0
Your Καλαθι
Μια χώρα πάντα σιωπηλή- Ο ανθολόγος Ερμής 19
Έκπτωση
75%
75%
Περιγραφή
Η νέα σειρά έχει τριπλό στόχο: Να κάμει προσιτούς, πρώτα απ' όλα στο ευρύ κοινό, τους ποιητές μας όσων τα έργα εκδόθηκαν παλαιότερα, αλλά σήμερα μένουν ανέγγιχτα μέσα στη λήθη των αρχείων και των βιβλιοθηκών, να ανθολογηθούν νεοέλληνες ποιητές, παλαιότεροι και σύγχρονοι, που το έργο τους βρίσκεται βέβαια στην αγορά, ωστόσο ήρθε η ώρα να ξανακοιταχτεί με καινούργια μάτια και, να φανερωθούν οι ποιητές που το έργο τους έμεινε παραγνωρισμένο έως άδικα υποτιμημένο μέχρι τις μέρες μας.
EIΔA
Eίδα μια χώρα ξωτικιά στ' ανήσυχο όνειρό μου:
πόσ' όμορφη δε θα το πει ποτέ καμιά ψυχή.
Tο νου μου πήρε κι άφησα το φτωχικό χωριό μου
κι έκανα τάμα μόνο εκεί ν' αράξω· μόνο εκεί.
Tρελλό παιδί ξεκίνησα δεμένο με τα μάγια
του ονείρου μου, κι εγνώρισα τις χώρες του γιαλού,
είδα τις χώρες π' άστραφταν σε κάμπους και σε πλάγια,
μα η χώρα μου, όλο πήγαινα- κι ήτανε πάντ' αλλού.
Διαβάτες μ' ανταμώσανε καλοί και μου 'παν: Mείνε
είν' όμορφη κι η χώρα μας· καιρός ν' αράξεις πια.
είν' όμορφη κι η χώρα σας, διαβάτες, μα δεν είναι
εκείνη που ονειρεύτηκα και με τραβάει μακριά.
Έτσ' είναι. Σύρτε, κι άστε με να σιγοταξιδεύω
και να περνάω μονάχος μου και κάμπους και βουνά,
ίσως τη βρω· μ' αν δεν τη βρω τη χώρα που γυρεύω
μη μου ζητάτε, αδέρφια μου, ν' αράξω πουθενά...
AΠOΨE
Aπόψε, η γη σου είν' όμορφη -Θε μου- όλη πέρα ώς πέρα:
το λόφο ρείκια κόκκινα τον έχουνε στολίσει,
σα να 'ναι μια παραμονή γλυκιάς γιορτής, κι η μέρα
σαν αγαθό χαμόγελο κι εκείνη αργεί να σβήσει.
Δεξιά, ζερβά στη μοναξιά του δρόμου οι λεύκες μένουν
ακίνητες στο λίγο φως, δε σειέται ένα κλαδί τους,
δεν τρέμει ούτ' ένα φύλλο τους· όπου κι αν δεις σωπαίνουν
και σα μια δέηση βουβή, θαρρείς, είν' η σιωπή τους.
Kάτω στα πλάγια του βουνού, που γέρνει βυθισμένο
μέσα στου ονείρου τη σκιά, μες στη θολή γαλήνη,
το μακρινό, το βραδινό χωριό τ' αγαπημένο
σαν άυλος τόπος για ψυχές που 'ν' άγιες έχει γίνει.
Kι απάνω εκεί δυο σύννεφα, λες κι είν' ασπροντυμένοι
αγγέλοι, που με τ' ανοιχτά φτερά τους σταματήσαν
κι ηύραν τη γη τόσ' όμορφη και τόσο ευτυχισμένη,
που εμείναν και τον ουρανό γι' απόψ' ελησμονήσαν...
EIΔA
Eίδα μια χώρα ξωτικιά στ' ανήσυχο όνειρό μου:
πόσ' όμορφη δε θα το πει ποτέ καμιά ψυχή.
Tο νου μου πήρε κι άφησα το φτωχικό χωριό μου
κι έκανα τάμα μόνο εκεί ν' αράξω· μόνο εκεί.
Tρελλό παιδί ξεκίνησα δεμένο με τα μάγια
του ονείρου μου, κι εγνώρισα τις χώρες του γιαλού,
είδα τις χώρες π' άστραφταν σε κάμπους και σε πλάγια,
μα η χώρα μου, όλο πήγαινα- κι ήτανε πάντ' αλλού.
Διαβάτες μ' ανταμώσανε καλοί και μου 'παν: Mείνε
είν' όμορφη κι η χώρα μας· καιρός ν' αράξεις πια.
είν' όμορφη κι η χώρα σας, διαβάτες, μα δεν είναι
εκείνη που ονειρεύτηκα και με τραβάει μακριά.
Έτσ' είναι. Σύρτε, κι άστε με να σιγοταξιδεύω
και να περνάω μονάχος μου και κάμπους και βουνά,
ίσως τη βρω· μ' αν δεν τη βρω τη χώρα που γυρεύω
μη μου ζητάτε, αδέρφια μου, ν' αράξω πουθενά...
AΠOΨE
Aπόψε, η γη σου είν' όμορφη -Θε μου- όλη πέρα ώς πέρα:
το λόφο ρείκια κόκκινα τον έχουνε στολίσει,
σα να 'ναι μια παραμονή γλυκιάς γιορτής, κι η μέρα
σαν αγαθό χαμόγελο κι εκείνη αργεί να σβήσει.
Δεξιά, ζερβά στη μοναξιά του δρόμου οι λεύκες μένουν
ακίνητες στο λίγο φως, δε σειέται ένα κλαδί τους,
δεν τρέμει ούτ' ένα φύλλο τους· όπου κι αν δεις σωπαίνουν
και σα μια δέηση βουβή, θαρρείς, είν' η σιωπή τους.
Kάτω στα πλάγια του βουνού, που γέρνει βυθισμένο
μέσα στου ονείρου τη σκιά, μες στη θολή γαλήνη,
το μακρινό, το βραδινό χωριό τ' αγαπημένο
σαν άυλος τόπος για ψυχές που 'ν' άγιες έχει γίνει.
Kι απάνω εκεί δυο σύννεφα, λες κι είν' ασπροντυμένοι
αγγέλοι, που με τ' ανοιχτά φτερά τους σταματήσαν
κι ηύραν τη γη τόσ' όμορφη και τόσο ευτυχισμένη,
που εμείναν και τον ουρανό γι' απόψ' ελησμονήσαν...
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις