0
Your Καλαθι
Η κατάκτηση του μυθιστορήματος
Από τον Παπαδιαμάντη στον Βοκκάκιο
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Για τον Προγκίδη, ο Παπαδιαμάντης είναι ο Mεγάλος Πρεσβευτής του Mυθιστορήματος στη Xώρα του Bυζαντίου. Kαι να που τα πράγματα μοιάζουν να περιπλέκονται δυσάρεστα: αυτός ο κατεξοχήν μυθιστοριογράφος δεν είναι μυθιστοριογράφος! Έγραψε βέβαια τρία τέσσερα μυθιστορήματα, όμως το μεγαλύτερο και, αν καταλαβαίνω σωστά, το καλύτερο μέρος του έργου του αποτελείται από διηγήματα. Aκόμα μια πρόκληση: το διήγημα και το μυθιστόρημα θεωρούνται εδώ όχι ως διαφορετικές, αντιθετικές οντότητες, αλλά ως δύο μορφικές δυνατότητες της ίδιας τέχνης... (Aπό τον πρόλογο του Mίλαν Kούντερα στην ελληνική έκδοση).
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τελειώνοντας το βιβλίο του Λάκη Προγκίδη, ο αναγνώστης έχει το συναίσθημα της πληρότητας που παρέχει ένα «χορταστικό» μυθιστόρημα. Το βιβλίο συγκροτεί πράγματι ένα γοητευτικό οδοιπορικό ανάμεσα σε δύο κόσμους: τη λατινική Δύση και την καθ' ημάς Ανατολή. Το βιβλίο διαθέτει μια σύνθετη μη ευθύγραμμη θεματική δομή, εν είδει πλοκής, και αρκετά μυθιστορηματικά πρόσωπα (δάνεια από τον Βοκκάκιο, τον Ντοστογιέφσκι και τον Παπαδιαμάντη), τα οποία, εν είδει ηρώων, διαλέγονται ισότιμα με υπαρκτά πρόσωπα της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας. Η πολεμική αποστροφή του συγγραφέα στην τελευταία σελίδα είναι ενδεικτική αν και αποτελεί μικρό δείγμα αυτής της άποψης: Όχι στον Πλωτίνο, στον Ρίλκε, στον Ιβάν Ιβάνιτς (ήρωα διηγήματος του Ντοστογιέφσκι), στον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο, στον Λάνγκλαντ (άγγλο ποιητή του Μεσαίωνα), στον Ράμφο, στον Πολ ντε Μαν, στον Αταίριαστο, στον Αγάλλο (ήρωες του Παπαδιαμάντη).
Ξεχάστε, ωστόσο, τον Παπαδιαμάντη γύρω από τον οποίον επικεντρώθηκε αποκλειστικά το βιβλίο κατά τις παρουσιάσεις των εφημερίδων. Θυμηθείτε καλύτερα τον Κούντερα, κυρίως εκείνον της «Τέχνης του μυθιστόρηματος» και των «Προδομένων διαθηκών». Ο Προγκίδης ασκείται επιδέξια στη δοκιμιακή τεχνική του δασκάλου του: το βιβλίο θεμελιώνει την κριτική του με λόγο που απομιμείται, υποκαθιστά, και, εν τέλει, αναπαράγει τη λογοτεχία που υπερασπίζεται: δηλαδή, το δυτικό μυθιστόρημα, όπως διαμορφώνεται στο λεγόμενο από τον Κούντερα «Πρώτο ημίχρονο» (Βοκκάκιος, Ραμπελέ, Θερβάντες, Στερν, Ντιντερό). Καθώς μάλιστα η «σχολή» αυτή εγκαινιάζει το υπονομευτικό εύρημα του παραξενίσματος και του παιχνιδιού, κατά τον ίδιο τρόπο (μετά τον Κούντερα και) ο Προγκίδης το εισάγει στη γραφή του.
Ο Παπαδιαμάντης τώρα του Προγκίδη είναι ένας συνειδητώς «αφελληνισμένος» συγγραφέας· ο Προγκίδης τον αποσπά με περισσή τόλμη από το «εθνικό μικροπλαίσιο» («Προδομένες διαθήκες», Εστία, σ. 214) επιχειρώντας να τον εντάξει συχνά με τη βία στο «μεγάλο πλαίσιο» του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος.
Εδώ, έγκειται η πρωτοτυπία του βιβλίου. Στρέφοντας την πλάτη σε όλες τις ως τώρα θεωρήσεις του παπαδιαμαντικού έργου (σ. 92-93), αποπειράται να το απαγκιστρώσει από τα ιδεολογήματα του εθνικού κτηματολογίου μέσα από τα οποία κρίθηκε ως σήμερα. Ορθοδοξία, Βυζάντιο, Μοναχισμός, κτλ. Με μια προκλητική μονοκοντυλιά (που διατρέχει κάμποσες σελίδες και ευφάνταστα επιχειρήματα), ο Προγκίδης διαγράφει το χιλιετές Βυζάντιο ως έναν τερατώδη συμβιβασμό του αρχαίου με το χριστιανικό πνεύμα, ως μια κιβωτός (σ. 294 και εφεξής), που, από τη γέννησή του ως το τυπικό τέλος του, εμπεριείχε το σπέρμα της στειρότητας και του θανάτου: όλη η βυζαντινή εικονογραφία αποδίδεται ως το ταριχευμένο πτώμα του αρχαιοελληνικού δημιουργικού πνεύματος (σσ. 135-139), το βυζαντινό μυθιστόρημα ως η μουμιοποιημένη αρχαιότητα (σσ. 326-331), η θεωρία του Πλωτίνου για το Ωραίο ως το δεκανίκι μιας αισθητικής μακριά από την αυθεντική ζωή (σσ. 145-150), ενώ τέλος ο ανατολικός μοναχισμός ως το παραληρηματικό «ρεπορτάζ του Θεού» επί γης (σσ. 110-126 και σσ. 347-349)!
Απέναντι σε αυτόν τον παντελώς άγονο ελληνοανατολικό κόσμο, ο Προγκίδης αντιπαραβάλλει τη γόνιμη ελληνολατινική Δύση: από τη δίγλωσση Ρώμη που «διέσωσε τη ζωτικότητα της ελληνικής γλώσσας» ως τον δημιουργικό καθολικισμό του Αγίου Βενεδικτίνου και του ιερού Αυγουστίνου και ως το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα που την αυγή του χαράζει το «Δεκαήμερο» του Βοκκάκιου.
Η πρόκληση του βιβλίου έγκειται στο ότι ο συγγραφέας τοποθετεί τον Παπαδιαμάντη στο μεταίχμιο αυτής της αντιπαράθεσης και μάλιστα προς την «αιρετική» πλευρά της ευρωπαϊκής Δύσης! Με μια «φονταμενταλιστική» προσήλωση στη νουβέλα του Παπαδιαμάντη «Τα ρόδινα ακρογιάλια» (1907), ο συγγραφέας διαπιστώνει σε αυτό το έργο την αγωνιώδη συγκατοίκηση των δύο αντιφατικών κόσμων.
Ποιο είναι το επιχείρημα που επιτρέπει στον Προγκίδη να υποστηρίζει αυτή τη θεαματική (ή, και) καθαρτική ακροβασία; Η Τέχνη του Μυθιστορήματος. Αν το μυθιστόρημα (με αυτόν τον όρο ο Προγκίδης πάντοτε υπαινίσσεται το πρώτο ημίχρονο) είναι κυρίως η «τέχνη των πολλαπλών προσώπων / μυστηρίων που κρύβει το εγώ», π.χ. «η μέριμνα του Βοκκάκιου για την ευεξία της Παμπινέας», εν μέσω της πανώλους, ή «η περιέργεια του Θερβάντες για τα αναγνώσματα κάποιου ιδαλγού»· τότε, κατ' αυτόν, η εμμονή του Παπαδιαμάντη να διαφυλάξει την ιδιωτική ζωή του ήρωά του Ν. (στα Ρόδινα Ακρογιάλια) έναντι της αδιακρισίας του δήμου (που ενσαρκώνει άλλος ήρωας, ο Αταίριαστος) συνιστά μια μεγαλειώδη μεταφορά: μεταφορά της αντίστασης του Παπαδιαμάντη εναντίον του στείρου πνεύματος της Ανατολής. Στο πρόσωπο του αδιάκριτου, φλύαρου, Αταίριαστου «καθρεφτίζεται το βαθύτερο δόγμα της δημοσιογραφίας (η οποία ταυτίζεται με την ακινησία και απόλυτη διαφάνεια του μοναστηριού της Ανατολής» (σ. 349 αλλά και 371-375 και σσ. 381-2)· αντιθέτως, στο πρόσωπο του έγκλειστου στο εγώ του Ν., αντανακλάται η persona του Παπαδιαμάντη που επιζητεί να διαφυλάξει το εγώ της από την παρέμβαση «των πολλών» (εκείνων που εικονογραφούνται αδρά στο «ραμπελεζιανό» του διήγημα «Απόλαυσις στη γειτονιά» ( σσ. 94-103).
Αυτό ακριβώς το πλαίσιο της απεγνωσμένης προστασίας του μυθιστορηματικού Εγώ, υποστηρίζει ο Προγκίδης, δεν είναι το μικροπλαίσιο της βυζαντινής Ανατολής (που πνίγει τις φωνές του Εγώ στη θρησκευτική ισοπέδωση), είναι το μεγάλο πλαίσιο του μυθιστορήματος του πρώτου ημιχρόνου εφόσον μόνον αυτό έχει ως πρωταρχική συνθήκη την ελευθερία του μυθιστορηματικού ήρωα: όπως δηλαδή η Παμπινέα του «Δεκαημέρου» στα 1348, έτσι και ο Ν. των «Ακρογιαλιών» στα 1907, επιτρέπουν στο μυθιστορηματικό Εγώ να ζήσει αυτοβούλως στο παρόν (σ. 240 και 271), να αποβεί ο εαυτός του. Ο Παπαδιαμάντης είναι λοιπόν ο έλληνας Βοκκάκιος.
Στο παλαιότερο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη, η «Γυφτοπούλα» (1887), ο Προγκίδης διαβλέπει το αυθεντικό μυθιστορηματικό γέλιο (καμιά σχέση με το «μενίππειο» γέλιο του Μπάχτιν...)· γέλιο με απελευθερωτική λειτουργία όμοια με αυτήν που επίσης αναγνωρίζεται στο «Δεκαήμερο». Εκεί, εν μέσω πανώλους, οι ήρωες διηγούνται διασκεδαστικές ιστορίες· όμοια στη «Γυφτοπούλα», «η πτώση της Κωνσταντινούπολης (δεν παρουσιάζεται απλώς ως) συλλογικό δράμα, αλλά και ως μια μεγάλη ανακούφιση» (σ. 175). Ιδού μια πρόσθετη απόδειξη της εκλεκτικής συγγένειας Παπαδιάμαντη- Βοκκάκιου.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η φιλοσοφία του βιβλίου. Για τον συγγραφέα του, ο Παπαδιαμάντης είναι «ο μόνος Ελληνας που κατάφερε να διεισδύσει στο μεγάλο πλαίσιο του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος», πιο θεμελιώδης για την κατανόηση αυτής της τέχνης από τον Ραμπελέ, ή τον Θερβάντες (σ. 380), «η μόνη Αναγέννηση», η μόνη της Ελλάδος πεζογραφία! (σ. 56).
Επαναλαμβάνω όμως: ξεχάστε τον Παπαδιαμάντη. Το βιβλίο δικαίως φέρει ως κύριο τίτλο την «Κατάκτηση του μυθιστορήματος». Αυτό είναι το θέμα του, αυτό κατ' ουσίαν υπερασπίζεται: το «πρωτομοντερνιστικό», το μη ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Η υπόθεση για τον αν-ορθόδοξο, μη βυζαντινό, βοκκακιανό Παπαδιαμάντη, στηρίζεται αποκλειστικά στην εκβιαστική μεγέθυνση της σημασίας δύο ηρώων σε ένα κείμενο εβδομήντα σελίδων, και στην εκτός κειμένου ακροβατική σύγκρισή τους, τόσο με τους ήρωες του Δεκαήμερου όσο και με τον ήρωα ενός διηγήματος του Ντοστογιέφσκι... Γοητευτική αυτή η σύγκριση, αλλά ελάχιστα αγγίζει την ανάγνωση, την πραγματικότητα του Παπαδιαμαντικού κειμένου. Ελάχιστα άλλωστε (ως καθόλου) βασίζεται σε άλλα Παπαδιαμαντικά κείμενα. Γοητευτική εξίσου και η απομοναχοποίηση του Σκιαθίτη· ο Προγκίδης γυρίζει τολμηρά τον Παπαδιαμάντη από την ανάποδη. Μπορούμε θαυμάσια να τον διαβάσουμε και δίχως καλιμαύκι, δίχως τα παντοία ιδεολογήματα (σαν αυτά που επεμβαίνουν στην αιωνίως βυζαντινή απεικόνισή του σσ. 139-142). Στο σημείο αυτό, η αναδίφηση του ανατολικού μοναχισμού είναι άκρως ερεθιστική. Όπως είναι άκρως διδακτική και η «αφαλάτωση» του Παπαδιαμάντη από τις κριτικές της συμπόνιας (σ. 210- 217) και της νοσταλγίας (σ. 167).
Είναι πολλά τα ενδιαφέροντα θέματα του βιβλίου όλα συγκλίνουν στην τέχνη του (πρώτου) δυτικού μυθιστορήματος· ο Παπαδιαμάντης παραείναι «μοναχική κολόνα» (για να παραφράσω τον Κούντερα της Εισαγωγής του βιβλίου), ώστε να αντέξει το βάρος όλης αυτής της οικοδομής. Βεβαίως, συνιστά μεγάλη (και παραγνωρισμένη) αλήθεια η διαπίστωση ότι το Παπαδιαμάντειο έργο δεν κατηγοριοποιείται ως αποκλειστικά διηγηματικό, ή μυθιστορηματικό, αλλά ως απέραντο roman fleuve (σσ. 207-9, σ. 243, σσ. 368-9), ή, πιο σωστά, ως έργο εν προόδω· αλλά η διαπίστωση ισχύει εξίσου για τον Βιζυηνό ή τον Ροΐδη. Είναι μεγάλη (και παραγνωρισμένη) αλήθεια ότι ο Παπαδιαμάντης είναι εκλεκτικός ως προς τη λαϊκή παράδοση (σ. 106-9, 180-1, 297-8), αλλά το αυτό ισχύει για όλη την αυτόχθονα παραβατική - νεωτερική λογοτεχνία μας από τον Παπαδιαμάντη ως τον Πεντζίκη, και ακόμη ως σήμερα. Είναι μεγάλη (και παραγνωρισμένη) αλήθεια ότι ο Παπαδιαμάντης δεν είχε επιγόνους (σ. 86), ότι δεν «διαβάσθηκε», διότι επικράτησε στην Ελλάδα όπως παντού άλλωστε το ρεαλιστικό μυθιστόρημα του «δευτέρου ημιχρόνου», αλλά η διαπίστωση ισχύει για τους περισσότερους αναφερθέντες εν όπλοις αδελφούς του, τον Βιζυηνό, τον Μητσάκη, τον Ροΐδη, εξίσου μεγάλους, εξίσου «δυτικούς» και «αδιάβαστους», όσο και εκείνους.
Το κατά πόσον ο Παπαδιαμάντης (αλλά και οι Βιζυηνός, Ροΐδης κ.ά.) ανήκει καταγωγικά στη σχολή του Βοκκάκιου και του Ραμπελέ, αυτό εξαρτάται πρωτίστως από τα μόλις αναφερθέντα (καθώς και πολλά άλλα) παραβατικά ως προς τον κυρίαρχο Κανόνα στοιχεία της τεχνοτροπίας του (και που αφορούν το σύνολο του έργου του), παρά από την παραβατική εκφορά του Εγώ του Α ή Β μυθιστορηματικού ήρωα σε ένα και μοναδικό κείμενο (την οποία άλλωστε ουδόλως αποδεικνύει η ανάγνωσή του).
Εξάλλου, ο κεκαθαρμένος «από τα μαλάματά του» Παπαδιαμάντης του Προγκίδη αδιαφορεί επιδεικτικά [όποτε δεν ειρωνεύεται (σ. 175) ή δεν επιτίθεται (σ. 382-3)] για κάθε κριτική πάνω στην ποίηση, τη γλώσσα, το ύφος του συγγραφέα· ωστόσο, αυτοί οι τρόποι σφραγίζουν καταλυτικά όλο το πρώτο ημίχρονο του μυθιστορήματος, και αφορούν εξίσου τον Βοκκάκιο όσο και τον Στερν, τον Ραμπελέ και τον Θερβάντες καθώς και όλο το νεωτερικό μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα που αρδεύεται από το πρώτο ημίχρονο! Είναι κρίμα που σε όλα αυτά τα αρχετυπικά συστατικά της ευρωπαϊκής πεζογραφίας ο Προγκίδης αποδίδει δευτερεύουσα σημασία. Εμμένει στο Προκρούστειο σχήμα του, αυτό που περιέγραψα, αυτό που, εν τέλει, ελάχιστο μέρος αποδίδει από την αναγνωστική απόλαυση του Παπαδιαμαντικού μυστηρίου ιδιαιτέρως εκείνη που ο μεταφρασμένος ή μεθερμηνευόμενος Παπαδιαμάντης αρνείται πεισματικά να εκχωρήσει στον αναγνώστη του.
Αρης Μαραγκόπουλος, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 06-09-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις