Μόνο το αρνί

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 14.00
8.40
Τιμή Πρωτοπορίας
+
425451
Συγγραφέας: Πέτσα, Βασιλική
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες:144
Ημερομηνία Έκδοσης:05/10/2015
ISBN:9789604354856
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Άμεσα διαθέσιμο
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή

Όπως της τα είπαν και όπως τα φαντάστηκε: διαπλέκοντας τοπικές ιστορίες, μαρτυρίες και οικογενειακές αφηγήσεις, αντλώντας από την ντοπιολαλιά και το εκφραστικό της ύφος, η συγγραφέας αναπλάθει τον κόσμο της θεσσαλικής επαρχίας σε χρόνο παρελθοντικό και ανασυστήνει πρόσωπα και εποχές. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1940 και καταλήγοντας στις απαρχές της Μεταπολίτευσης, τα τέσσερα διηγήματα της συλλογής επικεντρώνονται σε περιθωριακούς χαρακτήρες και ψηλαφούν διαχρονικά ρήξεις και συνέχειες, "αφουγκραζόμενα" τον απόηχό τους στην καθημερινή ζωή της ελληνικής περιφέρειας. Ανθρώπινα δράματα και ιστορικά γεγονότα, διαπροσωπικές προστριβές και συλλογικές συγκρούσεις, που αλληλεπιδρούν και διαταράσσουν τις ισορροπίες στο εσωτερικό της κοινότητας, της οικογένειας, του ατομικού ψυχισμού. Τέσσερα διηγήματα που εστιάζουν στη μικροκλίμακα, αναδεικνύουν τις λεπτομέρειες, φωτίζουν το αφανές και ανασύρουν το λησμονημένο, σαν ισάριθμες φωτογραφίες, ασπρόμαυρες, τσακισμένες στις γωνίες, που εντοπίζει κανείς σε παλιά οικογενειακά άλμπουμ. Θωρακίζοντας με το φίλτρο της ειλικρίνειας και της τρυφερότητας τον λογοτεχνικό της φακό, αποκαθαίροντάς τον από τη νοσταλγία και τον φολκλορισμό, η συγγραφέας απαθανατίζει έναν κόσμο που έχει πια χαθεί, κι ας μην υπήρξε ποτέ πραγματικός.

Κριτικές

Με αυτές τις κριτικές περίμενα κάτι σαν το Γκιακ
Αλλά μάλλον και στα βιβλία πέρα από το σινεμά θα πρέπει να προσέχω περισσότερο.

Βασιλική Πέτσα: «Δεν με συγκινούν οι αθώοι, αλλά όσοι θυσιάστηκαν»

Βασιλική Πέτσα Η νεαρή συγγραφέας από την Καρδίτσα ισχυροποιεί τη θέση της στη λογοτεχνία μας με το τρίτο βιβλίο της, τη συλλογή διηγημάτων «Μόνο το αρνί»

Η Βασιλική Πέτσα είναι μόλις 32 χρόνων. Κι όμως, μέσα στην πλημμύρα των νέων ελληνικών λογοτεχνικών έργων τής σεζόν το δικό της, η συλλογή διηγημάτων «Μόνο το αρνί», από τις εκδόσεις Πόλις, που την ανακάλυψαν το 2011, σε αναγκάζει να βιαστείς.

Ετσι κι αλλιώς, τελευταία, η πλούσια παραγωγή ελληνικών διηγημάτων σε εκπλήσσει σχεδόν πάντα ευχάριστα ως αναγνώστη. Ενώ και τα δύο προηγούμενα βιβλία τής Πέτσα σού έχουν εντυπωθεί στο μυαλό.

Κυρίως η νουβέλα «Θυμάμαι», με την οποία την πρωτογνωρίσαμε το 2011. Τόσο για το θέμα της -δύο ανήλικες μαθήτριες δολοφονούν σε χωριό σεβάσμιο γέροντα, χήρο και κομμουνιστή- όσο και για την πολυφωνική αφήγηση -η ιστορία παρουσιάζεται από πολλά πρόσωπα, δικηγόρους, αστυνομικούς, καθηγήτριες, ντόπιους, το καθένα κι ένα κομματάκι του παζλ.

Πάνω από όλα, όμως, το στίγμα που είχε αφήσει η Βασιλική Πέτσα σε έναν μη ειδικό αναγνώστη ήταν μια έγνοια, μια συμπόνια, μια κατανόηση για τις δυο νεαρές δολοφόνους, ίδιον, ίσως, της νέας λογοτεχνίας και των καιρών -κι ας ήταν από τα αδύνατα σημεία της νουβέλας για μερίδα της κριτικής.

Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων «Ολα τα χαμένα» (2012, Πόλις) και τώρα αυτό το μικρό βιβλιαράκι με τον περίεργο τίτλο «Μόνο το αρνί» και τέσσερις ιστορίες, τις καλύτερες που έχει γράψει ποτέ.

Στην πρώτη ένας ηλικιωμένος διηγείται με έντονη ντοπιολαλιά την άνοδο και την πτώση Ελληνα αξιωματικού, που βγαίνει στο βουνό και χύνει το αίμα του στις γραμμές του ΕΛΑΣ.

Στην άλλη, ένα κοριτσάκι σε ορεινό χωριό της φτωχής μετεμφυλιακής Ελλάδας κάνει κάτι το αδιανόητο για να εξασφαλίσει τα αγαπημένα του ζαχαρωτά.

Στην τρίτη, μια οικογένεια, μάνα, πατέρας και παιδί, ο καθένας στον κόσμο του, ζει μέσα στα δικά του χαμένα ή πλαστά όνειρα, ενώ γύρω τους η Ελλάδα έχει υποταχθεί στην τρομοκρατία της Δεξιάς.

Στην τελευταία, τρεις νεαροί καθηγητές κι ένας βοσκός «συναντιούνται» σε απομονωμένο ορεινό χωριό στο θολό τοπίο της Μεταπολίτευσης.



• Είστε τόσο νέα, κι όμως σ’ αυτήν τη συλλογή και τα τέσσερα διηγήματα, με κυρίαρχο το πρώτο, είναι ποτισμένα με την αίσθηση του Εμφυλίου, των μετεμφυλιακών διώξεων της Αριστεράς, της χούντας, της Μεταπολίτευσης. Γιατί; Πόσο άφοβα προσεγγίζει ένας συγγραφέας περιόδους που δεν έχει ζήσει;

Κατά μία έννοια, το μη βιωμένο είναι ευκολότερα προσβάσιμο. Πρόκειται για terra incognita, που εξερευνά κανείς με μεγαλύτερη ελευθερία: μπορεί να υιοθετήσει ή και να αρνηθεί προϋπάρχοντα ερμηνευτικά σχήματα, δεν τον «δένει» η εμπειρία σε μια συγκεκριμένη και αποκλειστική αλήθεια, σ’ ένα απατηλά βέβαιο «έτσι ήταν» ή «έτσι έγινε».

Επιπλέον, είναι και η περιέργεια –αδίκως δυσφημισμένη ιδιότητα: με όχημα τους χαρακτήρες που επινοεί κανείς, μπορεί να μεταφερθεί σε άλλες εποχές, να φανταστεί (αλλά, πρωτίστως, να συναισθανθεί) τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες άλλων καιρών, κάπως σαν να κατασκευάζει τα δικά του άβαταρ και τους προσωπικούς του ψηφιακούς κόσμους.

• Υπάρχει κάτι που σας κρατάει ως συγγραφέα μακριά από το παρόν;

Οι κόσμοι αυτοί δεν είναι αποκομμένοι από το παρόν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό μάς καθορίζουν υπογείως με μυστήριους τρόπους ή, πάλι, με εξασκημένο βλέμμα, εντοπίζει κανείς θλιμμένα απομεινάρια τους, σαν αφρόντιστα μνημεία που γερνούν υπομονετικά δίπλα σε υπερσύγχρονα κτίρια.

Προσωπικά μιλώντας, αν γύρισα στο παρελθόν, είναι, ίσως, και γιατί το παρόν με κούρασε, βάρυνε, φορτώθηκε αδιέξοδα, δεν είχα τι να πω γι’ αυτό –ή δεν είναι ακόμη η ώρα μου να μιλήσω.

Εδώ που φτάσαμε, όπως λέει και το τραγούδι, «ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί», και λάθος τρόποι –ας χαρούμε έστω λίγη επιείκεια– δεν υπάρχουν.

• Ο αντάρτης Τάσος είναι ιστορικό πρόσωπο, αυτό είναι σαφές, αλλά γιατί ειδικά αυτός, υπάρχει κάποια προσωπική σχέση;

Ο Τάσος του πρώτου διηγήματος είναι πρωτίστως λογοτεχνικός χαρακτήρας. Είναι ο Τάσος όπως διαμορφώθηκε για τις ανάγκες της μυθοπλασίας. Η Ιστορία μού έδωσε τον καμβά, μαρτυρίες προσέθεσαν σκόρπιες «θηλιές» κι εγώ συμπλήρωσα ένα σχέδιο όπως έκρινα σωστό.

Επιλέγει κανείς τους ήρωές του για διάφορους λόγους, διαφορετικούς κάθε φορά, που ίσως να μην τους γνωρίζει καν· πάντως, σίγουρα, τους βρίσκει ενδιαφέροντες και δεν μπορεί παρά να ελπίζει ότι θα συμφωνήσουν και άλλοι μ’ αυτή του την εντύπωση.

• «Μόνο το αρνί», τι περίεργος τίτλος, και όχι μόνο επειδή δεν ανήκει σε κανένα από τα τέσσερα διηγήματα του βιβλίου. Θέλετε να μας τον εξηγήσετε -ίσως είναι κι ένας τρόπος να μιλήσετε για τον καμβά της συλλογής, τι την ενώνει και την κινητοποιεί;

Η ίδια η φράση προέρχεται από έναν στίχο ποιήματος του Δ. Σολωμού που με συγκίνησε πολύ, τον «Θάνατο της ορφανής», χωρίς αναφορές σε εθνικές εξάρσεις ή ηρωικές αυτοθυσίες –ένα ποίημα γνήσιας και καθαρής ευαισθησίας.

Ενα κοριτσάκι πεθαίνει και το αγαπημένο του ζώο ακολουθεί τη νεκρική πομπή: «Τ’ ἀρνὶ μόνον ἀκλούθαε, μπὲ μπέ, μπὲ μπὲ φωνάζει, Πάντα μπὲ μπέ, πάντα μπὲ μπέ, καὶ τὴν παιδούλα κράζει».

«Ολα τα χαμένα» και η νουβέλα «Θυμάμαι» «Ολα τα χαμένα» και η νουβέλα «Θυμάμαι» |

Θέλει τόλμη να γράψεις «μπε μπε», όχι; Ισως, σκέφτομαι, τελικά αυτό να με συγκίνησε, γιατί κατά βάθος στον ρομαντισμό «κλότσησα», τα αρνιά που γνώρισα και ξέρω δεν πενθούν, η επαρχία δεν είναι αποθετήριο των λουδίτικων ή των υπογείως μισαλλόδοξων φαντασιώσεών μας περί «αυθεντικότητας», ένας στατικός, αγνός κόσμος, το καταφύγιο έξω από τον χρόνο και την Ιστορία, ούτε η φύση φιλόξενη ή τρυφερή.

Κι όμως· μόνο το αρνί: όχι για την αθωότητα, αλλά για έναν κάποιον, έστω αυτό, σεβασμό στη θυσία.

Η καταληκτική φράση του τελευταίου διηγήματος ξεκινά με αυτές τις τρεις λέξεις και συναντά κυκλικά τον τίτλο της συλλογής, σαν τέλος, σαν κλειστό σύνολο, χρονικά μιλώντας, αλλά και σαν μόνιμη επαναφορά σε κάποιο κέντρο.

• Το πρώτο διήγημα είναι ένα μεγάλο, θαυμαστό πανηγύρι της γλώσσας. Κάθε φορά την έχω αυτή την αίσθηση όταν διαβάζω ντοπιολαλιές, ας πούμε στον Σωτήρη Δημητρίου ή πρόσφατα στον Δημοσθένη Παπαμάρκο. Εδώ σε σας, όμως, είχα κι ένα έντονο αίσθημα ρυθμού, τραγουδιού, που με ανάγκαζε να διαβάζω φωναχτά. Τέλος πάντων, γιατί το κάνατε, ήταν ένα πείραμα; Αυτή η ντοπιολαλιά καταγράφτηκε ελεύθερα, χρησιμοποιήσατε μαγνητόφωνο;

Είχα στα χέρια μου μια πληροφορία: έψαξα, ρώτησα, μελέτησα, ζήτησα να μάθουν, συζήτησα, συζήτησαν άλλοι για μένα και μου τα μεταφέρανε και όταν κοίταξα να δω τι υπάρχει, είδα στοιχεία και κενά, τον ιστό μιας ιστορίας που θεώρησα ότι άξιζε να τη διηγηθεί κανείς, υπό δύο όρους: να καθιστά σαφή τη μυθοπλαστική της διάσταση και να παραμένει πιστός στον κόσμο που αναπλάθει, στα νοητικά σχήματα με τα οποία επεξεργάζεται και βιώνει κανείς την πραγματικότητα που τον περιβάλλει –ο Ρέιμοντ Γουίλιαμς έχει εισηγηθεί μια πολύ ωραία φράση, τις «δομές συναισθήματος».

Ενιωσα, λοιπόν, ότι, εφόσον δουλεύω με λέξεις, αυτό μπορούσα να το κατορθώσω μόνο μέσω της γλώσσας, μιας γλώσσας που γνώριζα χωρίς να χρησιμοποιώ, σε πλήρη αρμονία, λέω, με το περιβάλλον στο οποίο διαμορφώθηκε.

Σκεφτόμουν, πάντα, κι ας μου συγχωρεθεί η προσωπική πληροφορία, που μάλλον δεν ενδιαφέρει κανέναν, πώς θα το έλεγε αυτό η γιαγιά μου, που δεν ζει πια. Λειτούργησε, νομίζω. Σε κάθε περίπτωση, με βοήθησε.

• Προχωρώντας στο επόμενο διήγημα είχα αγωνία να δω αν η σύγχρονη γλώσσα μας, η δικιά σας γλώσσα, θα άντεχε τη σύγκριση με την ντοπιολαλιά. Το σκεφτήκατε πότε εσείς αυτό;

Είναι πολύ σωστή η παρατήρησή σας σχετικά με το πέρασμα στη «δική» μας γλώσσα, σε ένα πιο σύγχρονο ύφος.

Προβληματίστηκα αρκετά γύρω απ’ αυτό, είναι η αλήθεια: κατέληξα στο ότι η ομαλότερη οδός ήταν εκείνη της απόλυτης σύγκρουσης: περνώντας στο δεύτερο διήγημα, επέλεξα τον δρόμο της αφαίρεσης και της λιτότητας, ενός ρυθμού εντελώς διαφορετικού, ενός άλλου συναισθηματικού τόνου.

Εξάλλου, στο δεύτερο διήγημα η αφήγηση δεν είναι πρωτοπρόσωπη, υπάρχει ένας αφηγητής που δεν εξυπηρετούσε σε τίποτα να μιλά διαφορετικά –θα κούραζε, νομίζω, και δεν ταίριαζε και με την ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ.

• Μετά το «Θυμάμαι», που είχε εξαιρετική υποδοχή, όσο κι αν επιμένατε να το λέτε «νουβέλα», περιμέναμε ίσως από σας ένα μυθιστόρημα. Κακώς το περιμέναμε; Τι σας κρατάει και σας εμπνέει στη μικρή φόρμα;

Οι ιστορίες κάθε φορά υπαγορεύουν τα μέσα για την αφήγησή τους. Η μικρή φόρμα είναι συνειδητή επιλογή, μόνο στον βαθμό που, αφενός, εξυπηρετεί καλύτερα την απόδοση της εκάστοτε πλοκής και, αφετέρου, αφήνει περιθώρια για εναλλαγές ύφους και για πειραματισμό. Ισως, όμως, για να είμαι ειλικρινής, να μη νιώθω έτοιμη ακόμη να γράψω μυθιστόρημα ή μπορεί και να μη μου ταιριάζει.

Δεν κάνουν όλοι για όλα, δεν μπορούν όλοι τα πάντα. Νιώθω άνετα με τη μικρή φόρμα (όχι εύκολα – άνετα), είμαι στα νερά μου, εκεί ξέρω να κολυμπώ κι εκεί μ’ αρέσει. Στο μέλλον, βλέπουμε –η περιέργεια, όπως είπαμε και πριν.

• Ζείτε τώρα στην Ιρλανδία (αλήθεια, τι κάνετε εκεί;), σπουδάσατε στο εξωτερικό. Κι όμως η πατρίδα σας, η Καρδίτσα και η γύρω περιοχή είναι πανταχού παρούσα στα διηγήματά σας. Πώς το εξηγείτε αυτό; Να μην περιμένουμε κάτι πιο σύγχρονο και κοσμοπολίτικο σαν θέμα από σας;

Εχω σπουδάσει και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, προς το παρόν βρίσκομαι στο εξωτερικό με στόχο να προχωρήσω σε μεταδιδακτορική έρευνα.

Μου αρέσει να μετακινούμαι και να γνωρίζω καινούργιους τόπους, να επιστρέφω περιοδικά σε παλιούς, να τους ξαναανακαλύπτω με άλλο πια βλέμμα, να εντοπίζω σημάδια αλλαγής ή τα στάσιμα σημεία τους.

Σ’ αυτή τη συλλογή θέλησα να μιλήσω για ανθρώπους και καταστάσεις που δεν υπάρχουν πια, κι αφού αδυνατώ να κοιτάξω ευθεία στο σήμερα, τουλάχιστον με λογοτεχνική ματιά –ο θυμός, σε συνδυασμό με την αδυναμία δράσης, στομώνει τη γραφίδα λίγο περισσότερο απ’ ό,τι η ελπίδα–, αποφάσισα να ασχοληθώ με την «αρχαιολογία» του παρόντος, να σκάψω σε χώματα που γνωρίζω, να ψηλαφίσω ρίζες που δεν έχω δει, να τις αναγνωρίσω και ίσως να αναθαρρήσω συνειδητοποιώντας ότι υπάρχουν καρποί που θα γεννήσουν κάτι νέο. Ισως.

Εφημερίδα των Συνακτών, 10.10.2015

Αφανείς και λησμονημένοι

Η ​​ελληνική επαρχία είναι βαριά, ασάλευτη θαρρείς. Σαν να αρνείται την αλλαγή, την ίδια ώρα που γκρεμίζει τα οδόσημα και καταργεί τους σηματοφόρους της. Με διαδοχικούς τροπισμούς μεταμορφώνεται καλειδοσκοπικά, και κάποτε σταθεροποιείται, κατά κανόνα στρεβλά, σε μια εικόνα που συναιρεί παρόν και παρελθόν, επιφανειακά λεία και στατική, όμως στο βάθος ανάστατη από μνήμες, παραδομένη στον πνιγμένο σφαδασμό του ανέφικτου. Ανθρώπινες ζωές που αλώθηκαν, πρόσωπα που αλλοιώθηκαν, προσδοκίες που αναλώθηκαν, άκαρπες. Ενα δράμα που συνεχίζει να εκτυλίσσεται, χωρίς κορυφώσεις πια.

Στα διηγήματα της τελευταίας συλλογής της Βασιλικής Πέτσα –που έκανε αίσθηση με το πρώτο βιβλίο της, τη νουβέλα «Θυμάμαι», κομματιάζοντας τον μύθο της αθωότητας της εφηβικής ηλικίας και αργότερα, με τη συλλογή διηγημάτων «Ολα τα χαμένα» υπέγραψε μια σπουδή στην απώλεια– οι ήρωες είναι βουβά ανδρείκελα της ιστορίας ή του πεπρωμένου, αφανείς μάρτυρες μιας μεταβατικής εποχής, από τη δεκαετία του ’40 ώς τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ηρωικοί αντάρτες που πηγαίνουν από όλμο την ώρα που σκύβουν για να πιουν νερό (άραγε πρόλαβαν να ξεδιψάσουν;), παιδιά που αίφνης συνειδητοποιούν ότι οι λέξεις έχουν σημασίες ικανές να τα κεραυνοβολήσουν, άνδρες που ασφυκτιούν στη βαριά μικροαστική ατμόσφαιρα του σπιτικού τους, προδότες ενός πριν που δεν κατάφεραν να το αναδεχτούν. «Προσφορά περί αμαρτίας» ο αμνός, το «αρνί» του τίτλου της συλλογής, με το οποίο, άλλωστε, κλείνει ο κυκλικός χορός αυτών των καθημαγμένων προσώπων. «Ανέγγιχτο απ’ των ανθρώπων τις χαρές, μα και τις λύπες», το αρνί λειτουργεί αντιθετικά προς τα ανθρώπινα βάσανα, όχι από αθωότητα, αλλά από αμεριμνησία. Βοσκάει κάτω από τον ήλιο, ανυποψίαστο για τη θυσία που σύντομα θα κληθεί να επιτελέσει, όπως ανυποψίαστοι είναι και οι ήρωες του βιβλίου πριν η ματαίωση τους ρημάξει – κυρίως ψυχικά.

Κινούμενη στο μεταίχμιο επινόησης και μαρτυρίας, μυθοπλασίας και ιστορικού συμβάντος, η Βασιλική Πέτσα χτίζει ιστορίες που δονούνται στον παλμό μιας αβίαστης, άκρως μουσικής γλώσσας, και όχι μόνο στο πρώτο διήγημα της συλλογής, το έξοχο «Κόραξ εξελθών» (άλλη μια βιβλική αναφορά – αυτή τη φορά στον κόρακα που απέστειλε ο Νώε μετά τον κατακλυσμό να δει «ει εξηράνθη το ύδωρ από της γης» και εκείνος «εξελθών, ουκ ανέστρεψεν», όπως δεν επιστρέφει ποτέ ο πολυφίλητος γιος, εύελπις, ήρωας του αλβανικού, κι αργότερα αντάρτης του ΕΛΑΣ, μια και ήταν γραφτό του «αφού τον πόλεμο έμαθε, από πόλεμο να πάει») στο οποίο η συγγραφέας χρησιμοποιεί το τοπικό ιδίωμα με εξαιρετική μαεστρία. Γλώσσα ασπαίρουσα και σπαρακτική, που καταφέρνει να παραμείνει πιστή στον κόσμο που αναπλάθει, κάπως διστακτική στο «Ο καθένας άλογο», όπου το κοριτσάκι που πρωταγωνιστεί παγιδεύεται ανάμεσα σε σημαίνοντα και σημαινόμενα παρασυρμένη από μια ειπωμένη από παιδικά χείλη φράση της οποίας μόνο το κίνητρο διακρίνει και όχι τη σημασία, ασθματική στο «Φίδι στον κόρφο», όπου αντιπαρατίθενται οι αδιέξοδες πραγματικότητες τριών μελών της ίδιας οικογένειας, εύπλαστη και εξίσου μουσική στο «Ανθρωποι και σκύλοι», μια ιστορία «χωριάνικη» (καθώς θα έλεγε και ο Σωτήρης Δημητρίου, άλλος ένας μάστορας της ντοπιολαλιάς), όπου το χωριό πνίγει με ποικίλους τρόπους τους ανθρώπους του.

Και βέβαια, δεν είναι μονάχα η γλώσσα αυτή που δίνει στα διηγήματα τον ιδιαίτερο τόνο τους. Είναι η ενσυναίσθηση και η τρυφερότητα με την οποία προσεγγίζει τους ήρωές της η συγγραφέας, αναδεικνύοντας πρόσωπα που ενδεχομένως τα όρισε η εποχή, αλλά που με παραλλαγές επιβιώνουν στο σήμερα. Μπορεί οι συγκρούσεις να μην είναι ίδιες, τα διλήμματα να έχουν μετατοπιστεί, όμως η εξορία που βιώνουν οι ήρωές της, είτε εσωτερική, είτε κοινωνική, είτε γεωγραφική, ταυτισμένη καθώς είναι με τον ψυχικό ακρωτηριασμό, την αυτολογοκρισία, την ενοχή, δεν είναι μια έννοια που εξέλιπε, μα που αιωρείται δυσοίωνα πάνω από τη ζωή του καθενός. Το τότε και το τώρα, το εδώ και το εκεί μπλέκονται αξεδιάλυτα· όσο για το μέλλον, αυτό είναι κάτι άπιαστο που όλοι μας καταδιώκουμε σαν σκυλιά, αγνοώντας πως η αλυσίδα που μας εμποδίζει να ξανοιχτούμε στο κυνήγι του είναι το παρελθόν μας.

Η Καθημερινή, ΒΙΒΛΙΟ 25.10.2015

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!