0
Your Καλαθι
Αφήγηση
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Μελαγχολώ για την εμποδισμένη αγάπη.
Και δεν μιλώ γι' άστρα και θάλασσες
κρυφές για τέρατα πετρώματα
κατακλυσμούς. Μιλώ για κάμαρη
μικρή σε ύποπτο ξενοδοχείο.
Μιλά γι' αγορασμένο σώμα.
Παρόν μες στο παρόν σελ. 38
ΚΡΙΤΙΚΗ
Δεν μπορείς να μιλήσεις για τα ποιήματα ενός φίλου χωρίς προκατάληψη. Κι εγώ με τον Μιχάλη Πιερή είμαστε φίλοι και δηλώνω εξαρχής ότι είμαι προκατειλημμένος μαζί του. Αγαπώ την ποίησή του και με κατέχει.
Εν τούτοις το συνθετικό του ποίημα Αφήγηση με ξάφνιασε όταν το πρωτοδιάβασα, το ίδιο το ποίημα μου επιβλήθηκε αμέσως και με υποχρέωσε να το δεχτώ χωρίς τα προσωπικά μου συναισθήματα και πέρα από τη φιλία μου με τον ποιητή. Ετσι το είδα, ας πούμε, «ψυχρά», σαν ένας απλός αναγνώστης, επαρκής όσο γίνεται για να το εκτιμήσει. Και απόμακρος. Οχι ο φίλος ποιητής, το ποίημα κι εγώ. Αλλά το ποίημα κι εγώ. Μόνοι. Αδιάφορο τώρα για μένα ποιος το έγραψε.
Εχω πιστέψει ότι στα παιδικά χρόνια του ανθρώπου, στην άδολη ψυχή του παιδιού που υπήρξαμε όλοι, προδιαγράφεται το ερωτικό μας σύμπαν. Ο Δαίμων που κατά τον Ηράκλειτο είναι αυτό τούτο το ήθος, αρχίζει να εκφράζεται ερωτικά από τα πρώτα μας βήματα στη ζωή. Μπαίνοντας στη ζωή αρχίζει συνάμα συνειδητά ή ασυνείδητα και η διαδικασία του Θανάτου. Γιατί η άλλη όψη του Ερωτα είναι ο Θάνατος.
Ποιος μπορεί να πει τι είδε και τι θυμάται από τα ενύπνιά του, όταν ήταν παιδί; Κι όμως, ο ποιητής έχει πάντα μέσα του τη βαθιά εντύπωση ότι είδε τη ζωή του όλη στα όνειρα του παιδιού που υπήρξε κάποτε. Είδε κατά βάθος αυτό που δεν θα μπορέσει να εξηγήσει ποτέ ούτε με τη γνώση ούτε με την πράξη ούτε με τις αισθήσεις.
«μα το φρικτόν
μυστήριον όπου μας παραστέκει»
θα πει κάπου στην Αφήγηση του ο Μιχάλης Πιερής.
«Μικρό παιδί πιτσιρικάς τους κάμπους
δρασκελώντας, φαράγγια, λόφους, ροτσερές,
Ξιβούνια και καψότοπους...»
Μεθάει πριν απ' όλα με τη φύση κι ακούει μέσα στην ίδια τη φωνή του τη γλώσσα, ακούει τη μουσική της:
«Λαψάνες, φύκοι
Ξιοταρκές, ερίανθοι, παλλούρες...».
Γλώσσα της πατρίδας, γλώσσα ελληνική, αυτή που θα του ανοίξει κάποτε την πόρτα της ποίησης:
«Ανοιξε πόρτα κι άκουσα δεντρά μεμυρισμένα
πανθαύμαστα, πανέμνοστα, δενδρώνες
της αγάπης».
Μα ποια είναι αυτή η πόρτα και πώς γίνεται κάποιος ποιητής; Ιδού το άλλον μυστήριον. Ο Αφηγητής κάποτε θα συνειδητοποιήσει ότι καίγεται το στόμα σου να πεις πως είσαι Ποιητής.
Δεν είμαι ποιητής
θα φωνάξει δυνατά, απολογούμενος στον εαυτό του, μπροστά στη δυστυχία μιας γυναίκας, που γι' αυτόν θα γίνει Ονειρο και άγγελος αγάπης. Μιας πληρωμένης πόρνης που μου θυμίζει ηρωίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας: την Αννα του Θωμά ντε Κουίνσι, τη Σόνια στο «Εγκλημα και τιμωρία», τη Φαντίνα στους «Αθλιους».
Εκείνο το παιδί, ο πιτσιρικάς, θα γίνει τελικά η συνείδηση του Αφηγητή. Τον βοηθάει να ξαναζήσει την πρώτη του ζωή, ανακαλώντας μνήμες από τη χαμένη του αθωότητα, πράγματα «μισοαληθινά, μισοπλασματικά», «αποκαλυπτικά για τη δική του αυτογνωσία». Κι ακόμη τον συντρέχει να δει πιο καθαρά το «Παρόν μες στο Παρόν», το «Παρελθόν μες στο Παρόν» και τέλος το «Παρελθόν και το Παρόν μαζί, μέσα στο Παρόν».
Αυτές είναι και οι τρεις ενότητες του ποιήματος που κλείνει με το «Κιτάπι». Μια σπαραχτική διαθήκη για τη μελλοντική τύχη του ποιήματος, με την ευχή και την προσδοκία να το σπλαχνιστεί η λήθη και να ξεχαστεί. Γιατί ο αφηγητής φοβάται πως εκείνοι που θα σκύψουν πάνω στο σώμα του ποιήματος, ιδίως οι φιλόλογοι, «θ' ασχοληθούν μ' αυτό που φαίνεται και όχι μ' αυτό που μόνο ο ποιητής γνωρίζει».
Οταν πρωτοδιάβασα την Αφήγηση του Μιχάλη Πιερή είχα το δυνατό συναίσθημα πως βγήκα μέσα από ένα αρχαίο θέατρο και η παράσταση που είχα δει, πέρα από το αισθητικό της αποτέλεσμα ως ποιητικού δημιουργήματος, με άφηνε σ' ένα κενό με την αιώνια απορία: «Γιατί ο κόσμος είναι τόσο κακός και η ζωή τόσο γλυκιά και ποιος αποφασίζει να σκοτώνουν τον άνθρωπο επειδή αγάπησε τη ζωή και τον άνθρωπο;».
Μέσα μου απορούσαν και τα κύρια πρόσωπα του δράματος: ο Πιτσιρικάς, η Πόρνη και ο Αφηγητής Ποιητής. Και ακολουθούσε ο χορός: η τυραγνισμένη Μάνα που πάλευε «ν' αντέξει τη ζωή», ο Τρελός με το βιολί που «έκανε τους αμίλητους να λένε πάλι καλημέρα», ο Παπούς που προσευχόταν «να βγει στον ήλιο το νερό να πρασινίσει ο τόπος», προσδοκώντας υπομονετικά τη λευτεριά της σκλαβωμένης Κύπρου, ο ήρωας Αυξεντίου που όδευε προς τη θυσία μόνος, γνωρίζοντας πως η προδοσία τον «έτρεχε», οι ανώνυμοι σκλαβωμένοι από την εποχή του Λεοντίου Μαχαιρά ώς τις μέρες μας, η συνοδεία των αδικοχαμένων νεκρών και αγνοουμένων, οι πουλημένοι της εξουσίας με τα διάφορα προσωπεία της. Και βέβαια οι προδότες. Πανταχού και πάντα.
Σκηνικός χώρος: Ο απέραντος κόσμος ιδεατός και πραγματικός, χωρίς εξήγηση καμία. Από τη μια μεριά, πάνω στη Γη «η μυρωδιά του έρωτα» κι από την άλλη, πάνω στη Γη αίμα και πόνος και απόγνωση. Και η Πατρίδα. Μα πού είναι η Πατρίδα; αναρωτιέται ο ποιητής.
Η Πατρίδα ακαθόριστη μέσα στο Παρελθόν και στο Παρόν και συγκεκριμένη με τα άφθαρτα χαρακτηριστικά της:
την πανάρχαιη φυσική ομορφιά της, τον προδομένο αγώνα της για Ελευθερία μέσα στους αιώνες και τη γλώσσα ελληνική από τον Ομηρο ώς το σήμερα:
«Πατρίδα γλώσσα ελληνική, εν ι-ξειλίφκεσαι
ποττέ, συνότζιαιρη του κόσμου».
Ηδη βλέπω ότι ολίσθησα σε μια προσπάθεια ανάλυσης της Αφήγησης του Μιχάλη Πιερή, σύντομης βέβαια, όσο μου επιτρέπει ο χρόνος. Μα δεν ξέρω καμία ανάλυση που να ευστόχησε στην προσέγγιση ενός ποιήματος. Το ποίημα σε ταπεινώνει όταν πας να το περάσεις από ακτίνες. Οι πλάκες παίρνουν πάντα φως, αλλοιώνουν το αντικείμενο και το σκοτεινιάζουν.
Ισως η μόνη μέθοδος για να προσλάβεις ένα ποίημα που σε σαγηνεύει και σε βασανίζει χωρίς να σου παραδίνεται, είναι να του κλείσεις κάποια στιγμή την πόρτα σου. Εκείνο κατά μαγικό τρόπο θα βρεθεί μέσα από την πόρτα και θα σου αποκαλυφθεί, είτε το θες είτε μη. Ετσι θα μπορέσεις να κοιμηθείς ήσυχα και να το ξεχάσεις, για να το θυμάσαι μετά σε όλη σου τη ζωή.
Ενα τέτοιο ποίημα είναι για μένα και η Αφήγηση του Μιχάλη Πιερή. Η σύνθεσή του σηματοδοτεί ένα ξεχωριστό υπόδειγμα ποιητικής τέχνης και μια συνθήκη: τη συμφιλίωση του ποιητή με τον πόνο, τον πόνο του που αδερφώνεται με τον πόνο του κάθε ανθρώπου, σε μια εποχή που οι σταυρωτές της Γης διαμερίζοντας τα ιμάτιά της βάζουν κλήρο.
*Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση της ποιητικής σύνθεσης του Μιχάλη Πιερή «Αφήγηση»
ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/02/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις