Αποτυπώματα του χρόνου
40%
Περιγραφή
Ό,τι είναι για τους ζωγράφους τα χρώματα, ή για τους μαθηματικούς οι αριθμοί, είναι για τον ιστορικό τα γεγονότα. Σ' αυτά στηρίζεται, αλλά -ακριβώς όπως και για τον ζωγράφο ή τον μαθηματικό- δεν είναι τα ίδια τα γεγονότα καθεαυτά, παρά οι συνδυασμοί τους που τον ενδιαφέρουν: αναζητάει την αρμονία που μπορεί να προκύψει από τη σύνθεσή τους. Συσχετίζοντας, γράφοντας, σβήνοντας, ο συγγραφέας ενός ιστορικού δοκιμίου προσπαθεί να φτιάξει έναν πίνακα, με το ζωγραφικό είτε το μαθηματικό νόημα της λέξης, όπου ν' απεικονίζεται το παρελθόν. Καμβάς αυτού του πίνακα είναι ο χρόνος.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Απολογία για την ιστορία
Μια μέθοδος για την ανάγνωση του παρελθόντος
Αν ρίξει κανείς μια «αεροπορική ματιά» στην ιστορία των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών του 20ού αιώνα θα μπορούσε ίσως να διαπιστώσει με σχετική ασφάλεια πως η επιστημολογική τομή της νεωτερικής σκέψης οργανώνεται κυρίως μέσα από τρία μεγάλα θεματικά πεδία: τη γλώσσα, το βλέμμα και τον χρόνο. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εννοιολόγηση του χρόνου, θα λέγαμε πως ο 20ός αιώνας ανέτρεψε την προηγούμενη θετικιστική βεβαιότητα της χρονολογικής εξελικτικής ακολουθίας για να προσανατολιστεί βαθμιαία σε μια πολύ πιο διευρυμένη και πολύπλοκη πρόσληψη των χρονικοτήτων που μας περιβάλλουν, με τις πληθυντικές τους σημασίες και σχέσεις τους, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε επιστημολογικό επίπεδο. Αναμφίσβητα, η συμβολή της γαλλικής ιστοριογραφίας των Annales, και ιδίως του Fernand Braudel, υπήρξε καταλυτική για την αποκρυστάλλωση μιας νέας επεξεργασίας του χρόνου μέσα από τη θεωρία των «διαρκειών» ως συστατικού στοιχείου της οργάνωσης των σχέσεων του παρελθόντος με το παρόν, αλλά και των προβλημάτων που αναδύονται από τις προκλήσεις του μέλλοντος. Η ιστορική συνείδηση της επιστήμης (που δεν συμπίπτει υποχρεωτικά με τη συνείδηση των «ιστορικών») χειραφετήθηκε, έτσι, από τη στενή «εξελικτική αλυσίδα» μιας γραμμικής αντίληψης για τον χρόνο, για να δοκιμαστεί σε νέες και πιο τολμηρές συνθέσεις, που συχνά αμφισβήτησαν ακόμα και την ίδια την ιδιοσυστασία του χρόνου ως ενικού, ενιαίου και ομοιογενούς φαινομένου, προβάλλοντας την «κατασκευαστική» του όψη, την πολλαπλότητά του, ακόμα και τον κατακερματισμό του. «Εφτασα έτσι στην αποδιάρθρωση του χρόνου», έγραφε ο Μπροντέλ. «Επειδή ο χρόνος της ιστορίας δεν είναι μιας ροής. Είναι σαν διαστρωματωμένος... Συνεπώς πρέπει να δούμε την ιστορία κατακορύφως... Είμαστε ενώπιον παραλλήλων ιστοριών με διαφορετικές ταχύτητες».
Αν ήθελε κανείς να τοποθετήσει κάπου τη σκέψη του Αλέξη Πολίτη γύρω από το «πρόβλημα» του χρόνου, νομίζω πως η εισαγωγική αναφορά σε αυτή τη διανοητική παράδοση των Annales είναι υποχρεωτική. Ηδη από τον πρόλογο του βιβλίου του, άλλωστε, ο συγγραφέας δίνει το στίγμα του προβληματισμού του, υποδηλώνοντας, έτσι, και τις εκλεκτικές του συγγένειες με την ιστορική και ανθρωπολογική οπτικής της «γαλλικής σχολής», καθώς και της εγχώριας υποδοχής της. Γράφει ο Πολίτης : «[..] έτσι και για τους ιστορικούς η επιλογή του κατάλληλου χρόνου είναι απαραίτητη. Επειδή ο "χρόνος" δεν υπάρχει από μόνος του· πρόκειται για νοητικό κατασκεύασμα, χωρίς σταθερή ροή, που δεν κρατά ποτέ τον ρυθμό του ρολογιού ή του ημερολογίου, ούτε διατηρεί την ίδια πάντοτε τροχιά: άλλοτε γράφει κύκλους, άλλοτε μένει στάσιμος, δηλαδή κρυσταλλώνεται κάπου, άλλοτε αναπτύσσεται» (σ. 14). «Κύκλος, λοιπόν, στάσιμο κι ανάπτυγμα του χρόνου. Το αίτημα του ιστορικού -κάθε ιστορικής συνείδησης ορθότερα - είναι να τα εννοήσει και χωριστά και ταυτόχρονα να κατορθώσει να συλλάβει τις ιδιοτυπίες τους, αλλά και τους μεταξύ τους αρμούς (σ. 18). Τα δοκίμια αυτού του τόμου προσπαθούν να κάνουν ακριβώς αυτό: αποτελούν μια απόπειρα συνάρθρωσης των πολλαπλών χρονικοτήτων που συναντώνται στις γεγονοτολογικές και φαντασιακές παραστάσεις του χρόνου εξετάζοντας τις ποικίλες διαφορετικές εγγραφές του: «Τα αποτυπώματα του χρόνου».
Η πολυμορφία της χρονικής αποτύπωσης
Τα δοκίμια του τόμου αποτελούν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, επεξεργασμένες μορφές -κι εδώ έχει την αξία του ο λόγος του Κ. Θ. Δημαρά για τις «διαδοχικές προσεγγίσεις»- δημοσιευμένων εργασιών και παρεμβάσεων με ποικίλες αφορμές και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, στη διάρκεια μιας τριαντακονταετίας. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, που αντιστοιχεί στο «ανάπτυγμα», αναλύεται η συναναστροφή με τον ιστορικό χρόνο, έτσι όπως προκύπτει από την καθημερινή εμπειρία, την αρχειακή έρευνα και την ανασύνταξη του χρόνου μέσα από την παράδοση, τη μνήμη και την ιστορία. Στην ουσία, το πρώτο μέρος αναφέρεται σε ζητήματα «διαχείρισης» του ιστορικού χρόνου, καθώς και στις διαφορετικές μορφολογικές εκφορές του στη συγχρονική μας αντίληψη και κατανόηση. Ακριβώς αυτή η πολυμορφία της αποτύπωσης και η φαντασιακή ανασύσταση του χρόνου είναι που μας παρακινεί σε μια κριτική αντίληψη για το παρελθόν, είτε αυτό εκδηλώνεται μέσα από τις χρονολογικές ενδείξεις είτε δομείται μέσα από τον κτισμένο χώρο είτε προέρχεται μέσα από το καθημερινό βίωμα είτε παρουσιάζεται μέσα από την υλικότητα του αρχείου είτε αποτυπώνεται μέσα στα λογοτεχνικά κείμενα και στην ιστοριογραφία. Στο δεύτερο μέρος, η έμφαση δίνεται στην «κυκλικότητα» του χρόνου, και κυρίως σε εκείνες τις εκδοχές του προφορικού και λαϊκού πολιτισμού που κινούνται μέσα στους κώδικες της επανάληψης και της μυθικής επιστροφής, εκεί όπου το «σβήσιμο» των χρονικών συντεταγμένων, ή ακόμη και η αποστροφή προς το συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, μπορεί να γίνει στοιχείο της δικής μας ιστορικής κατανόησης για τις πραγματικότητες της εποχής και των κοινωνικών υποκειμένων. Το βίωμα της λαϊκής χρονικότητας αλλά και η λόγια εκφορά της, οδηγεί, αίφνης, σε έναν χρόνο με ασαφείς κατηγοριοποιήσεις αλλά και με ληξιαρχικές αγωνίες, σαν εκείνη που εκφράζει ο Διονύσιος Σολωμός σε ένα γράμμα προς τη μητέρα του, το 1816: «Να μου γράψεις ακόμα πόσων χρονώ ακριβώς είμαι».
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, στο «στάσιμο», τη σκυτάλη παίρνει η πινακοθήκη της ελληνικής λογιοσύνης (πρόσωπα, κείμενα, έντυπα, ρεύματα ιδεών), κυρίως στον 18ο και 19ο αιώνα. Η ενότητα συμπληρώνεται από μια ευρύτερη διερεύνηση των σχέσεων φιλολογίας και ιστορίας, κυρίως σε ό,τι αφορά τις θεωρητικές προϋποθέσεις των μεθόδων τους, καθώς και της πολύπαθης (κοινής) αναφοράς τους στη συνθήκη της «αφηγηματικής κατασκευής». Παρ' όλες τις ενστάσεις και τις αντιρρήσεις που θα είχε κανείς απέναντι σε ορισμένα αξιωματικά επιχειρήματα και σε ορισμένα ουσιοκρατικά συμπεράσματα του προτεινόμενου σχήματος (π.χ., «στόχος της λογοτεχνίας είναι το ωραίο και στόχος της ιστορίας είναι η αλήθεια», σ. 182), θα άξιζε να σημειωθεί η ανάδειξη του διπλού κινδύνου των γειτονικών αυτών αντικειμένων, στις συγχρονικές εκδοχές τους. Ο συγγραφέας εντοπίζει σωστά την απο-ιστορικοποίηση των φιλολογικών σπουδών από τη μια μεριά και την αισθητικοποίηση των ιστορικών σπουδών από την άλλη. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, συγκεντρώνονται εκτενή βιβλιογραφικά σημειώματα που γράφτηκαν με αφορμή εκδόσεις και επιστημονικά συνέδρια των τελευταίων τριών δεκαετιών, με κοινό άξονα τις ιστοριογραφικές συνθέσεις και τα πολιτισμικά βιώματα του Νέου Ελληνισμού. Στο μέρος αυτό αναδεικνύονται τα επιτεύγματα, αλλά και οι μόνιμες παθολογίες της νεοελληνικής ιστορικής κουλτούρας: ο υποκριτικός πατριωτισμός, η εύκολη ρητορεία, η εθνωφελής επιστημονική δημαγωγία· τα μέτρα και τα σταθμά της ιστορικής παρέμβασης μέσα στη νεοελληνική παιδεία και κοινωνία.
Κριτικός αντίλογος
Το βιβλίο του Αλέξη Πολίτη είναι μια έμμεση «απολογία για την ιστορία» -για να θυμηθούμε την ομότιτλη μελέτη του Marc Bloch. Κοινός παρονομαστής των δοκιμίων είναι η επεξεργασία και η εφαρμογή μιας μεθόδου για την ανάγνωση και την «εκμάθηση» του παρελθόντος, καθώς και ο κριτικός αντίλογος με όλες εκείνες τις θεωρήσεις που προκρίνουν την ανιστορική και ηθικολογική θέαση του παρελθόντος, παρακινημένες είτε από την εργαλειοποίηση των νοημάτων του είτε από τη θεωρητική γοητεία της «απουσίας» του ιστορικού νοήματος. Κάπως έτσι, πρέπει νομίζω να εννοηθεί και το ειρωνικό λογοπαίγνιο του υποτίτλου: «Ιστορικά δοκίμια για μια μη θεωρητική θεωρία». Στην πραγματικότητα, το βιβλίο υπερασπίζεται τη διαφύλαξη μιας ορισμένης ιστορικής αίσθησης, μιας ιστορικής ματιάς γύρω από τα γεγονότα, τα πρόσωπα, τα κείμενα και τις πρακτικές του παρελθόντος που άφησαν τα ίχνη τους στο «πέρασμα του χρόνου». Στο σύνθετο αυτό «αρχείο» επιστρέφει ο συγγραφέας, όχι για να συμβάλει στη μουσειακή του εξιδανίκευση και ερμηνεία αλλά για να διεκδικήσει την προβληματοποίηση της κατασκευής του. Το συνολικό εγχείρημα είναι, από πολλές πλευρές, εξαιρετικά χρήσιμο και ενδιαφέρον, ιδίως αν σκεφτεί κανείς τον ατελεύτητο μετεωρισμό της «ιστορικοφιλολογικής μεθόδου» ανάμεσα στον αφελή εμπειρισμό και τη θεωρητική φλυαρία. Η δοκιμιακή γραφή του συγγραφέα, κερδισμένο στοίχημα του Αλέξη Πολίτη εδώ και χρόνια, συμπληρώνει τη γοητεία μιας γραφής «καθαρής», που επιχειρεί να αποκαστατήσει την ιστορικότητα του χρόνου στις ιστορικές και φιλολογικές έρευνες, χωρίς να αποποιείται τους δρόμους της δημιουργικής και πιθανής φαντασίας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως η κυρίαρχη «επιστημολογική» μεταφορά του βιβλίου αντλείται από τη ζωγραφική: «Ο,τι είναι για τους ζωγράφους τα χρώματα... είναι για τον ιστορικό τα γεγονότα. [...] Καμβάς αυτού του πίνακα είναι ο χρόνος» (σ. 13). Σε αυτόν τον πίνακα έβαλε και ο συγγραφέας τις πινελιές του, μετατρέποντας το στιγμιαίο συνδυασμό του υλικού του σε διαρκή ιστορική σύνθεση.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/08/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις