνητικά πεδία: τον ιστορικό χώρο, τη σύγχρονη συγκυρία, τις διάφορες σφαίρες της κοινωνικής αλληλεπίδρασης (οικογένεια, εργασία, εκπαίδευση, διασκέδαση). Εξερευνά επίσης τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις της ομάδας των Ερυθραίων ανάλογα με τους λόγους μετακίνησης (πολιτικοί πρόσφυγες ή οικονομικοί μετανάστες), την καταγωγή τους (Ερυθραίοι ή μιγάδες), τη θρησκεία (χριστιανοί ή μουσουλμάνοι) και το μορφωτικό επίπεδό τους. Εντυπωσιακές είναι οι πληροφορίες που αφορούν την ανάπτυξη των σχέσεων αλληλοϋποστήριξης των Ερυθραίων μεταξύ τους, ιδιαίτερα των απερχομένων με αυτούς που μόλις έχουν εγκατασταθεί, σε σχέση με την εξεύρεση στέγης και εργασίας. Πρόκειται για έναν άδηλο ιστό σχέσεων που αιωρείται κάτω από την επιφάνεια της αθηναϊκής αστικής ζωής και που χαρτογραφεί λεπτομερειακά τα όρια και τους όρους ζωής αυτών των ανθρώπων. Ζώντας στο περιθώριο της επίσημης, θεσμικά κατοχυρωμένης, ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας, επινοούν στρατηγικές (που αφορούν κυρίως σημαντικές τελετουργικές στιγμές της ζωής τους γάμους, ασθένειες, θανάτους) για να παρακάμπτουν τα γραφειοκρατικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν. Τα γεγονότα αυτά ακυρώνουν τελικά την κρατούσα αντίληψη των εντοπίων ότι οι ξένοι και μάλιστα οι έγχρωμοι Αφρικανοί είναι παθητικοί αποδέκτες της δύσκολης μοίρας τους. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό είναι το εθνογραφικό υλικό που αναφέρεται στη ζωή και στις δραστηριότητες των ερυθραίων γυναικών, χώρο στον οποίο η ερευνήτρια λόγω φύλου είχε και την καλύτερη διείσδυση. Εδώ ίσως μπαίνει και ένα καίριο μεθοδολογικό ζήτημα σχετικά με τις δυνατότητες πρόσβασης αλλά και πρόσληψης από μέρους της εθνογράφου όλων εκείνων των ιδιαιτεροτήτων που αφορούν την κατά φύλα διαφοροποίηση των υποκειμένων μιας συμμετοχικής εθνογραφικής έρευνας. Οσα περιγράφονται φέρουν αναγκαστικά τον καθορισμό όχι μόνο των εξωτερικών αλλά και των εσωτερικών περιορισμών που υπαγορεύονται από το πρόσωπο και το έμφυλο σώμα εθνογράφου και εθνογραφουμένων. Και αυτό είναι μια πολύ σημαντική συνθήκη, όταν πρόκειται για εθνογραφίες που εξερευνούν οριακές ταυτότητες, συγκρουόμενες αξίες, συναισθηματικές καταστάσεις και βιούμενες εμπειρίες. Δεν είναι απλώς οι λέξεις που πρέπει να κατανοηθούν και να μεταφραστούν, αλλά ένας άλλος τρόπος αντίληψης του κόσμου. Οι συλλογικές αναπαραστάσεις διαμεσολαβούνται πάντοτε μέσα από την υποκειμενική αίσθηση και αυτό προκαλεί συχνά κρίσιμα αξιολογικά ερωτήματα.
Η εθνογράφος εδώ ισορροπεί ανάμεσα σε λίγο-πολύ γνωστές πεποιθήσεις της ελληνικής κοινής γνώμης και στον εντελώς άγνωστο λόγο των ξένων συγκατοίκων που μαρτυρούν τη δική τους αλήθεια. Μέσα και ανάμεσα στα όρια αυτά, in between, η εθνογράφος αποτελεί μια προσωπική εκδοχή ενός «άλλου» λόγου, του ανθρωπολογικού, που θέτει τα δικά του ερωτήματα. Ποιον τελικά εκπροσωπεί η ερευνήτρια, τον εντόπιο ή τον άλλο πολιτισμό, τον οίκο της ή τον κόσμο; Η Μαρίνα Πετρονώτη προβληματίζεται πάνω σε αυτό, συζητώντας τις δυνατότητες της «ανθρωπολογίας οίκοι». Ωστόσο, όπως και η ίδια επισημαίνει, τα όρια του οίκου και του πολιτισμού είναι ρευστά και ανοικοδομούνται κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε ή κατασκευάζουμε καινούργιες πραγματικότητες. Με το βιβλίο της αυτό κατασκευάζει η ίδια μια καινούργια πραγματικότητα, μια απόπειρα ερμηνείας της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα σε εκπροσώπους ενός ξένου πολιτισμού που ζουν όμως τη ζωή τους μέσα στα γεωγραφικά και ιδεολογικά όρια του εντόπιου πολιτισμού. Από την άποψη αυτή, το έργο της εισάγει μια καινοτομική προσέγγιση του ξένου, μέσω του οικείου πολιτισμικού λόγου, και απαντά πειστικά στον προβληματισμό μιας ελληνοερυθραίας πληροφορήτριάς της: «Εδώ μιλάω ελληνικά, λέω ότι είμαι Ελληνίδα και χριστιανή· κανείς δεν με πιστεύει. Δεν γίνεται να είσαι Ελληνας με άλλο χρώμα;». Φαίνεται λοιπόν ότι γίνεται! Γιατί ο πολιτισμός εγγράφεται με πολλαπλές επιστρώσεις επάνω στο δέρμα μας.
Χριστίνα Βέικου
ΤΟ ΒΗΜΑ, 07-11-1999
ως χώρας αποστολής μεταναστών και στην απουσία πολιτικής για
την 'υποδοχή ξένων', θέτουν πολλά και εύλογα ερωτήματα: Πως
επιβιώνουν οι νεοαφιχθέντες παρά τους επιβεβλημένους φραγμούς;
Κατά πόσο η παρουσία τους διαψεύδει ή επιβεβαιώνει κυρίαρχες
αναπαραστάσεις; Ποία η συνάφεια του επίσημου με τον ανεπίσημο
(αντι) ρατσιστικό λόγο; Όλα αυτά διερευνώνται στην εργασία
αυτή, με σκοπό να εμβαθύνουμε σ' αυτό το επίκαιρο κοινωνικό
πρόβλημα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η κοινωνική ανθρωπολόγος Μαρίνα Πετρονώτη στο βιβλίο της Το πορτραίτο μιας διαπολιτισμικής σχέσης διερευνά διεξοδικά (και με μια εντυπωσιακή κάλυψη της μεγάλης βιβλιογραφίας που αφορά το θέμα της) την ιστορική και πολιτισμική συγκρότηση της ολιγάνθρωπης αλλά αρκετά παλαιάς στην Ελλάδα ομάδας των Ερυθραίων, παρακολουθεί τα ίχνη τους στην πόλη της Αθήνας και καταγράφει την κοινωνική και οικιστική κινητικότητά τους στον αστικό χώρο. Η μελέτη αυτή ανακαλύπτει για τους αναγνώστες της την κοινότητα των Ερυθραίων στην Αθήνα (σε πείσμα επίσημων αναφορών που βεβαίωναν ότι η Ελλάδα «ούτε φιλοξενεί ούτε αποτέλεσε ποτέ χώρο υποδοχής αφρικανών μεταναστών») και τους αποκαλύπτει, σε επανερχόμενα επάλληλα αφηγηματικά επίπεδα, ως ήσυχους ξένους, ως απολίτιστους μαύρους, ως εργατικούς ανθρώπους, ως επικίνδυνα θηλυκά, ως πιστούς συντρόφους, ως φθηνή και εξαρτημένη εργατική δύναμη. Αυτή είναι η μία, η γηγενής όψη του ζητήματος, γιατί και ο αντίπαλος ερυθραϊκός λόγος έχει ισοσθενή επιχειρήματα: «Δεν είμαστε σαν εσάς που όλο τη δουλειά έχετε στον νου σας», «ό,τι και αν πετύχεις εδώ, θα είσαι δεύτερος», «μόνο δημοκράτες δεν είστε», «δεν πήγατε παραπέρα από την Ελλάδα να δείτε πώς είναι ο κόσμος». Το βιβλίο παρουσιάζει η κοινωνική ανθρωπολόγος Χριστίνα Βέικου.
Στη δυτική είσοδο της Πάτρας, μπροστά στο λιμάνι και ακριβώς δίπλα στις γραμμές του τρένου, βλέπω, κάθε φορά που περνώ από κει, μια αρκετά μεγάλη ομάδα ανδρών, εμφανώς ξένης προέλευσης που δεν είναι πάντα οι ίδιοι, να περνούν τη μέρα και τη νύχτα τους επάνω σε κουβέρτες στρωμένες στο χώμα κάτω από λίγα δέντρα. Ερχονται λαθραία από αραβικές χώρες κυρίως και λίγοι από την Αφρική και περιμένουν μια ευκαιρία για να συνεχίσουν, με παρόμοιο τρόπο, την περιπλάνησή τους στον κόσμο. Στην πόλη, όσο μπόρεσα να μάθω, δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξή τους.
Η ανίχνευση όσων βιώνουν οι ακούραστοι αυτοί οδοιπόροι θέτει ερωτήματα, συχνά αναπάντητα και αινιγματικά, που αφορούν όχι μόνο τους ίδιους αλλά όλους εμάς που περνούμε δίπλα τους και ζούμε μαζί τους χωρίς να ξέρουμε τίποτε ουσιαστικό γι' αυτούς τους συντοπίτες μας. Από αυτή την άποψη το βιβλίο της Μαρίνας Πετρονώτη για τους Ερυθραίους ήταν για μένα η αποκάλυψη μιας πραγματικότητας που αγνοούσα πόσοι ποικίλοι άνθρωποι ζουν ανάμεσά μας χωρίς να τους βλέπουμε, πώς, και όταν τους συναντούμε, τους περιγράφουμε με λόγο ιδεολογικό περισσότερο παρά ρεαλιστικό και πώς, τέλος, οι άνθρωποι αυτοί, μέσα από τα θραύσματα της εμπειρίας που αποκτούν για εμάς, τους εντοπίους, αρθρώνουν έναν ιδιαίτερο λόγο που απεικονίζει τη δική μας περισσότερο παρά τη δική τους ζωή.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι διαφωτιστικός: Το πορτραίτο μιας διαπολιτισμικής σχέσης - Κρυσταλλώσεις, ρήγματα, ανασκευές. Αυτό που επιχειρεί δηλαδή είναι η αναψηλάφηση των αντιλήψεων που έχουμε οι Ελληνες για τους ξένους που ζουν μαζί μας, η διερεύνηση των σχέσεων που συνάπτουμε με αυτούς, ο χώρος που τους αφήνουμε για να υπάρξουν, αλλά ακόμη και η πραγματικότητα που οι ίδιοι κατασκευάζουν για τη ζωή τους, καθώς εγκαθιστούν «μια κινητή πατρίδα» μέσα στην «κοινότητα των υπογείων» όπου κατοικούν. Η μελέτη αυτή αποδομεί αρκετούς μύθους, λ.χ. τον μύθο του μη ρατσιστή Ελληνα αλλά και του σκληρού και άκαρδου αφεντικού αφεντικιάς μάλλον , τον μύθο του «ασήμαντου και κατώτερου ξένου» που είναι εκ προοιμίου πάντοτε θύμα των περιστάσεων, τον μύθο της κρατικής θεσμικής πρόνοιας για τους περιπλανώμενους πρόσφυγες αλλά επίσης και τον μύθο της βέβαιης και τελειωτικής αλήθειας που νομίζουμε ότι μπορούμε να διατυπώσουμε με τις έρευνές μας οι κοινωνικοί επιστήμονες για καταστάσεις τόσο ρευστές και αμφίσημες.
Είναι επιτυχία του βιβλίου η ταυτόχρονη ανάδυση του εντόπιου και του ξένου λόγου, ό,τι και αν σημαίνουν τελικά αυτές οι τεχνητές ταξινομικές διακρίσεις. Μέσα από τη δομική αντίστιξη του εαυτού και του άλλου «αποκτούν πρόσωπο», όπως λέει χαρακτηριστικά η συγγραφέας, και οι δύο Ελληνες και Ερυθραίοι καθώς βιογραφούνται μέσω της εθνογράφου: «Πρέπει να δείχνουμε καλή θέληση στους ξένους, για να μην ξεμπροστιαστεί η χώρα μας» υποστηρίζει μια Ελληνίδα. «Αντέχω τα άσχημα λόγια, γιατί οι Ελληνες είναι αμαθείς, δεν ξέρουν, εγώ γνώρισα πολλούς λαούς και δεν παρεξηγώ» αντιτείνει ένας Ερυθραίος. Το παιχνίδι της επικοινωνίας είναι αμφίπλευρο και πολυεπίπεδο.
Το όλο έργο αποτελεί μια περιεκτική εθνογραφική περιγραφή, με εκτενή θεωρητική υποστήριξη, πλούσιο λόγο και μαρτυρίες που προέρχονται από ποικίλα ερευνητικά πεδία: τον ιστορικό χώρο, τη σύγχρονη συγκυρία, τις διάφορες σφαίρες της κοινωνικής αλληλεπίδρασης (οικογένεια, εργασία, εκπαίδευση, διασκέδαση). Εξερευνά επίσης τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις της ομάδας των Ερυθραίων ανάλογα με τους λόγους μετακίνησης (πολιτικοί πρόσφυγες ή οικονομικοί μετανάστες), την καταγωγή τους (Ερυθραίοι ή μιγάδες), τη θρησκεία (χριστιανοί ή μουσουλμάνοι) και το μορφωτικό επίπεδό τους. Εντυπωσιακές είναι οι πληροφορίες που αφορούν την ανάπτυξη των σχέσεων αλληλοϋποστήριξης των Ερυθραίων μεταξύ τους, ιδιαίτερα των απερχομένων με αυτούς που μόλις έχουν εγκατασταθεί, σε σχέση με την εξεύρεση στέγης και εργασίας. Πρόκειται για έναν άδηλο ιστό σχέσεων που αιωρείται κάτω από την επιφάνεια της αθηναϊκής αστικής ζωής και που χαρτογραφεί λεπτομερειακά τα όρια και τους όρους ζωής αυτών των ανθρώπων. Ζώντας στο περιθώριο της επίσημης, θεσμικά κατοχυρωμένης, ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας, επινοούν στρατηγικές (που αφορούν κυρίως σημαντικές τελετουργικές στιγμές της ζωής τους γάμους, ασθένειες, θανάτους) για να παρακάμπτουν τα γραφειοκρατικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν. Τα γεγονότα αυτά ακυρώνουν τελικά την κρατούσα αντίληψη των εντοπίων ότι οι ξένοι και μάλιστα οι έγχρωμοι Αφρικανοί είναι παθητικοί αποδέκτες της δύσκολης μοίρας τους. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό είναι το εθνογραφικό υλικό που αναφέρεται στη ζωή και στις δραστηριότητες των ερυθραίων γυναικών, χώρο στον οποίο η ερευνήτρια λόγω φύλου είχε και την καλύτερη διείσδυση. Εδώ ίσως μπαίνει και ένα καίριο μεθοδολογικό ζήτημα σχετικά με τις δυνατότητες πρόσβασης αλλά και πρόσληψης από μέρους της εθνογράφου όλων εκείνων των ιδιαιτεροτήτων που αφορούν την κατά φύλα διαφοροποίηση των υποκειμένων μιας συμμετοχικής εθνογραφικής έρευνας. Οσα περιγράφονται φέρουν αναγκαστικά τον καθορισμό όχι μόνο των εξωτερικών αλλά και των εσωτερικών περιορισμών που υπαγορεύονται από το πρόσωπο και το έμφυλο σώμα εθνογράφου και εθνογραφουμένων. Και αυτό είναι μια πολύ σημαντική συνθήκη, όταν πρόκειται για εθνογραφίες που εξερευνούν οριακές ταυτότητες, συγκρουόμενες αξίες, συναισθηματικές καταστάσεις και βιούμενες εμπειρίες. Δεν είναι απλώς οι λέξεις που πρέπει να κατανοηθούν και να μεταφραστούν, αλλά ένας άλλος τρόπος αντίληψης του κόσμου. Οι συλλογικές αναπαραστάσεις διαμεσολαβούνται πάντοτε μέσα από την υποκειμενική αίσθηση και αυτό προκαλεί συχνά κρίσιμα αξιολογικά ερωτήματα.
Η εθνογράφος εδώ ισορροπεί ανάμεσα σε λίγο-πολύ γνωστές πεποιθήσεις της ελληνικής κοινής γνώμης και στον εντελώς άγνωστο λόγο των ξένων συγκατοίκων που μαρτυρούν τη δική τους αλήθεια. Μέσα και ανάμεσα στα όρια αυτά, in between, η εθνογράφος αποτελεί μια προσωπική εκδοχή ενός «άλλου» λόγου, του ανθρωπολογικού, που θέτει τα δικά του ερωτήματα. Ποιον τελικά εκπροσωπεί η ερευνήτρια, τον εντόπιο ή τον άλλο πολιτισμό, τον οίκο της ή τον κόσμο; Η Μαρίνα Πετρονώτη προβληματίζεται πάνω σε αυτό, συζητώντας τις δυνατότητες της «ανθρωπολογίας οίκοι». Ωστόσο, όπως και η ίδια επισημαίνει, τα όρια του οίκου και του πολιτισμού είναι ρευστά και ανοικοδομούνται κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε ή κατασκευάζουμε καινούργιες πραγματικότητες. Με το βιβλίο της αυτό κατασκευάζει η ίδια μια καινούργια πραγματικότητα, μια απόπειρα ερμηνείας της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα σε εκπροσώπους ενός ξένου πολιτισμού που ζουν όμως τη ζωή τους μέσα στα γεωγραφικά και ιδεολογικά όρια του εντόπιου πολιτισμού. Από την άποψη αυτή, το έργο της εισάγει μια καινοτομική προσέγγιση του ξένου, μέσω του οικείου πολιτισμικού λόγου, και απαντά πειστικά στον προβληματισμό μιας ελληνοερυθραίας πληροφορήτριάς της: «Εδώ μιλάω ελληνικά, λέω ότι είμαι Ελληνίδα και χριστιανή· κανείς δεν με πιστεύει. Δεν γίνεται να είσαι Ελληνας με άλλο χρώμα;». Φαίνεται λοιπόν ότι γίνεται! Γιατί ο πολιτισμός εγγράφεται με πολλαπλές επιστρώσεις επάνω στο δέρμα μας.
Χριστίνα Βέικου
ΤΟ ΒΗΜΑ, 07-11-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις