0
Your Καλαθι
Πολυδίψιον έαρ
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Στα όρια της ειρήνης
Ο χειμώνας χόρευε ασταμάτητα στις πέτρινες βρύσες.
Του ανέμου οι βρόχινες σκάλες κατρακυλούσαν στα κέρινα σύννεφα,
άλλαζαν χρώματα και μορφές και κυλιόνταν χορεύοντας
στα παλιωμένα καλντερίμια των σοκακιών της υπομονής,
στις σπαθωτές πλάκες της σκεπής των άνισων ονείρων,
στους πέτρινους τοίχους,
στις ρίζες της ασβεστωμένης ξερολιθιάς της ανθρωπιάς.
Σαν δάκρυα χοντρά της Αντιγόνης παλιά.
Σκοτώνοντας απότομα κάτι ψιλές σπίθες,
ξεμασκαλίζοντας τους καπνούς των δεήσεων
στην κορυφή της γκριζοφορούσας καμινάδας.
Ασημίζουσα εικόνα στο απλήρωτο θαύμα χαρισμένης ζωής.
Ύστερα το κατάμαυρο πουλί της άπληστης λύπης
φτεράκισε στη σκοτεινή γητεμένη κουφάλα του θεόρατου πλάτανου,
στη γωνία της βρύσης του αμόλυντου νερού της ειρήνης,
σπαθίζοντας τις ανυπόμονες ψιλές σταγόνες που κατέβαιναν φλυαρώντας στη γη.
Χάθηκε στη χλομή ομίχλη του λόφου των κυπαρισσιών της προσευχής,
ξετυλίγοντας άσχημα τη λύπη των τελευταίων φύλλων
που πέφταν στη γη κατακίτρινα.
Το εκκλησάκι, στο πλάτωμα των τραγουδιών της κορφής,
ξεφύλλιζε τα φτερά του σύννεφου,
να διαβάσει το χαμόγελο του Θεού εκεί προς τη δύση,
που ανθιστό ξεμύτισε πάνω σε φτωχή ακτίνα του ήλιου.
Ωραία όλα αυτά, θα μου πεις.
Αλλά εσύ γιατί δάκρυσες μόλις άκουσες το αηδόνι της ανθοφορίας
ξεχασμένο στο κλουβί του χειμώνα,
αφύλακτο δίπλα στο πανωπόρτι της σκεπής τ’ ουρανού;
Κι ύστερα άπλωσες διάπλατα στο μουντό φως τα δωρικά σου μάτια,
διαβάζοντας τη γραφή στης καμπάνας τον ήχο:
«Έως πότε θα σκεπάζω με φρεσκοπλυμένο φως τις αδαμιαίες ντροπές;
Ο ουρανός ξέρει πότε θ’ ανθίσει η νέα σου άνοιξη!»
Ο χειμώνας χόρευε ασταμάτητα στις πέτρινες βρύσες.
Του ανέμου οι βρόχινες σκάλες κατρακυλούσαν στα κέρινα σύννεφα,
άλλαζαν χρώματα και μορφές και κυλιόνταν χορεύοντας
στα παλιωμένα καλντερίμια των σοκακιών της υπομονής,
στις σπαθωτές πλάκες της σκεπής των άνισων ονείρων,
στους πέτρινους τοίχους,
στις ρίζες της ασβεστωμένης ξερολιθιάς της ανθρωπιάς.
Σαν δάκρυα χοντρά της Αντιγόνης παλιά.
Σκοτώνοντας απότομα κάτι ψιλές σπίθες,
ξεμασκαλίζοντας τους καπνούς των δεήσεων
στην κορυφή της γκριζοφορούσας καμινάδας.
Ασημίζουσα εικόνα στο απλήρωτο θαύμα χαρισμένης ζωής.
Ύστερα το κατάμαυρο πουλί της άπληστης λύπης
φτεράκισε στη σκοτεινή γητεμένη κουφάλα του θεόρατου πλάτανου,
στη γωνία της βρύσης του αμόλυντου νερού της ειρήνης,
σπαθίζοντας τις ανυπόμονες ψιλές σταγόνες που κατέβαιναν φλυαρώντας στη γη.
Χάθηκε στη χλομή ομίχλη του λόφου των κυπαρισσιών της προσευχής,
ξετυλίγοντας άσχημα τη λύπη των τελευταίων φύλλων
που πέφταν στη γη κατακίτρινα.
Το εκκλησάκι, στο πλάτωμα των τραγουδιών της κορφής,
ξεφύλλιζε τα φτερά του σύννεφου,
να διαβάσει το χαμόγελο του Θεού εκεί προς τη δύση,
που ανθιστό ξεμύτισε πάνω σε φτωχή ακτίνα του ήλιου.
Ωραία όλα αυτά, θα μου πεις.
Αλλά εσύ γιατί δάκρυσες μόλις άκουσες το αηδόνι της ανθοφορίας
ξεχασμένο στο κλουβί του χειμώνα,
αφύλακτο δίπλα στο πανωπόρτι της σκεπής τ’ ουρανού;
Κι ύστερα άπλωσες διάπλατα στο μουντό φως τα δωρικά σου μάτια,
διαβάζοντας τη γραφή στης καμπάνας τον ήχο:
«Έως πότε θα σκεπάζω με φρεσκοπλυμένο φως τις αδαμιαίες ντροπές;
Ο ουρανός ξέρει πότε θ’ ανθίσει η νέα σου άνοιξη!»
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις