0
Your Καλαθι
Περί αμαρτίας, πάθους, βλέμματος και άλλων τινών
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Συμπληρώνονται φέτος δέκα χρόνια από τότε που η Τζίνα Πολίτη άρχισε να παρουσιάζει οργανωμένες σε βιβλία τις μελέτες της για την ελληνική και την ξένη λογοτεχνία -μελέτες οι οποίες ξεκινούν από τους τόμους «Συνομιλώντας με τα κείμενα» (1996) και «Στα όρια της γραφής» (1999), προχωρούν με τις συναγωγές «Η ανεξακρίβωτη σκηνή» (2001) και «Δοκίμια για το ιστορικό μυθιστόρημα. Σταθμοί στην εξέλιξη του είδους» (2004) και συνεχίζονται με την ανά χείρας συλλογή, που φέρει τον γενικό τίτλο «Περί αμαρτίας, βλέμματος, πάθους και άλλων τινών». Από τον Μίλτωνα, τον Ντάρελ, τον Ουόλτερ Σκοτ, τον Τζόις, τον Μπέκετ και τον Κάφκα μέχρι τον Κάλβο, τον Καρκαβίτσα, τον Παπαδιαμάντη, τον Ελύτη, τον Καραγάτση και τον Τσίρκα, η Πολίτη διαγράφει μια μακρά διαδρομή και σταθμεύει σε ορισμένα από τα σημαντικότερα κείμενα της ευρωπαϊκής και της επιτόπιας γραμματείας προκειμένου να υποδείξει αφανείς, αλλά καθ' όλα βαρύνουσες λειτουργίες τους ή να συνομιλήσει με υπόγεια αλλά σαφώς κρίσιμα στοιχεία τους.
Το παιχνίδι με τις μεταμορφώσεις
Στο κέντρο της κριτικής σκέψης τής Πολίτη βρίσκεται πάντα η γραφή και η ικανότητά της να παίζει κάθε τόσο με τον εαυτό της και τις μεταμορφώσεις του. Η γραφή δεν εμφανίζεται στις αναλύσεις της Πολίτη με τον αυστηρό, σχεδόν δογματικό τρόπο της σημειολογικής και της σημειωτικής παράδοσης, ως ένα αδιαπέραστο και περίκλειστο σύμπαν, ούτε με την αδιέξοδη και ελαφρώς μεταφυσική οπτική του αποδομισμού, ως ένα μονίμως διαφεύγον και υπό συνεχή εύρεση και επανεύρεση νόημα. Το λογοτεχνικό κείμενο υπόκειται για την Πολίτη στις ιστορικές συντεταγμένες τής εποχής του και παρακολουθεί άγρυπνα τις διεργασίες της, με τη διαφορά ότι δεν χάνει ποτέ την αυτοτέλειά του και τη δυνατότητά του να χτίζει εξ υπαρχής τον κόσμο. Γιατί, τι άλλο από ένα χτίσιμο του κόσμου από την αρχή είναι η δύναμη της τέχνης του λόγου να μιλάει για το άρρητο και το άφατο του μεγάλου πόνου όταν η ζωή αναγκάζεται να βουβαίνεται ανήμπορη μπροστά του («Το γραπτό και το άφραστο ή περί πάθους»), η ανάδυση της βίας των λέξεων όταν απομακρύνεται και χάνεται ο Παράδεισος («Αυτή είναι η αγάπη σου;») ή «Η καταγωγή της λογομαχίας») ή το πέρασμα από τη ρητορική του Θείου και του ανέγγιχτου στη φυσιολογία και στον άμεσο χαρακτήρα της πραγματικότητας («Η ποιητική και η ιστορία της αμαρτίας»); Και μήπως δεν συνιστούν επίσης μια διαρκή επανασύσταση του κόσμου, για να πάμε και σε πιο χειροπιαστά παραδείγματα, το παιχνίδι του Χένρι Τζέιμς στο «Στρίψιμο της βίδας» με τη φαντασία της παρουσίας ή με την απουσία του φανταστικού («Η παγίδα του βλέμματος»), το διακειμενικό έπος της καθημερινότητας του Τζέιμς Τζόις στον «Οδυσσέα» («Ο Ulysses στο Πανεπιστήμιο ή η προσπάθεια να χωρέσει ένα εξάμηνο σε ένα άρθρο»), οι φλόγες της επίγειας κόλασης που ανάβει στην «Ανθρωπωδία» ο Δημήτρης Δημητριάδης («Nell mezzo del camin: μια διδακτική, ατελής ομιλία»), ο μοιραίος σπαραγμός των αδυνάτων καθώς μετατρέπεται σε θεατρική σκηνή στον «Ζητιάνο» του Καρκαβίτσα («Η Παγίδα της Μίμησης»), τα πάθη των ψυχαναλυτικών συμβόλων στα έργα του Γιώργου Χειμωνά («Μάθημα πρώτο για το έργο του Γ. Χειμωνά») ή η στοχαστική αναπαράσταση της πολιτικής αποτυχίας της Αριστεράς στις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα («Μια υπογραφή»);
Μια τέχνη του υψηλού;
Τι μας λένε όλα αυτά, εκτός από το ότι η λογοτεχνία ανήκει σε μια φύσει γενεσιουργό συνθήκη; Μα, τι άλλο από το πως μια τέτοια τέχνη δεν μπορεί παρά να κινείται στη σφαίρα του υψηλού. Η Πολίτη πιστεύει ακράδαντα σε μια τέτοια θέση και λειτουργία της λογοτεχνίας, αλλά, πολύ σοφά, αποφεύγει την οποιαδήποτε θεωρητική υποστήριξη προς την αντίστοιχη κατεύθυνση. Της αρκεί ένα καλοστημένο διήγημα στο τέλος του βιβλίου («Επίλογος») για να πει με σαφήνεια, αλλά χωρίς καμία αναγωγική ή διδακτική διάθεση, πως η λογοτεχνία κινδυνεύει ενδεχομένως στις ημέρες μας να κατρακυλήσει στο χάος και στο τίποτε του φτηνού θεάματος. Δεν συμμερίζομαι διόλου την ανησυχία τής Πολίτη εν προκειμένω, αλλά αυτό δεν έχει σχέση ούτε με την ευφυή σκηνοθεσία του διηγήματος ούτε, βεβαίως, με τις παρατηρήσεις και τις επισημάνσεις των υπόλοιπων κειμένων του τόμου, που κρατιούνται μακριά από την οιαδήποτε καταγγελία και μας δείχνουν απλώς μέσα από πόσο διαφορετικούς δρόμους μπορεί να διαβαστεί και να αξιολογηθεί η λογοτεχνία όταν έχει συγκροτήσει γερά και διά παντός τα δομικά υλικά της.
Το «διά παντός» είναι, χωρίς αμφιβολία, μια λέξη. Γιατί το λογοτεχνικό κείμενο έχει να κάνει τόσο με τον ιστορικό χρόνο της εκάστοτε υποδοχής του όσο και με την εικόνα της εσωτερικής αρχιτεκτονικής του, που εξαρτάται κατά κανόνα από το ερμηνευτικό σύστημα της προσέγγισής του. Η Πολίτη δεν κατονομάζει ποτέ αυτούς τους δύο πόλους, αλλά μετακινείται με ευχέρεια από τον έναν στον άλλο, χρησιμοποιώντας εκ παραλλήλου για τις αναγνώσεις της τις πιο διαφορετικές παρακαταθήκες. Και το τελευταίο κάθε άλλο παρά αρνητικά θα πρέπει να λογιστεί. Διότι η ποικιλία των αναλυτικών της μέσων αποδεικνύει πάραυτα και την ανεξαρτησία της από το οιοδήποτε αφηρημένο μεθοδολογικό σχήμα. Η θεωρία είναι καλή όταν μας επιτρέπει να φτιάξουμε εργαλεία που δεν υπηρετούν υπερκείμενες αρχές αλλά, αντιθέτως, αποκαλύπτουν, όπως το λέγαμε και προεισαγωγικά, το λογοτεχνικο πρωτότυπο στις βαθύτερες και πιθανόν λανθάνουσες ή και αφανέρωτες διαστάσεις του. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει με τις αναλύσεις της Πολίτη, που διακρίνονται για την αποκρυπτογραφική τους δεινότητα, αλλά και για την ελευθερία του πνεύματός τους, το οποίο συγκεράζει τη θεωρία της λογοτεχνίας, την πολιτική ανάλυση, τη φιλοσοφία και την κριτική σε ένα πυκνό όσο και ολοζώντανο σύνολο.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/10/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις