0
Your Καλαθι
Ζωγραφικά (2 τόμοι)
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Οι αναμνήσεις του Παναγιώτη Τέτση από τον Δημήτρη Πικιώνη συνδέονται κυρίως με τη λιγότερο γνωστή πλευρά του δεύτερου: αυτήν, όχι μόνον του ουσιαστικού γνώστη των εικαστικών, αλλά και του ζωγράφου. Αλλωστε ο περίφημος αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός, στα αυτοβιογραφικά του σημειώματα, ομολογεί ότι «η ζωγραφική ήταν, μέσα στη φύση του, το πραγματικό κέντρο των κλίσεών του». Ο ίδιος δεν θέλησε ωστόσο ποτέ να εκθέσει το ζωγραφικό του έργο, αυτό που παραδόθηκε μαζί με το υπόλοιπο αρχείο του, μετά θάνατον, στην κόρη του Αγνή Πικιώνη. Εκείνη το φρόντισε, το ταξινόμησε, και χωρισμένο στις ενότητες που ο ίδιος είχε προσδιορίσει, παρέδωσε όλα αυτά τα σχέδια, τα λάδια, τις ακουαρέλες, τα παστέλ και τα κολάζ του ζωγράφου Πικιώνη για την έκδοση, από την Ινδικτο, ενός πλήρους και κατατοπιστικού δίτομου έργου, με τίτλο Πικιώνης-Ζωγραφικά, τον οποίο επιμελήθηκε η ίδια. Ο πρώτος τόμος αποτελείται από τις ενότητες: «Από τη Φύση» (1904-1935), «Αναμνήσεις από το Παρίσι» (1910-1925), «Αρχαία» (1910-1920) και «Βυζαντινά» (1915-19456). Και ο δεύτερος από τις ενότητες: «Της Φαντασίας» (1930-1950), «Λαϊκά» (1930-1955). Οι τόμοι συνοδεύονται εκτός από τον πρόλογο του ακαδημαϊκού Παναγιώτη Τέτση και από κείμενα του Μπουζιάνη και του Τσαρούχη για τον Πικιώνη, καθώς και από τα αυτοβιογραφικά του σημειώματα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα «Ζωγραφικά» του Δημήτρη Πικιώνη είναι ένα ιδιότυπο εικονογραφημένο ημερολόγιο μέσα από το οποίο μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τον αρχιτέκτονα και τον κόσμο του. Στις σελίδες του αποτυπώνονται αισθητικές αναζητήσεις μισού αιώνα.
Το οδοιπορικό της ζωής του Δημήτρη Πικιώνη (1887-1968) είναι δεμένο με την πορεία αυτού του τόπου από την παράδοση στον (εκ)μοντερνισμό. Γεννήθηκε και ανδρώθηκε σε ένα λησμονημένο και άγνωστο στους νεότερους τόπο. Στα βράχια της Φρεαττύδας, όπου σκαρφάλωνε παιδί και πίσω από τους οποίους σήμερα οι όγκοι των κακόγουστων πολυκατοικιών υψώνονται απειλητικά, η αύρα δεν «σείει απαλά το μίσχο του φυτού που φύτρωνε τότε στις κουφάλες των βράχων» (Α', σ. 24)· το Μοσχάτο, που στον ελαιώνα του ζωγράφιζε, σήμερα πλημμυρίζει βιοτεχνίες και ο Κηφισός, τις όχθες του οποίου συνήθιζε να ακολουθεί ως την Ιερά Οδό, έχει ενταφιαστεί οριστικά κάτω από άσφαλτο.
Θυμόμαστε τον Πικιώνη ως έναν από τους τελευταίους της γενιάς του: αυτούς που πρόλαβαν την Αθήνα ως «κλεινόν άστυ», αυτούς που μορφώθηκαν στο Μόναχο του Κ. Χατζόπουλου και του Μπουζιάνη, αυτούς που συνομίλησαν με τον Παρθένη και τον Ντε Κίρικο στο Παρίσι των αρχών του αιώνα, αυτούς που συμμετείχαν με το έργο τους στο βαρύ κληροδότημα της Γενιάς του Τριάντα.
Για τους καλλιτέχνες αυτής της γενιάς, τον Κόντογλου, τον Παπαλουκά, τον Διαμαντόπουλο, τον Στέρη, τον Μπουζιάνη, η ζωγραφική αποτελούσε διαρκής μαθητεία, άσκηση ζωής. Παρακολουθώντας, μέσα από τους δύο επιβλητικούς τόμους των εκδόσεων Ίνδικτος, τον ζωγραφικό βίο του Πικιώνη, συνειδητοποιούμε αυτό που συχνά πυκνά ομολογείται μέσα από τα συνοδευτικά αυτοβιογραφικά κείμενά του: η ζωγραφική ως μελέτη των εσώτερων δομών της φύσης, το σχέδιο ως ενδελεχής μελέτη του κόσμου συνιστούν Αυτογνωσία. Τα όρια ανάμεσα στην πειθαρχημένη ματιά και στη φευγαλέα ματιά είναι τα όρια του ορατού κόσμου. Ο διανοούμενος διδάσκεται ως ασκητής το νόημα της ζωής μέσα από τη σπουδή του χρώματος, της σκιάς και του φωτός. Η σχέση του με τη φύση καταγράφεται, μεταστοιχειώνεται στη ζωγραφική σπουδή ως θρησκευτική σχέση. Ο καλλιτέχνης είναι ένας ευλαβής πιστός που «υπακούει στους συμπαντικούς Νόμους τους αιώνιους» (Α', σ. 30). Κάτω από αυτό το πρίσμα οφείλουμε να διαβάσουμε τα Ζωγραφικά του Πικιώνη.
Ξεφυλλίζοντας τους φροντισμένους τόμους της Ινδίκτου ο αισθαντικός αναγνώστης έχει τη διαρκή εντύπωση ότι παρεισφρέει στις μυστικές σελίδες ενός ημερολογίου έργων και ημερών. Η πρώτη και άμεση διαπίστωση είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με την εκδήλωση μιας απλής φιλοκαλίας, μιας καλλιτεχνίζουσας προέκτασης των αναζητήσεων του σπουδαίου αρχιτέκτονα. Το ιδιότυπο αυτό ημερολόγιο εικόνων αποδεικνύει ότι το ζωγραφικό σχέδιο δεν υπήρξε γι' αυτόν μια δευτερεύουσα ενασχόληση. Ήδη στο πεδίο της αρχιτεκτονικής ο Πικιώνης θεωρεί το ζωγραφικό σχέδιο αναπόσπαστο εργαλείο για την αισθητική θεμελίωση του έργου (Β', σ. 12) ενώ οι ποικίλες ζωγραφιές του με κτίσματα στη φύση διαισθάνεται κανείς ότι δεν αποτελούν απλώς προσφιλές θέμα: συγκροτούν σε ένα αρμονικό όλο την έρευνα του καλλιτέχνη και ταυτοχρόνως την αισθητική του.
Ο Πικιώνης φαίνεται ότι ιχνογραφεί όλα τα στάδια των αναζητήσεών του με τη μεθοδικότητα που άλλοι τηρούν ημερολόγιο της διανοητικής τους πορείας. Και όπως τα συνήθη ημερολόγια φωτίζουν όχι μόνο τις πτυχές της προσωπικής πορείας αλλά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, το ίδιο και με το «εικονογραφημένο ημερολόγιο» εκείνου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ελαφρές του ύλες, οι ακουαρέλες, τα σχέδια, έχουν για τον θεατή μεγαλύτερη γοητεία από ό,τι τα πιο «δουλεμένα» έργα του, ας πούμε οι σεζανικές δοκιμές του. Διότι τα πρώτα έργα, αποτυπώνοντας εντυπώσεις και αισθήματα καιρών και τόπων, αποκαλύπτουν κάτι ουσιαστικότερο από τον ενσωματωμένο στα δεύτερα μόχθο του ζωγράφου· αποκαλύπτουν με την αθώα ματιά του αυτοδίδακτου της ζωής τα ερωτηματικά μιας γενιάς.
Ο Πικιώνης, σαφώς ζυμωμένος με τους προβληματισμούς της εποχής του, είναι πεισμένος ότι η πορεία του Ελληνισμού θα εξαρτηθεί «από την υπεύθυνη στάση μας ανάμεσα Ανατολής και Δύσης», γι' αυτό και απαιτεί το «οικουμενικό πνεύμα να συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητος» (Α', σ. 31). Στην Ανατολή και στο Βυζάντιο διακρίνει μια «γλώσσα συμβολική» στην οποία οφείλει να μαθητεύσει η τέχνη μας και στην οποία εν πολλοίς μαθητεύει και η δική του. Από την άλλη, ήδη στα 1931, σκιαγραφώντας το «πνεύμα της εποχής» του, απαιτεί να «ξεπεράσουμε τις κατώτερες μορφές του νατουραλισμού και του ρεαλισμού» (Β', σ. 17), πράγμα που ο ίδιος δοκιμάζει με γεωμετρική αυστηρότητα σε πολυάριθμα σχέδιά του.
Αυτή την αντίφαση ανάμεσα στο εθνικό και στο οικουμενικό, που η Γενιά του Τριάντα απεγνωσμένα προσπάθησε να λύσει, πότε με δάνειους δυτικούς τρόπους, πότε με κατάδυση στο λαϊκό και παραδοσιακό, πότε με συνδυασμό των δύο τάσεων, τα «Ζωγραφικά» του Πικιώνη την αποτυπώνουν με ευδιάκριτη μια προσωπική, διπλή σφραγίδα: μιας οιονεί απορίας αφενός για ό,τι συνιστά το θαύμα του κόσμου και μιας ιδιάζουσας ηθικής αφετέρου. Διατρέχοντας εξεταστικά τον αρχαίο τρόπο ως τον βυζαντινό και τον δημώδη, μαθητεύοντας πεισματικά στον Σεζάν αλλά και σε έναν ελληνοπρεπή πριμιτιβισμό (μέσα από τον οποίο διαχειρίζεται την πολλαπλότητα των φυσικών μορφών), τα έργα του ανιχνεύουν με αγωνία ανάμεικτη με θαυμασμό τις ίδιες εντέλει κλασικές στην οικουμενικότητά τους αξίες που θέλησε να αναδείξει η ματιά του συγκαιρινού και φίλου του Τζούλιο Καΐμη, καθώς και των περισσοτέρων εκφραστών της γενιάς του. Αλλά αυτό που κυρίως εκπέμπει η προσωπική ματιά του Πικιώνη είναι μια λησμονημένη και «άχρηστη» στη μεταμοντέρνα εποχή μας ουμανιστική αξία. Παρατηρώντας ένα οποιοδήποτε τοπίο του (ιδίως αυτά που περιέχουν κάποιο κτίσμα), εξετάζοντας τις σπουδές του (σαν τις αριστουργηματικές με τα γήινα βυζαντινά χρώματα, Α', εικ. 262-263), ο θεατής αποκομίζει την αλλόκοτη αίσθηση ότι ο Πικιώνης ζωγραφίζει σταθερά το ίδιο θέμα: την Ευσέβεια και το Δέος απέναντι στο Σχήμα του σύμπαντος κόσμου. Αυτή ακριβώς η ιδιόμορφη ως προς την ηθική της απεικόνιση του επιτρέπει να λύνει με τον τρόπο του και το ζήτημα της νεωτερικότητας. Είτε κάνει κολάζ με κυβιστικές μορφές πάνω σε λαϊκά μοτίβα (Β', εικ. 213) είτε απεικονίζει με σχεδόν μινιμαλιστικό τρόπο σπαράγματα του καθημερινού και του μύθου είτε ακόμη σχεδιάζει «a la maniere de», η ζωγραφική του εκπέμπει πάντα την ίδια ευλάβεια απέναντι σε αυτό που συνιστά την Καθολικότητα. Το ενδιαφέρον είναι μάλιστα ότι αυτή η ευλάβεια απορρέει από την πίστη σε μια εσωτερική ελευθερία, αυτήν που ο καλλιτέχνης κερδίζει εφόσον παραμένει ασκητής και όχι επαγγελματίας της τέχνης. Αυτή η ελευθερία τού επιτρέπει να παραμένει εκλεκτικός και όχι δέσμιος των συρμών, να τηρεί για παράδειγμα ίσες αποστάσεις τόσο από την παραδοσιακή αφηγηματική ζωγραφική όσο και από τον σουρεαλισμό (Β', σ. 18) και να εμμένει εντέλει σε έναν εντελώς προσωπικό κανόνα που ανάγεται στην εσωτερίκευση της φυσικής εμπειρίας: «Ω γη, συ ανάγεις όλα εις τον εαυτό σου, ως εις μέτρο. Αληθινά συ είσαι το modulus που μπαίνει εις το καθετί» (Β', σ. 85).
Επαναλαμβάνω ότι έχουμε να κάνουμε (από τη στιγμή μάλιστα που τα Ζωγραφικά συγκροτούνται σε βιβλίο) με ημερολόγιο εργασίας: ένα ευαίσθητο ημερολόγιο που στις ιστορημένες σελίδες του αναγνωρίζεται μισός και παραπάνω αιώνας αισθητικών αναζητήσεων (1904-1955) ως ζωγραφικό «έργο εν προόδω». Ο ζωγραφικός βίος του Πικιώνη είναι ο βίος και η πολιτεία μιας ολόκληρης εποχής που μέσα στη δίνη των εθνικών περιπετειών κατάφερε να διαφυλάξει, αν μη τι άλλο, αυτή την «παιδική καρδιά» που μια συγγραφέας της ίδιας γενιάς, η Μέλπω Αξιώτη, θεωρούσε προϋπόθεση δημιουργίας και που εμείς στη δική μας λογιστική εποχή είναι δυστυχία να μην την αποζητάμε με ανάλογη πίστη στην αναγκαιότητά της.
Αρης Μαραγκόπουλος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-03-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις