0
Your Καλαθι
Ο κυρ-Πανικός και η Βίβλος των ονείρων και άλλες ιστορίες
Περιγραφή
... Καθισμένη στα γόνατα του πατέρα της στο γραφείο, κοιτάζοντας τα κύματα στο τέλος του δρόμου να χτυπιούνται σε έναν κουρελιασμένο αφρό και να ραντίζουν τον κυμματοθραύστη, η Άλις έμαθε να γελάει με την καταστροφική μεγαλοσύνη των στοιχείων της φύσης. Τα φουσκωμένα μοβ και μαύρα σύννεφα σκίζονταν με εκτυφλωτικές φωτεινές αστραπές και οι βροντές έκαναν το σπίτι να τρέμει συθέμελα. Αλλά με τα δυνατά μπράτσα του πατέρα της γύρω της και τον σταθερό καθησυχαστικό χτύπο της καρδιάς της στα αφτιά της, η Άλις πίστευε πως ήταν με κάποιον τρόπο συνδεδεμένος με το θαύμα της μανίας έξω από τα παράθυρα και πως, μέσω εκείνου, θα μπορούσε να αντικρίσει την καταστροφή του κόσμου με απόλυτη ασφάλεια.
Όταν ήρθε η κατάλληλη εποχή του χρόνου, ο πατέρας της την πήγε στον κήπο και της έδειξε πώς μπορούσε να πιάνει μπούμπουρες. Αυτό ήταν κάτι που κανένας άλλος πατέρας δεν μπορούσε να κάνει. Ο πατέρας της έπιανε ένα ειδικό είδος μπούμπουρα, που το αναγνώριζε από το σχήμα του, και τον κρατούσε στην κλειστή χούφτα του, βάζοντας το χέρι του στο αφτί της. Στην Άλις άρεσε να ακούει το θυμωμένο, πνιχτό βουητό της μέλισσας, πιασμένης στη σκοτεινή παγίδα του χεριού του πατέρας της, αλλά χωρίς να τσιμπάει, χωρίς να τολμάει να τσιμπήσει. Μετά, με ένα γέλιο, ο πατέρας της άνοιγε διάπλατα τα δάχτυλά του, και η μέλισσα πετούσε, ελεύθερη, ψηλά στον αέρα και μακριά...
(Απόσπασμα από το διήγημα «Ανάμεσα στους μπούμπουρες» που περιλαμβάνεται στην παρούσα έκδοση. Το διήγημα αναφέρεται στη σχέση της Πλαθ με τον πατέρα της, ο οποίος πέθανε το 1940, όταν η ποιήτρια ήταν οκτώ ετών, και ο θάνατός του τη σημάδεψε για πάντα).
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Ο Κυρ-Πανικός και η Βίβλος των Ονείρων» όπως και ένα μεγάλο μέρος του έργου τής Πλαθ κυκλοφόρησε μετά το θάνατό της το 1963, και αποτελείται από πεζά κείμενα, διηγήματα και ημερολογιακές καταχωρίσεις τα οποία, σύμφωνα με το σύζυγό της Τεντ Χιουζ που προλογίζει την έκδοση, είναι «σημειώσεις για την εσώτερη βιογραφία της», αποτελούν συμπλήρωμα του ποιητικού της έργου και διαφωτίζουν αναγνώστες και μελετητές τόσο για την προσωπικότητα της οριακής αυτής ποιήτριας όσο και για τα μοτίβα σκέψεων και εικόνων που εμφανίζονται σ' αυτά, λίγο πριν συμπυκνωθούν και περάσουν στην ποίησή της.
Διαβάζοντας προσεκτικά τόσο τα διηγήματα όσο και τα υπόλοιπα κείμενα της συλλογής, ο αναγνώστης δεν μπορεί να μη διακρίνει το προφανές: η Πλαθ υπήρξε θύμα όχι μόνο της ιδέας που είχε η ίδια για τον εαυτό της, αλλά και της ταύτισής της με θανατικούς ήρωες και μεταφυσικούς ποιητές. Δεινή αναγνώστρια του Μπλέικ και του Γέιτς, η ταύτιση αυτή, ίσως και να ευθύνεται εν μέρει για τον πρόωρο θάνατό της αλλά και για την αναγωγή της σύντομης ζωής της σε «ποίημα» και ακολούθως σε βορά σε όσους χρειάζονταν μια δική τους Σίλβια, προκειμένου να προβάλλουν σ' αυτήν τις δικές τους εμμονές.
Στα πεζά κείμενα της συλλογής διακρίνεται η διάθεση να πει μια ιστορία, την ίδια ιστορία που λένε και τα ποιήματά της, την ιστορία μιας γυναίκας, ποιήτριας, παντρεμένης, μητέρας, Αμερικανίδας που ζει στην Αγγλία, η οποία επιπλέον επιμένει να θεματοποιεί τη γυναικεία εμπειρία, και μιλάνε για τις ιδιαιτερότητες αυτής της ζωής και την αγωνία της να μετουσιώσει αυτά τα «φτηνά υλικά» σε τέχνη. Ομηρος ενός συντηρητικού περιβάλλοντος, υπήρξε επίσης θύμα των δυσχερών συνθηκών αλλά και της αδυναμίας της να υπερβεί το φύλο, τη φυλή και τους φίλους της -αδυναμία που της κόστισε την ίδια της τη ζωή.
Ο στόχος μας όμως, εδώ, δεν είναι να μιλήσουμε για την προσωπικότητα της συγγραφέα ούτε για τον ταραγμένο και άτυχο σύντομο βίο της αλλά για τα πεζά της, μέρος των οποίων είχε την τύχη να δει το φως της δημοσιότητας, γιατί υπάρχουν κι εκείνα που η τύχη τους αγνοείται, όπως, για παράδειγμα, το μυθιστόρημα που έγραφε πριν πεθάνει. Στην εισαγωγή μάς «υποδέχεται» η άποψη του συζύγου για την ανεπάρκεια των πεζών της, καθώς, όπως υποστηρίζει, στα κείμενα αυτά η Πλαθ δεν «επέτρεπε στον εαυτό της αρκετή αντικειμενικότητα», δεν διέθετε την ικανότητα να διαχωρίζει και να συνθέτει, εγκλωβισμένη στα δίχτυα του ιδιωτικού της κόσμου, αδυνατούσε να προσεγγίσει το συλλογικό, ξεχνώντας πως συχνά αυτά τα δύο είναι αδιαχώριστα.
Στον πεζό της λόγο μπορεί μεν να κυριαρχεί η δυνατή εικονοποιία, ο ίδιος προσωπικός και εξομολογητικός τόνος που συναντάμε και στα ποιήματά της, όμως το κοφτερό της βλέμμα είναι έτοιμο να στραφεί προς τα έξω και να δώσει έργα μεγαλύτερης πνοής και έκτασης, να εγκαταλείψει ίσως τον κόσμο των εφιαλτών που στοιχειώνουν τα ποιήματά της και να περιγράψει τον κόσμο της απτής πραγματικότητας.
Σ' αυτή τη μεταιχμιακή στιγμή έδωσε και τη συνέντευξη στον Πολ Νορ του BBC, στην οποία και δηλώνει: «Πάντα με ενδιέφερε ο πεζός λόγος. Στην εφηβεία δημοσίευα διηγήματα και πάντα ήθελα να γράψω μια ιστορία μεγαλύτερης έκτασης, ένα μυθιστόρημα. Τώρα που βρίσκομαι σε επαρκή ηλικία, και έχω εμπειρίες, αισθάνομαι μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον πεζό λόγο, το μυθιστόρημα.... Η ποίηση, νομίζω, είναι μια τέχνη τυραννική... βρίσκω ότι στο μυθιστόρημα μπορώ να συναντήσω περισσότερη ζωή, ίσως όχι τόσο έντονη ζωή, αλλά σίγουρα περισσότερη, και γι' αυτόν το λόγο έχω στρέψει το ενδιαφέρον μου στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος». Δυστυχώς, όμως, δεν πρόλαβε να «επωφεληθεί» από τη θεραπευτική δύναμη της κατασκευής μιας ιστορίας, η πληγωμένη φαντασία της τη μαστίγωνε και η αχαλίνωτη δύναμη των σαν «τσεκούρια» λέξεών της έπεφτε πάνω της με ορμή. Κι ενώ κατόρθωνε επιτυχώς να δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα περιοδικά κύρους, τα πεζά της δέχονταν συνεχείς απορρίψεις.
Ο «Γυάλινος Κώδωνας» («Bell Jar»), το μοναδικό της μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε με ψευδώνυμο λίγους μήνες πριν από το θάνατό της, και παρότι η ίδια αναφερόταν σ' αυτό με περιφρόνηση, ως βιβλίο που είχε γράψει για βιοπορισμό, η στάση της αλλάζει όταν το βιβλίο αποσπά θετικές κριτικές. Τότε αρχίζει να επιδίδεται, ταυτόχρονα με τη συγγραφή των τελευταίων και δυνατότερων ποιημάτων της, και στην κατασκευή του «χαμένου» μυθιστορήματος με το σημαδιακό τίτλο «Διπλή Αποκάλυψη». Ταυτόχρονα γράφει άρθρα που στέλνει σε διάφορα περιοδικά, στα οποία αναφέρεται στις φιλοδοξίες και στους στόχους της. Στο «Μια σύγκριση», στο οποίο η εναρκτήρια φράση είναι «Πόσο ζηλεύω τη μυθιστοριογράφο», θα γράψει: «Αν ένα ποίημα είναι σφιχτό και χαλαρό σαν μια κλειστή γροθιά, τότε ένα μυθιστόρημα είναι απλωμένο, ένα χέρι ανοιχτό: έχει δρόμους, παρακάμψεις, προορισμούς. Τη γραμμή της καρδιάς, τη γραμμή του νου... Εκεί όπου η γροθιά αποκλείει και χτυπάει, το ανοιχτό χέρι μπορεί να αγγίξει και να κλείσει μέσα στα ταξίδια του πάρα πολλά πράγματα».
Στο ίδιο κείμενο θα αναφερθεί στη γυναίκα μυθιστοριογράφο, περιγράφοντας ίσως τον εαυτό της: «Η δουλειά της είναι ο χρόνος, ο τρόπος με τον οποίο τρέχει μπροστά, αναδιπλώνεται, ανθίζει, αποσυντίθεται και εκτίθεται. Η δουλειά της είναι οι άνθρωποι μέσα στο χρόνο. Και αυτή μου φαίνεται πως έχει όλο το χρόνο δικό της», χωρίς να καταφέρνει να κρύψει κάποια πικρία για το δικό της περιορισμένο χρόνο, που την αναγκάζει να στριμώχνει τα θέματά της στα συμπυκνωμένα της ποιήματα.
Στα πεζά της διακρίνουμε μοτίβα που συναντούμε και στα ποιήματά της, μόνο που σ' αυτά είναι πιο «απλωμένα» και πιο λεπτομερή. Η εικόνα της λίμνης που στο ποίημα «Καθρέφτης» λειτουργεί ως μέσον προβολής και ορίζει με τα όριά της και τα όρια της ποιήτριας, επανέρχεται στον «Κυρ-Πανικό....» και απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, «πολύ μεγάλη για να δω τις όχθες της». Η ποίηση περιόριζε και οριοθετούσε τον κόσμο της, ίσως και λόγω των περιορισμών που έθετε η ίδια η φόρμα, ενώ στον πεζό λόγο μπορούσε να επεκταθεί προς άγνωστες κατευθύνσεις και να ελευθερώσει περισσότερο τη φαντασία της.
Το ίδιο το θέμα του πρώτου διηγήματος της συλλογής του «Κυρ-Πανικού...» είναι μια μεταφορά για την ποιητική λειτουργία και για τους δημιουργούς που εργάζονται με το ασυνείδητο. Η ηρωίδα καταγράφει και ταξινομεί τα όνειρα των ασθενών μιας κλινικής, φιλοδοξώντας να περισώσει τα όνειρα μιας ολόκληρης πόλης, αποσπώντας τα με κάθε τρόπο και αρχειοθετώντας τα, για να καταλήξει μια κλέφτρα ονείρων, παλεύοντας με τον ίδιο τον κυρ Πανικό, μια πατρική φιγούρα που προσπαθεί να της αποσπάσει τη μνήμη.
Αν υποθέσουμε πως οι συγγραφείς συναντούν την αθανασία μέσα από τη ζωή του έργου τους, μια δεύτερη ζωή άρχισε για τη Σύλβια Πλαθ σε σύντομο διάστημα μετά το θάνατό της. Πρωτοπόρος, αντικείμενο εξιδανίκευσης αλλά και κριτικής, σχολιάστηκε όσο καμία άλλη ποιήτρια, καθώς όλοι ήταν πρόθυμοι να προσφέρουν τη δική τους εκδοχή τόσο για τη ζωή όσο και για το θάνατό της, παραγκωνίζοντας συχνά το ίδιο της το έργο, στο οποίο παρέχονται και όλες οι πληροφορίες για τους λόγους της πρόωρης αυτής αναχώρησης. Σε ημερολογιακή καταχώριση του 1958, η ίδια είχε προφητικά γράψει: «Η ζωή μου δεν θα βιωθεί μέχρι να υπάρξουν βιβλία και ιστορίες που ακατάπαυστα θα την αναβιώνουν μέσα στο χρόνο» και εύστοχα ο ποιητής Γιάννης Αντίχοου, στο επίμετρό του, μας υπενθυμίζει πως «Η Πλαθ μπορεί να θεωρηθεί ως μια μετακειμενική ποιήτρια, μια μετακειμενική δημιουργός, αφού θέτει το προς ανάγνωση κείμενό της ένα βήμα μετά. Οι αναγνώσεις του έργου της έχουν κάθε φορά διαφορετικό μήνυμα, σημασία, νόημα, εικόνα».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/08/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις