Είμαστε όλοι στοιχειωμένοι
Περιγραφή
"Το πιο πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο της χρονιάς".
The Guardian
Να τι έγραφε η διαφήμιση: "Καταφύγιο συγγραφέων: Εγκαταλείψτε τη ζωή σας για τρεις μήνες. Εξαφανιστείτε. Αφήστε πίσω σας οτιδήποτε δε σας αφήνει να δημιουργήσετε το αριστούργημά σας."
Δεκαοχτώ άνθρωποι αποδέχονται την πρόσκληση-πρόκληση του μυστηριώδους διοργανωτή ενός εργαστηρίου δημιουργικής γραφής και καταλήγουν παγιδευμένοι σε ένα δαιδαλώδες κτήριο, απόλυτα αποκομμένοι από τον έξω κόσμο, με υποτυπώδεις ανέσεις και ελάχιστες προμήθειες. Εκεί, σε ένα ζοφερό παρόν, γράφουν διηγήματα και ποιήματα για να ξορκίσουν τα φαντάσματα του παρελθόντος, δίχως να φαντάζονται ότι το μέλλον τους θα είναι χίλιες φορές πιο εφιαλτικό.
Γιατί κάποιος θα αρχίσει να τους δολοφονεί έναν-έναν...
Κριτική:
Ο Τσακ Πόλανικ ψηλαφεί στο σκοτάδι τα όρια της αντοχής μας
Ακόμα χειρότερο, ακόμα φρικτότερο
Όπως και στο «Σαλό» του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, την αντίστοιχη κινηματογραφική ελεύθερη μεταφορά των σαντικών «Εκατόν είκοσι ημερών στα Σόδομα», δεν είσαι πάντα σίγουρος αν ο δημιουργός στηλιτεύει ή ερωτοτροπεί με τον φασισμό
ΑΥΣΤΗΡΩΣ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΣΟ ΑΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΟ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΖΟΦΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΤΟΥ ΤΣΑΚ ΠΟΛΑΝΙΚ ΨΗΛΑΦΕΙ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΟΧΗΣ ΜΑΣ, ΑΝΙΧΝΕΥΕΙ, ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ, ΠΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ- ΚΑΙ ΠΟΣΟ ΧΑΜΗΛΑ- ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΤΑΣΟΥΜΕ ΩΣΤΕ ΝΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΚΛΥΣΟΥΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΤΙΜΗ ΤΗΝ ΑΔΡΕΝΑΛΙΝΗ
Το καλοκαίρι του 1816 στη βίλα Ντιοντάτι, δίπλα στη λίμνη της Γενεύης, τρεις άντρες και δύο γυναίκες, εξόχως εκκεντρικοί με τα μέτρα της εποχής- ο λόρδος Μπάυρον, ο Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ και η ερωμένη του (κατοπινή σύζυγός του) Μαίρη Γκόντγουιν, η ετεροθαλής αδελφή της Μαίρης Κλαιρ Κλαίρμοντ και ο γιατρός Τζον Πολιντόρι- διασκεδάζουν την ανία τους με την επινόηση ιστοριών τρόμου. Οι παραθεριστές της περιοχής, ενημερωμένοι για την παρουσία της διαβόητης συντροφιάς και εφοδιασμένοι με πρωτόγονα τηλεσκόπια, περιμένουν να παρακολουθήσουν σεξουαλικά τέρατα και σημεία, αλλά μόνη κερδισμένη βγαίνει τελικά η ίδια η λογοτεχνία, με δύο από τις ιστορίες τρόμου να εγγράφονται ισοβίως στα ιερά της κατάστιχα: ο «Φρανκενστάιν» της Μαίρης Γκόντγουιν Σέλλεϋ και ο «Βρικόλακας» του Τζον Πολιντόρι, προπομπός του κατοπινού «Δράκουλα» από τον Μπραμ Στόουκερ.
Εάν πάρετε τη γόνιμη λογοτεχνική σοδειά της Βίλας Ντιοντάτι και την μπολιάσετε με τις αραβικές «Χίλιες και μία Νύχτες», τις «Εκατόν είκοσι ημέρες στα Σόδομα» του Μαρκήσιου ντε Σαντ, καθώς και ολόκληρη τη σύγχρονη βιβλιογραφία (από τα πιο σοβαρά επιτεύγματα έως την πιο φτηνή παραφιλολογία) ιστοριών τρόμου, θα σχηματίσετε μια καλή ιδέα για το πιο πρόσφατο πόνημα του Τσακ Πόλανικ (από τα ήδη μεταφρασμένα τουλάχιστον, γιατί το φετινό- «Rant: Αn oral biography of Βuster Casey»- θα το χαρούμε από τις εκδόσεις ΟΞΥ του χρόνου). Ο 45χρονος Αμερικανός συγγραφέας, ένας από τους πλέον προκλητικούς και πολλαπλά ερεθιστικούς της γενιάς του, έγινε παγκοσμίως γνωστός από την κινηματογραφική μεταφορά του πρώτου του κιόλας μυθιστορήματος, του «Fight club», με πρωταγωνιστές τον Μπραντ Πιτ και τον Έντουαρντ Νόρτον. Εκεί- όπως και στο «Σαλό» του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, την αντίστοιχη κινηματογραφική ελεύθερη μεταφορά των σαντικών «Εκατόν είκοσι ημερών στα Σόδομα» - δεν είσαι πάντα σίγουρος αν ο δημιουργός στηλιτεύει ή ερωτοτροπεί με τον φασισμό. Δεν μπορώ πάντως να φανταστώ κάποιον φασίστα που να απολαύσει τα μυθιστορήματα του Πόλανικ ή τις ταινίες του Παζολίνι. Ούτε και οιονδήποτε άλλο μικροαστό κομφορμιστή, για να λέμε την πλήρη αλήθεια, φασίστα ή ξεφασίστα. Ανάλογο προβληματισμό, αναμφίβολα, πυροδοτεί και το «Όλοι Είμαστε Στοιχειωμένοι».
Στο βιβλίο του Πόλανικ, δεκαοκτώ φερέλπιδες συγγραφείς με αλλόκοτα παρατσούκλια που υποδηλώνουν την ιδιοσυγκρασία και το (νοσηρό, συνήθως) βιογραφικό τους- Άγιος Σπλαχνικός, Μητέρα Φύση, Λαίδη Κλοσάρ, Διευθύντρια Αυταπάτη, Δολοφόνος Σεφ, Πράκτορας Καταδότης, Αδελφή Αυτοδικία κ.λπ.- δέχονται την πρόσκληση ενός σκοτεινού τύπου, του γέρου Μπράντον Γουίτιερ (πόσο ανορθόδοξα «γέρος» είναι θα το διαπιστώσουν όσοι αντέξουν να φτάσουν έως τη σελίδα 145), να αφήσουν πίσω τους τις έγνοιες- και τους εκνευριστικούς αντιπερισπασμούς- του έξω κόσμου, να απομονωθούν σε ένα δαιδαλώδες κτίριο με έντονα «γοτθική» ατμόσφαιρα και να γράψουν το αριστούργημά τους, το πόνημα που θα γίνει «βιβλίοταινία- μπλουζάκι» και θα εκτοξεύσει τη φήμη τους στο Διάστημα. Γνωρίζουν ωστόσο ότι για να κατορθώσουν και να εκλύσουν την αδρεναλίνη του ολοένα και πιο άσχημα ντοπαρισμένου αναγνώστη- θεατήκαταναλωτή, θα πρέπει να γεμίσουν πρώτα τις δικές τους μπαταρίες με συναρπαστικά και αξιοαφήγητα βιώματα. Θα πρέπει να τους συμβαίνει ανά πάσα στιγμή όλο και κάτι «χειρότερο», όλο και κάτι «φρικτότερο», ικανό να κερδίσει τη δημόσια προσοχή, τη δημόσια συμπάθεια ή τη δημόσια απέχθεια (αμφότερες καλοδεχούμενες, από διαφημιστική σκοπιά). Με καύσιμο ύλη αυτήν ακριβώς τη συγγραφική ματαιοδοξία, ο Πόλανικ εγκαταλείπει νωρίς νωρίς την αφηγηματική αληθοφάνεια και στήνει ένα εφιαλτικό σκηνικό, όπου τα σκατολογικά παραληρήματα διαδέχονται τις παιδεραστικές σκηνές και οι ακρωτηριασμοί τους κανιβαλισμούς (είσαι λαχταριστός μεζές ακόμη και αν είσαι απλώς λιπόθυμος). Είπαμε. Αυτό το βιβλίο θέλει γερό στομάχι. Μην το ξεκινήσετε από απλή και μόνο περιέργεια. Θα σας ξεράσει πριν το ξεράσετε.
ΕΝΑΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΟΣ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑΣ ΚΙ ΕΝΑΣ ΜΑΚΑΒΡΙΑ ΑΣΤΕΙΟΣ ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Η ασυνήθιστη αφηγηματική ευρωστία του Τσακ Πόλανικ (δεν υπάρχει σύγχρονος συγγραφέας, έχω την αίσθηση, που να μη ζηλέψει την τεχνική τού μπαγάσα) γίνεται φανερή κυρίως στα είκοσι τρία σχετικά αυτόνομα διηγήματα των εγκλείστων. Καθένα από τα διηγήματα είναι και από ένα πικρόχολο καυστικό σχόλιο για μια Αμερική- αλλά και για έναν πλανήτη- που έχει χάσει προ πολλού τον μπούσουλα, ικανή να «πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά», αλλά ανίκανη να «χαλαρώνει» και να «αποδέχεται». Εδώ θα συναπαντήσετε τον ήρωα που αυτοϊκανοποιείται έως ότου ξεριζώσει τα σπλάγχνα του.
Τη ρεφλεξολόγο που μαθαίνει να σκοτώνει χωρίς να αφήνει ίχνη. Την τρανσέξουαλ που κακοποιείται από τις φεμινίστριες. Τους βετεράνους πολέμου που επιβιώνουν ως εθελοντικοί σάκοι του μποξ. Τον μάγειρα που κατακρεουργεί τους γευσιγνώστες. Τους βαριεστημένους ζάπλουτους που υιοθετούν ως υπέρτατο στάδιο της κοινωνικής αναρρίχησης την κοινωνική «καταρρίχηση» και μεταμορφώνονται σε κλοσάρ: «Δυσωδία- ο νέος τρόπος διασφάλισης της ιδιωτικότητάς σου.
Εκφοβισμός διά της οσμής». Τους αστέρες των επαρχιακών τελεμάρκετινγκ που γερνάνε μόνοι τους σε θλιβερά μοτέλ. Το ζευγάρι των πλαδαρών μεσηλίκων που γυρίζει ερασιτεχνική τσόντα βλέποντας κάποιους άλλουςπου βλέπουν κάποιους άλλους, που βλέπουν κάποιους άλλους κ.ο.κ.- να γυρίζουν ερασιτεχνική τσόντα: ένα καταθλιπτικό γαϊτανάκι μαραμένης ηδονής. Ο Πόλανικ δεν είναι μονάχα ένας αποκρουστικός προβοκάτορας. Είναι κι ένας μακάβρια αστείος αφηγητής ιστοριών που η ίδια η πατρίδα του- ο ίδιος ο πλανήτηςξοδεύει αμύθητα ποσά για να τις κρύψει κάτω από το χαλί.
Πέτρος Τατσόπουλος, Τα Νέα, 18/8/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις