0
Your Καλαθι
Οίκος ενοχής
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Η Ελένη, ο Γιάννης, η Μαρίνα. Τρία αδέρφια που αντιμετώπισαν ο καθένας με εντελώς διαφορετικό τρόπο την απώλεια του πατέρα. Τότε που εκείνος άφησε την ταυτότητά του στο τραπέζι του σπιτιού και εξαφανίστηκε για πάντα. Η Ελένη, έπειτα από πολλά χρόνια δίπλα στην κατάκοιτη μάνα, ξαναπαίρνει το κουβάρι της ζωής τους και το ξετυλίγει. Κοιτάζει με άλλα μάτια τον κόσμο όπου μεγάλωσε σε ένα μικροαστικό σπίτι στην Κυψέλη, με αριστερές αρχές, οράματα για ένα διαφορετικό κόσμο και ενοχές περίπου για τα πάντα. Ένα ακραίο γεγονός στάθηκε αφορμή για την αντιπαράθεση με την οικογένειά της. Ένα βουβό σήμα έφτασε ώς αυτήν και έβαλε μπροστά τη δίκη της μνήμης...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μια γυναίκα, περίπου πενήντα ετών, παντρεμένη και μητέρα μιας εφήβου, γράφει ένα μακροσκελές γράμμα στον πατέρα της, που πριν από περίπου τριάντα πέντε χρόνια εξαφανίστηκε αφήνοντας πάνω στο τραπέζι την αστυνομική του ταυτότητα. Είναι Απρίλιος του '69 σε ένα μικρομεσαίο αστικό διαμέρισμα στην Κυψέλη μιας οικογένειας αριστερών, κομμουνιστών. Ο ιστορικός, πολιτικός, κοινωνικός και αισθητικός χώρος έρχεται από την πρώτη στιγμή στο αφήγημα αυτό και γίνεται το στημόνι όπου θα πλεχθεί το ψυχολογικό υφάδι αυτού του κειμένου, που δεν ψυχολογεί στο κενό αλλά μέσα από τα υλικά της ιστορίας. Το σημερινό άκρο, από το οποίο ξετυλίγει το κουβάρι η αφηγήτρια, είναι μια πολύ συνηθισμένη, φαινομενικά, μεσοαστική κατάσταση: η ηρωίδα μια επιτυχημένη επαγγελματικά - αλλά αποτυχημένη ως προς τα οράματά της - μεταφράστρια, ο άνδρας της ένας επίσης επιτυχημένος αρχιτέκτονας, μια κατάκοιτη μητέρα, με σπασμένη τη σπονδυλική στήλη, που τη φροντίζει μια αλλοδαπή εισαγωγής, μια πετυχημένη στην Ευρώπη αδελφή, ένας ψυχικά πάσχων αδελφός, όλοι αριστεροί, μη ενταγμένοι κομματικά, πληγωμένοι ψυχολογικά, ακέραιοι ηθικά, απαιτητικοί αισθητικά. Είναι τα παιδιά των «εκδρομέων του '60», που με οξυδέρκεια παρατήρησαν τον κόσμο.
Η ηρωίδα όμως δεν γράφει για να αποκατασταθεί μέσα από τη λογοτεχνία αλλά για να σωθεί μέσα από την ομιλία της γραφής. «Σε καλώ να με βοηθήσεις να αντέξω το παρόν». Η φαινομενικά κοινότοπη ζωή της έχει φθάσει σ' ένα ακραίο σημείο υπερσυγκέντρωσης από την επανάληψη των τραυμάτων: ηλικιακά η κόρη της, την οποία έχει προσπαθήσει να κάνει ένα υγιές αντίθετο συμπληρωματικό της, βρίσκεται στην ηλικία που είχε η ίδια όταν έζησε την απώλεια του πατέρα· η αναβίωση του τραύματος ενισχύεται και από την παρούσα αναπηρία της μητέρας (σπασμένη σπονδυλική στήλη, «κομμένη στη μέση») που ίσως, φαντασιωσικά, συνδέεται με την επικείμενη εμμηνόπαυση της αφηγήτριας, βιολογική απώλεια που μόνο φαντιασιωσικά και συμβολικά μπορεί να αντισταθμιστεί (όπως υποχρεώθηκε να κάνει με τη βιολογική απώλεια του πατέρα, όπως κάνει τώρα, με το «σπάσιμο» της μητέρας)· το παράπλευρο στήριγμά της που ήταν ο εταίρος-αδελφός κατέρρευσε· η «υγιής» αδελφή έχει κατ' αναλογία προς τον πατέρα (;) μεταναστεύσει «στην άλλη διάσταση», όπως αποκαλεί η αφηγήτρια τη συνθήκη στην οποία τοποθετεί τον πατέρα της!
Ο πατέρας σιώπησε οριστικά, η μητέρα βρίζει, η αδελφή σιωπά, ο αδελφός (μαρκόνης το επάγγελμα) στέλνει, χτυπώντας τα δάχτυλά του, σήματα Μορς χωρίς παραλήπτη, η αφηγήτρια καταδύεται στη γραφή. Για να ανοίξει το πεδίο του λόγου, χρειάζεται δύο οριακές συνθήκες: πρώτον, την αφασία της μητέρας - που την πετυχαίνει με φαρμακολογική υποστήριξη και που πρέπει να νοηθεί συμβολικά ως απαραίτητη ενδοψυχική αφασία αυτής της ναρκισσιστικής μητέρας, που όσο είναι ενεργή καταβροχθίζει την κόρη και τον λόγο της - και, δεύτερον, την αλαλία του πατέρα, που ως ιδεώδης ακροατής συνηχεί συναισθηματικά με τον λόγο του ομιλητή.
Η κατάδυση είναι «ελεύθερη», χωρίς στολή, χωρίς φιάλες οξυγόνου. Συστηματική: στην κάθε απόπειρα, στην κάθε Κυριακή - γιατί μόνο Κυριακή οργανώνει τις ειδικές γι' αυτήν συνθήκες κατάδυσης στον εαυτό της - προσπαθεί να κερδίσει μέτρο μέτρο το βάθος της μνήμης που σκοτείνιασε τις εικόνες και κρύφτηκε στο σώμα. «Το νευρικό μου σύστημα θυμάται πιο καλά απ' το μυαλό μου (...) Κι ύστερα βυθίστηκα στην ανυπαρξία της λησμονιάς». Προσπαθεί να γυρίζει «σ' εκείνα τα κρίσιμα πρώτα χρόνια, που το μυαλό και το σώμα ενωμένα μιλούν τη γλώσσα της αλήθειας».
Σαν δεινός ψυχοπαθολόγος ερευνά τις σωματικές εκδηλώσεις: «Το συνώνυμο της θλίψης εγκαταστάθηκε στο στομάχι μου (...) Εχω καταλάβει πια πως η βουλιμία μας δεν είναι τυχαία. Εχει τις ρίζες της σε μια συναισθηματική πείνα...Κι ας έχω άσθμα, κι ας ζω εδώ και χρόνια με κορτιζονούχα σπρέι. Ασφυκτιώ, πατέρα. Είμαι αλλεργική στη ζωή. Θα έλεγα καλύτερα πως είμαι αλλεργική στους ανθρώπους (...) Με πιάνει σύγκρυο στην ιδέα του εμετού, πατέρα», του λέει και γι' αυτό και η γραφή της δεν έχει τίποτε το ακαριαία εκτονωτικό. Αντίθετα, αργά, μεθοδικά, «νικώντας τη βαρύτητα της λήθης», αναλύει, διαπιστώνει, διατυπώνει, κάποιες φορές, σε κρυστάλλινους αφορισμούς. «Η αναμέτρηση θέλει αμεσότητα (...) Ενα είναι το ρούχο της ζωής, κι ας έχει καλή κι ανάποδη (...) Είναι σχεδία τα σχέδια, όταν ακουμπάνε στο όνειρο ή στο μέλλον μονάχα (...) Θετοί γονείς οι ποιητές, μας χαρίζουν το βάρος της αποκάλυψης».
Αποκαλύπτει στο πρώτο μέρος τη γύμνωση του ψυχισμού της· στο δεύτερο μέρος τη γύμνωση της ενοχής της Αριστεράς στο αστικό περιβάλλον: «μοιάζει να έχει μεταδοθεί αυτή η τρέλα από γενιά σε γενιά και να κομματιάζει τα ανθρώπινα σώματα». Μιλάει δύσκολα, με ενοχή. «Νιώθω καμιά φορά πως πούλησα την ψυχή μου στη λαϊκή αγορά, εκεί που τα άτομα ισοπεδώνονται για να μπούνε στην κοινότητα των ανθρώπων, με την ελπίδα πως θα είσαι εσύ καλύτερα και πως θα με αγαπάς». Εχω την αίσθηση πως οδηγεί την ψυχή μας στην αγορά, εξυψώνοντας το άτομο και πως, χάρη στο ξόδεμά της, η ελπίδα της πραγματώνεται.
Αθανάσιος Αλεξανδρίδης (ψυχίατρος)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 21-07-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η Μαρλένα Πολιτοπούλου θήτευσε για μία περίπου εικοσαετία στη δημοσιογραφία, έντυπη και ηλεκτρονική, πριν αποφασίσει να την «προδώσει» με την πεζογραφία. Και η «προδοσία» της αυτή ήταν ριζική, αφού η τέως δημοσιογράφος και νυν συγγραφέας δεν θέλησε να μεταφέρει από τη μία γραφή στην άλλη τις ευκολίες που συνήθως κληρονομεί ο δημοσιογραφικός λόγος σε όσους τον ασκούν. Αντιθέτως, προτίμησε να αναδείξει ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο, το οποίο απολύτως συνάδει με τη λογοτεχνία και τα πάθη της. Ενα πρόσωπο που το χαρακτηρίζει ο συνδυασμός της χαμηλής φωνής με τη βαθυστόχαστη ματιά, μαζί μ' έναν γλυκόπικρο εξομολογητικό -ίσως και κουβεντιαστό- τρόπο που σταδιακά φέρνει στην επιφάνεια ποικίλες εσωτερικές εντάσεις. Το συναντήσαμε αυτό το πρόσωπο στο πρώτο της αφήγημα Ο ήχος της σαύρας («Καστανιώτης», 1992), το είδαμε να επανακάπτει πιο τολμηρό και καλοσχεδιασμένο στο δεύτερο αφήγημά της Η γυναίκα στο νησί («Εξάντας», 1995), το ξαναβρήκαμε ωριμότερο στη νουβέλα Οι εραστές δίπλα («Λιβάνης», 1997), μας εξέπληξε με το αστυνομικό του προσωπείο στο μυθιστόρημα Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά («Λιβάνης», 1999). Με το καινούριο βιβλίο της Οίκος ενοχής («Κέδρος») η Μαρλένα Πολιτοπούλου δείχνει πως, όχι μόνον εξακολουθεί να υπερασπίζεται τα βασικά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού προσώπου της, αλλά να τα διευρύνει και να τα βαθαίνει, επιχειρώντας καταδύσεις ιδιαίτερα επικίνδυνες από κάθε άποψη.
Αυτή τη φορά η Πολιτοπούλου επιλέγει τη μορφή των ανεπίδοτων επιστολών για να στήσει μια επιστολογραφική νουβέλα -θα πρέπει να εκτιμηθεί το ότι η συγγραφέας δεν προσφεύγει στον ευπώλητο και τις περισσότερες φορές παραπλανητικό χαρακτηρισμό μυθιστόρημα. Η γράφουσα τις επιστολές και ηρωίδα της νουβέλας είναι μια ώριμη γυναίκα -τη φιγούρα της ώριμης καλλιεργημένης γυναίκας τη συναντάμε σε όλα τα βιβλία της Πολιτοπούλου, μη του αστυνομικού της εξαιρουμένου-, βρίσκεται δηλαδή στην κρίσιμη ηλικία των απολογισμών και των λογαριασμών που απαιτούν να κλείσουν. Με αφορμή την αθεράπευτη κατάσταση της κατάκοιτης μητέρας της, της οποίας έχει την έννοια και την ευθύνη, νιώθει την πιεστική ανάγκη να «συνομιλήσει» με τον απόντα εδώ και τριάντα χρόνια πατέρα της μέσω της γραφής. Η διαδικασία της γραφής μετατρέπεται σταδιακά σε μια επώδυνη ανάκληση της μνήμης, περνά απ' όλα τα οδυνηρά στάδια που έχει βιώσει η ηρωίδα και γράφουσα τις επιστολές, από την παιδική της ηλικία έως την ώριμη ηλικία της, για να φτάσει στην παραδοχή και τη συμφιλίωση. Η εξομολογητική, κουβεντιαστή γραφή, την οποία ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι «ακούει», και ο τρόπος ανέλιξης των επεισοδίων που αφηγούνται, παραπέμπει ευθέως στην ψυχαναλυτική διαδικασία, όπου μέσω της ομιλίας επιτυγχάνονται οι συνεχείς μετακινήσεις από το παρόν στο παρελθόν και τούμπαλιν, ενώ ο ομιλών μοιάζει σαν να κολυμπά μέσα στο χρόνο, καθώς συνεχώς μετατοπίζεται ανάμεσα στο χθες και το σήμερα.
Μ' αυτόν ακριβώς τον τρόπο η Πολιτοπούλου δομεί τον αφηγηματικό χρόνο των ανεπίδοτων επιστολών της νουβέλας της . Οι μετατοπίσεις όμως στο χρόνο, παρόν-παρελθόν-παρόν, από επιστολή σε επιστολή, γίνονται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται μια εσωτερική αφηγηματική ενότητα. Χάρη σ' αυτήν ο αναγνώστης μαθαίνει πως ο πατέρας, ένας ρομαντικός αριστερός, με όλες τις αντιφάσεις της γενιάς των αριστερών της εποχής του, εξαφανίζεται εκούσια μια μέρα του 1969, όταν η ηρωίδα είναι 17 ετών, αφήνοντας ως μοναδικό στοιχείο μνήμης την αστυνομική του ταυτότητα, επιθυμώντας προφανώς να απολέσει το μέχρι τότε επίσημο πρόσωπό του, όπως αυτό καταγραφόταν στο δημόσιο αυτό έγγραφο. Μαθαίνει ακόμη για τις γεμάτες συναισθηματική στέρηση και ακατανοησία σχέσεις του πατέρα και της μητέρας, για την τραυματική συμπεριφορά της τελευταίας απέναντι στα παιδιά της.
Σταδιακά, καθώς προχωρούν οι επιστολές και μαζί τους η αφήγηση, μετά τον πατέρα και τη μητέρα μπαίνουν και οι δευτερεύοντες ήρωες στο σκηνικό, που είναι ένας ψυχικά τραυματισμένος αδελφός και μια επιτυχημένη αδελφή, αλλά και άλλοι τριτεύοντες συγγενείς της οικογένειας. Με αργούς, αλλά σταθερούς ρυθμούς αρχίζει να διαφαίνεται, ώσπου ν' αποκαλυφθεί πλήρως, η συνιστώσα όλων των σχέσεων της οικογένειας, που είναι η ενοχή. Κανείς, πλην της μικρής αδελφής, δεν έχει ξεφύγει από την ενοχή, έτσι ώστε να ξηραίνεται, να δηλητηριάζεται όλη η ζωή του. Ωστόσο, η Πολιτοπούλου, θέτοντας το καίριο θέμα της ενοχής μέσα στην οικογένεια της ηρωίδας και τις οδυνηρές συνέπειές της στην ενήλικη ζωή των νεότερων μελών της, περνάει από την ατομική ενοχή στη συλλογική, η οποία κατατυράννησε -και εξακολουθεί εν μέρει να τυραννά- τη μεταπολεμική ελληνική μικροαστική οικογένεια. Δεν είναι τυχαίο πως οι οδυνηρές καταδύσεις στο παρελθόν της ηρωίδας φέρνουν στην επιφάνεια τις ψηφίδες μιας ιδιαίτερα καταπιεστικής και ενοχικής εποχής για την ελληνική κοινωνία, που διαπερνούσε όλες τις σχέσεις, συλλογικές και προσωπικές. Η συγγραφέας σκύβει και τις ανασύρει με ιδιαίτερη ευγένεια και σίγουρα μια έντονη νοσταλγία, παρά την τραυματική τους κατάληξη. Κάποιες φορές το κείμενο νοτίζεται από τις προσωπικές σκέψεις και τις κρίσεις της ηρωίδας για μια σειρά από θέματα, τις οποίες η συγγραφέας καταφέρνει να ισορροπεί μέσα στον κουβεντιαστό τρόπο της γραφής της, χωρίς αυτές να φαντάζουν διδακτικές ή αυστηρές. Μάλλον και αυτές θέλουν να δείξουν το διαφορετικό τρόπο σκέψης της γενιάς της ηρωίδας από το σημερινό, των νεότερων γενιών.
Η Πολιτοπούλου κλείνει τη νουβέλα της εγκαίρως. Λίγο ακόμη και θ' άρχιζε να επαναλαμβάνεται. Ετσι, η εικόνα της τελικής συμφιλίωσης με τον άφαντο πατέρα, καθώς κι εκείνες, οι απελευθερωτικές, με τον αδελφό, όπως τις φαντάζεται η ηρωίδα, δημιουργούν ένα φωτεινό συναίσθημα δικαιοσύνης στον αναγνώστη, που έχει αναγνωρίσει πολλές δικές του πλευρές σ' αυτές τις «επιστολές».
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/08/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις